25 Ιανουαρίου 2022

Νοησιαρχία


(ἔμμετρο δεκατετρασύλλαβο)


Πλάι σὲ διάτρητο παράθυρο τὴν δύσι 
τοῦ ἀκούραστου λαμπροῦ Ἡλίου ν’ ἀγναντεύσω 
πόθησα, καθὼς Μορφεὺς ἀποπλανοῦσε φύσι. 
Μὲ τῶν ἄστρων φῶτα θύμησαις θὰ ἁλιεύσω. 

Ἕνας πλέριος στοχασμὸς τὸν κάματο τῆς μέρας 
δὲν κατάφερε ν’ ἀμβλύνη καὶ τὴν κεφαλή μου 
ἔγειρε λυτρωτικὰ εἷς ἁπαλός ἀγέρας. 
Τότε μάρτυς ἔγινα ὀνείρου ὠφελίμου. 

Μὰ ἂν ἦταν ὄνειρο θαρρῶ πὼς δὲν γνωρίζω. 
Αἴφνης ῥάγισε τὴν κεφαλὴ κεφάλι γκρίζο 
καὶ ξεπήδησε μικρὸς ἀητὸς γιομάτος κέφι, 
ποὺ μεμιᾶς ὁρμᾶ νὰ σχίση τ’ οὐρανοῦ τὰ νέφη. 

Μὲ ξέφρενη λαχτάρα στοὺς ἑπτὰ τοὺς οὐρανοὺς 
ἐπέδραμε γιὰ νὰ θαυμάσῃ κόσμους φωτεινούς. 
Ἠσθάνθη παρελθόντος δόξαις, μέλλοντος καημούς, 
ἐνῶ σκιαὶς θυσίαζαν στῆς λήθης τοὺς βωμούς. 

Ὁ ἀετὸς μετὰ πεθύμησε τὸ διάστημα 
νὰ κατακτήσῃ μόλο τὸ μικρὸ τ’ ἀνάστημα. 
Ἀφοῦ λοιπὸν πλησίασε τὸν Ἥλιο, τὰ φτερὰ 
μὰ καὶ τὰ σπλάχν’ ἀνάψαν σὰν λαμπάδες γοερά.