8 Σεπτεμβρίου 2023

Η διαλεκτική πρόοδος του Hegel

Προδημοσίευση από το βιβλίο "Αναζητώντας το κλειδί της Ιστορίας: Μελετήματα για την Φιλοσοφία και την Μεταφυσική της Ιστορίας" του Ιωάννη Δ. Σαρρή (Εκδόσεις Ζήτρος, 2024). 

Ο Georg Wilhelm Friedrich Hegel (1770 - 1831) απετέλεσε τον πατέρα του γερμανικού ιδεαλισμού κατά τον 19ο αιώνα κι ενδεχομένως τον γνωστότερο στην εποχή μας φιλόσοφο που συνέδεσε το όνομά του με την φιλοσοφία της ιστορίας. Εκτιμούσε και αποπειράθηκε να εγκολπωθεί τόσο την πειθαρχημένη λογική του Kant όσο και την ρομαντική φαντασία του Herder. Μάλιστα, θα μπορούσαμε εν ποιητική αδεία να επισημάνουμε ότι, εάν ο Kant εκπροσωπούσε μια «θέση» και ο Herder μια «αντίθεση», ο Hegel αποζήτησε την «σύνθεσή» τους. Στην πραγματικότητα, η περιβόητη εγελιανή τριάδα «θέση-αντίθεση-σύνθεση» δεν ήταν τόσο χονδρεοειδής όσο ακούγεται και όπως -κατ’ ανάγκην- την παρουσιάζουμε εν προκειμένω, όμως από τις πολλές κατοπινές εφαρμογές της στο πεδίο των ανθρωπιστικών επιστημών δεν εξέλιπε το στοιχείο της απλουστεύσεως. Οφείλουμε πάντως να διευκρινίσουμε ότι αυτή η τριάδα της «διαλεκτικής προόδου» αναφερόταν πρωταρχικά σε θεωρητικές έννοιες, όχι σε ιστορικά γεγονότα, αισθητικές μόδες κ.α. 

Σύμφωνα με τον Hegel, η «Λογική» εξετάζει την σύνδεση μεταξύ των εννοιών του καθαρού λόγου (κατά την ορολογία του Kant), εννοιών όπως λ.χ. η «ύπαρξη» και η «μετρησιμότητα», που τις θεωρούμε ως κατηγορήματα της πραγματικότητας επειδή εφαρμόζονται σε ο,τιδήποτε υπάρχει ή τουλάχιστον αυτό νομίζουμε. Ωστόσο, η «Φύση» ενσαρκώνει μια απάντηση στην θεωρητική λογική μας, που αποκαλύπτει εμπειρικά τί μπορεί όντως να υπάρξει και τί όχι. Το δε «Πνεύμα» εκφράζει την τελική «σύνθεση» μεταξύ λογικής προσδοκίας και φυσικού περιορισμού, ρυθμίζοντας «διαλεκτικά» την αντιστοίχιση μεταξύ των κινήσεων της λογικής και του αντικρύσματός τους στον εμπειρικό κόσμο. Ο ιδεαλισμός του Hegel ενθυμίζει την περί ιδεών θεωρία του Πλάτωνος, όμως διαφέρει ουσιαστικά. Ενώ οι πλατωνικές «ιδέες» συνιστούσαν τέλεια όντα που απλώς δέχονταν ατελείς μιμήσεις στον κατώτερο-φυσικό κόσμο, οι εγελιανές «έννοιες» δεν είναι κενές αφαιρέσεις αποκομμένες από την πραγματικότητα. Τουναντίον, εμπεριέχουν τον σπόρο της εξελίξεώς τους προς κάτι συγκεκριμένο και πραγματικό. Η Φύση και το Πνεύμα αποτελούν αναπτύγματα της Λογικής που της παρέχουν νόημα και την ολοκληρώνουν, όχι απλές μιμήσεις της. Αυτή η εξέλιξη των εννοιών επιτυγχάνεται μέσω αντιθέσεων και διαλεκτικών συνθέσεων και μάλιστα κάθε τελική «σύνθεση» αποτελεί μια νέα θέση για την επόμενη διαλεκτική τριάδα. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, πραγματώνεται διαλεκτικά και ακατάπαυστα η «πρόοδος» του ανθρώπινου πνεύματος.

Η εφαρμογή και οι προϋποθέσεις της «Διαλεκτικής» μπορούν να αποσαφηνιστούν περαιτέρω μέσω ενός ορισμένου παραδείγματος. Εφόσον ως άνθρωποι έχουμε την δυνατότητα της καταμετρήσεως, μπορούμε να υποθέσουμε με την λογική μας ότι η πραγματικότητα είναι μετρήσιμη. Αυτή η θέση αρχικά επαληθεύεται όταν μετράμε φυσικά σώματα προσιτά στις αισθήσεις μας, αλλά τί θα γίνει όταν προσπαθήσουμε να μετρήσουμε τα σημεία που συναπαρτίζουν μια γραμμή; Η Φύση θα αντιταχθεί στην λογική μας, υποδεικνύοντας την αρχή της συνέχειας και του απείρου. Στην συνέχεια, θα κληθούμε να βρούμε μία συμβιβαστική λύση, έναν ολοκληρωμένο ορισμό της μετρησιμότητας με συγκεκριμένες προϋποθέσεις, που δεν αντιβαίνει στην έννοια της συνέχειας. Μόνο τότε η αρχική ιδέα, αφού εξωτερικευθεί ως φύση, θα επιστρέψει στον εαυτό της ως συγκεκριμένο πνεύμα και θα ολοκληρωθεί. Χάρη στην διαρκή διαδοχή αντιπαραθέσεων και συνθέσεων επέρχεται η πρόοδος στην ανθρώπινη σκέψη, στην Φιλοσοφία, στα Μαθηματικά και στην Ιστορία γενικότερα.

Για τον Hegel η φιλοσοφία της ιστορίας εντάσσεται στην φιλοσοφία του Πνεύματος και θεμελιώνεται με παραγωγικό, όχι με επαγωγικό τρόπο σκέψεως. Θεωρεί αυτονόητη την αρχή ότι ο λόγος δρα μέσα στην ιστορία, ως ένα παγκόσμιο «Πνεύμα» (Weltgeist) που μεριμνά για την πρόοδο της ανθρωπότητας συνολικά, περίπου όπως το «Άγιο Πνεύμα» στην χριστιανική θεολογία. Η παγκόσμια ιστορία συνιστά μια έλλογη πορεία, διότι ο λόγος κυβερνά τον κόσμο. Ο Hegel αποδίδει την πηγή αυτής της μεταφυσικής αρχής στην «Λογική» και δεν αναλαμβάνει την βάσανο της αποδείξεώς της, αλλά απλώς προσπαθεί να δείξει ότι μέσω αυτής ερμηνεύεται με συνέπεια η εξέλιξη της ανθρώπινης ιστορίας. Σε αντιδιαστολή με τους κοινούς ιστορικούς που επιδίωκαν απλώς μια ακριβή απεικόνιση του παρελθόντος, ο Hegel ως γνήσιος «φιλόσοφος της ιστορίας» φιλοδοξούσε να αναβιβάσει το εμπειρικό περιεχόμενο της ιστορίας στο επίπεδο της (σύμφωνης με το πνεύμα) «αναγκαίας αλήθειας».  

Τα ιστορικά φαινόμενα, λοιπόν, αποτελούν εκδηλώσεις του «Πνεύματος» έξω από την φύση και η μελέτη της αλληλουχίας τους μπορεί να αποκαλύψει το σχέδιο εκείνου. Σύμφωνα με τον Hegel, η μόνη αλήθεια του Πνεύματος είναι η ελευθερία. Δια της βαρύτητας τα υλικά όντα τείνουν όλα να συγκεντρωθούν σε ένα σημείο, παρότι θα έπαυαν να είναι ύλη εάν κατάφερναν να φθάσουν σε αυτό το ένα σημείο, αυτοκαταστρεφόμενα. Το ιδανικό τους βρίσκεται αναγκαστικά στην ενότητα και γι’ αυτό ακούσια πασχίζουν να την επιτύχουν. Αντιθέτως, το Πνεύμα έχει το κέντρο του στον εαυτό του, έχει βρει την ενότητα μέσα του και δεν την αναζητά αλλού, όντας ανεξάρτητο, αύταρκες και αυθυπόστατο. Σε αυτήν ακριβώς την ανεξαρτησία ο Hegel εντοπίζει την ελευθερία. Το Πνεύμα σημαίνει ελευθερία και, προκειμένου να αυτοπραγματωθεί μέσα στον χρόνο, αποσκοπεί στην ανάπτυξη της συνειδήσεως της ελευθερίας μεταξύ των ανθρώπων, δηλαδή προάγει την βαθμιαία «σύνθεση» της ελευθερίας.

Συνακόλουθα, ο Hegel χώρισε την μέχρι τότε πρόοδο της παγκόσμιας ιστορίας σε τέσσερα διαδοχικά στάδια, το ανατολικό, το ελληνικό, το ρωμαϊκό και το γερμανικό, ισχυριζόμενος ότι κατά την μετάβαση από το κάθε ένα στο επόμενο οι άνθρωποι εμπέδωναν σε μεγαλύτερο βαθμό την έννοια της ελευθερίας. Στο πρώτο στάδιο, του ανατολικού πολιτισμού, όπου πρωταγωνίστησαν Κινέζοι, Βαβυλώνιοι, Ιρανοί, Ινδοί κι Αιγύπτιοι, κυριαρχούσε ο δεσποτισμός και η δουλεία, ενώ η ελευθερία ήταν προνόμιο του μονάρχη. Κάποιοι πολιτισμοί όπως ο κινεζικός και ο ινδικός παρέμειναν έκτοτε στάσιμοι, ενώ άλλοι -δυτικοί- συνέχισαν να ξεδιπλώνουν το ρολό της ιστορίας για λογαριασμό του Πνεύματος. Στον ελληνορωμαϊκό κόσμο, ειδικότερα, η ελευθερία επεκτάθηκε καθιστάμενη αίτημα όλων των πολιτών, τουλάχιστον όσων χαρακτηρίζονταν έτσι, αλλά αυτή δεν ολοκληρώθηκε και συνεπώς η δουλεία δεν καταργήθηκε. Εν τέλει, ο γερμανικός κόσμος όπου διαβιούσε ο Hegel, ύστερα από την γόνιμη αφομοίωση της χριστιανικής ηθικής που κήρυξε την απεριόριστη αξία του ατόμου, επέπρωτο -σύμφωνα με τον ίδιο- να κατανοήσει στον μέγιστο βαθμό την ελευθερία και να την εφαρμόσει στα πολιτικά του συστήματα. Ουσιαστικά, θεωρούσε τον ευρύτερο γερμανικό κόσμο ως πυρήνα του νεώτερου δυτικού πολιτισμού και μάλιστα ως αποκλειστικό φορέα του παγκοσμίου «πνεύματος», τουλάχιστον κατά την συγκεκριμένη περίοδο.

Στην παραπάνω θεώρηση του Hegel διαφαίνονται ευκρινώς οι επιρροές του, δηλαδή αφενός η αισιοδοξία του Kant και των Διαφωτιστών για την συλλογική πρόοδο της ανθρωπότητας και αφετέρου η έμφαση που έδωσε ο Herder στην ιδιαίτερη αξία των εθνικών πολιτισμών, ως πρωταγωνιστικών υποκειμένων αυτής της προόδου. Οι πρωταγωνιστές της ανθρώπινης προόδου ήταν κάθε φορά συγκεκριμένα έθνη/ λαοί. Ο Hegel πίστευε ότι πέρα από το υπερβατικό και απόλυτο παγκόσμιο Πνεύμα υπάρχουν και επιμέρους πνεύματα που εκφράζουν την ταυτότητα και την βούληση διαφόρων εθνοτήτων. Κάθε έθνος διαθέτει το δικό του πνεύμα, που αντικατοπτρίζεται σε όλες τις δημιουργίες του, στην θρησκεία, την τέχνη, τους πολιτικούς θεσμούς ακόμη και στην επιστήμη και την τεχνολογία του. Όταν η κίνηση του εθνικού πνεύματος συμπέσει με την κίνηση του παγκοσμίου Πνεύματος, τότε το συγκεκριμένο έθνος ως φορέας του Πνεύματος πρέπει να βγει μπροστά και να μεγαλουργήσει και όλα τα υπόλοιπα να αναγνωρίσουν την μεγαλοσύνη του. Το Πνεύμα πραγματώνεται εντός της Ιστορίας χάρη στην συνέργεια εκλεκτών εθνών-κρατών αλλά και συγκεκριμένων ατόμων που, εκφράζοντας εναργώς την ατομική τους βούληση, εξυπηρετούν κατ’ ανάγκη τον σκοπό του Πνεύματος ακόμη κι αν δεν το συνειδητοποιούν.

Το 1806, μία μέρα πριν την μάχη της Ιένας, ο Hegel κυριεύθηκε από ειλικρινή ενθουσιασμό αντικρίζοντας τον Ναπολέοντα να καβαλάει το άλογό του. Τον φανταζόταν να υποτάσσει τον κόσμο με μια του κίνηση, γιατί ήταν ένας εκλεκτός του Πνεύματος, μία παγκόσμια ψυχή (Weltseele). Προσωπικότητες όπως ο Αλέξανδρος, ο Καίσαρ και ο Ναπολέων κραδαίνουν τα κλειδιά της ιστορίας ανά χείρας, καθοδηγούνται από το Πνεύμα και τα πάθη τους υπηρετούν το σχέδιό του, ακόμη και μέσα από ενέργειες αποτρόπαιες για τον κοινό νου. Είναι εξαιρετικά στιβαρές μορφές που στο διάβα τους μπορεί να ποδοπατούν αθώα λουλούδια και να θρυμματίζουν πολλά αντικείμενα, όμως αυτό πρέπει να συμβαίνει. Με μια στάση που θυμίζει Μακιαβέλι, ο Hegel υποστήριξε ότι τέτοιες προσωπικότητες πρέπει να αποτιμώνται με διαφορετικά κριτήρια ηθικής. Κατά έναν φαινομενικά παράδοξο τρόπο, λοιπόν, ο Hegel πραγματεύθηκε και το ζήτημα της ηθικής, καθόσον η «φιλελεύθερη» πρόοδος που απεργαζόταν το Πνεύμα έπρεπε να είναι και «ηθική». Όμως, ως ηθική μονάδα εννοούσε την συνολική κοινότητα όπου ανατρέφονται τα άτομα, όχι το ξεχωριστό άτομο. Σημασία έχει η συλλογική πρόοδος και όχι το ατομικό όφελος. Εύλογα λοιπόν δύναται κανείς να συμπεράνει ότι ένας πόλεμος ή μια εκατόμβη νεκρών αντιμετωπίζεται από το Πνεύμα ως ένα αναγκαίο κακό, ως μία αποδεκτή θυσία για την επίτευξη της συλλογικής προόδου, η οποία θα υπερβαίνει επιμέρους άτομα και έθνη, θα είναι παγκόσμια.

Μέχρι τούδε έχουν γραφεί χιλιάδες σελίδες για την κριτική αυτών των θέσεων και την κατάδειξη της εξής εμφατικής αντινομίας. Εάν το ατομικό πρέπει να υποτάσσεται στο συλλογικό και άρα ο πολίτης στο κράτος, τότε δεν υπονομεύεται η (ατομική) ελευθερία; Προφανώς, η εγελιανή έννοια της «ελευθερίας» ήταν ιδιαίτερη. Εφόσον ο Hegel ταύτιζε την ελευθερία με την αυτονομία και την αυτάρκεια και όχι γενικά κι αόριστα με την άρση εξωτερικών περιορισμών, πίστευε ότι την ελευθερία μπορεί να την κατακτήσει μόνο μια κοινωνία ως σύνολο, όχι συγκεκριμένα άτομα. Όμως πώς θα θεωρήσουμε ως τέλεια την ελευθερία του Πνεύματος αφ’ ης στιγμής καταπατά βιαίως κάποια άτομα καθιστώντας τα ανελεύθερα; Τέτοιοι μεταφυσικοί προβληματισμοί δεν αποτελούν τίποτε περισσότερο από μια επαναδιατύπωση του θεολογικού προβλήματος της Θεοδικίας, μετεγκατεστημένου αυτήν την φορά στο πεδίο της μεταδιαφωτιστικής φιλοσοφίας. Επανερχόμενος στην ιστορική ανάλυση του Hegel, οφείλω να δηλώσω ωσαύτως ότι δεν έχω πειστεί γιατί λ.χ. η κοινωνία στην αρχαία Αθήνα γνώρισε λιγότερη ελευθερία από την κοινωνία στην Πρωσία του 18ου αιώνος, όπου η καταπίεση εξακολουθούσε να υφίσταται σε διάφορες μορφές. Συνεχίζοντας τον κάπως ανορθόδοξο σχολιασμό, δεν μπορώ να μην διερωτηθώ εάν και πώς ο Hegel θα τροποποιούσε την θεωρία του βλέποντας τις θηριωδίες του χιτλερικού καθεστώτος κατά τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο. Δυστυχώς βέβαια είναι ανέφικτο ένα τόσο αξιόπιστο μέσο ελέγχου της ενδεχόμενης (εθνικιστικής;) αυτοαναφορικότητάς του. Αναμφίβολα, ο Χίτλερ αυτοπροβαλλόταν στα γραπτά του ως εκλεκτός της «θείας πρόνοιας» και επιδίωξε τον παραμερισμό των υπόλοιπων εθνών για να «μεγαλουργήσει» το δικό του το εκλεκτό, το γερμανικό. Άραγε αξίζει να κριθεί για τα εγκλήματά του με μια αλλιώτικη ηθική; Πάντως, τολμώ να παρατηρήσω ότι αν σημειώθηκε έκτοτε κάποια «πρόοδος» σε παγκόσμια κλίμακα, αυτή δεν αφορούσε την «συλλογική ελευθερία» των κοινωνιών, τουλάχιστον όχι σε βάθος πολλών δεκαετιών (όπως διαπιστώνεται από τις πολιτικές εξελίξεις στον δυτικό κόσμο του 21ου αιώνος).

Στις επικρίσεις που δέχθηκε σχετικά με την αδυναμία εμπειρικής ανακαλύψεως του γενικού σχεδίου πίσω από μία ιστορική πορεία που δεν έχει ακόμη συμπληρωθεί, ο Hegel απάντησε ότι η προτεινόμενη υπό του «καθαρού λόγου» ερμηνεία της Ιστορίας επιβεβαιωνόταν από την μέχρι τότε διαθέσιμη εμπειρία και δεν είχε λόγο να μην πιστεύει ότι θα εξακολουθεί να επιβεβαιώνεται και από την εμπειρία του μέλλοντος (αφού αυτό επιτάσσει ο λόγος). Συνεπώς, η πίστη ή -αν προτιμάτε- η απόπειρα λογικών προβλέψεων κατά βάθος ενυπήρχε ως προϋπόθεση στην σκέψη του, καθώς και στην σκέψη των πλείστων άλλων θεωρησιακών φιλοσόφων της ιστορίας. Σε κάθε περίπτωση, η ορθολογική κριτική μιας θεωρίας που ξεκινά από θεωρητικά αξιώματα και αναπτύσσεται παραγωγικά, αναζητώντας κάποιο προκατασκευασμένο σχήμα στην πορεία των γεγονότων, αποβαίνει ευκολότερη από την παραδοχή της ουσιαστικής συμβολής της στην ιστορία των ιδεών, και η συμβολή του Hegel εν προκειμένω ήταν εμβληματική. Δεν επηρέασε μόνο μεταγενέστερους ιδεαλιστές φιλοσόφους, αλλά και πολλούς από τους επαγγελματίες ιστορικούς της εποχής του, οι οποίοι, μολονότι στην συντριπτική τους πλειονότητα απέρριψαν τις ερμηνευτικές δεσμεύσεις της θεωρίας του, αποδέχθηκαν την αναγκαιότητα εκθέσεως του παρελθόντος ως ενός κατανοητού συνόλου γεγονότων με εσωτερική συνοχή. Τουτέστιν, απομακρύνθηκαν από το απαρχαιωμένο πρότυπο των απλών χρονικών αφηγήσεων και ξεκίνησαν να αναλύουν κριτικά τα ιστορικά γεγονότα, προς εξαγωγή γενικών συμπερασμάτων.  

 


Ενδεικτική βιβλιογραφία

Hegel, G. W. F. (1979). Phenomenology of spirit (μτφρ. A. V. Miller). Oxford University Press.

Hegel, G. W. F. (2006). Ο Λόγος στην Ιστορία: Εισαγωγή στη Φιλοσοφία της Ιστορίας (μτφρ. Π. Κ. Θανασάς). Μεταίχμιο.

Niksirat, A. (2015). An overview of the Hegel's philosophy of history. Ayer, Vol. 1, σελ.102-107. 

Tantray, M. A. (2018). Hegel’s Idealistic Approach to Philosophy of History. International Journal of Creative Research Thoughts, Vol. 6(1), σελ.103-106.

Walsh, W. H. (1977). Εισαγωγή στη Φιλοσοφία της Ιστορίας (Γ΄ έκδοση, μτφρ. Φ. Κ. Βώρος). Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, σελ.183-232. 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου