21 Απριλίου 2021

Η ελληνική ταυτότητα μέσα από τον λόγο του Ιωάννη Βατάτζη


Γράφει ο Ιωάννης Σαρρής

Χρυσούν υπέρπυρον (νόμισμα) του Ιωάννη Βατάτζη (13ος αιών).

    Η έννοια της εθνικής ταυτότητος απετέλεσε μάλλον ένα δυναμικό φαινόμενο μέσα στην υπερχιλιετή ιστορία του Βυζαντίου. Γι' αυτόν ακριβώς τον λόγο, τυγχάνει συχνά παρανοήσεων και ιδεολογικής αποχρώσεως στρεβλώσεων. Εν τούτοις, η κριτική εξέταση του τρόπου δια του οποίου εξελίχθηκε σε αυτό το διάστημα η περί έθνους αντίληψη οδηγεί σε πολύ ενδιαφέροντα συμπεράσματα ιστορικής, εθνολογικής και κοινωνιολογικής φύσεως. Το ζήτημα χρήζει ιδιαίτερης προσοχής. 

    Το Βυζάντιο κληρονόμησε τον παγκοσμιοποιημένο κόσμο της ύστερης ρωμαϊκής περιόδου, όπου ετερόκλητα έθνη έπρεπε να υποτάσσονται σε μία υπέρτατη αρχή. Ειδικότερα στους πρώτους αιώνες, το βασικότερο κριτήριο για να γίνει κάποιος θεσμικώς και κοινωνικώς αποδεκτός, απολαμβάνοντας πλήρη πολιτικά δικαιώματα, ήταν η χριστιανική πίστη. Ο Λέων ΣΤ΄ απεκάλεσε τους Ρωμαίους «Έθνος Χριστιανών» [1]. Κατά την περίοδο της αραβικής παντοδυναμίας πολλοί εκτός συνόρων Χριστιανοί θεωρούσαν εαυτούς υπηκόους του Αυτοκράτορος, ενώ η αυτοκρατορική αρχή σε κάθε ευκαιρία αντιμετώπιζε την υπεράσπιση των όπου γης ομοθρήσκων ως φυσικό της καθήκον. Εξάλλου, ο Ηράκλειος πραγμάτωσε την πρώτη καταγεγραμμένη σταυροφορία, μισή χιλιετία πριν την σύνοδο της Κλερμόν και το περίφημο Deus vult. Επί Ηρακλείου (7ος αιών), ολοκληρώνεται και ο γλωσσολογικός εξελληνισμός των επισήμων εγγράφων της ανατολικής ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, μία διαδικασία που είχε ήδη ξεκινήσει από την εποχή του Ιουστινιανού, καθώς ο λαός δεν κατανοούσε τα λατινικά της παλατινής γραφειοκρατίας. Οι δυτικές πηγές, από κλασικών χρόνων έως και σήμερον, ουδέποτε έπαυσαν να αποκαλούν τον λαό του γεωγραφικού πυρήνος της βυζαντινής κοινοπολιτείας "Γραικούς" (Graeci), χαρακτηρισμό τον οποίο χρησιμοποίησαν ως αυτοπροσδιορισμό και ορισμένοι βυζαντινοί λόγιοι. 

   Μετά την απώλεια των εδαφών της Μέσης Ανατολής και των ιδιότροπων  λαών της (εν μέρει εξαιτίας των θεολογικών ερίδων), η Αυτοκρατορία κατέστη ομοιογενέστερη εθνολογικά και το ελληνικό στοιχείο επεβλήθη κατά κράτος (όπως διαπιστώνεται και στην έκβαση της Εικονομαχίας τον 9ο αιώνα). Μέχρι τότε ο όρος «Έλλην» σήμαινε τον ειδωλολάτρη, αλλά πλέον άρχισε να αποκτά πολιτισμική χροιά, την οποία διά της κλασικής παιδείας ενστερνίστηκαν υπερηφάνως οι βυζαντινοί λόγιοι. Ύστερα από την άλωση του 1204, συνειδητοποιήθηκαν και οι διαφορές με την φραγκική Δύση. Η πολιτισμική κοινοτική συνείδηση ενσωμάτωσε και φυλετικό χαρακτήρα, σφυρηλατήθηκε ένας εθνικισμός και μορφοποιήθηκε η ταυτότητα του Νεοέλληνος. Δυνάμεθα να παρατηρήσουμε ότι στην εννοιολογική εξέλιξη του όρου «Έλλην» ακολουθήθηκε αντίστροφη πορεία σε σχέση με την αρχαιότητα (που έως την κλασική Ελλάδα είχε φυλετικό χαρακτήρα, στην ελληνιστική εποχή πολιτισμικό και στην ρωμαϊκή θρησκευτικό). Τοιαύτη συναρπαστική εθνολογική παλιννόστησις καταμαρτυρεί την αδιάλειπτο συνέχεια του Ελληνικού Έθνους σε βάθος χιλιετιών.

12 Απριλίου 2021

Μία ματιά στην πολιτική φιλοσοφία του Γ.Κοντογιώργη


   Ο Γιώργος Κοντογιώργης αποτελεί μία εκλεκτή προσωπικότητα των ελληνικών γραμμάτων και, κατά τον γράφοντα, έναν από τους κορυφαίους πολιτικούς στοχαστές της Ελλάδος. Έχει χρηματίσει καθηγητής πολιτικών επιστημών σε διάφορα διεθνούς φήμης ακαδημαϊκά ιδρύματα και πρύτανις του Παντείου πανεπιστημίου. Θα μπορούσε να υποτεθεί εύλογα ότι ένα τόσο πλούσιο βιογραφικό συνεπάγεται συμμόρφωση ως προς τις επιταγές της πολιτικής ορθότητας, ίσως και έναν υφέρποντα εθνομηδενισμό. Η έμπρακτη διάψευση αυτής της υπόθεσης αποκαλύπτει την αξία του. Μέσα στην δίνη μιας ολοένα και πιο ολοκληρωτικής παγκοσμιοποίησης, ο στοχασμός κ.Κοντογιώργη φωταγωγεί δίχως εκπτώσεις την έννοια του ελληνικού έθνους και την αρχέγονη κοινοτική του παράδοση. Μεταξύ των δεκάδων ελληνόγλωσσων και μη βιβλίων του, ο γράφων θεωρεί ως magnum opus, δηλωτικότερο της πολιτικής κοσμοθεώρησής του,  το πολύτομο έργο με τίτλο "Το Ελληνικό Κοσμοσύστημα" από τις εκδόσεις Ι.Σιδέρη.

   Σύμφωνα με την "Κοσμοσυστημική Γνωσιολογία" του κ.Κοντογιώργη, η ιστορική συνέχεια του ελληνισμού διαφαίνεται και στην εξελικτικά ανελιγμένη αντίληψή του περί ελευθερίας και συμμετοχής στα κοινά. Από τον 8ο αιώνα π.Χ., οι κλειστές ομηρικές κοινωνίες που στηρίζονταν στην αγροτική και κτηνοτροφική παραγωγή άρχισαν να αποκτούν έναν ανθρωποκεντρικό χαρακτήρα, εμφανή και στις κατοπινές διερωτήσεις της προσωκρατικής φιλοσοφίας. Με την ανάπτυξη του ελεύθερου εμπορίου και της νομισματικής οικονομίας, κατοχυρώνεται η ατομική ελευθερία, η οποία επρόκειτο να αναβαθμιστεί σε κοινωνική και εν τέλει σε πολιτική (καθολική) ελευθερία έως την περίοδο της βυζαντινής Κοσμόπολης. Η ελευθερία είναι μία και ορίζεται ως αυτονομία, ως η δυνατότητα του ανθρώπου να αυτοκαθορίζεται. Συνεπώς, η προοδευτική διεύρυνση της ελευθερίας δεν αναιρεί τα προηγούμενα στάδιά της· τα συμπληρώνει. Σύμβολο αυτής της προόδου συνιστά η πόλις-κοινόν, όχι υπό την έννοια του νεωτερικού βιομηχανικού άστεως, αλλά ως μία κοινότητα συμμετόχων και συνδιαμορφωτών του πολιτικού γίγνεσθαι. Η ελευθερία του ατόμου διευρύνεται, πλησιάζοντας την πολιτική της διάσταση, όταν χειραφετείται από τα "πρέπει" της οικονομίας. Στην κρατοκεντρική φάση του ελληνικού κοσμοσυστήματος, δηλαδή στην κλασική εποχή, ο άνθρωπος παύει να εξαρτά την επιβίωση και την κοινωνική του υπόσταση από την εργασία, δυνάμενος  να ενασχοληθεί με τα κοινά (βλ. θεσμό της σχόλης). Κατά την ελληνιστική και κυρίως την βυζαντινή περίοδο, ο ανθρωποκεντρικός εκδημοκρατισμός μεταστεγαζόμενος και στην οικονομία γέννησε την (συν)εταιρική εργασία, στης οποίας τα πλαίσια καθέκαστος εταίρος μιας συντεχνίας συμμετέχει στα κέρδη ή τις ζημίες της, χωρίς να υφίσταται η κυριαρχία επί του συστήματος παραγωγής ενός ιδιοκτήτη-κεφαλαιοκράτη (είτε αυτός είναι ιδιώτης είτε η κεντρική κυβέρνηση). Ακόμη και αν τα μέσα παραγωγής υπάγονται σε έναν ιδιοκτήτη, αυτός συνάπτει εταιρική σύμβαση με τον φορέα της εργασίας, η οποία αποτιμάται ως κεφάλαιο. Απότοκο αυτής της εξέλιξης υπήρξε και η κατάργηση της δουλείας/ώνιας εργασίας στο Βυζάντιο.