28 Απριλίου 2020

Το βυζαντινό "Ιερό Στέμμα" της Ουγγαρίας

Μία ενδιαφέρουσα πανεπιστημιακή μελέτη για την -άγνωστη στους περισσότερους- ελληνική προέλευση ενός τεχνουργήματος, που αποτελεί εθνόσημο του ουγγρικού λαού. 

Γράφει ο Αθανάσιος Κουκόπουλος, προπτ. φοιτ. Τμήμ. Ιστορίας και Αρχαιολογίας ΑΠΘ:
 



Εισαγωγή
Αναζητώντας κανείς βιβλιογραφία για το ιερό στέμμα και εθνικό σύμβολο της Ουγγαρίας θα διαπιστώσει την έλλειψη εκτενών ελληνικών δημοσιεύσεων, όπως άλλωστε συμβαίνει συνήθως με τα αντικείμενα βυζαντινής μικροτεχνίας, πολλά από τα οποία φυλάσσονται και εκτίθενται στην Ευρώπη. Οι αφιερωμένες στο στέμμα αυτό ενότητες στην ελληνική βιβλιογραφία περιορίζονται σε σύντομες αναφορές[1]. Φυσικά το αντίθετο διαπιστώνεται στην περίπτωση της Ουγγαρίας και εν γένει στην ξένη βιβλιογραφία. Ο πρώτος τίτλος σχετικά με το στέμμα εμφανίζεται το 1613 και έκτοτε έχουν εκπονηθεί πλείστες όσες μελέτες σε μονογραφίες, περιοδικά και τόμους για αυτό το αριστούργημα της βυζαντινής και δυτικοευρωπαϊκής τέχνης[2]. Είναι καιρός πλέον και η ελληνική έρευνα να επικεντρωθεί σε πιο αναλυτικές μελέτες και όσον αφορά στο στέμμα, αλλά και όσον αφορά σε άλλα παραδείγματα της βυζαντινής χυμευτικής. 

   1. Γενική περιγραφή
Το στέμμα αποτελείται από δύο κύρια μέρη. Το κατώτερο είναι στην ουσία ένα χαμηλό διάδημα και είναι σίγουρα βυζαντινό[3] (οι αντιρρήσεις θα εξεταστούν παρακάτω). Στην βιβλιογραφία είναι ευρέως γνωστό ως corona graeca. Η βάση είναι ένα σχεδόν κανονικά κυκλικό χρυσό έλασμα[4] με μέγιστη διάμετρο 20,9 cm[5] και ελάχιστη 19,8 cm[6]. Έχει πάχος 1.5 mm και συγκολλάται στο πίσω μέρος[7]. Πάνω από το κέντρο του πρόσθιου μέρους έχει τοποθετηθεί ημικυκλικό σμαλτωμένο πλακίδιο με τον Χριστό Παντοκράτορα ένθρονο ανάμεσα σε δύο κυπαρίσσια[8]. Το πλακίδιο αυτό πλαισιώνουν εναλλασσόμενα ημικυκλικά και τριγωνικά ακρωτήρια φθίνοντος ύψους και μεγέθους, καθώς απομακρυνόμαστε από το κέντρο, 4 σε κάθε πλευρά[9]. Τις απολήξεις τους κοσμούν διάτρητοι πολύτιμοι λίθοι και μαργαριτάρια στα δύο μικρότερα[10]. Ακριβώς στην άλλη πλευρά, βρίσκεται ένα άλλο μικρότερο αυτή τη φορά ημικυκλικό σμαλτωμένο πλακίδιο που απεικονίζει τον Βυζαντινό αυτοκράτορα Μιχαήλ Ζ΄ Δούκα[11] (β. 1071-1078)[12]. Από τη μέση μέχρι το πλακίδιο αυτό σε κάθε πλευρά έχουν τοποθετηθεί σε καρφίτσες διάτρητα μαργαριτάρια[13]. Επάνω στη βάση έχουν τοποθετηθεί σμαλτωμένα πλακίδια που απεικονίζουν δύο αρχαγγέλους, 4 αγίους, τον Κωνσταντίνο Πορφυρογέννητο και τον βασιλιά της Ουγγαρίας Géza Α΄14 (β. 1074-1077)[15]. Τα πλακίδια αυτά εναλλάσσονται με πλατύτερα, αλλά ισοϋψή πλακίδια, στα οποία έχουν προσαρμοστεί ημιπολύτιμοι λίθοι[16]. Τα πλακίδια αυτής της ζώνης, όπως και τα ακρωτήρια και τα ημικυκλικά σμαλτωμένα πλακίδια στην κορυφή, πλαισιώνονται από συγκολλημένους χρυσούς κόκκους σε σύρμα[17]. Επομένως εφαρμόζεται εδώ η τεχνική της κοκκίδωσης (στην ουσία μία παραλλαγή της συρματερής τεχνικής[18]). Στο ανώτερο και κατώτερο τμήμα της βάσης δύο οριζόντιες σειρές από μαργαριτάρια έχουν τοποθετηθεί σε σύρματα[19]. Ακριβώς από πάνω και από κάτω πάλι παρατηρούνται συγκολλημένοι χρυσοί κόκκοι. Τον διάκοσμο της corona graeca συμπληρώνουν τα λεγόμενα πρεπενδούλια[20], τα οποία στην προκειμένη περίπτωση είναι αλυσίδες, από τις οποίες κρέμονται πολύτιμοι λίθοι[21]. Έχουν κρεμαστεί τέσσερα σε κάθε πλευρά και ένα στο πίσω μέρος[22].
Εικόνα 1. Η πρόσθια όψη του στέμματος.
 
Εικόνα 2. Φωτογράφηση της πρόσθιας πλευράς του στέμματος από τα πλάγια. Από το κοινοβούλιο της Βουδαπέστης, όπου φυλάσσεται σήμερα.

Εικόνα 3. Η οπίσθια πλευρά του στέμματος.

Το άνω μέρος του στέμματος φέρει λατινικές επιγραφές[23] και είναι ευρέως γνωστό στη βιβλιογραφία ως corona latina. Η προέλευσή του διχάζει την έρευνα (θα εξεταστεί αναλυτικά παρακάτω). Πρόκειται για διασταυρωνόμενα μεταξύ τους ελάσματα[24], τέσσερα στον αριθμό και χρυσά στο υλικό[25], από τα οποία, αν γίνει προσεκτική ματιά της εικόνας 4, διαπιστώνεται ότι δύο από αυτά συγκολλώνται και δύο συρράπτονται με κρίκους στο κεντρικό σμαλτωμένο πλακίδιο που απεικονίζει τον Χριστό ένθρονο πάλι ανάμεσα σε δύο κυπαρίσσια[26]. Τα κατωτέρα μέρη αυτών των ελασμάτων στερεώνονται στην corona graeca με καρφιά[27]. Στο σημείο του στομαχιού του Χριστού το πλακίδιο τρυπήθηκε για την τοποθέτηση του σταυρού που βρίσκεται μέχρι και σήμερα στην κορυφή του στέμματος[28]. Στα ελάσματα, στα οποία εφαρμόζεται η τεχνική του σμάλτου, απεικονίζονται 8 Απόστολοι[29]. Περιμετρικά των ελασμάτων και του κεντρικού πλακιδίου παρατηρούνται για ακόμα μια φορά συγκολλημένοι κόκκοι σε σύρματα[30], ενώ στο εσωτερικό εφαρμόζεται μία άλλη παραλλαγή της συρματερής τεχνικής (σύρματα με αυλακώσεις επάνω στην επιφάνειά τους και όχι συγκολλημένοι κόκκοι[31]), σε συνδυασμό με διακόσμηση από εναλλαγές μαργαριταριών και αλμανδινών[32].

Εικόνα 4. Φωτογράφηση του στέμματος από την εσωτερική του πλευρά.

Εικόνα 5. Η άνω όψη του στέμματος (corona latina). Αριστερά είναι αρκετά ευδιάκριτα και τα μαργαριτάρια της corona graeca.

2. Corona graeca
Προχωρώντας από το κέντρο προς την περιφέρεια και από το πρόσθιο στο πίσω μέρος συναντάμε αρχικά τους αρχαγγέλους Μιχαήλ και Γαβριήλ, οι οποίοι είναι στην ουσία οι άμεσοι εκτελεστές του θείου θελήματος με εξουσία δοσμένη από τον ίδιο τον Θεό και φύλακες της επουράνιας τάξης[33]. Φέρουν χιτώνες με ένα πλούσια διακοσμημένο μανιάκιον, δηλαδή ένα κάλυμμα του στέρνου, το οποίο φέρει πολύτιμους λίθους και μαργαριτάρια[34]. Επίσης είναι άξια προσοχής και οι μανδύες που φέρονται πάνω από τον αριστερό ώμο του Μιχαήλ και τον δεξί του Γαβριήλ[35]. Εντύπωση προκαλούν και τα κρινόμορφα σκήπτρα τους[36], σύμβολό τους ως αγγελιαφόρων[37]. Τα αναδέματα που φέρουν, σύμβολα εξουσίας στα ελληνιστικά βασίλεια, αναδιπλώνονται με έναν πολύ όμορφο, διακοσμητικό τρόπο στις άκρες θυμίζοντας το φτερούγισμα των πουλιών[38]. Κατά ένα μέρος χάνονται μέσα στα σγουρά μαλλιά τους. Είναι εμφανές ότι τα χρώματα που χρησιμοποιούνται είναι πανομοιότυπα. Στο σημείο αυτό πρέπει να τονιστεί το εξής: Είναι σύνηθες στην βιβλιογραφία να αναφέρεται ότι αυτές οι επιγραφές δημιουργήθηκαν με την τεχνική του σμάλτου[40]. Αυτό είναι λανθασμένο. Οι επιγραφές είναι από νίελλο. Τέλος, ας αναφερθεί ότι τα βλέμματα των αρχαγγέλων στρέφονται προς τον Παντοκράτορα του κεντρικού πλακιδίου[41].

Εικόνα 6. Σμαλτωμένο πλακίδιο που απεικονίζει τον Αρχάγγελο Μιχαήλ. Παρατηρείται ότι στα σύρματα που φέρουν μαργαριτάρια παρεμβάλλονται και χρυσά κρικάκια. Διακρίνονται επίσης και οι συγκολλημένοι χρυσοί κόκκοι.

Εικόνα 7. Αργυρό τετράδραχμο του Μιθριδάτη Γ΄ (γύρω στο 220-185 π.Χ.). Λονδίνο, Βρετανικό Μουσείο. Διάμετρος γύρω στα 30 mm[39]. Είναι ευδιάκριτο το ανάδεμα του ηγεμόνα. 

Εικόνα 8. Σμαλτωμένο πλακίδιο που απεικονίζει τον αρχάγγελο Γαβριήλ. 

Ακολουθούν οι φύλακες-προστάτες της αυτοκρατορίας από τους κάθε λογής εχθρούς και στρατιωτικοί Άγιοι Γεώργιος και Δημήτριος οι μεγαλομάρτυρες. Εικονίζονται φυσικά νέοι (αγένειοι) με σκούρα μαλλιά, θώρακα, χλαμύδα, δόρυ και ασπίδα. Αυστηρά μετωπικά αποδοσμένοι στρέφουν μόνο το βλέμμα τους, δηλαδή μόνο τις κόρες των ματιών τους, προς το κέντρο, προς την πλευρά των Αρχαγγέλων, δηλαδή προς την σημαντικότερη πλευρά, εκεί όπου υπάρχει το πλακίδιο του Χριστού Παντοκράτορα[42].

Εικόνα 9. Ο Άγιος Δημήτριος. Σμαλτωμένο πλακίδιο από την εμπρόσθια δεξιά όψη του στέμματος. Αξιοπρόσεχτη είναι η διακόσμηση της χλαμύδας με φύλλα κισσού. 

Εικόνα 10. Ο Άγιος Γεώργιος. Σμαλτωμένο πλακίδιο από την εμπρόσθια αριστερή όψη του στέμματος.

Έπονται οι Άγιοι Ανάργυροι ιατροί και θαυματουργοί Κοσμάς και Δαμιανός, επίσης μάρτυρες, οι οποίοι αποτελούσαν και προστάτες της σωματικής υγείας του αυτοκράτορα[43]. Απεικονίζονται πιο απλά ενδεδυμένοι σε σχέση με τις άλλες μορφές[44]. Πρόκειται για άνδρες ώριμης ηλικίας, καθότι έχουν γένια, με πιο κοντά μαλλιά από τα φουντωτά των Αγίων Γεωργίου και Δημητρίου. Φορούν χιτώνες και μαζεμένους μανδύες, οι οποίοι κρέμονται γύρω από τον λαιμό και πέφτουν μπροστά στο στήθος. Ο Κοσμάς κρατά στο δεξί του χέρι ένα μικρό ραβδόμορφο όργανο, ίσως μία σπάτουλα για άλειμμα, ενώ στο αριστερό ένα ψηλό κουτί. Ο Δαμιανός, από την άλλη, και με τα δύο χέρια κρατάει ένα διπλά δεμένο με σπάγκο κουτί (θα μπορούσε να είναι και τυλιγμένο χειρόγραφο σε μορφή ρολό, αλλά η γωνιώδης μορφή του δεν μας επιτρέπει να 
οδηγηθούμε με ασφάλεια σε αυτό το συμπέρασμα). Πρόκειται αναμφισβήτητα για attributa της ιατρικής τους ιδιότητας. Όπως και οι στρατιωτικοί Άγιοι, αποδίδονται μετωπικά με τα βλέμματά τους να στρέφονται προς την πλευρά όπου βρίσκεται ο Χριστός[45].

Εικόνα 11. Σμαλτωμένο πλακίδιο με τον Άγιο Κοσμά. Από την οπίσθια δεξιά όψη του στέμματος.

Εικόνα 12. Ο Άγιος Δαμιανός. Σμαλτωμένο πλακίδιο από την οπίσθια αριστερή όψη του στέμματος.

Αναμφισβήτητα τα προαναφερθέντα πλακίδια συγκροτούν μία ομάδα που αποτυπώνει την επουράνια τάξη[46] (Χριστός Παντοκράτορας, Αρχάγγελοι-άυλα όντα-άμεσοι υπηρέτες του θείου θελήματος, Άγιοι-άνθρωποι που κέρδισαν την αιώνια ζωή). Επιπλέον με το κεντρικό πλακίδιο του Παντοκράτορα τονίζεται ότι ο Χριστός είναι η πηγή κάθε γήινης εξουσίας[47].
Αντίστοιχα, στην οπίσθια πλευρά αποτυπώνεται η επίγεια τάξη[48]. Ο αυτοκράτορας Μιχαήλ Ζ΄ Δούκας φοράει κλειστό στέμμα, το οποίο ονομάζεται «καμελαύκιον»[49] και δεν είναι πολύ ψηλό σε σχέση με μεταγενέστερα στέμματα[50], έναν πλούσια διακοσμημένο χιτώνα[51], λώρο[52], δηλαδή μακριά ταινία χρυσοκέντητη και ποικιλμένη με πετράδια, την οποία έφερε ο αυτοκράτορας[53], και κρατάει με το δεξί χέρι αυτοκρατορικό στρατιωτικό λάβαρο και με το αριστερό ένα σπαθί[54]. Η ενδυμασία του είναι αναμφισβήτητα επίσημη και τελετουργική[55]. Υπάρχει η εξής επιγραφή: «ΜΙΧ(ΑΗΛ) ΕΝ Χ(ΡΙCΤ)Ω ΠΙCΤΟC ΒΑCΙΛΕΥC ΡΩΜΑΙΩΝ Ο ΔΟΥΚΑC»[56].

Εικόνα 13. Ο αυτοκράτορας Μιχαήλ Ζ΄ Δούκας. Σμαλτωμένο πλακίδιο. Διακρίνεται η διακόσμηση του χιτώνα με σχέδια που αποδίδουν φύλλα κισσού. Τα μαλλιά του είναι σκούρα και σγουρά. Επίσης διακρίνονται και τα πρεπενδούλια που κρέμονται από το στέμμα. Λανθασμένα οι Kovács και Lovag θεώρησαν ότι είναι ανοιχτό στέμμα[57]. Δεν πρόσεξαν ότι το πάνω μέρος είναι χρωματισμένο με κόκκινο, πράγμα που καταφανώς αποδεικνύει ότι ήταν καλυμμένο. Το φωτοστέφανο μας ανάγει στη σφαίρα του υπερφυσικού[58], του θεϊκού κόσμου. Είναι υπερβολή, ωστόσο, να ειπωθεί ότι οι αυτοκράτορες θεωρούνταν και, το κυριότερο, απεικονίζονταν εκ προοιμίου ως Άγιοι, μόνο και μόνο επειδή ήταν αυτοκράτορες. Προφανώς τονίζει την ιερότητα του αξιώματος του αυτοκράτορα ως εκλεκτού του Θεού, όπως εκφράζεται από την βυζαντινή πολιτική ιδεολογία[59].

Στο πλακίδιο που βρίσκεται κάτω αριστερά εικονίζεται μία άλλη μορφή με την επιγραφή: «ΚΩΝ(CΤΑΝΤΙΝΟC) ΒΑCΙΛΕΥC ΡΩΜΑΙΩΝ Ο ΠΟΡΦΥΡΟΓΕΝΝΗΤΟC»[60]. Και αυτός κρατά με το δεξί του χέρι λάβαρο. Όπως και ο Μιχαήλ, έτσι και αυτός φοράει καμελαύκιον με πρεπενδούλια, αυτοκρατορικό χιτώνα και φέρει φωτοστέφανο γύρω από το κεφάλι του, ενώ κοιτά κατά μέτωπο τον θεατή. Στο αριστερό χέρι, όμως, κρατά τυλιγμένο ρολό. Επίσης φοράει και μανιάκιον αντί για λώρο[61]. Όσον αφορά στην ταύτιση της μορφής έχουν γίνει δύο προτάσεις: Πρόκειται είτε για τον νεότερο αδελφό του αυτοκράτορα Μιχαήλ Κωνστάντιο, είτε για τον μικρό του γιο Κωνσταντίνο. Το κομμένο όνομα «ΚΩΝ» της επιγραφής αφήνει κάποια περιθώρια για τους υποστηρικτές της πρώτης άποψης. Δεδομένου όμως ότι ο γιος του Μιχαήλ είχε στεφθεί συναυτοκράτορας και η μορφή αυτή, όπως είδαμε, φέρει αυτοκρατορικά διάσημα, η δεύτερη πρόταση είναι η ορθή[62]. Έχει υποτεθεί ότι μόλις είχε γεννηθεί ο μικρός Κωνσταντίνος, όταν το στέμμα προοριζόταν να δωριστεί, και ότι αρχικά είχε φιλοτεχνηθεί, για να απεικονιστεί ο αδελφός Κωνστάντιος, οπότε και με την γέννα του συναυτοκράτορα το κομμένο «ΚΩΝ» ταίριαξε κατάλληλα για την περίσταση[63], αλλά αυτά ανήκουν στην σφαίρα της φαντασίας.
Αίσθηση προκαλεί η μορφή με τα μακριά γένια που απεικονίζεται κάτω δεξιά. Η επιγραφή είναι η εξής: «ΓΕΩΒΙΤΖΑC ΠΙCΤΟC ΚΡΑΛΗC ΤΟΥΡΚΙΑC». Η ονομασία «Γεωβιτζάς» είναι βυζαντινή απόδοση του ουγγρικού ονόματος “Géza” και ο όρος «κράλης» είναι η ουγγρική ονομασία για τον βασιλιά, ενώ Τουρκία αποκαλούσαν οι Βυζαντινοί σχεδόν πάντα την Ουγγαρία. Φοράει αυλικό χιτώνα, χλαμύδα, ενώ διακρίνεται και το λεγόμενο «ταβλίον»[64] (τετράγωνο ύφασμα ραμμένο συνήθως πάνω στην χλαμύδα των αξιωματούχων της αυλής[65], στην προκειμένη όμως περίπτωση στο δεξί μανίκι του χιτώνα). Στο κεφάλι φοράει χαμηλό διάδημα με έναν πολύτιμο λίθο στην μέση, το οποίο ονομάζεται «στέφανος», ενώ με το δεξί χέρι κρατά σκήπτρο με σταυρό και με το αριστερό σπαθί[66].

Εικόνα 14. Ο γιος του Μιχαήλ Ζ΄ Δούκα και συναυτοκράτορας Κωνσταντίνος Πορφυρογέννητος. Σμαλτωμένο πλακίδιο. Ο όρος Πορφυρογέννητος, στην ουσία, σημαίνει γιος αυτοκράτορα[67] (η πορφύρα είναι το τυπικό αυτοκρατορικό χρώμα)[68]. Για μια ακόμα φορά διακρίνονται φύλλα κισσού στον χιτώνα. Τα μαλλιά του είναι επίσης σκούρα και σγουρά. Όσον αφορά στο αντικείμενο που κρατά στο αριστερό του χέρι, ο Wessel επισημαίνει ότι εναλλακτικά θα μπορούσε να είναι μία mappa[69] (τετράγωνο ύφασμα που κρατούσε ο αυτοκράτορας ή ο ύπατος, όταν έδιναν το σύνθημα για την έναρξη των αγωνισμάτων του ιπποδρόμου)[70]. Το ενδεχόμενο αυτό δεν αποκλείεται, αν δεχτούμε την επισήμανση του Delvoye ότι και ο αυτοκράτορας τη χρησιμοποιούσε εκτός από τον ύπατο (ο θεσμός αυτός, άλλωστε, είχε πέσει σε αχρηστία μετά τη βασιλεία του Κώνσταντος Β΄[641-668] και καταργήθηκε επίσημα από τον Λέοντα ΣΤ΄ τον Σοφό [886-912])[71]. 

Εικόνα 15. Ο Βασιλιάς της Ουγγαρίας Géza I. Σμαλτωμένο πλακίδιο. Τα δημοφιλή για αυτά τα πλακίδια φύλλα κισσού εμφανίζονται και πάλι.

Είναι πασιφανές ότι αυτά τα τρία προαναφερθέντα πλακίδια αποτυπώνουν την επίγεια τάξη, στην κορυφή της οποίας αναμφισβήτητα βρίσκεται ο Βυζαντινός αυτοκράτορας[72]. Σύμφωνα με την βυζαντινή πολιτική ιδεολογία η οικουμένη αποτελεί μια τεράστια ιεραρχημένη οικογένεια λαών και ηγεμόνων με επικεφαλής τον «βασιλέα τῶν Ῥωμαίων», δηλαδή τον Βυζαντινό αυτοκράτορα. Μετά από αυτόν ακολουθούν, με σειρά «συγγένειας», τα «πνευματικά τέκνα» του, π.χ. οι ηγεμόνες της Αρμενίας και της Βουλγαρίας, οι «πνευματικοί αδελφοί» του, π.χ. οι ηγεμόνες των Γάλλων και των Γερμανών, οι «φίλοι» του, π.χ. ο εμίρης της Αιγύπτου, οι ηγεμόνες της Αγγλίας, των ιταλικών δημοκρατιών της Βενετίας, της Γένοβας κ.λ.π, και τέλος οι «δούλοι» του, οι διάφοροι μικροί τοπικοί άρχοντες της Αρμενίας, της Σερβίας κ.λ.π. Όλοι αυτοί, όμως, είναι ολοφάνερα κατώτεροι από τον Βυζαντινό αυτοκράτορα, δεν έχουν καν τον τίτλο του «βασιλέως» (=αυτοκράτορα) και γι’ αυτό δεν διασπούν την ιδέα της μίας και μοναδικής, πραγματικής και γνήσιας αυτοκρατορίας[73]. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο Géza δεν φέρει φωτοστέφανο, πράγμα που σε συνδυασμό με το χαμηλό διάδημα καταδεικνύει την κατώτερη θέση του. Αξιοσημείωτο είναι και το γεγονός ότι οι επιγραφές στην περίπτωση του Μιχαήλ και του Κωνσταντίνου είναι από κόκκινο χρώμα (απόχρωση της πορφύρας), ενώ στην περίπτωση του Géza από σκούρο μπλε[74]. Επιπρόσθετα, το επίθετο «πιστός» μπορεί να έχει διττή σημασία (πιστός στον Θεό, αλλά και στον βυζαντινό αυτοκράτορα)[75]. Τέλος, ο Ούγγρος βασιλιάς στρέφει το βλέμμα του προς την πλευρά του Μιχαήλ, ενώ ο τελευταίος και ο γιος του κοιτούν κατά μέτωπο τον θεατή. Όλα αυτά, δίχως αμφιβολία, στοχεύουν στο να προπαγανδίσουν την «εξάρτηση» της Ουγγαρίας από το Βυζάντιο.

Όσον αφορά στην τεχνική των πλακιδίων αυτών, πρόκειται για την τυπική για το Βυζάντιο τεχνική του περίκλειστου σμάλτου (cloisonné). Το σχέδιο αποδίδεται με λεπτά χρυσά σύρματα μέσα σε εσοχή, η οποία έχει διαμορφωθεί βάσει του εξωτερικού περιγράμματος των μορφών. Μέσα στα κενά ρίχνεται χρωματιστό γυαλί σε σκόνη και κατόπιν τα πλακίδια ψήνονται. Το αποτέλεσμα είναι λαμπερά και ζωηρά χρώματα. Τα χρώματα που χρησιμοποιούνται είναι μπλε, πράσινο, κόκκινο, λευκό, μαύρο και κίτρινο[76]. Οι χρωματισμοί, τα σχέδια, η εν γένει ποιότητα, καθώς και η παρουσία αυτοκρατορικής εικονογραφίας και ελληνικών επιγραφών υποδηλώνουν εργαστήριο Κωνσταντινούπολης, το οποίο μάλιστα θα είχε μεγάλη παράδοση στο σμάλτο[77].


Μοναδική είναι η περίπτωση των ακρωτηρίων με τα φολιδωτά σχέδια. Εδώ δεν υπάρχει υποστηρικτική πλάκα που θα χρησίμευε ως βάση για την άνετη διαμόρφωση του σχεδίου. Έτσι, χρησιμοποιούνται πιο χοντρά σύρματα, τα οποία συγκολλούνται μεταξύ τους, αλλά και στο πλαίσιο. Στην ουσία, πρόκειται για μία παραλλαγή του περίκλειστου σμάλτου. Όμως τα σμάλτα διαβρώνονται με αυτό τον τρόπο πιο εύκολα οδηγώντας στην εμφάνιση φουσκαλών κι έτσι η επιφάνεια καθίσταται ανώμαλη.[78] Σαν αποτέλεσμα, αυτού του είδους τα σμάλτα είναι εξαιρετικά εύθραυστα, ώστε δεν έχουν σωθεί άλλα παραδείγματα[79]. Κάποιοι μελετητές υποστήριξαν ότι δεν πρόκειται για βυζαντινή τεχνική ή, στην «καλύτερη» περίπτωση, ότι μιλάμε για μία «βυζαντινίζουσα» τεχνική. Η αλήθεια είναι ότι φολιδωτή διακόσμηση διέθεταν συχνά τα στέμματα σε Ανατολή και Δύση. Όμως οι απαιτήσεις αυτής της τεχνικής, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι ο τόπος προέλευσης του φολιδωτού σχεδίου είναι το Βυζάντιο, μας οδηγούν με μεγαλύτερη ασφάλεια στο συμπέρασμα ότι μιλάμε για βυζαντινά σμάλτα[80]. Άλλωστε τριγωνικά και ημικυκλικά ακρωτήρια απαντούν και σε απεικονίσεις Βυζαντινών αυτοκρατειρών (βλ. για παράδειγμα εικ. 17). Στην κορυφή τους έχουν τοποθετηθεί αμέθυστοι[81].

Εικόνα 16. Τριγωνικά ακρωτήρια και στην κορυφή αμέθυστοι. Το σμάλτο δίνει πράσινες ή και μπλε αποχρώσεις[82].

Εικόνα 17. Η αυτοκράτειρα Ειρήνη, σύζυγος του αυτοκράτορα Ιωάννη Β΄ Κομνηνού. Ψηφιδωτό με την Παναγία και το Θείο Βρέφος στο κέντρο, τον αυτοκράτορα Ιωάννη στα αριστερά και την Ειρήνη στα δεξιά. Νότιο υπερώο Αγίας Σοφίας, Κωνσταντινούπολη. Α΄ μισό 12ου αι. Πιθανότατα φιλοτεχνήθηκε κατά το έτος της ανόδου τους στον θρόνο (1118)[83], επομένως βρισκόμαστε σε μικρή χρονική απόσταση, ώστε να είμαστε σε θέση να συγκρίνουμε τα στέμματα.

Όσον αφορά στην διακόσμηση από μαργαριτάρια και συγκολλημένους χρυσούς κόκκους ανάμεσα και πάνω από τα σμαλτωμένα πλακίδια, παρόμοια μπορεί να εντοπιστεί και σε πλειάδα άλλων έργων της βυζαντινής μικροτεχνίας, όπως για παράδειγμα σε πολλά που φυλάσσονται στο θησαυροφυλάκιο του Αγίου Μάρκου στην Βενετία (βλ. για παράδειγμα εικ. 18 & 19)[84]. Επομένως, κι εδώ δεν υπάρχει αμφιβολία για την προέλευση αυτής της διακόσμησης (ξεκάθαρα βυζαντινή). 



Εικόνες 18 & 19. Δισκοπότηρα από τον θησαυρό του Αγίου Μάρκου Βενετίας.


Πιστεύεται ότι στην corona graeca πραγματοποιήθηκαν κάποιες μικρές αλλαγές επί βασιλείας Βέλα Γ΄ (1172-1196)[85], ο οποίος θεωρείται και ότι πρόσθεσε την corona latina[86]. Ωστόσο, όπως θα δούμε αναλυτικότερα παρακάτω, δεν μπορούμε να οδηγηθούμε με ασφάλεια σε αυτό το συμπέρασμα. Στην ίδια περίοδο αποδίδεται και η προσθήκη των χοντρών πολύτιμων λίθων[87]. Στην πραγματικότητα, τα πράσινα κοσμήματα (4 στον αριθμό, βρίσκονται στα πλακίδια μεταξύ των ελασμάτων της corona latina) είναι φτιαγμένα από γυαλί και, επομένως, δεν πρέπει να προσεγγίζουμε την έννοια του «πολύτιμου» με βάση τα σημερινά δεδομένα. Στους πρώιμους μεσαιωνικούς χρόνους μεγαλύτερη σημασία είχε το μέγεθος των κοσμημάτων και η αρμονία που προέκυπτε από την εναλλαγή χρωμάτων[88]. Επιπρόσθετα, οι Kovács και Lovag αναφέρουν ότι το ζαφείρι της πίσω πλευράς έχει αντικαταστήσει ένα παλαιότερο, το οποίο είχε σπάσει επί βασιλείας Ματθία Β΄[89] (στέφθηκε το 1608)[90], χωρίς, ωστόσο, να εξηγούν πώς οδηγήθηκαν σε αυτό το συμπέρασμα.

Όσον αφορά στα πρεπενδούλια, αυτά απολήγουν σε τρίλοβα κοσμήματα από αλμανδίνες[91] ως επί το πλείστον. Είναι αξιοσημείωτο ότι δύο σε κάθε πλευρά είναι αναρτημένα σε κρίκους που κρέμονται με την σειρά τους απευθείας πάνω στο κατώτερο μέρος της corona graeca[92]. Προφανώς αυτά τα τέσσερα πρεπενδούλια υπήρχαν εξαρχής και αργότερα προστέθηκαν τα άλλα πέντε (δύο σε κάθε πλευρά και ένα στο πίσω μέρος), στα τέσσερα από τα οποία οι κρίκοι αναρτώνται σε μικρότερους υποδοχείς που κρέμονται από το κατώτερο μέρος της στεφάνης. Αυτοί οι υποδοχείς προφανώς θα προσαρμόζονταν πιο εύκολα στο ήδη τελειοποιημένο στέμμα. Ένα πέμπτο (το πρώτο από την δεξιά μεριά) κρέμεται από την αλυσίδα με τα μαργαριτάρια. Προφανώς σε αυτό το σημείο διευκολυνόταν ακόμα περισσότερο η ανάρτησή του. Η άποψη ότι αυτά τα πρεπενδούλια προστέθηκαν στην Ουγγαρία μάλλον δεν ευσταθεί[93]. Τα στέμματα των Ούγγρων βασιλέων δεν περιελάμβαναν πρεπενδούλια[94]. Απ’ ότι φαίνεται, βέβαια, ο πρώτος βασιλιάς των Ούγγρων Στέφανος (στέφθηκε τα Χριστούγεννα του 1000) έκοψε χρυσά νομίσματα, στα οποία εικονίζεται να φορά στέμμα με πρεπενδούλια[95]. Όμως η εικονογραφία, το σχέδιο και η εκτέλεση αναμφισβήτητα καταδεικνύουν απλώς προσπάθεια εικονογραφικής μίμησης βυζαντινών προτύπων και όχι αντανάκλαση της πραγματικότητας. Άλλωστε, στην δαλματική (ένδυμα που φέρουν πάνω από τα εσωτερικά τους άμφια οι δυτικοί ιερείς, όταν ιερουργούν) που αφιέρωσαν ο ίδιος και η βασίλισσα Gisela to 1031 σε μία εκκλησία της Παναγίας στην πόλη Alba και η οποία έμελλε αργότερα να γίνει ένα από τα διάσημα (μανδύας συγκεκριμένα) της στέψης των Ούγγρων βασιλέων, ο Στέφανος εικονίζεται να φέρει στέμμα χωρίς πρεπενδούλια[96]. Τα πρεπενδούλια προφανώς και δεν έχουν σχέση με την ουγγρική βασιλική παράδοση. Τα συγκεκριμένα, εξάλλου, είναι πανομοιότυπα μεταξύ τους (με εξαίρεση, όπως προαναφέρθηκε, κάποιους πολύτιμους λίθους στις τρίλοβες απολήξεις). Επομένως, και τα άλλα πέντε πρέπει να προστέθηκαν στην Κωνσταντινούπολη. Εναλλακτικά, θα μπορούσε να ισχυριστεί κανείς ότι κάποιο ουγγρικό εργαστήριο με εμπειρία αντέγραψε τα βυζαντινά πρότυπα. Αλλά μόνο υποθέσεις, εν τέλει, μπορούν να γίνουν.


Εικόνα 20. Το πρεπενδούλιο στο πίσω μέρος του στέμματος.

Εικόνα 21. Τα τέσσερα πρεπενδούλια της αριστερής πλευράς.


Εικόνα 22. Τα τέσσερα πρεπενδούλια της δεξιάς πλευράς.

Εικόνα 23. Χρυσό νόμισμα του Στεφάνου Α΄. Η επιγραφή είναι η εξής: “+STEPHPANUS RE(X)+”.

Εικόνα 24. Ο πρώτος βασιλιάς των Ούγγρων Στέφανος (ταυτίζεται με την επιγραφή “S[T]EPHANVS REX”). Διακρίνεται το στέμμα χωρίς πρεπενδούλια. Από τον χρυσοκέντητο και μεταξωτό μανδύα της στέψης των Ούγγρων βασιλέων.

Αφού αποδείχθηκε η γνησιότητα της βυζαντινής προέλευσης της corona graeca, ήρθε η ώρα να ασχοληθούμε και με ένα άλλο «καυτό» ζήτημα: Αρχικά (δηλαδή πριν την ένωση με την corona latina) χρησίμευε ως ανδρικό ή γυναικείο στέμμα; Είναι δημοφιλής άποψη στην βιβλιογραφία ότι το στέμμα δωρίθηκε στην γυναίκα του Géza, μία πριγκίπισσα από την οικογένεια των Συναδηνών από την Κωνσταντινούπολη και ανιψιά του επόμενου αυτοκράτορα Νικηφόρου Γ΄ Βοτανειάτη (βασιλεία: 1078-1081)[97]. Ο Μιχαήλ Δούκας απειλούμενος από τους εχθρούς του επιδίωξε και σύναψε συμμαχία με τον Géza. Ο προαναφερόμενος γάμος αποτέλεσε είτε προκαταρκτικό στάδιο, είτε επιβεβαίωση αυτής συμμαχίας[98]. Πράγματι, η corona graeca μοιάζει με γυναικεία στέμματα αυτής της περιόδου. Συγκρίνοντας ανδρικά και γυναικεία στέμματα μπορούμε να συμπεράνουμε ότι τα ημικυκλικά και τριγωνικά ακρωτήρια είναι τυπικό χαρακτηριστικό των γυναικείων στεμμάτων (βλ. και εικ. 17 παραπάνω, όπως και στέμμα Μιχαήλ Ζ΄ Δούκα επίσης παραπάνω). Η ύπαρξη πρεπενδουλίων όμως θέτει ζήτημα, καθώς, όπως είδαμε, αυτή την εποχή τα φέρουν μόνο οι αυτοκράτορες. Η περίπτωση του χρυσού ισταμένου με την Ζωή και την Θεοδώρα είναι προφανώς εξαίρεση, καθώς αυτές υποτίθεται ότι διοικούσαν την αυτοκρατορία εκείνο το σύντομο διάστημα. Πιθανόν, λοιπόν, τα πρεπενδούλια της corona graeca να ήταν επίδειξη μεγαλοπρέπειας και προβολής της βυζαντινής πολυτέλειας εκ μέρους της Συναδηνής σε αυτή την ξένη χώρα.


Εικόνα 25. Αυτοκράτειρα Ζωή. Διακρίνονται τριγωνικά ακρωτήρια και στο κάτω μέρος του στέμματος πολύτιμοι λίθοι, οι οποίοι εναλλάσσονται με στήλες από μαργαριτάρια. Ψηφιδωτό από το νότιο υπερώο της Αγίας Σοφίας, Κωνσταντινούπολη. Πρέπει να φιλοτεχνήθηκε κατά την διάρκεια της βασιλείας του Ρωμανού Γ΄ Αργυρού (1028-1034), ο οποίος ήταν πρώτος σύζυγός της και είχε αναλάβει έξοδα επισκευών στην Αγία Σοφία. Κατόπιν, ο Μιχαήλ Ε΄ Καλαφάτης (βασιλεία για τέσσερις μόνο μήνες το 1041-1042)[99], ο οποίος αντιπαθούσε και εξόρισε την Ζωή[100], θα πρέπει να κατέστρεψε το πρόσωπό της και εκείνη θα το αποκατέστησε επί βασιλείας Κωνσταντίνου Θ΄ Μονομάχου (1042-1055)[101].


Εικόνα 26. Χρυσό «ἱστάμενον» της Ζωής και της Θεοδώρας που κόπηκε κατά την διάρκεια της σύντομης συμβασιλείας τους (1042)[102]. Διακρίνονται τριγωνικά ακρωτήρια, όπως και πρεπενδούλια.

Εικόνα 27. Ο Αυτοκράτορας Νικηφόρος Γ΄ Βοτανειάτης πλαισιωμένος από τον Άγιο Ιωάννη τον Χρυσόστομο και τον Αρχάγγελο Μιχαήλ. Δεν υπάρχουν ακρωτήρια στο στέμμα. Κρέμονται όμως πρεπενδούλια. Χειρόγραφο συλλογής των ομιλιών του Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου.

Εικόνα 28. Ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος Θ΄ Μονομάχος, τρίτος σύζυγος της Ζωής[103]. Διακρίνονται σταυρός και μαργαριτάρια ως ακρωτήρια στο στέμμα, καθώς και πρεπενδούλια. Αρχικά πιθανότατα στην θέση της κεφαλής του υπήρχε το πρόσωπο του Ρωμανού Γ΄ Αργυρού. Ψηφιδωτό από το νότιο υπερώο της Αγίας Σοφίας, Κωνσταντινούπολη. Στο κέντρο εικονίζεται ο Χριστός ένθρονος και στα δεξιά Του η Ζωή.

Αυτό λοιπόν το ανοιχτό αρχικά στέμμα πότε χρονολογείται; Εύκολα θα μπορούσε κανείς να παρασυρθεί, βλέποντας τα τρία πλακίδια με τον Μιχαήλ Δούκα, τον Géza και τον Κωνσταντίνο Πορφυρογέννητο, και να χρονολογήσει την κατασκευή του γύρω στο 1074 (οπότε και ανεβαίνει στον θρόνο ο δεύτερος). Μία μικρή, αλλά σημαντικότατη λεπτομέρεια, ωστόσο, κάνει την διαφορά: Το πλακίδιο του Μιχαήλ δεν ταιριάζει στο πλαίσιο! Αντίθετα, είναι ελαφρά μεγαλύτερο και γι’ αυτό έχει καρφωθεί[104]. Στην ουσία, και πάλι μόνο υποθέσεις μπορούν να γίνουν. Η ομοιογένεια των σμαλτωμένων πλακιδίων, όπως καταδείχτηκε προηγουμένως είναι ξεκάθαρη. Αυτό, σε συνδυασμό με την παρατήρηση ότι είναι αδύνατον οι ίδιοι οι Ούγγροι να τοποθέτησαν πορτρέτο του Βυζαντινού αυτοκράτορα που να προπαγανδίζει την κατώτερη θέση του δικού τους βασιλιά στην θέση κάποιου άλλου πλακιδίου, δείχνει ξεκάθαρα βυζαντινή παρέμβαση. Άρα μήπως ο Μιχαήλ Δούκας πήρε ένα ήδη έτοιμο στέμμα από το θησαυροφυλάκιο[105], στο οποίο προσάρμοσε τα προϋπάρχοντα πλακίδια (και ίσως και τα επιπλέον πρεπενδούλια); Από την άλλη, πώς εξηγείται η τέλεια προσαρμογή των υπόλοιπων πλακιδίων; Σε κάθε περίπτωση, λόγω της ομοιότητάς του με γυναικεία στέμματα από εικονιστικές παραστάσεις, πρέπει να χρονολογηθεί εντός του 11ου αιώνα.


Εικόνα 29. Τρίπτυχο Khakhuli. Γεωργία. Ο Μιχαήλ Ζ΄ Δούκας και η σύζυγός του αυτοκράτειρα Μαριάμ στέφονται από τον Χριστό. Σμάλτο. Διακρίνονται για άλλη μια φορά τα πρεπενδούλια στην περίπτωση του στέμματος του Μιχαήλ Δούκα και τα τριγωνικά ακρωτήρια στο στέμμα της Μαριάμ. Είναι αξιοσημείωτο επίσης και το γεγονός ότι η σταυροφόρος ράβδος που κρατάει η Μαριάμ μοιάζει εκπληκτικά με αυτήν που κρατά ο Géza (μήπως άλλη μια υπόμνηση της κατώτερης θέσης του;).

Εικόνα 30. Το πίσω μέρος της corona graeca. Διακρίνονται δύο οπές για καρφιά στο άνω τμήμα του πλακιδίου του Μιχαήλ. Σώζονται επίσης μέχρι σήμερα δύο καρφιά δεξιά και αριστερά στην μέση.

3. Corona latina


Στα ελάσματα της corona latina έχουν προσαρμοστεί σμαλτωμένα πλακίδια, τα οποία απεικονίζουν του εξής αποστόλους: Πέτρο και Ανδρέα, Παύλο και Φίλιππο, Ιάκωβο και Θωμά, Ιωάννη και Βαρθολομαίο[106]. Έχει εκφραστεί η άποψη ότι αρχικά υπήρχαν πλακίδια και με τους δώδεκα αποστόλους[107], αλλά αυτό σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να τεκμηριωθεί. Αν παρατηρήσει κανείς προσεκτικά το στέμμα από κάτω (βλ. εικ. 4), θα διαπιστώσει ότι τα ελάσματα ξεκάθαρα τελειώνουν στο σημείο, όπου καρφώνονται στην corona graeca, και ότι αποκλείεται να έχουν κοπεί[108]. Άλλωστε, πώς θα χωρούσαν σε αυτό στέμμα; Ίσως, βέβαια, να υπήρχαν και οι δώδεκα απόστολοι στο αντικείμενο που τυχόν τα πλακίδια αυτά κοσμούσαν προηγουμένως (το ζήτημα θα εξεταστεί παρακάτω).

Όσον αφορά στην τεχνική τους, και εδώ χρησιμοποιείται η τεχνική του περίκλειστου σμάλτου[109], αλλά ξεκάθαρα παρατηρείται διαφοροποίηση από το βυζαντινό στιλ. Το σχέδιο είναι πολύ πιο αδρό και αδέξιο (ιδιαίτερα οι αναλογίες, σε σημείο που ο Deér να υποστηρίξει ότι οι απόστολοι εικονίζονται καθιστοί[110], πράγμα που δεν φαίνεται στην πραγματικότητα, ούτε υπάρχει κάποιος θρόνος) και η χρωματική κλίμακα περιορισμένη. Επιπλέον, η επιφάνεια δεξιά και αριστερά των αποστόλων γεμίζει με διακοσμητικά σχέδια, τα οποία σε συνδυασμό με τις επιγραφές στο επάνω μέρος αφήνουν ελάχιστη ακάλυπτη χρυσή επιφάνεια (βλ. εικ. 34). Έτσι, τα πλακίδια αυτά ακολουθούν την παράδοση του πρώιμου δυτικού περίκλειστου σμάλτου, των λεγόμενων πλακιδίων «πλήρους σμάλτου» (full enamel/Vollschmelz). Επιπλέον, τα αφαιρετικά αποδοσμένα πόδια, τα οποία παραπέμπουν περισσότερο σε διακοσμητικό σχέδιο και καλύπτονται από τον μανδύα, ο οποίος λειτουργεί σαν πλαίσιό τους, θυμίζουν τα ρομανικά επιπεδόγλυφα (champlevé) σμάλτα[111].


Το τετράγωνο πλακίδιο του Χριστού συνιστά ξεχωριστή περίπτωση. Ασφαλώς πρότυπό του αποτελεί το ημικυκλικό πλακίδιο του Χριστού στην corona graeca. Και εδώ έχουμε την τεχνική του περίκλειστου σμάλτου[112]. Ο καλλιτέχνης ξέρει να αφομοιώνει αρκετά καλά τα βυζαντινά πρότυπα και πρέπει να διακριθεί από αυτόν που κατασκεύασε τα πλακίδια των αποστόλων. Ωστόσο, δεν γλιτώνει από μία μεγαλύτερη σχηματοποίηση από αυτή των μορφών στα βυζαντινά σμάλτα, τα περιγράμματα των οποίων σχηματίζουν ασφαλώς πιο περίπλοκες καμπύλες, όπως και το σχέδιο εν γένει. Επιπλέον, όσον αφορά στους χρωματισμούς, παρατηρείται μονοτονία (κυριαρχούν το πράσινο και το γαλάζιο). Ασφαλώς και είναι δυτικός καλλιτέχνης. Και αυτός ο Χριστός είναι φυσικά στον τύπο του Παντοκράτορα: Είναι ένθρονος ανάμεσα σε δύο κυπαρίσσια και ο θρόνος δεν έχει ερεισίνωτο, αλλά αντ’ αυτού ένα μαξιλάρι, όπως και στην corona graeca. Ο ήλιος και η σελήνη, που εικονίζονται καταφανώς στυλιζαρισμένα αντί για την επιγραφή Ι(ΗCΟΥ)C Χ(ΡΙCΤΟ)C του βυζαντινού πλακιδίου αποτελούν μάλλον επιρροή των ουγγρικών βασιλικών σφραγίδων των αρχών του 13ου αιώνα (εικονίζεται και εκεί ήλιος και σελήνη δίπλα από τα πρόσωπα των Ούγγρων βασιλέων)[113].

Εικόνα 31. Η χρυσή σφραγίδα του βασιλιά της Ουγγαρίας Ανδρέα Β΄ (στέφθηκε το 1205)[114]. Διακρίνεται ήλιος στα αριστερά και στα δεξιά σελήνη και από πάνω άστρο, σαφώς στυλιζαρισμένα. 


Εικόνα 32. Το πλακίδιο του Χριστού στην corona latina. Ακόμα και μεγάλο μέρος της χρυσής επιφάνειας δεν «φορτώνεται» με διακόσμηση, όπως συμβαίνει στα πλακίδια των Αποστόλων.

Εικόνα 33. Ο Χριστός Παντοκράτορας της corona graeca. Ασφαλώς και η πολυτέλεια του θρόνου δίνει και έναν αυτοκρατορικό τόνο[115].

Η χρονολόγηση της corona latina είναι μεγάλο ζήτημα. Καταρχάς, η προαναφερόμενη απεικόνιση του ήλιου και της σελήνης στο πλακίδιο του Χριστού ενδεχομένως αποτελεί στοιχείο χρονολόγησης στις αρχές του 13ου αιώνα. Ωστόσο, πρέπει να τονιστεί ότι τα σύμβολα του ουρανού απαντώνται και σε άλλες περιπτώσεις, ακόμα και πιο πρώιμα, σε απεικονίσεις του Χριστού και άλλων ηγεμόνων[116] Πιθανότατα φιλοτεχνήθηκε με αφορμή την τοποθέτηση του άνω τμήματος του στέμματος. Σε κάθε περίπτωση, το έτος 1074, οπότε και θα δόθηκε στην Συναδηνή το στέμμα, για να την συνοδεύσει στη νέα της πατρίδα, αποτελεί terminus post quem. Όσον αφορά στα πλακίδια των αποστόλων, μία άποψη θέλει να χρονολογούνται μεταξύ 1160 και 1180 λόγω στιλιστικών χαρακτηριστικών[117]. Ο Deér προτείνει χρονολόγηση στο α΄ τέταρτο του 13ου αιώνα[118]. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η άποψη των Tóth και Szelényi. Στις επιγραφές των αποστόλων Παύλου και Θωμά εντοπίζονται ιδιαίτερες αποδόσεις των γραμμάτων U (του τελευταίου συγκεκριμένα) και T (βλ. εικ. 13 και 30, πάνω αριστερά από το πλακίδιο του αυτοκράτορα Μιχαήλ). Στα βυζαντινά νομίσματα μέχρι τα μέσα του 11ου αιώνα συνηθίζονταν λατινικές επιγραφές, στις οποίες εντοπίζονται και οι συγκεκριμένες αποδόσεις αυτών των γραμμάτων. Επομένως, τα μέσα του 11ου αιώνα αποτελούν terminus ante quem[119]. Αν λάβουμε υπόψη και την παρατήρηση ότι χρυσά περίκλειστα σμάλτα κυρίως εντοπίζονται σε αυλικά περιβάλλοντα[120], καθώς και το ότι ο πρώτος βασιλιάς της Ουγγαρίας Στέφανος στέφθηκε το 1000[121], τότε οδηγούμαστε σε μία χρονολόγηση μεταξύ 1000 και 1050 περίπου. Βέβαια, από μόνα τους τα επιγραφικά δεδομένα σαφώς και δεν μπορούν να αποτελούν ασφαλές κριτήριο χρονολόγησης. Άρα το ζήτημα παραμένει ανοικτό. Από την άλλη, η συρματερή διακόσμηση παρουσιάζει ομοιότητες με μία ομάδα δυτικών έργων χρυσοχοΐας που χρονολογούνται στο β΄ μισό του 11ου αιώνα, επομένως, τα ελάσματα ίσως πρέπει να χρονολογηθούν και αυτά σε αυτή την περίοδο[122].

Εικόνα 34. Ο Απόστολος Παύλος. Σμαλτωμένο πλακίδιο. Διακρίνεται το ιδιαίτερο δεύτερο U πάνω στην επιγραφή. Στις στήλες εκατέρωθεν του κορμού του σώματός του παρατηρούνται διακοσμητικοί ρόδακες. Εκατέρωθεν της κεφαλής του πλαισιώνεται από πουλιά, τα οποία βρίσκονται ανάμεσα σε στιλιζαρισμένα φυτικά μοτίβα. Ο διαχωρισμός της μορφής από την διακόσμηση με την χρυσή επιφάνεια της βάσης μπορεί να θεωρηθεί βυζαντινή επίδραση[123].


Συνεπώς, καθίσταται φανερό ότι δεν πρόκειται για ένα ομοιογενές έργο. Είναι απίθανο όλα αυτά (με εξαίρεση κατά πάσα πιθανότητα το πλακίδιο του Χριστού Παντοκράτορα) να φιλοτεχνήθηκαν αποκλειστικά για την κάλυψη της corona graeca. Άλλωστε, αν παρατηρήσει κανείς προσεκτικά την εικόνα 5, θα διαπιστώσει ότι πολλά από τα μαργαριτάρια είναι τρυπημένα, γεγονός που προδίδει επανάχρηση (η αρχική θα πρέπει να ήταν παρόμοια με αυτήν στην corona graeca, είτε σε σύρματα, είτε σε καρφίτσες). Έτσι, τίθεται το ζήτημα της αρχικής τους προ-έλευσης. Σύμφωνα με την παράδοση, η corona latina αποτέλεσε δώρο του πάπα Σιλβέστρου Β΄ στον πρώτο Ούγγρο βασιλιά Στέφανο[124]. Εάν λάβουμε υπόψη την άποψη των Tóth και Szelényi, αυτό θα μπορούσε να ισχύει μόνο για τα πλακίδια των αποστόλων, αλλά, όπως προαναφέρθηκε, δεν αποτελεί από μόνη της ισχυρό επιχείρημα. Άλλωστε, η προσαρμογή των πλακιδίων των αποστόλων στις εσοχές των ελασμάτων αποτελεί επιχείρημα υπέρ της κοινής τους προέλευσης. Άλλοι υποστήριξαν ότι αποτελούσε κομμάτι της λειψανοθήκης της κάρας του βασιλιά Στεφάνου (ανακηρύχθηκε άγιος), ενώ άλλοι ότι αποτελούσε γενικά τμήμα της διακόσμησης κάποιου καλύμματος βιβλίου, λειψανοθήκης ή φορητού εικονοστασίου αγίας τράπεζας[125]. Προφανώς, για μια ακόμα φορά μιλάμε για υποθέσεις. Η συρματερή διακόσμηση μοιάζει με πλειάδα έργων χρυσοχοΐας[126], αλλά το ακριβές αντικείμενο, το οποίο διακοσμούσαν αρχικά τα ελάσματα και τα πλακίδια, σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να προσδιοριστεί. 


Πού, λοιπόν, φιλοτεχνήθηκε η corona latina; Η Ουγγαρία δεν αποτελεί την μόνη πρόταση[127]. Αναμφισβήτητα, όσον αφορά στα πλακίδια των αποστόλων, στα οποία ανιχνεύεται κάποια βυζαντινή επίδραση, αυτά θα μπορούσαν θεωρητικά να είχαν κατασκευαστεί σε ένα οποιοδήποτε ευρωπαϊκό αυλικό περιβάλλον, όπως προαναφέρθηκε. Πάντως, οπωσδήποτε πρέπει να αποκλειστεί η πιθανότητα ενετικής προέλευσης, αφού η Βενετία υπέκειτο σε άμεσες βυζαντινές επιδράσεις[128]. Η τραχύτητα του στιλ τους δεν ταιριάζει καθόλου με το πιο εκλεπτυσμένο «βυζαντινίζον» στιλ. Ίσως όμως να μην χρειάζεται να καταφεύγουμε σε μακρινές λύσεις. Η Ουγγαρία είναι η πιο πιθανή. Ισχυρές πολιτιστικές επαφές με το Βυζάντιο το βασίλειο αυτό διατηρούσε για πολύ καιρό, ακόμα και μετά το σχίσμα των δύο εκκλησιών το 1054. Ένα παπικό γράμμα του 1204 κάνει λόγο για πολλά ελληνορθόδοξα μοναστήρια στην Ουγγαρία[129]. Το πλακίδιο του Χριστού Παντοκράτορα, λόγω του προτύπου του, ασφαλώς και θα κατασκευάστηκε στην Ουγγαρία. Η ομοιότητα, τέλος, της συρματερής διακόσμησης με έργα τέχνης από την Αγία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία[130] (βλ. για παράδειγμα εικ. 35) ίσως να υποδεικνύει και τον τόπο προέλευσης, χωρίς, ωστόσο, να αποκλείεται και η πιθανότητα επιρροής. Άλλωστε, η μεσαιωνική Ουγγαρία δεν φαίνεται να είναι ένα πολιτιστικά υπανάπτυκτο βασίλειο, ώστε να μην έχει δική της αξιόλογη καλλιτεχνική παραγωγή[131].

Εικόνα 35. Σταυρός Αγίας Τράπεζας από το Osnabrück. Χρονολογείται γύρω στα 1070[132]. Ακόμα και τα σχέδια της συρματερής διακόσμησης μοιάζουν καταπληκτικά με αυτά της corona latina.

4. Συνένωση


Δεν υπάρχει κάποιο γραπτό τεκμήριο που να πιστοποιεί χρονολογία συνένωσης του βυζαντινού ανοιχτού στέμματος με αυτά τα ελάσματα και το πλακίδιο του Χριστού Παντοκράτορα[133]. Φαίνεται ότι η προσθήκη αυτών των ελασμάτων σταυρωτά προσπαθεί να μιμηθεί βυζαντινά κλειστά στέμματα της εποχής της δυναστείας των Κομνηνών (1081-1185)[134][135]. Για τον λόγο αυτό η συνένωση αποδίδεται στον Βέλα (Béla) Γ΄ (βασιλεία: 1172-1196), ο οποίος μάλιστα μεγάλωσε στο Βυζάντιο[136].


Εικόνα 36. Ψηφιδωτό που απεικονίζει τον αυτοκράτορα Ιωάννη Β΄ Κομνηνό. Νότιο υπερώο Αγίας Σοφίας, Κωνσταντινούπολη.

Έτσι, το στέμμα πλέον το φορούσε ο εκάστοτε κυβερνών μονάρχης κατά την στέψη του, ακόμα και όταν η Ουγγαρία προσαρτήθηκε από την Αγία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, οπότε και οι αυτοκράτορες στέφονταν ξεχωριστά ως βασιλείς της Ουγγαρίας[137]. Είναι, επομένως, βιαστικό το συμπέρασμα ότι το φορούσαν έκτοτε αποκλειστικά άνδρες. Και η αυτοκράτειρα Μαρία Θηρεσία (στέφθηκε βασίλισσα της Ουγγαρίας το 1741 στο Pozsony), η οποία ουσιαστικά κατείχε τα ηνία της Αυστροουγγαρίας[138], το είχε φορέσει[139]. 


Εικόνα 37. Η Μαρία Θηρεσία ως εστεμμένη βασίλισσα της Ουγγαρίας ιππεύει και φορά το ιερό στέμμα του έθνους.

Εικόνα 38. Ο αυτοκράτορας της Αυστροουγγαρίας Φραγκίσκος Ιωσήφ φορά το ιερό στέμμα της Ουγγαρίας. Στέφθηκε βασιλιάς της Ουγγαρίας στην Βούδα το 1867[140].


Κάποια στιγμή, άγνωστο πότε ακριβώς προστέθηκε και ο σταυρός. Μάλλον αυτό δεν έγινε εξαρχής, γιατί καλύπτει μέρος από το πλακίδιο του Χριστού. Η μόνη ένδειξη που έχουμε είναι η παλαιότερη σωζόμενη απεικόνιση του στέμματος στο χρονικό Fugger (τέλη 14ου αιώνα), η οποία αναπαριστά και τον σταυρό[141]. 
Επίσης κάποια στιγμή κάτι προκάλεσε ζημιές στην corona latina (βλ. εικ. 4). Τρία από τα ελάσματα έσπασαν και ο σταυρός λύγισε[142]. Συναρμολογημένη και με τον σταυρό λυγισμένο την βλέπουμε κι εμείς σήμερα.

5. Συμπεράσματα

   Αναμφισβήτητα μιλάμε για ένα αριστούργημα βυζαντινής και δυτικοευρωπαϊκής τέχνης, ένα έξοχο δείγμα υψηλής αυλικής αισθητικής και πολυτέλειας. Παράλληλα, αποτελεί και μέσο επίδειξης της βυζαντινής πολιτιστικής και –υποτίθεται, παρ’ ότι οι ιστορικές συνθήκες δεν το αποδεικνύουν- πολιτικής ανωτερότητας και ισχύος. Ένα βυζαντινό στέμμα του 11ου αιώνα πιθανότατα συνενώθηκε με ένα άνω ουγγρικής προέλευσης πιθανότατα κομμάτι στα τέλη του 12ου αιώνα μάλλον, προσθέτοντας ακόμη μία ψηφίδα στο μωσαϊκό των πολιτιστικών ανταλλαγών Βυζαντίου και Δύσης.

Εικόνα 39. Το ιερό στέμμα της Ουγγαρίας. Από το χρονικό του Fugger.


Βιβλιογραφία
• Burns 2006: E.M. Burns, Ευρωπαϊκή ιστορία-ο δυτικός πολιτισμός: νεότεροι χρόνοι (μετάφραση Τ. Δαρβέρης, επιμέλεια Ι. Σ. Κολιόπουλος), Θεσσαλονίκη[4] 2006.
• Delvoye 2014: Ch. Delvoye, Η Βυζαντινή Τέχνη (μετάφραση Μ. Β. Παπαδάκη, επιμέλεια Δ. Τριανταφυλλόπουλος), Αθήνα[4] 2014.
• Eastmond 2013: A. Eastmond, The glory of Byzantium and early Christendom, London 2013. 
• Kovács, Lovag 1980: E. Kovács, Z. Lovag, The Hungarian Crown and other Regalia (μετάφραση από τα ουγγρικά P. Balaban και αναθεώρησή της από M. και A. Bobos-Kazai), Budapest[2] 1980.
• Pollitt 2011: J.J. Pollitt, Η τέχνη στην ελληνιστική εποχή (μετάφραση Α. Γκαζή, επιμέλεια: Μ. Τιβέριος), Αθήνα[6] 2011.
• Szakács 2002: B. Zs. Szakács, “Remarks on the filigree of the holy crown of Hungary”, Acta Historiae Artium, vol. 43, Budapest 2002. 
• Tóth, Szelényi 2000: Ε. Tóth, Κ. Szelényi, The Holy Crown of Hungary, Budapest 2000.
• Wessel 1967: Kl. Wessel, Die Byzantinische Emailkunst vom 5. bis 13. Jahrhundert, Recklinghausen 1967.
• Ανδρούδης 2018: Π. Ανδρούδης, Βυζαντινή Αρχαιολογία και Τέχνη, Θεσσαλονίκη 2018.
• Καραγιαννόπουλος 2001: Ι. Καραγιαννόπουλος, Το Βυζαντινό Κράτος, Θεσσαλονίκη[4] 2001.




Παραπομπές
1 Για παράδειγμα βλ. Ανδρούδης 2018, 380. 
2 Kovács, Lovag 1980, 17.
3 Ανδρούδης 2018, 380. 
4 Kovács, Lovag 1980, 23.
5 Eastmond 2013, 190.
6 Tóth, Szelényi 2000, 22. 
7 Kovács, Lovag 1980, 23.
8 Ο.π. και Ανδρούδης 2018, 380. 
9 Kovács, Lovag 1980, 23. 
10 Ο.π.
11 Kovács, Lovag 1980, 23.
12 Καραγιαννόπουλος 2001, 195.
13 Kovács, Lovag 1980, 23.
14 Ανδρούδης 2018, 380. 
15 Tóth, Szelényi 2000, 27.
16 Ανδρούδης 2018, 380. 
17 Tóth, Szelényi 2000, 23. 
18 Szakács 2002, 57.
19 Ο.π.
20 Ανδρούδης 2018, 380. 
21 Tóth, Szelényi 2000, 20.
22 Ο.π.
23 Ο.π. 
24 Kovács, Lovag 1980, 54. 
25 Tóth, Szelényi 2000, 29.
26 Ο.π.
27 Ο.π. 
28 Tóth, Szelényi 2000, 37. 
29 Kovács, Lovag 1980, 43.
30 Ο.π. 
31 Szakács 2002, 57. 
32 Tóth, Szelényi 2000, 29.
33 Kovács, Lovag 1980, 23.
34 Wessel 1967, 113-114.
35 Wessel 1967, 114.
36 Ο.π. 
37 Tóth, Szelényi 2000, 23.
38 Wessel 1967, 114.
39 Pollitt 2011, 65.
40 Για παράδειγμα βλ. Tóth, Szelényi 2000, 25.
41 Wessel 1967, 114.
42 Kovács, Lovag 1980, 23, όπως και Wessel 1967, 114, αλλά και Tóth, Szelényi 2000, 23.
43 Tóth, Szelényi 2000, 23. 
44 Kovács, Lovag 1980, 23.
45 Για όλα τα παραπάνω βλ. Wessel 1967, 114.
46 Kovács, Lovag 1980, 24.
47 Eastmond 2013, 190. 
48 Kovács, Lovag 1980, 24.
49 Wessel 1967, 114.
50 Βλ. για παράδειγμα Delvoye 2014, 338 και 567.
51 Wessel 1967, 114.
52 Ο.π.
53 Delvoye 2014, 600. 
54 Kovács, Lovag 1980, 24.
55 Ο.π.
56 Wessel 1967, 114.
57 Kovács, Lovag 1980, 23.
58 Delvoye 2014, 112.
59 Καραγιαννόπουλος 2001, 292.
60 Wessel 1967, 114. 
61 Kovács, Lovag 1980, 23-24 και Wessel 1967, 114. 
62 Kovács, Lovag 1980, 18 και Tóth, Szelényi 2000, 23 και 27. 
63 Tóth, Szelényi 2000, 27.
64 Wessel 1967, 114.
65 Delvoye 2014, 601.
66 Wessel 1967, 114.
67 Kovács, Lovag 1980, 18. 
68 Tóth, Szelényi 2000, 25.
69 Wessel 1967, 114.
70 Delvoye 2014, 600.
71 Delvoye 2014, 188.
72 Tóth, Szelényi 2000, 25.
73 Καραγιαννόπουλος 2001, 282-283. 
74 Tóth, Szelényi 2000, 25. 
75 Kovács, Lovag 1980, 42. 
76 Tóth, Szelényi 2000, 25.
77 Ο.π. 
78 Kovács, Lovag 1980, 25. 
79 Tóth, Szelényi 2000, 26. 
80 Kovács, Lovag 1980, 24-25. 
81 Tóth, Szelényi 2000, 26.
82 Ο.π.
83 Delvoye 2014, 369-370.
84 Kovács, Lovag 1980, 24-25.
85 Tóth, Szelényi 2000, 36.
86 Delvoye 2014, 455.
87 Ο.π. 
88 Kovács, Lovag 1980, 37.
89 Ο.π. 
90 Tóth, Szelényi 2000, 78. 
91 Tóth, Szelényi 2000, 22. 
92 Ο.π. και Kovács, Lovag 1980, 37.
93 Tóth, Szelényi 2000, 22. 
94 Βλ. άφθονες απεικονίσεις Ούγγρων βασιλέων στο Tóth, Szelényi 2000. 
95 Tóth, Szelényi 2000, 74. 
96 Tóth, Szelényi 2000, 45-51.
97 Βλ. για παράδειγμα Delvoye 2014, 455 και Kovács, Lovag 1980, 42-43. 
98 Kovács, Lovag 1980, 42.
99 Καραγιαννόπουλος 2001, 180-181.
100 Ο.π.
101 Delvoye 2014, 368-369.
102 Καραγιαννόπουλος 2001, 180-182.
103 Delvoye 2014, 368.
104 Tóth, Szelényi 2000, 26. 
105 Tóth, Szelényi 2000, 26-27.
106 Delvoye 2014, 455. 
107 Tóth, Szelényi 2000, 29.
108 Ο.π.
109 Ο.π. 
110 Kovács, Lovag 1980, 55.
111 Kovács, Lovag 1980, 54-55. 
112 Tóth, Szelényi 2000, 29. 
113 Kovács, Lovag 1980, 56.
114 Tóth, Szelényi 2000, 75.
115 Wessel 1967, 113. 
116 Kovács, Lovag 1980, 56.
117 Ο.π.
118 Szakács 2002, 52. 
119 Tóth, Szelényi 2000, 30. 
120 Kovács, Lovag 1980, 56. 
121 Tóth, Szelényi 2000, 74. 
122 Szakács 2002, 52-60.
123 Tóth, Szelényi 2000, 30. 
124 Kovács, Lovag 1980, 18 και 43, όπως και Delvoye 2014, 455. 
125 Kovács, Lovag 1980, 43. 
126 Szakács 2002, 52-60. 
127 Kovács, Lovag 1980, 55-56.
128 Kovács, Lovag 1980, 56. 
129 Kovács, Lovag 1980, 57. 
130 Szakács 2002, 59. 
131 Βλ. για παράδειγμα Tóth, Szelényi 2000, 5-20 και 44-73, όπως και Szakács 2002, 52-60.
132 Szakács 2002, 58-59. 
133 Tóth, Szelényi 2000, 30.
134 Καραγιαννόπουλος 2001, 205 και 217-218. 
135 Tóth, Szelényi 2000, 36.
136 Ο.π. και Delvoye 2014, 455.
137 Tóth, Szelényi 2000, 18-20 και 78-79.
138 Burns 2006, 314. 
139 Tóth, Szelényi 2000, 79.
140 Ο.π. 
141 Tóth, Szelényi 2000, 19 και 37. 
142 Tóth, Szelényi 2000, 37.




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου