30 Νοεμβρίου 2020

Η διπλωματική προϊστορία και το παρασκήνιο του ελληνο-ιταλικού πολέμου Μέρος Δ΄: Το παρασκήνιο μετά την ιταλική επίθεση

Του Ιωάννη Σαρρή*

Δ. Το παρασκήνιο μετά την ιταλική επίθεση

  Στις 27 Οκτωβρίου 1940, όπως ανέμενε, ο Μεταξάς αντελήφθη την διενέργεια προπολεμικής προβοκάτσιας στα ελληνοαλβανικά σύνορα και μαζί με το επιτελείο του προέβη στις κατάλληλες κινήσεις[66]. Στις 3:00 το πρωί της 28ης Οκτωβρίου, την οικία του Μεταξά επισκέπτεται ο πρέσβυς Γκράτσι. Δια τελεσιγράφου ζητά την ελεύθερη διέλευση ιταλικών στρατευμάτων στην ελληνική επικράτεια, τα οποία θα κατελάμβαναν στρατηγικά σημεία[67]. Ο Μεταξάς του απαντά κοφτά στην γαλλική γλώσσα ότι αυτό σημαίνει πόλεμο[68]. Στις ακόλουθες εβδομάδες, εκτυλίχθηκε το θαύμα, ο θρίαμβος, η δόξα. Οι Έλληνες όχι μόνον απέκρουσαν την εξ Αλβανίας ιταλική εισβολή, αλλά πέρασαν στην αντεπίθεση απελευθερούντες την Βόρειο Ήπειρο.

20 Νοεμβρίου 2020

Η διπλωματική προϊστορία και το παρασκήνιο του ελληνο-ιταλικού πολέμου Μέρος Γ΄: Η εξωτερική πολιτική του καθεστώτος Μεταξά

Του Ιωάννη Σαρρή*

Γ. Η εξωτερική πολιτική του καθεστώτος Μεταξά

Στο κέντρο διακρίνονται ο Ιωάννης Μεταξάς και ο Ιταλός πρέσβυς Γκράτσι.

  Στην Ελλάδα, κατόπιν μίας εκτεταμένης περιόδου τρομακτικής πολιτικής αστάθειας και αλλεπαλλήλων κινήσεων και πραξικοπημάτων, στις 4 Αυγούστου 1936 ο βασιλιάς Γεώργιος Β΄, σε συνέργεια με τον μεγαλοφυή πρώην στρατιωτικό και νυν πρωθυπουργό Ιωάννη Μεταξά (που αναρριχήθηκε σε αυτήν την θέση δια των ψήφων της Βουλής)[33] ανέστειλε με διάταγμα την λειτουργία της Βουλής και ορισμένα άρθρα του συντάγματος. Έτσι παγιώθηκε μία de facto δικτατορία με πρόεδρο της κυβερνήσεως τον μετέπειτα αρχιτέκτονα του έπους του ’40, Ιωάννη Μεταξά. Το προκείμενο λαοφιλές[34] καθεστώς παρουσίασε αρκετά φασιστικά μορφολογικά γνωρίσματα, αλλά για ιδεολογικούς, πολιτικούς και οικονομικο-κοινωνικούς λόγους δεν δύναται να ταυτιστεί με καμία αυταρχική διακυβέρνηση της τότε Ευρώπης[35]. Στην συμβατική ιστοριογραφία της εποχής μας επικρατεί η γενική πεποίθηση ότι ο ιδιαιτέρως αγγλόφιλος[36] Γεώργιος Β΄ και το βαθύ κράτος συνέχισαν να προσανατολίζουν γεωπολιτικά την χώρα, ενώ στον Μεταξά εναπετέθη η άσκηση κοινωνικής πολιτικής. Ο Μεταξάς, παρότι δεν συμμεριζόταν την προκατάληψη του βασιλέως[32] και στον Εθνικό Διχασμό είχε ταχθεί κατά της επεμβάσεως της Entente, ήδη από το 1922 είχε εκφράσει την λογική άποψη ότι το συμφέρον της Ελλάδος ενέκειτο στην σύμπλευση με τους (νικητές) Αγγλο-Γάλλους[37]. Επιπλέον, κατά το 1938 ενίσχυσε σημαντικά την θέση του έναντι του βασιλέως και η πολιτική του θα πρέπει να θεωρείται συνειδητή[38].

  Όπως μαρτυρούν και τα αποκόμματα του προσωπικού του ημερολογίου, ο εθνικός κυβερνήτης Ιωάννης Μεταξάς έτρεφε -για διαφορετικούς λόγους- σεβασμό τόσο για τους πειθαρχημένους Γερμανούς όσο και για τους θαλασσοκράτορες Άγγλους, αλλά τασσόταν πρωτίστως υπέρ του ελληνικού συμφέροντος. Σε σύσκεψη των πολιτικών αρχηγών στις 3/3/1934 (σχετικά με το περιεχόμενο του Βαλκανικού Συμφώνου), ο Μεταξάς ανέλυσε την (βενιζελίζουσα) γεωστρατηγική σκέψη του:

11 Νοεμβρίου 2020

Η διπλωματική προϊστορία και το παρασκήνιο του ελληνο-ιταλικού πολέμου Μέρος B΄: Ο Άξονας Γερμανίας-Ιταλίας

Του Ιωάννη Σαρρή*


Μπορείτε να διαβάσετε εδώ το Μέρος Α΄: Οι ιταλικές βλέψεις

Β. Ο Άξονας Γερμανίας-Ιταλίας


  Τον Οκτώβριο του 1935 οι Ιταλοί, εφορμώμενοι εκ των αποικιακών προγεφυρωμάτων τους σε Ερυθραία και Σομαλία, εισέβαλαν στην Αιθιοπία, την οποία υπέταξαν τον Φεβρουάριο του 1937[15]. Αυτό που δεν γνωρίζουν οι περισσότεροι είναι ότι σημαντικό μέρος του εξοπλισμού των Αιθιόπων προήλθε από την Γερμανία του Αδόλφου Χίτλερ[16]. Κατ’ αυτόν τον τρόπο ο Χίτλερ, ως γνήσιος μακιαβελικός πολιτικός, ενδεχομένως να θέλησε να συνετίσει (ή να δείξει στο εσωτερικό του ακροατήριο ότι συνετίζει) τον Μουσσολίνι, ώστε να μην εγείρει αντιρρήσεις στην επιχειρούμενη προσάρτηση της Αυστρίας. Βέβαια αυτή πρέπει να θεωρείται τακτική και όχι στρατηγική κίνηση, δεδομένου ότι έως τότε η Ιταλία αμφιταλαντευόταν διπλωματικώς μεταξύ των μεγάλων δυνάμεων[17]. Όπως είχε προ πολλού εξηγήσει και η περίφημος ρήση του λόρδου Πάλμερστον, στην πολιτική δεν υφίστανται αιώνιοι φίλοι ή εχθροί, παρά μόνον αιώνια συμφέροντα. Άλλως τε, ο Α.Χίτλερ στο διάσημο βιβλίο του «Mein Kampf» (1925) είχε διευκρινίσει ότι προτίθεται να αφήσει το γερμανόφωνο Νότιο Τυρόλο στην κυριότητα του Μουσσολίνι, προκειμένου να στραφεί μαζί με την Ιταλία (που ονειρευόταν παντοδυναμία στην Μεσόγειο) κατά της Γαλλίας. Η Αλσατία και οι εύφορες πεδιάδες της μισητής του Γαλλίας (και περισσότερο της ανατολικής Ευρώπης) θα απέβαιναν χρησιμότερες για την ανάπτυξη της γερμανικής φυλής σε σύγκριση με λίγα χιονισμένα χωριά των Άλπεων[18]. Η ιδεολογική εγγύτητα μεταξύ του ιταλικού φασισμού και του γερμανικού εθνικοσοσιαλισμού θα αποτελούσε απλώς επιστέγασμα της επικειμένης συμμαχίας. Πράγματι, οι εξωτερικές πολιτικές των δύο χωρών ευθυγραμμίστηκαν μετά το 1936, όταν από κοινού εξόπλισαν τις εθνικιστικές δυνάμεις του Φρανθίσκο Φράνκο στον ισπανικό εμφύλιο[19].   

3 Νοεμβρίου 2020

Η διπλωματική προϊστορία και το παρασκήνιο του ελληνο-ιταλικού πολέμου Μέρος Α΄: Οι ιταλικές βλέψεις

Του Ιωάννη Σαρρή*


  Οι διπλωματικές διεργασίες που οδήγησαν στον ελληνο-ιταλικό πόλεμο του 1940 και την τριπλή κατοχή της Ελλάδος αποτελούν ένα σκοτεινό κεφάλαιο της σύγχρονης ιστορίας, η σκιά του οποίου έχει κατά καιρούς χρησιμοποιηθεί από κύκλους ορισμένου ιδεοληπτικού προσανατολισμού για την προώθηση ανακριβών απόψεων. Η μανιχαϊκή νοοτροπία που επιμένει να βλέπει παγιωμένα στρατόπεδα καλών και κακών συνάδει μόνο με πρακτικές γηπεδικού οπαδισμού ή φθηνής προπαγάνδας. Εν προκειμένω, αναφέρομαι τόσο στο αφελές μεταπολεμικό αφήγημα του αστικού καθεστώτος της Ελλάδος που «αγιοποίησε» τους Αγγλοσάξονες, όσο και στην προσπάθεια αναθεωρητών να κατηγορήσουν την υποτιθέμενη αγγλόφιλη πολιτική του Ιωάννου Μεταξά, υποβαθμιζόντων την επιθετικότητα του Άξονος. Ας μην λησμονούμε πως η αντικειμενική εξιστόρηση του νωπού παρελθόντος φαντάζει δυσχερής, εφόσον δεν έχουν ακόμη καταλαγιάσει οι συνθήκες και οι παράγοντες που το διεμόρφωσαν. Στην πραγματικότητα, η μοναδική ενδεδειγμένη οδός για την ανάγνωση της νεωτερικής ιστορίας, όπου τα συμφέροντα πλάθουν ιδεοληψίες και όχι το αντίστροφο, είναι η «Realpolitik». Οι απαντήσεις στα ερωτήματα τίς και πώς ωφελείται, σε επιτακτικό συνδυασμό με ιστορικά τεκμήρια και εξακριβωμένες πηγές, δύνανται να μας οδηγήσουν στην αλήθεια. Η παρούσα μελέτη, άνευ οιασδήποτε μεροληπτικής προθέσεως, αποπειράται να συνοψίσει και να ερμηνεύσει τα σημαντικότερα διπλωματικά γεγονότα που συσχετίστηκαν με το έπος του ‘40.