3 Νοεμβρίου 2020

Η διπλωματική προϊστορία και το παρασκήνιο του ελληνο-ιταλικού πολέμου Μέρος Α΄: Οι ιταλικές βλέψεις

Του Ιωάννη Σαρρή*


  Οι διπλωματικές διεργασίες που οδήγησαν στον ελληνο-ιταλικό πόλεμο του 1940 και την τριπλή κατοχή της Ελλάδος αποτελούν ένα σκοτεινό κεφάλαιο της σύγχρονης ιστορίας, η σκιά του οποίου έχει κατά καιρούς χρησιμοποιηθεί από κύκλους ορισμένου ιδεοληπτικού προσανατολισμού για την προώθηση ανακριβών απόψεων. Η μανιχαϊκή νοοτροπία που επιμένει να βλέπει παγιωμένα στρατόπεδα καλών και κακών συνάδει μόνο με πρακτικές γηπεδικού οπαδισμού ή φθηνής προπαγάνδας. Εν προκειμένω, αναφέρομαι τόσο στο αφελές μεταπολεμικό αφήγημα του αστικού καθεστώτος της Ελλάδος που «αγιοποίησε» τους Αγγλοσάξονες, όσο και στην προσπάθεια αναθεωρητών να κατηγορήσουν την υποτιθέμενη αγγλόφιλη πολιτική του Ιωάννου Μεταξά, υποβαθμιζόντων την επιθετικότητα του Άξονος. Ας μην λησμονούμε πως η αντικειμενική εξιστόρηση του νωπού παρελθόντος φαντάζει δυσχερής, εφόσον δεν έχουν ακόμη καταλαγιάσει οι συνθήκες και οι παράγοντες που το διεμόρφωσαν. Στην πραγματικότητα, η μοναδική ενδεδειγμένη οδός για την ανάγνωση της νεωτερικής ιστορίας, όπου τα συμφέροντα πλάθουν ιδεοληψίες και όχι το αντίστροφο, είναι η «Realpolitik». Οι απαντήσεις στα ερωτήματα τίς και πώς ωφελείται, σε επιτακτικό συνδυασμό με ιστορικά τεκμήρια και εξακριβωμένες πηγές, δύνανται να μας οδηγήσουν στην αλήθεια. Η παρούσα μελέτη, άνευ οιασδήποτε μεροληπτικής προθέσεως, αποπειράται να συνοψίσει και να ερμηνεύσει τα σημαντικότερα διπλωματικά γεγονότα που συσχετίστηκαν με το έπος του ‘40.


Α. Οι ιταλικές βλέψεις

  Μετά τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο, στα κράτη της Ιταλίας και της Γερμανίας, η αντικατάσταση της δημοκρατίας από το φασιστικό και το εθνικοσοσιαλιστικό καθεστώς αντίστοιχα δεν μετέβαλε την ιμπεριαλιστική κατεύθυνση της εξωτερικής πολιτικής τους. Απεναντίας την γιγάντωσε. Ειδικότερα το βασίλειο της Ιταλίας ήδη από τα τέλη του 19ου αιώνος επεδίωκε τον έλεγχο της Αδριατικής και γι’ αυτό είχε έλθει μοιραία σε σύγκρουση με τα ελληνικά συμφέροντα, με δηλωτικότερο παράδειγμα την υποστήριξη δημιουργίας αλβανικού κράτους την περίοδο 1912-1914 δια της αποσπάσεως της βορείου Ηπείρου[1]. Τότε η Αυστοουγγαρία και η Γερμανική Αυτοκρατορία τήρησαν την ίδια στάση. Επιπλέον, ύστερα από τον ιταλο-τουρκικό πόλεμο του 1912, τα Δωδεκάνησα (όπως και η Λιβύη στην βόρειο Αφρική) περιήλθαν στην κατοχή των Ιταλών. Κατά το σύμφωνο Βενιζέλου-Τιττόνι το 1919 και την Συνθήκη των Σεβρών το 1920, η ιταλική κυβέρνηση δεσμεύθηκε να παραχωρήσει αυτονομία στην Ρόδο και να συναινέσει με την ενσωμάτωση των υπολοίπων νήσων στην Ελλάδα[2]. Βέβαια, εξαιτίας της διπλωματικής συντριβής της Ελλάδος μετά την μικρασιατική εκστρατεία (οπόταν οι Ιταλοί είχαν υποστηρίξει τον Κεμάλ)[3] και της κατισχύσεως του Μπενίτο Μουσσολίνι, η δέσμευση ποτέ δεν τηρήθηκε. Μάλιστα, στα ακόλουθα έτη οι ιταλικές αρχές προσεπάθησαν να εκλατινίσουν τα νησιά, εισάγουσες έως και Ιταλούς εποικιστές[4]. Ειρήσθω εν παρόδω ότι στην νότιο Ιταλία, καθ’ όλην την διάρκεια του φασιστικού καθεστώτος, τόσο η ελληνική διάλεκτος των Γκρεκάνικων όσο και οι χρήστες της, που ήσαν απόγονοι των αρχαίων και βυζαντινών Ελλήνων της Καλαβρίας και την Απουλίας, ευρίσκοντο υπό διωγμό[5].

  Ο Μουσσολίνι, που από το 1922 κυβερνούσε την Ιταλία, παρέλαβε αρκετά γεωπολιτικά ερείσματα προκειμένου να κινηθεί επεκτατικά, θεμελιώνοντας το αφήγημα περί αναγεννήσεως της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, η οποία θα καθιστούσε την Μεσόγειο δική της θάλασσα («Mare Nostrum»)[6]. Το πρώτο ιμπεριαλιστικό βήμα του Μουσσολίνι στόχευσε στο Ιόνιο πέλαγος, που σύμφωνα με τον ίδιο έπρεπε να ανήκει στην Ιταλία λόγω της επί τέσσερις αιώνες βενετικής κατοχής του[7]. Ήδη από τον Ιούλιο του 1923 η «Regia Marina» προετοιμαζόταν για την κατάληψη της Κερκύρας[8]. Στις 27 Αυγούστου, ο Μουσσολίνι βρήκε την αφορμή που αποζητούσε, όταν μία ιταλική αντιπροσωπεία δέχθηκε δολοφονική επίθεση από αγνώστους πλησίον των Ιωαννίνων. Οι Ιταλοί κατηγόρησαν την ελληνική κυβέρνηση, η οποία αρνήθηκε πάσα ανάμειξη. Αφότου η ελληνική πλευρά εξέφρασε αδυναμία εκπληρώσεως όλων των εξωφρενικών ιταλικών απαιτήσεων, μεταξύ των οποίων συμπεριλαμβανόταν αποζημίωση 50.000.000 ιταλικών λιρών[9], στις 31 Αυγούστου το ιταλικό ναυτικό βομβάρδισε την Κέρκυρα και απεβίβασε μία κατοχική δύναμη αρκετών χιλιάδων στρατιωτών. Παρότι η (δημοκρατική) Γαλλία τάχθηκε υπέρ των Ιταλών, διότι είχε καταλάβει με παρόμοιο τρόπο την γερμανική βιομηχανική ζώνη του Ρουρ[10], τον Σεπτέμβριο η Κοινωνία των Εθνών πρότεινε μία συμβιβαστική λύση για την αποχώρηση των Ιταλών και την ικανοποίηση όρων (και αποζημιώσεων) εκ μέρους της Ελλάδος, η οποία έγινε αμοιβαία αποδεκτή.

   Στα επόμενα έτη, ωστόσο, τα δεδομένα άλλαξαν. Αρχικά το καθεστώς του Θ.Παγκάλου επεδίωξε προσέγγιση της Ιταλίας, ώστε να στραφεί με ασφαλισμένα νώτα κατά Βουλγάρων και Τούρκων[11].  Ακολούθως, η Ιταλία και η Ελλάδα απέκτησαν έναν κοινό αντίπαλο, την Γιουγκοσλαβία, η οποία αφενός υπέσκαπτε την ιταλική υπεροχή στην Αδριατική και αφετέρου διεκδικούσε δικαιώματα επί του λιμένος της Θεσσαλονίκης[12]. Στην Ρώμη, στις 23 Σεπτεμβρίου του 1928, ανάμεσα στον νέο Έλληνα πρωθυπουργό Ελευθέριο Βενιζέλο και τον Μουσσολίνι υπεγράφη σύμφωνο φιλίας[13]. Εκείνη την περίοδο, προς απομόνωση της Γιουγκοσλαβίας, ο Μουσσολίνι φιλοδοξούσε να διαμορφώσει ένα διαβαλκανικό τόξο ιταλικής επιρροής από την Τουρκία έως την Ουγγαρία. Εν τούτοις, ο Βενιζέλος κινήθηκε παραλλήλως, καθώς το 1929 υπέγραψε σύμφωνο φιλίας με την Γιουγκοσλαβία και το 1930 με την Τουρκία, ενώ συγχρόνως ανέλαβε την πρωτοβουλία διεξαγωγής ενός ετησίου παμβαλκανικού συνεδρίου πολιτικής συνεννοήσεως[14].  

Ο Βενιζέλος υπογράφει στην Ρώμη το ελληνο-ιταλικό σύμφωνο φιλίας στις 23/09/1928. Δίπλα του ο δικτάτορας Μπενίτο Μουσσολίνι.

Συνεχίζεται...

Μέρος Δ΄: Το παρασκήνιο μετά την ιταλική επίθεση 


[1] Gerard E. Silberstein, “The Troubled Alliance: German-Austrian Relations, 1914—1917”, University Press of Kentucky 2014, σ.46
[2] Γιάννης Γιαννόπουλος, “Δωδεκάνησος, η γένεση ενός ονόματος και η αντιμετώπισή του από τους Ιταλούς” [Dodecanese, the genesis of a name and the Italian approach]. Ἑῶα καὶ Ἑσπέρια 6 (2006), 2 σ.725-295
[3] Richard Lamb, “Mussolini as Diplomat”, John Murray Publishers 1998, σ.291-292
[4] Βάσει των αρχείων του ελληνικού Υπ.Εξ: “Diplomatic Documents Relating to Italy's Aggression Against Greece: The Greek White Book, American Council on Public Affairs 1943, σ.7-8
[5] Alan Clarke, “Managing and Developing Communities, Festivals and Events”, Springer 2016, σ.137
[6] Marta Petricioli, “L'Europe Méditerranéenne”, Peter Lang 2008, σ.89
[7] Αριστοτέλης Α. Καλλής, “Fascist Ideology Territory and Expansionism in Italy and Germany, 1922-1945”, Routledge 2000, 50-51
[8] Α. Καλλής, ό.π, σ.68
[9] James Barros, “The Corfu Incident if 1923: Mussolini and the League of Nations”, Princeton University Press 1965. σ.339
[10] James Burgwyn, “Italian Foreign Policy in the Interwar Period: 1918-1940”, Praeger 1997, σ.23
[11] Θάνος Βερέμης, “Οικονομία και Δικτατορία: η συγκυρία 1925-1926”, Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τράπεζας 1982, σ.38-39
[12] Πηνελόπη Κισσούδη, “The Balkan Games and Balkan Politics in the Interwar Years 1929–1939: Politicians in Pursuit of Peace”, Routledge 2013, σ.43  
[13] Κωνσταντίνος Σβολόπουλος, Ιστορία του Ελληνικού Έθνους Τόμος ΙΕ': “Νεώτερος ελληνισμός από το 1913 ως το 1941”, Εκδοτική Αθηνών 1978, σ.343-348
[14] Zara S. Steiner, “The Lights that Failed: European International History, 1919-1933”, Oxford University Press 2007, σ.499


*Κέντρο Μελετών και Προώθησης Εθνικών Ιδεών "Φ"

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου