20 Νοεμβρίου 2023

Η αντιπαραβολή του ελληνικού Κόσμου με την δυτική εσχατολογία στο έργο του Κώστα Παπαϊωάννου

Προδημοσίευση από το βιβλίο "Αναζητώντας το κλειδί της Ιστορίας: Μελετήματα για την Φιλοσοφία και την Μεταφυσική της Ιστορίας" του Ιωάννη Δ. Σαρρή (Εκδόσεις Ζήτρος, 2024). 

Ο φιλόσοφος Κώστας Παπαϊωάννου (1925 - 1981) ανήκε στην ομάδα των φερέλπιδων Ελλήνων που το 1945 έλαβαν υποτροφία σπουδών από το γαλλικό κράτος, μαζί με τους Αξελό, Καστοριάδη, Σβορώνο κ.α. Στο Παρίσι άσκησε μία εξ αριστερών πολιτική κριτική στον σοβιετικό ολοκληρωτισμό και πραγματοποίησε αξιοπρόσεκτες μελέτες σχετικά με τον μαρξισμό, την εγελιανή φιλοσοφία και την αρχαία ελληνική γραμματεία. Από μικρή ηλικία εκδήλωσε ενδιαφέρον για την φιλοσοφία των Ελλήνων και την αρχαία τραγωδία, η οποία εξέφραζε τις αντιλήψεις τους για τον κόσμο. Στο δοκίμιό του «Κόσμος και Ιστορία: ελληνική κοσμολογία και δυτική εσχατολογία» (1955), που δημοσιεύθηκε από τις Εναλλακτικές Εκδόσεις το 2000, καθώς και σε άλλες σχετικές εργασίες του, ο Παπαϊωάννου αντιπαρέβαλε με ζωντανό λόγο την έντονη ιστορική συνείδηση των δυτικών με την ανιστορική οντολογία των αρχαίων Ελλήνων.

Στην νεωτερικότητα ο ευρωπαϊκός πολιτισμός κυρίευσε την οικουμένη και δημιούργησε ένα imperium το οποίο μέχρι τούδε δεν έχει απειληθεί από βαρβαρικές εξωτερικές δυνάμεις που δεν μπορεί να αφομοιώσει. Με την ακόρεστη θέληση για δύναμη και τις ατελεύτητες προσπάθειες για καθυπόταξη της φύσεως, το δυτικό άτομο θεώρησε εαυτόν ως κύριο της ιστορίας και αγωνίσθηκε για να πλησιάσει προοδευτικά στην τέλεια έκπτυξη της ελευθερίας του και συνακόλουθα στην αυτοπραγμάτωσή του, την οποία τοποθέτησε εσχατολογικά σε έναν μελλοντικό χρόνο. Το 1806 στην Ιένα ο Hegel είδε στο πρόσωπο του Ναπολέοντος την ενσάρκωση της παγκόσμιας ιστορίας. Απεναντίας, οι κατακτήσεις του Μεγάλου Αλεξάνδρου αντιμετωπίσθηκαν με «μνημειώδη αδιαφορία» από τον δάσκαλο και φίλο του Αριστοτέλη, ο οποίος πιθανότατα αδυνατούσε να συλλάβει την έννοια της «παγκόσμιας ιστορίας». Οι αρχαίοι Έλληνες δεν μπορούσαν να διανοηθούν την ιδέα της προόδου. Μάλιστα, οσάκις ξεπέρασαν την κοινή μεταξύ προχριστιανικών πολιτισμών ιδέα της κυκλικότητας του χρόνου, πίστευσαν ότι η διαδοχή των αιώνων επιφέρει παρακμή και αποσύνθεση, καθώς το «χαλκούν γένος» των ανθρώπων απομακρύνεται από τον «χρυσό αιώνα» των ηρώων, σύμφωνα με την κοσμογονία του Ησιόδου. Κάθε θορυβώδες γεγονός της επικαιρότητας απλώς θύμιζε αυτήν την δυσοίωνη εξέλιξη. 

Εξάλλου, οι Έλληνες ταύτιζαν την κίνηση των επίγειων σωμάτων με την φθορά, ενώ στην συνεπή περιοδικότητα των ουρανίων σωμάτων έβλεπαν μια σταθερότητα πλησιέστερη στο θείο, στο αιώνιο και ασάλευτο Είναι. Αποστρέφοντας την σκέψη τους από τον Χρόνο-Κρόνο που φθείρει και καταβροχθίζει τα παιδιά του, ήσαν ξένοι προς κάθε ιστορική μέριμνα. Σύμφωνα με την παρμενίδεια οντολογία, οι περιοδικές εναλλαγές ημερών, εποχών και ανθρώπινων συνθηκών είναι επιφανειακές και δεν επηρεάζουν την ουσία, το σταθερό «είναι» των όντων, στο οποίο βασίζεται η ανακύκληση των ιδίων καταστάσεων. Τοιουτοτρόπως, το «φαίνεσθαι» δεν ηδύνατο να υπονομεύσει το «είναι». Τα ανθρώπινα πράγματα, λοιπόν, αν δεν είναι καταδικασμένα σε αποσύνθεση απλώς ακολουθούν έναν κύκλο ακμής και παρακμής. Ακόμη και ο Περικλής, εν προκειμένω, τόνισε τον προσωρινό χαρακτήρα κάθε ανθρώπινου έργου: «πάντα γὰρ πέφυκε καὶ ἐλασσοῦσθαι» (Θουκυδίδου Ἱστορίαι 2.64.3).  

Το ιδανικό των Ελλήνων δεν ήταν η πρόοδος, αλλά ο στατικός «Κόσμος», που είχε πολλές σημασίες. Ο Κόσμος σήμαινε την ακατάλυτη διάταξη των όντων που καθορίζει κάθε Είναι και περιορίζει κάθε ον στα νόμιμα όριά του, σήμαινε το σύνολο των νόμων που ρυθμίζουν τις σχέσεις μεταξύ των όντων και μεταξύ των συστατικών κάθε όντος. Ο Κόσμος σήμαινε ταυτόχρονα το φυσικό σύμπαν, την αρμονία, το μέτρο, την δικαιοσύνη, την ευνομούμενη πολιτεία και γενικά το κάλλος και την ομορφιά. Ήταν το «Ἀγαθόν» του Πλάτωνος, με το οποίο οι άνθρωποι καλούνταν να συμφιλιωθούν. Μέσω της Σωφροσύνης, καλούνταν να ενταχθούν στον οικείο τους κόσμο και να ανοιχθούν στην ομορφιά και την τάξη του σύμπαντος. Άλλωστε, σε αντίθεση με τις νεώτερες δυτικές τάσεις, σκοπός της ελληνικής τέχνης και ιδίως της γλυπτικής ήταν η τέλεια μίμηση της φύσεως, όχι η αλλοίωση ή η υπέρβασή της. Για τους Έλληνες, επομένως, ο σεβασμός των κοσμικών ορίων ήταν ιερός, ενώ η παράβασή τους που γεννούσαν η Ὕβρις, η Ἀνομία, η Πλεονεξία και η Ἀδικία προκαλούσε μόνο καταστροφή, χάος και «ακοσμία». Όπως δήλωσε και ο Ηράκλειτος, είναι προτιμότερο να σβηστεί μία ύβρις παρά μια πυρκαγιά: «ὕβριν χρὴ σβεννύναι μᾶλλον ἢ πυρκαϊήν» (Περὶ Φύσεως, ιγ΄). Ο Παπαϊωάννου καταλόγισε αυτόν τον φόβο της ύβρεως στα πρότερα πάθη των Ελλήνων πριν την κλασική εποχή, στην ανάμνηση μιας «δαιμονικής εμπειρίας» θελήσεως για δύναμη που έσυρε την κοινωνία στον βυθό του μηδενισμού. Οι αισυμνήτες και οι πρώτοι νομοθέτες ένιωθαν τρόμο για το μηδέν που έκρυβε ο εαυτός τους, για την σκιά θανάτου που μπορούσαν να απλώσουν γύρω τους.  

Αυτές οι πεποιθήσεις εκφράσθηκαν εναργώς στην αρχαία Τραγωδία. Όταν ο τραγικός ήρωας προσπαθούσε να υπερβεί τον «κόσμο», υπερεκτιμώντας τις δυνάμεις και τις ικανότητές του, έδινε αξία στο «μηδέν» του εαυτού του και συνεπώς εκμηδενιζόταν στο μέτρο που παραβίαζε τα οντολογικά του όρια και πλεονεκτούσε. Μόνο τα όρια του κόσμου εξασφάλιζαν και κατοχύρωναν την ύπαρξη των όντων πάνω από το μηδέν που εσωκλείουν και αυτά ακριβώς τα όρια αποκαθιστούσε η Δίκη της Τραγωδίας, ο θεός του Πάθους-Μάθους που εξύμνησε ο Αισχύλος. Στην πραγματικότητα, οι θεατές της Τραγωδίας δεν ταυτίζονταν με τον «υβριστή» ήρωα αλλά με τον κοσμικό νόμο που τον εκμηδενίζει. Σε αυτήν την αποκατάσταση εντοπιζόταν το νόημα της καθάρσεως. Κι όταν ακόμη, κατά την «παρακμή» του κλασικού πνεύματος, σοφιστές όπως ο Καλλικλής και ο Θρασύμαχος τόλμησαν να αμφισβητήσουν την ηθική απολυτότητα του κοσμικού Λόγου, η κριτική τους δεν ξεπέρασε τα όρια του απλού κυνισμού και δεν κατάφερε να αποκτήσει μια ιστορική διάσταση.   

Στις δυτικές τραγωδίες σαιξπηρικού τύπου, εξεναντίας, οι ήρωες αποτελούσαν αυθυπόστατες αξίες, ενώ ο κόσμος γεννιόταν και εκμηδενιζόταν βίαια μαζί τους. Το κοινό τους δεν εισέπραττε κάποια κάθαρση, παρά μόνο μία «διαλεκτική του κινδύνου». Για τον δυτικό ήρωα τα όρια της ανθρώπινης δράσεως εξαρτώνται από την θέληση και την δύναμή του, όχι από κάποιον ασάλευτο κοσμικό νόμο. Και σε αυτό το σημείο αναδεικνύεται η απόφαση του δυτικού υποκειμένου να αποδεσμεύσει την ιστορική του δραστηριότητα από την αναγκαιότητα των φυσικών νόμων, διαχωρίζοντας την ιστορία από τον κόσμο. Σύμφωνα με την εγελιανή οπτική, η ιστορία καθορίζεται από και ουσιαστικά συμπίπτει με την προοδευτική ανάπτυξη της ανθρώπινης ελευθερίας. Επιπρόσθετα, σε αντιδιαστολή με την πλατωνική ἀνάμνησι που φανέρωνε την ενότητα μεταξύ ανθρώπινης και θείας κλίμακας μέσω της κοινής τους εξαρτήσεως από το Είναι, ο νεωτερικός Hegel ανάγκασε τον ίδιο τον Θεό, το οικουμενικό «Πνεύμα», να εξαρτηθεί από την ιστορική δράση των ανθρώπων, θεωρώντας ότι αυτοπραγματώνεται στο μέτρο που αποκαλύπτεται μέσα στην ανθρώπινη ιστορία. Ενώ για τον Πλάτωνα η α-λήθεια εξέφραζε την εξουδετέρωση της λήθης -ήγουν του χρόνου- με την μέθεξη της ανθρώπινης συνειδήσεως στο άχρονο «παρόν» ενός τέλειου κόσμου, ο Hegel και οι δυτικοί ομοϊδεάτες του μετέθεσαν την κατάκτηση της απόλυτης αλήθειας και τελειότητας στο μέλλον, στο τελευταίο σκαλοπάτι μιας ανοδικής κλίμακας, στο «τέλος της ιστορίας». Επακόλουθα, η προσοχή μετατοπίσθηκε από το «είναι» στο «γίγνεσθαι». Ο χρόνος είναι το πεπρωμένο του ανολοκλήρωτου πνεύματος που στον δρόμο του προς την αυτοπραγμάτωση δεν αναγνωρίζει κανενός είδους όρια (και σίγουρα όχι αυτά της φύσεως). Αφότου η ευρωπαϊκή Αναγέννηση (που απείχε πολύ από τον ελληνικό «Κόσμο») ανακάλυψε την αυτονομία της ιστορικής δράσεως και την εξουσία επί της φύσεως, ξεπήδησε η επιθυμία για υπέρβαση των ορίων της ανθρώπινης κλίμακας, η θέληση μιας «διαρκούς επαναστάσεως». Στον νέο κόσμο που γεννήθηκε η γνώση έπαυσε πλέον να θεωρείται αρετή και έγινε εργαλειακή δύναμη.

Ο Παπαϊωάννου απέδωσε την ιστορική ρίζα του «προοδευτικού» κοσμοειδώλου στον Χριστιανισμό και ειδικότερα στην αντίληψη της ex nihilo δημιουργίας του κόσμου, η οποία αποδόμησε την ιδέα της αυθυπαρξίας του χαρακτηρίζοντάς τον ως απλό παράγωγο της θείας πρόνοιας. Παραδέχθηκε, ωστόσο, ότι οι ορμητικές διαστάσεις της νεωτερικής «ύβρεως» που εκφράζει η θέληση για δύναμη είναι κάτι διαφορετικό, «εξελιγμένο» και ξένο προς τον (ιστορικά ξεπερασμένο) χριστιανικό μεσαίωνα. (*Σ.τ.Σ: Ειρήσθω εν παρόδω ότι, εφόσον η σύγχρονη βιβλιογραφία τείνει να αναγιγνώσκει μια ανιστορική συνείδηση και στον ελληνορθόδοξο χριστιανισμό, θα παρουσίαζε μεγάλο ενδιαφέρον μια μελλοντική μελέτη που να απαντά στα ερωτήματα εάν και πώς αυτή συγγενεύει με την αρχαιοελληνική «απουσία κάθε ιστορικής μέριμνας».)  

Εν κατακλείδι, μέσα από την αντιπαραβολή Ελληνισμού-Δύσεως, ο Παπαϊωάννου κατέδειξε ότι σε όλους τους ανθρώπους υπάρχει έμφυτη η ανάγκη να αναγνωρισθούν εντός μίας απόλυτης και καθολικά ισχύουσας αλήθειας. Στην δυτική νεωτερικότητα η έντονη ιστορική συνείδηση απετέλεσε το υπέρτατο μέσο για να δοθεί νόημα στην απουσία μιας τέτοιας αλήθειας. Οι άνθρωποι αισθάνθηκαν την ανάγκη να επεκτείνουν επ’ άπειρον την ιστορική τους μνήμη και να ανασταίνουν προγόνους με την ελπίδα της εξιχνιάσεως του μέλλοντός τους. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, η ιστορία συνέστησε την μόνη διέξοδο για να κρατηθούν στο παρόν. Με την συνεχή ιστορική μέριμνα, λοιπόν, δηλώνεται η απουσία από το παρόν, το «να μην είμαστε στον κόσμο». Είναι εντυπωσιακό το γεγονός ότι ο Παπαϊωάννου και ο Oswald Spengler οδηγήθηκαν σε παρεμφερή συμπεράσματα σχετικά με τον «ανιστορικό» ελληνικό και τον «βαθέως ιστορικό» δυτικό τρόπο σκέψεως, παρότι είχαν διαφορετική αφετηρία και πιθανώς αντιδιαμετρική προτίμηση. Ο «Δυτικός» Spengler απολάμβανε το βάθος της ιστορικής του ενοράσεως και μέχρι την τελευταία στιγμή επιχειρούσε προβλέψεις, ενώ από την άλλη πλευρά ο «Έλληνας» Παπαϊωάννου ενδεχομένως να αναπολούσε υπόρρητα την «εσωτερική ολοκλήρωση» και την «οντολογική βεβαιότητα» του κλασικού Ελληνισμού.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου