25 Ιανουαρίου 2022

Νοησιαρχία


(ἔμμετρο δεκατετρασύλλαβο)


Πλάι σὲ διάτρητο παράθυρο τὴν δύσι 
τοῦ ἀκούραστου λαμπροῦ Ἡλίου ν’ ἀγναντεύσω 
πόθησα, καθὼς Μορφεὺς ἀποπλανοῦσε φύσι. 
Μὲ τῶν ἄστρων φῶτα θύμησαις θὰ ἁλιεύσω. 

Ἕνας πλέριος στοχασμὸς τὸν κάματο τῆς μέρας 
δὲν κατάφερε ν’ ἀμβλύνη καὶ τὴν κεφαλή μου 
ἔγειρε λυτρωτικὰ εἷς ἁπαλός ἀγέρας. 
Τότε μάρτυς ἔγινα ὀνείρου ὠφελίμου. 

Μὰ ἂν ἦταν ὄνειρο θαρρῶ πὼς δὲν γνωρίζω. 
Αἴφνης ῥάγισε τὴν κεφαλὴ κεφάλι γκρίζο 
καὶ ξεπήδησε μικρὸς ἀητὸς γιομάτος κέφι, 
ποὺ μεμιᾶς ὁρμᾶ νὰ σχίση τ’ οὐρανοῦ τὰ νέφη. 

Μὲ ξέφρενη λαχτάρα στοὺς ἑπτὰ τοὺς οὐρανοὺς 
ἐπέδραμε γιὰ νὰ θαυμάσῃ κόσμους φωτεινούς. 
Ἠσθάνθη παρελθόντος δόξαις, μέλλοντος καημούς, 
ἐνῶ σκιαὶς θυσίαζαν στῆς λήθης τοὺς βωμούς. 

Ὁ ἀετὸς μετὰ πεθύμησε τὸ διάστημα 
νὰ κατακτήσῃ μόλο τὸ μικρὸ τ’ ἀνάστημα. 
Ἀφοῦ λοιπὸν πλησίασε τὸν Ἥλιο, τὰ φτερὰ 
μὰ καὶ τὰ σπλάχν’ ἀνάψαν σὰν λαμπάδες γοερά.  

Τότε πίσω στάλθηκε στὴν γῆ ὡς πεφταστέρι, 
στὴν ἀτμόσφαιρά της ἔκλαμψι πυρὸς νὰ φέρῃ. 
Ὅταν ἐξερράγη στὴν πεδιάδα κάποιας μοίρας, 
σχηματίσθη ἕνας ἄβατος βαθὺς κρατήρας. 

Τὰ σύννεφα τὴν ἀετήσια μνήμη θέλησαν 
δολίως νὰ ἐνταφιάσουν, ξέρασαν βροχή, 
ποὺ τοῦ κρατῆρος ἐδοκίμασε τὴν ἀντοχή. 
Μὲ μία νέα λίμνη τὸν ὑποκατέστησαν. 

Ἡ λίμνη βάθαινε κι ἐπεκτεινόταν συνεχῶς. 
Σὲ θάλασσαν ἀνήχθη καὶ αὐτὴ σ’ ὠκεανό. 
Ἡ τῆς ἐκλάμψεως ἐνέργεια κεῖ στὸν κρημνὸ 
δὲν εἶχε πλήρως σκεδασθεῖ ἀκόμη, εὐτυχῶς. 

Πλάκαν ἔσεισε τεκτονικὴ γιὰ νὰ γεννήσῃ 
ἕνα ὑποβρύχιο ἡφαίστειο μὲ μᾶγμα, 
τὸ ὁποῖον ἐπανόρθωσε στὸ ὕδωρ φράγμα. 
Ἔτσι πρόβαλαν καινοφανεῖς χερσαίαις νῆσοι. 

Σὲ χώρ’ ἀνήχθησαν κι αὐτὴ σὲ νέα Ἤπειρο, 
ποὺ Ἱστορίας ἄφθαρτο χρυσώνει πάπυρο. 
Τῷ ὄντι ἕνας πλέριος στοχασμὸς μπορεῖ τὴν γῆ 
ὁλάκερη ν’ ἀλλάξῃ ἄρδην ἕως τὴν Αὐγή. 



Ἰωάννου Σαρρῆ. Ἀπὸ τὴν ποιητικὴ συλλογὴ "Αἰωνία Ἑλλάς: μία ποιητικὴ νοσταλγία", ἐκδόσεις Πελασγός, Ἀθήνα 2019.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου