21 Μαΐου 2020

Η ιστορική κοσμοθέαση του Oswald Spengler

Ducunt fata volentem, nolentem trahunt.” [Οι μεταπτώσεις της μοίρας οδηγούν τον θέλοντα και σέρνουν τον μη θέλοντα.]

Γράφει ο Γιάννης Σαρρής

1. Ο πολυσχιδής φιλόσοφος

Δεν θα τολμούσα να αποδώσω μία συγκεκριμένη και μονομερή ιδιότητα στον Oswald Spengler (1880 - 1936). Αποπειράθηκε να διεισδύσει σε κάθε γνωστικό πεδίο συμβατό με την ανθρώπινη σκέψη και αίσθηση, σε μαθηματικά, επιστήμες, τέχνες, φιλοσοφίες και ασφαλώς στην Ιστορία, την οποία δεν δίστασε να «διανοίξει» με σκοπό την συστηματοποίηση της «ανατομίας» της, ωσάν ένα οργανικό σώμα επί χειρουργικής τραπέζης. Στο εμβληματικό magnum opus του «Η Παρακμή της Δύσεως» (Der Untergang des Abendlandes) που εκδόθηκε σε δύο τόμους το 1918 και το 1922, ξεδιπλώνει μία εντυπωσιακή αντίστιξη συγκριτικών αναλύσεων που αφορούν πολλά γνωστικά πεδία και διάφορους πολιτισμούς. Παρά την κριτική που έχει δεχθεί για τον ενορατικό λόγο του και την ανακρίβεια ορισμένων λεπτομερειών, το έργο του είναι μοναδικό, μεγαλοφυές με τον δικό του τρόπο, επιδραστικότατο μέχρι τις μέρες μας και επιτάσσει σεβασμό σε φίλους και επικριτές του. Κοντολογίς, ο Spengler ήταν ενδεχομένως ο σπουδαιότερος αντιδιαφωτιστής φιλόσοφος του 20ου αιώνος που καταπιάστηκε με την ιστορία. 

Τον στοχασμό του Spengler σμίλευσαν τα κύματα του γερμανικού ρομαντισμού και της Συντηρητικής Επαναστάσεως ενός πεσσιμιστικού Μεσοπολέμου. Η ιδεαλιστική εθνολογία του Herder, η «αριστοκρατική» θεληματική έκφραση του Nietzsche και η αισθαντική ποίηση του Goethe διαμόρφωσαν την περί «φύσεως» αντίληψή του και διακόσμησαν την ιδιαίτερη πένα του. Ο λόγος του είναι πυκνός και συγχρόνως αναλυτικός κατά έναν τρόπο φαινομενικώς οξύμωρο αλλά υποδειγματικό. Η ζωντανή και οργανικά δομημένη γλώσσα του Spengler αντίκειται στην ρασιοναλιστική τυπολογία των ακαδημαϊκών φιλοσόφων, για τους οποίους έτρεφε μία αμοιβαία περιφρόνηση. Ο Spengler ήταν ένας Γερμανός εθνικιστής που βίωσε την έκβαση του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου και αυτό οφείλουμε να το διατηρήσουμε υπ’ όψιν κατά την αξιολόγηση των απαισιόδοξων κειμένων του. Αρχικώς επιδοκίμασε την κατίσχυση του εθνικοσοσιαλιστικού καθεστώτος και εκείνο τις αντιφιλελεύθερες ιδέες του. Εν τούτοις, σύντομα μετατράπηκε σε μετριοπαθή επικριτή του. Αξίζει να σημειωθεί ότι το 1934, στο έργο του «Ο Χρόνος της Αποφάσεως» (Jahre der Entscheidung), εξήγησε πώς ο δυτικός κόσμος κινδυνεύει από την έκρηξη ενός νέου μεγάλου πολέμου. Το άρτι αναρριχημένο στην εξουσία NSDAP εξαφάνισε άμεσα το βιβλίο, απευχόμενο την παράκαιρη ανηχυσία του γερμανικού λαού. 

2. Η ιστορική κυκλικότητα, οι μεγάλοι πολιτισμοί και η φυλετική ψυχή των

Ο Spengler, δια μίας κοπερνίκειας προσεγγίσεως, κατέρριψε την πεποίθηση ότι ο δυτικός κόσμος ήταν το κέντρο της γης με τα επιτεύγματά του να αποτελούν συσσώρευση των εκλεκτότερων στοιχείων ενός ανοδικά πορευόμενου «πανανθρώπινου πολιτισμού». Η «Ιστορία» δεν αναπτύσσεται γραμμικά﮲ επαναλαμβάνεται σε κύκλους χρονικώς και φυσιογνωμικώς διακριτών Πολιτισμών οι οποίοι -καίπερ έκαστος διέπεται από έναν μοναδικό και ανεπανάληπτο ψυχισμό προδιαθέτοντα την αντίληψη του κόσμου- ακολουθούν τις φάσεις μίας οργανικής ζωής, ωσάν αυτήν των φορέων τους: γεννιούνται, μεγαλώνουν, γηράσκουν και πεθαίνουν. Μάλιστα τόλμησε να οριοθετήσει χονδρικά την διάρκεια της ζωής των, σε περίπου 1000 έτη. Εντός αυτής της χιλιετίας οι λαοί ενός πολιτισμού ευρίσκονται σε δημιουργική «φόρμα». Μετά την εκπνοή της ζωτικής ορμής των, οι μορφές του πολιτισμού παγιώνονται ως ένας απλός τύπος, ενώ οι λαοί γίνονται «φελλαχολαοί», δηλαδή σχεδόν άβουλες μάζες μιας «αιώνιας αγροτιάς» που σε όλες τις εποχές και τις περιοχές παρουσιάζει χαρακτηριστικά απλοϊκής αυτοσυντηρήσεως. Καθείς Πολιτισμός -σε φόρμα- ακολουθεί το πρωτογενές ιδανικό του, δια του οποίου αντιλαμβάνεται την πραγματικότητα και το οποίο ορίζει την κατεύθυνση των μαθηματικών του και των συνακολούθων επιστημών, της θρησκείας, της τέχνης, της κρατικής οργανώσεως και της οικονομίας του. Κατ’ αυτόν, οι μεγάλοι Πολιτισμοί που έχουν εμφανιστεί στην γη έως τούδε είναι οκτώ (με τον τρόπο διακρίσεώς των να έχει δεχθεί ενίοτε δικαιολογημένη κριτική).

i) Ο Βαβυλωνιακός - Μεσοποταμιακός Πολιτισμός. Δεν τον αναλύει με σαφήνεια. Του προσάπτει το πνεύμα της Αστρολογίας.

ii) Ο Κινεζικός Πολιτισμός. Στο πλαίσιό του εντάσσει ολόκληρη την νοτιοανατολική Ασία συμπεριλαμβανομένης της παλαιάς Ιαπωνίας (διότι εντοπίζει την σύγχρονη στις παρυφές του Δυτικού). Ο Κινέζος αντιλαμβάνεται την ζωή του ως μία διαρκή περιπλάνηση μέσα στην φύση εδώ και εκεί, η οποία μολοντούτο πλησιάζει έναν στόχο. Το «Feng Shui» στους διαμορφωμένους με εξαιρετική λεπτότητα κήπους μαρτυρεί αυτό το ιδανικό.

iii) Ο Ινδικός Πολιτισμός. Για την ψυχή του Ινδού ο κόσμος είναι ένα υπαρξιακό Μηδέν, μία ψευδαίσθηση. Με την επίτευξη της Νιρβάνα, το άτμαν εξαφανίζεται στο άπειρο μπράχμαν, η προσωπικότητα εξαϋλώνεται, ύστερα από κύκλους φανταστικών παραστάσεων δημιουργίας και καταστροφής. Η συνείδηση του Ινδού (όπως και του «Απολλωνίου») είναι ανιστορική, δεν προσδοκεί στο μέλλον.

iv) Ο Αιγυπτιακός Πολιτισμός. Στα περίχωρα αυτού εντάσσει και την Μινωική Κρήτη. Ο Αιγύπτιος αντιλαμβανόταν την πραγματικότητα ως μία αποφασιστική και συνεχή πορεία στο μονοπάτι της ζωής. Ως εκ τούτου, έχει ιστορική συνείδηση, όπως ο Δυτικός. Η πυραμίδα είναι ένα σύμβολο που στεγάζει μονοπάτια με ιερές τοιχογραφίες εκατέρωθεν, τα οποία οδηγούν στον τάφο, στο επέκεινα.

v) Ο «Απωλλόνιος - Ευκλείδιος» - Αρχαίος Πολιτισμός, κοινώς ο ελληνορωμαϊκός. Αρνείται την επίδρασή του στον Δυτικό, ενώ αποκαλεί «Ψευδομόρφωση» την προσπάθεια των δυτικών να οικειοποιηθούν μορφές του κατά τρόπον αναγκαστικώς επιφανειακό.

vi) Ο «Μαγικός»-Ανατολίτικος-Αραβικός Πολιτισμός. Στο πλαίσιο αυτού εντάσσει την ύστερη ρωμαϊκή αυτοκρατορία, το Βυζάντιο και τον μετά Χριστόν Ιουδαϊσμό. Ο Spengler ως ιδανικό αυτού θέτει την μυστικιστική αντίληψη του κόσμου ως μίας σπηλιάς που με την ουσία της περικλείει τους ανθρώπους, οι οποίοι όντες συνδεδεμένοι υπό μίας θρησκευτικής συναινέσεως (που ταυτίζεται με το «έθνος») καλούνται να την διέλθουν μέσω μεταρσιωτικού διαλογισμού. Το σύμβολο του θόλου-τεμένους και ο συμβολισμός των ιερών βιβλίων, της άλγεβρας και οι ουσίες της αλχημείας αναβλύζουν αυτό το ιδανικό. Αρύεται αρκετά στοιχεία της μορφολογίας του από τον πρότερο Βαβυλωνιακό Πολιτισμό.

vii) Ο «Μεξικανικός» - Προκολομβιανός Πολιτισμός. Η πορεία του διακόπηκε βίαια και ολοκληρωτικά από ένα τυχαίο γεγονός (την εισβολή των Ευρωπαίων και των μικροβίων τους), οπότε γνωρίζουμε ελάχιστα πράγματα για αυτόν.

viii) Ο «Φαουστικός» - Δυτικός Πολιτισμός. Ετούτος έχοντας απλώσει τα πλοκάμια του σε όλον τον υπόλοιπο κόσμο, λόγω της βουλήσεώς του για δύναμη και υπέρβαση, διανύει πλέον το γήρας του. Ο Spengler αναλύει και συγκρίνει ως επί το πλείστον τον Δυτικό και τον Αρχαίο Πολιτισμό (τους πιο γνωρίμους του/μας). Συνεπώς, θα αφιερώσουμε ειδική ενότητα παρακάτω (ενοτ.3) για την ανάλυση των πρωτογενών ψυχικών κλίσεων και ιδανικών τους.

Ο Spengler θεωρεί ότι στο μέλλον θα υπάρξει και ένας Ρωσικός Πολιτισμός, του οποίου η πρωτόγονη, παιδική φάση -αν και επηρεασμένη από το Βυζάντιο- βρίσκεται ακόμη υπό την ψευδομόρφωση του Δυτικού Πολιτισμού. Ο ξενόφερτος Διαφωτισμός του Μεγάλου Πέτρου και ο υλιστικός Μπολσεβικισμός δεν αποτελούν προϊόντα της νεαράς ρωσικής ψυχής, η οποία αντιλαμβάνεται τον κόσμο ως μία απέραντη επίπεδη στέπα. Αυτό το ιδανικό ήδη διαφαίνεται στα παρεκκλήσια της ρωσικής υπαίθρου με την επίπεδη στέγη εκ της οποίας εξορμώνται πυργίσκοι απολήγοντες σε κρομμυοειδείς τρούλους. 

Η ιδέα του πρωτογενούς ιδανικού της «Φυλετικής Ψυχής» αντλεί την καταγωγή της από τον ρομαντικό όρο Volksgeist (πνεύμα του λαού). Οι λέξεις «αίμα» και «φυλή» απαντώνται πολύ συχνά στα κείμενα του Spengler, αναφερόμενες στην οργανική, ορμέμφυτη πλευρά του ανθρώπου. Ωστόσο, προσδίδει σε αυτές έναν μυστηριακό, τρόπον τινά μεταφυσικό χαρακτήρα, απορρίπτοντας τον ρόλο της κληρονομικότητος (των καθ' ημάς χρωμοσωματικών γονιδίων) ως αποκλειστικό παράγοντα για την διαμόρφωση της "φυλής", η οποία κατ' αυτόν επηρεάζεται σημαντικά και από την γη και την φυσιογνωμική-ψυχολογική αλληλεπίδραση. Ως παράδειγμα, αναφέρει τους μετανάστες στις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής, των οποίων τα παιδιά τείνουν να έχουν κοινό σωματότυπο. Επιπλέον, επισημαίνει και την περίπτωση αγαπημένων ζευγαριών, των οποίων οι σύζυγοι όταν γερνούν μαζί τείνουν να ομοιάσουν στην φυσιογνωμία. Δεδομένων των γενετικών γνώσεων του περασμένου αιώνος για την μενδελική μεταβίβαση γονιδίων, η θεώρησή του πρέπει να φάνηκε τουλάχιστον αφελής επιστημονικά. Σήμερα όμως και η νεότευκτη επιστήμη της Επιγενετικής παραδέχεται ότι οι περιβαλλοντικές συνθήκες δύνανται να επηρεάσουν την γονιδιακή έκφραση, ώστε και ορισμένες επίκτητες ιδιότητες να μπορούν να κληρονομηθούν. (Τα γονίδια, το περιβάλλον αλλά και η ίδια η προσωπικότητά του μορφοποιούν την ζωή του ανθρώπου και εν μέρει των απογόνων του.) 

3. Απολλώνιος και Φαουστικός Πολιτισμός

Ο «Απολλώνιος» είχε μία σωματική και στιγμιαία αντίληψη του κόσμου, μία αντίληψη «πραγμάτων». Λαχταρούσε αρμονία και συμμετρία σε ό,τι έβλεπε. Αυτό ήταν το πρωτογενές ιδανικό του, το οποίο ικανοποίησε μέσω της Ευκλειδείου γεωμετρίας που έθετε όρια στις επιφάνειες. Τέτοια ήταν και η αρχιμήδεια φυσική των σωμάτων. Ο δωρικός ναός, με μέτρο, απλότητα και ξεκάθαρες γραμμές, απετέλεσε αξεπέραστο σύμβολο αυτού του ιδανικού. Η τέχνη του αγάλματος λαξεύει ακίνητα σώματα, με δυσκαμψία χαρακτηριστική στους κούρους και τις κόρες της αρχαϊκής περιόδου και μάλιστα χωρίς προσωπικότητα, όπως κατά βάθος και οι ήρωες των τραγωδιών. Δεν εκφράζουν μία ατομική φυσιογνωμία αλλά ένα «ήθος», ένα παγιωμένο πρότυπο/στερεότυπο: τον (σωματικό) θεό, τον ήρωα, τον δαίμονα, τον πομπό της ύβρεως (υπερβάσεως ορίων), τον φιλόσοφο, τον πολιτικό. Στερεότυπος φαίνεται να ήταν και ο καλλωπισμένος σωματότυπος, αγαλμάτων και -κατά το δυνατόν- ανθρώπων ("νοῦς ὑγιής ἐν σώματι ὑγιεῖ"). Η «κάθαρση» ως επαναφορά των ορίων του ανθρώπου στην φυσική τάξη τους ήταν μία απολαυστική λύτρωση που μόνον το αρχαίο ελληνικό πνεύμα μπορούσε να βιώσει (αντιθέτως η δυτική «τραγωδία» είναι προσωποκεντρική περιπέτεια άνευ ορίων).
Η αρχαία ζωή προσανατολιζόταν στο «εδώ και τώρα», στο carpe diem. Ως εκ τούτου δεν είχε ιστορική συνείδηση. Η μνήμη της μετά βίας άγγιζε ολίγες περασμένες γενεές. Ο,τιδήποτε μακρύτερο το άφηνε στην σφαίρα του μύθου. Έτσι εξηγείται η καύση των νεκρών στην πρωτογενή ορφική-ομηρική περίοδο. Ο αρχαίος κόσμος οργανώθηκε υπό την μορφή αυτοτελών σωμάτων, των πόλεων, και μάλιστα σταθεράς εκτάσεως (π.χ. η Ρώμη προτιμούσε να υψώνει πολυώροφα κτίρια παρά να ξεπεράσει το εμβαδόν των επτά τετραγωνικών μιλίων). Οι σωματικές πόλεις, ακόμη κι αν ανήκαν στο ίδιο έθνος -φερειπείν το ελληνικό, επιδίδονταν σε ατέρμονους πολέμους αλληλοεξοντώσεως με ανοησία, δίχως μια προοπτική ή έναν σχεδιασμό για το μέλλον. Τις παρωθούσε η ανάγκη της στιγμής. Σε μικρότερη κλίμακα αυτό συνέβαινε και στην παράλληλη πολιτική της Αγοράς: το «αριστοκρατικό σώμα» επεδίωκε τον αφανισμό του «δημοκρατικού» και αντιστρόφως. Η Ρώμη κυριάρχησε στους υπολοίπους αυθόρμητα, χωρίς μακρόπνοο σύστημα, επειδή η εσωτερική πολιτική της, ξεφεύγοντας από το δίλημμα «αυτό ή εκείνο», επικεντρώθηκε στο «περισσότερο ή λιγότερο». (*Για τον ίδιο λόγο στην Δύση κυριάρχησαν οι Αγγλοσάξωνες, επειδή οι ευγενείς, το στέμμα και εν τέλει η χρηματική δύναμη συμβιβάστηκαν σε ένα αμετάβλητο ανακυκλούμενο σύστημα, προσαρμοσμένο στην ληστρική ευφυΐα των απογόνων των Βίκινγκς.) Οι κατεκτημένες επαρχίες μίας πόλεως θεωρούντο εξάρτημά της.  Μετά την παρακμή της Ρώμης έγιναν «της μόδας» μορφές και ιδέες του αναδυομένου Ανατολικού πολιτισμού, όπως ο συριακός θόλος (Πάνθεον) και οι «συναινετικοί μονοθεϊσμοί» (Μιθραϊσμός, Χριστιανισμός). Ο ευρωπαϊκός χώρος για λίγους κατοπινούς αιώνες, καθώς εγένοντο οι ζυμώσεις της «δυτικής προϊστορίας», στερήθηκε ιστορικής σημασίας. (Εδώ παρακάμπτουμε σκοπίμως την συγκεχυμένη περίπτωση του Βυζαντίου, διότι ο Spengler δεν αποκλείεται να συγχέει τινά δεδομένα, εντάσσοντάς το στον ανατολίτικο κόσμο.)

Με την άνοδο του Καρλομάγνου και την αυγή ενός τύπου Χριστιανισμού (καθολικού) ριζικώς διαφορετικού του ανατολικού «θείου» του, άρχισε να καλπάζει ο κοσμικός ρυθμός της δυτικής, «φαουστικής» ψυχής. Ετούτη θέλησε να πλησιάσει το άπειρο Θείο σχίζοντας τα όρια, όπως οι πυργίσκοι του γοτθικού καθεδρικού τον ουρανό. Στις επιφάνειες της μπαρόκ αρχιτεκτονικής -κατά την ωριμότερη φάση της δυτικής τέχνης- δεν υπάρχουν σαφή όρια. Παράλληλα, οι μαθηματικές συλλήψεις του απειροστικού λογισμού και των συναρτήσεων έρχονται να υποτάξουν τις στιγμιαίες αισθήσεις στον καθαρό Λόγο, εκείνον τον «αιώνιο θεό» που λάτρευσαν ο Ακινάτης και ο Καντ. Η φυσική του Νεύτωνος δεν μας μιλά για σώματα που επιπλέουν, αλλά για Δύναμη, ροπή, ρυθμό μεταβολής κινητικών καταστάσεων, ενέργεια, ισχύ, απόδοση. Και όλα αυτά σε συνάρτηση με τον χρόνο. Άπασες οι εκφάνσεις του δυτικού πολιτισμού είναι πολύπλοκες και η ουσιαστική κατανόησή τους γίνεται προνόμιο ολοένα και μικρότερου κύκλου ατόμων, καθώς κυλά ο χρόνος. Η φυσιογνωμική εκφραστική τόλμη των ελαιογραφιών, η Αντίστιξη του Μπαχ, η μισή χιλιετία της γενεαλογίας Αψβούργων και Βουρβόνων, η σύνθετη διπλωματία σαλονιού και οι πλανητικές αυτοκρατορίες αρνούνται την εφήμερη απλότητα. Ο Δυτικός είναι μεγαλομανής. Βούλεται να ενδυναμώνεται επ’ άπειρον, να διαιωνίζεται επ’ άπειρον, να επεκτείνεται επ’ άπειρον (σε κάποιο σημείο προς το τέλος του β’ τόμου, ο Spengler διαισθάνεται με έναν φυσικά αυτονόητο τρόπο και την κατάκτηση του διαστήματος). Ο «Αρχαίος» δεν θα άντεχε τόσην ύβρι, όμως ο Δυτικός είναι ολοκληρωτικός πλέον θεωρεί την φύση εξάρτημά του, έχοντας απελευθερωθεί πλήρως από τον δικό της κοσμικό ρυθμό. 

Δεν γνωρίζω εάν το έχετε υποψιαστεί, αλλά στην συνεχώς αναδευόμενη πλην στοιχειοθετούμενη σύγκριση του αρχαιοελληνικού πνεύματος με την Δύση ο Spengler πιθανόν να αποκαλύπτει μία περιφρόνηση -αν όχι κάτι χειρότερο- για το πρώτο. Είναι Γερμανός Εθνικιστής και διαισθητικά θεωρεί το έθνος του ως αρχέτυπον της Δύσεως (και σε αυτό δεν δυνάμεθα να διαφωνήσωμε). Συγχρόνως εκφράζει μιαν απογοήτευση για το γεγονός ότι η Δύση δεν απεμπόλησε τα μορφολογικά δεσμά του αρχαίου κόσμου, τα οποία κατ’ αυτόν είναι μία τροχοπέδη ανίκανη να ακουμπήσει την ουσία της δυτικής ψυχής (που δεν γνωρίζει μέτρο). H «Αναγέννηση» δεν είχε τίποτε αρχαιοελληνικό ήταν μια μεταβατική φάση λίγων δεκαετιών υπό την μορφή αντιδράσεως έναντι της γοτθικής αυστηρότητος. Ο Spengler αγανακτεί με το γεγονός ότι η Δύση, αφού στέρεψαν τα αποθέματα της γνησίας καλλιτεχνικής εκφράσεώς της, κατέφυγε στον «νεοκλασσικισμό», στην νόθα μίμηση αρχαίων μορφών. Ως τέτοια νόθα μίμηση θεωρεί και την ταύτιση του χρήματος με σωματικά κέρματα σαν τα αρχαία, αλλά προφητεύει και την ανάπτυξη μίας γνησίως δυτικής οικονομίας, στης οποίας την κάθοδο αυτά θα εξανεμιστούν σε άϋλες αξίες εξαρτημένες από αφηρημένα πιστοληπτικά μεγέθη και χρηματιστηριακούς συσχετισμούς.

4. Γίγνεσθαι και γεγονότα

Η θεώρηση του Spengler για το γίγνεσθαι και τα γεγονότα ενθυμίζει προσωκρατικούς προβληματισμούς. Η Ιστορία γράφεται από το γίγνεσθαι. Το γίγνεσθαι, ο δηλαδή τρόπος δια του οποίου αυτήν την στιγμή εκτυλίσσεται η πραγματικότητα, είναι μοίρα και πεπρωμένο, δεν υπακούει σε καμία αιτιότητα. Το γίγνεσθαι παράγει πεπερασμένα γεγονότα. Μελετώντας τα γεγονότα, κάποιος διανοητικός άνθρωπος μπορεί να σχηματοποιεί με την διάνοιά του συστήματα γνώσεων, οι οποίες συνδέονται μεταξύ των με σχέσεις αιτίου-αιτιατού. Όταν τα γεγονότα παρουσιάζουν μία επαναληψιμότητα με την εφαρμογή των ιδίων συνθηκών, τότε εντάσσονται στο μοντέλο περιγραφής μίας επιστήμης ή ακόμη και μίας θεολογίας, διότι ο Spengler ταυτίζει επιστήμονες και ιερείς ως προς την προσπάθειά τους να ανακαλύπτουν «καθολικές αλήθειες». Τα γεγονότα για τον διανοητικό άνθρωπο αποτελούν «αλήθειες». Ωστόσο, τέτοιες «αλήθειες» συνιστούν κατασκευάσματα της νοήσεως και η υποτιθέμενη «καθολική ισχύς» των περιορίζεται από τον τρόπο αντιλήψεως και τις πειραματικές συνήθειες του λογικού υποκειμένου. Επομένως, το ιερατείο καθενός πολιτισμού και ακολούθως οι διάδοχοί του επιστήμονες και φιλόσοφοι-ιδεολόγοι διακηρύττουν από μία αλήθεια, εξατομικευμένη και ανταποκρινόμενη στις ανάγκες και τις επιθυμίες του πολιτισμού. Μία τέτοια «αλήθεια» έγκειται και στην θρησκευτικώς και αργότερα φιλοσοφικώς κατασκευαζόμενη «ηθική», η οποία ξεχωρίζει το «καλό» από το «κακόβουλο» και εκμαθαίνεται. Στο κείμενο του Spengler οι λέξεις «συνείδηση», «εγρήγορση», «αρετή», «άρρενας» και «χώρος» αναφέρονται σε κατανόηση «αληθειών».

Εξεναντίας, οι λέξεις «ύπαρξη», «ένταση», «έρωτας», «θήλυ» και «χρόνος» αναφέρονται στην μέθεξη του γίγνεσθαι. Έναντι των ιδεαλιστών αναζητητών ή προασπιστών της «αλήθειας», δηλαδή των ανθρώπων της θεωρίας, ο Spengler αντιπαραβάλλει τους ανθρώπους της δράσεως, δηλαδή τους ευγενείς και -τους διαδόχους των- τους πολιτικούς και τους κυρίους του χρήματος. Οι άνθρωποι της δράσεως αδιαφορούν για καθολικές αλήθειες απλώς εκμεταλλεύονται τα διαφορετικά γεγονότα που το γίγνεσθαι παράγει σε κάθε συγκυρία. Υποτάσσουν την διάνοιά τους στην διαίσθηση και το ένστικτο, ούτως ώστε να εφιππεύουν το γίγνεσθαι. Έχουν «φυλετικό χαρακτήρα», καθώς ακολουθούν -με ορμέμφυτο παρορμητισμό- τις μεταπτώσεις της μοίρας στην αναζήτησή τους για δύναμη και ανέλιξη. Τέτοιοι άνθρωποι δεν υπακούν σε ηθικές αλλά σε ένα έμφυτο «ήθος» χαρακτηριστικό του κοινωνικού τους ρόλου, το οποίο ξεχωρίζει το «ποιοτικό» από το «κατώτερο». (*Σε τέτοια θέματα ο λόγος του Spengler θυμίζει έντονα νιτσεϊκό νιχιλισμό.)

5. Οι φάσεις του Πολιτισμού

Στα πρώτα του στάδια, ο κορμός κάθε πολιτισμού διαπνέεται από μία μεταφυσική αντίληψη του κόσμου, μην έχοντας υψωθεί αρκετά πάνω από την μητέρα γη του. Οι ρίζες του μεγαλώνουν με σφρίγος μέσα της. Ωσάν παιδί αντικρίζει με θαυμασμό γύρω του «numina», θεότητες, αλλά δεν τολμά ακόμη να προφέρει το όνομά τους. Η ζωή ανήκει στην ύπαιθρο, όπως η (αγροτική) οικονομία και η πολιτική οργάνωση των ευγενών γενών (δηλαδή των αγροτών με τον ισχυρότερο «φυλετικό χαρακτήρα»), της αριστοκρατίας του «αίματος». Οι ευγενείς και οι ιερείς, δηλαδή οι «πρωτογενείς τάξεις», ανεξαρτήτως της εντελώς διαφορετικής στάσεως ζωής, διαπνέονται από ένα ιερό δέος έναντι της φύσεως. Οι χαρές και οι γιορτές των ανθρώπων έχουν βουκολικό, ανεπιτήδευτο -και αφελές για τα μάτια μίας τεχνικής εποχής- υπόβαθρο. Οι άνθρωποι δουλεύουν για να ζουν και δεν ζουν για να δουλεύουν. Στον «Απολλώνιο» Πολιτισμό αυτό το στάδιο εντοπίζεται στην περίοδο της ορφικής θρησκείας και των Ομηρικών Επών (12ος -8ος π.Χ.) (μετά την μυκηναϊκή προϊστορία της), ενώ στον «Φαουστικό» Πολιτισμό εντοπίζεται στην γοτθική εποχή (10ος -14ος αιών μ.Χ.) (μετά την μεροβίγγεια προϊστορία της). Στην γοτθική εποχή, η χαρά της ζωής στα ερωτικά ιπποτικά αφηγήματα συνδυάζεται με έναν πρωτόγονο φόβο στην σκοτεινή αυστηρότητα των καθεδρικών ναών.
Πέριξ κάστρων και ναών σχηματίζονται αγορές, οι οποίες θέλγουν ανθρώπους που θέλουν να πλουτίσουν. Οι συνοικισμοί τους σταδιακά επεκτείνονται σε πόλη. Εδώ ο Πολιτισμός (Kultur) ωριμάζει και «εκπνευματίζεται» (διανοητικοποιείται), ενόσω τα «numina» μετατρέπονται σε έννοιες. Ο κοσμικός ρυθμός της φυλετικής ψυχής του σφυρηλατεί πιο εκλεπτυσμένες μορφές, εκφραζόμενος σε μία αναδυόμενη τέχνη και δογματική. Οι ευγενείς της υπαίθρου γίνονται πατρίκιοι και πολιτικοί άρχοντες, ενώ οι μοναχοί της υπαίθρου συγκροτούν την ιεραρχία της Εκκλησίας (τον προπομπό της ακαδημίας). Όσο διατηρείται η «φυλετική» παράδοση μέσα στην κοινωνία, ο πρωτογενής κοσμικός ρυθμός της δημιουργεί και ο Πολιτισμός φθάνει στην ακμή του {Κλασσική εποχή (5ος – 3ος αιών π.Χ.) στην Αρχαιότητα και εποχή του Μπαρόκ (16ος - 18ος αιών μ.Χ.) στην Δύση. Πριν από αυτό όμως εκδηλώνεται η παρένθεση μίας σύντομης αντεπιθέσεως της πρωτογενούς ρίζας, επειδή η πολιτισμική μετάβαση εγείρει αντιδραστικά κινήματα. Τοιουτοτρόπως, προς το τέλος της αρχαϊκής εποχής, απέναντι του φωτεινού Απόλλωνος εμφανίζεται η λατρεία του Διονύσου αναβιούσα χθόνιες ορφικές δοξασίες, ενώ στην Δύση κατά το προοίμιο του Μπαρόκ εμφανίζεται ένας πουριτανικός προτεσταντισμός επιζητώντας εκ νέου την γοτθική αυστηρότητα απέναντι του ρωμαιοκαθολικισμού.

Σε πολιτειολογικό επίπεδο, η αρχική διεύρυνση του «δήμου» -των πρώην αγροτών που αυτοεξορίστηκαν στις πόλεις- ασκεί πίεση στην ολιγαρχία των αρχόντων, της οποίας την εξουσία θα σφετεριστεί ένας λαοφιλής- «δημαγωγός» με ισχυρά «φυλετικά» στοιχεία για να εγκαθιδρύσει μοναρχία. Έτσι στην αρχαιότητα προκύπτει η περίοδος της Πρώτης Τυραννίδος κατά την αρχαϊκή εποχή (8ος – 6ος αιών π.Χ.), ενώ στην «Δύση» ο θεσμός της ελέω Θεού Βασιλείας που διήρκεσε μέχρι και την εποχή μπαρόκ. Οι προστριβές μεταξύ [από την μία] ευγενών και [από την άλλη] δήμου και βασιλέως συνεχίζονται, με χαρακτηριστικό παράδειγμα στην Δύση τον αγώνα ανάμεσα στο συμβούλιο των εκλεκτόρων και τον ηγεμόνα της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Η έκβασή των δεν είναι κοινή σε όλους τους λαούς του Πολιτισμού. Κατά συνέπεια, στο «Γερμανικό Δίκαιο» διακρίνουμε μία ελαφρά υπεροχή της κεντρικής εξουσίας, ενώ στο «Αγγλικό» την υπεροχή των φυγόκεντρων ευγενών – μετέπειτα κεφαλαιούχων.

Καθόσον αναπτύσσεται το αστικό εμπόριο και η ιδέα του χρήματος, η τυχοδιωκτική, μεταπρατική πλευρά της οικονομίας τείνει να υποδουλώσει τις γνησίως παραγωγικές δυνάμεις της (την γεωργία-κτηνοτροφία και δευτερευόντως και την βιοτεχνία), κλέβοντας μέρος της αξίας των προϊόντων της. Αυτή η εξέλιξη συνεπικουρείται από την πρόοδο των τεχνικών επιστημών και κατ’ επέκταση του συνολικού βιοτικού επιπέδου, ούτως ώστε ο πρωτογενής πνευματικός πολιτισμός (Kultur) σταδιακά να υποχωρεί ενώπιον του τεχνικού πολιτισμού (Zivilisation) και του απότοκου, πρακτικά ευφυούς υλισμού του. Το φύλλωμα και οι καρποί του πολιτισμικού δένδρου απομακρύνονται εμφατικά από τις γήινες ρίζες του. (*Ωστόσο, ο Spengler απλώς αναλύει, αποφεύγοντας τις ηθικές κρίσεις. Σύμφωνα με τα λόγια του, οι Γερμανοί της εποχής του για να προσαρμοστούν στις νέες συνθήκες έπρεπε από λαός «στοχαστών και ποιητών» να γίνουν λαός οργανωτών, τεχνικών και πολεμιστών, όπερ και εγένετο.)

Συνακολούθως ανατέλλει ένας νέος τύπος «αριστοκρατίας», αυτός του χρήματος, που δεν κατέχει κτήματα αλλά κυνηγεί λείες με αυτοσκοπό το μέγιστο κέρδος. Έρχεται πάντα σε μοιραία σύγκρουση με τους ευγενείς της παλαιάς τάξεως πραγμάτων και μάλιστα παίρνει τον λαό της πόλεως με το μέρος της ή τουλάχιστον τον προφασίζεται. Τέτοιον χαρακτήρα είχε αποκτήσει η αθηναϊκή δημοκρατία (κι ας μην λησμονούμε την συμβολή του μεγαλεμπόρου Σόλωνος), αλλά πάντως διεπόταν από κάποια θεωρητική δημοκρατική ιδεολογία, όπως συνέβη και στην μετεπαναστατική Γαλλία της «Τρομοκρατίας». Σε αυτήν την φάση, την θέση του παρωχημένου ιερατείου καταλαμβάνουν προοδευτικοί θεωρητικοί φιλόσοφοι (όπως του Διαφωτισμού) όχι λιγότερο δογματικοί. Χωρίς να το καταλαβαίνουν απλώς παρέχουν στην αναδυόμενη κεφαλαιοκρατία μία ηθική κάλυψη, η οποία δεν διαρκεί πολύ. Ο δημοκρατικός ενθουσιασμός των αστών βαθμιαία διαλύεται μαζί με την εμπιστοσύνη τους στο δημοκρατικό πολίτευμα, το οποίο εκφυλλίζεται αποκαλύπτοντας την ακραιφνή χρηματική φύση του. Έτσι στην ρωμαϊκή Res publica επί Πομπηΐου, η απόκτηση δημοσίου αξιώματος εξαρτιόταν επισήμως από τον χρηματισμό παραγόντων και εκλογέων, από άρτους και θεάματα. Αντίστοιχα, ο δυτικός κοινοβουλευτισμός ήδη από τα τέλη του 19ου αιώνος αποτελεί μία φαρσοκωμωδία ενορχηστρωμένη από βιομηχάνους και τραπεζίτες. Μετά την αποσάθρωση των πρωτογενών τάξεων υπό το μένος της αστικής «αντι-τάξεως» (και την αντικατάστασή των από Κόμματα), όσο περισσότερο ομογενοποιούνται μέσα στον λαό τα πολιτικά δικαιώματα τόσο δυσκολότερα μπορεί αυτός να ελέγχει την αργυρώνητη εξουσία. Υπό την επίδραση τότε της ρητορικής Αγοράς και τώρα του Τύπου, αρχίζει να περιφρονεί κι αυτός με την σειρά του τα ιδεώδη της θεωρίας, υποστηρίζοντας πρόσωπα και αρχηγούς (τους «φυλετικότερους» χαρακτήρες). Ταυτόχρονα χάνει τις μορφές του. Γίνεται μάζα.
Στην ενότητα 18 του περί Κράτους 3ου κεφ. στον β΄ τόμο γράφει χαρακτηριστικά: «Άλλοτε οι άνθρωποι δεν τολμούσαν να σκεφθούν ελεύθερα﮲ τώρα αυτό επιτρέπεται, αλλά δεν μπορούν πια. Θέλουν να σκέφτονται μόνον αυτά που πρέπει να θέλουν και αυτό ακριβώς το αισθάνονται ως ελευθερία τους.......Ο Τύπος μπορεί να καταδικάζει σε θάνατο κάθε «αλήθεια» μη μεταδίδοντάς την....... Σήμερον, όπως έχουν τα πράγματα, ένας δημοκράτης της παλαιάς σχολής θα απαιτούσε, όχι ελευθερία για τον τύπο, αλλά ελευθερία από τον τύπο! Αλλά εν τω μεταξύ οι ηγέτες έχουν μεταλλαχθεί σε νεοπλούτους που πρέπει να διασφαλίσουν την θέση τους έναντι των μαζών.»
Ούτως ωριμάζουν οι συνθήκες για την τελευταία φάση του (τεχνικού πλέον) Πολιτισμού, τον «Καισαρισμό». Το όνομα αυτού ο Spengler το εμπνεύσθηκε από τον Ιούλιο καίσαρα, τον άνθρωπο που -όντας αδιάφορος για ιδεοληψίες- χρησιμοποίησε το άφθονο χρήμα ως μέσον για την πραγμάτωση της πλέον ζωικής φιλοδοξίας, της πολιτικής επικρατήσεως. (*Ίσως να υφίσταται και μία προοικονομία στην υπόσταση ενός Αλεξάνδρου ή ενός Ναπολέοντος.) Κατ’ αυτόν τον τρόπο, τα «φυλετικά χαρακτηριστικά» επανέρχονται στην αναλαμπή ενός εσχάτου κύκλου λίγων προικισμένων κοσμοκρατόρων, όμως με την «εκφυλισμένη» πια μάζα να παρακολουθεί παθητικά, άβουλα, με νωχελική διάθεση απέναντι στην ζωή (σε τέτοιο βαθμό, που απέχει ακόμη και από το μέγα σύμβολο του γίγνεσθαι, την τεκνοποιία). Το ποτάμι δεν ρέει ανάστροφα. Το βραχυπρόθεσμο τέλος έχει προδιαγραφεί. Η παράταιρη «αισιοδοξία συνιστά δειλία».

6. Το κοντινό μέλλον του Δυτικού Πολιτισμού

Προς το τέλος των πολιτισμών, ύστερα από την πρακτική εξάλειψη του πρωτογενούς θρησκευτικού ενστίκτου και την κατοπινή πάροδο μίας υλιστικής «άθεης θρησκείας» (όπως ο «στωικισμός», ο «βουδισμός» ή ο «σοσιαλισμός»), ο Spengler τοποθετεί μία έσχατη απόπειρα των μαζών για επιστροφή στην αρχέγονη ευσέβεια αλλά με νόθες πλέον μορφές. Ο θρησκευτικός συγκρητισμός της ρωμαϊκής περιόδου, η λεγόμενη «εθνική θρησκεία», -που επηρεάσθηκε ιδιαίτερα από την ενσκήπτουσα Ανατολή- ενσάρκωσε μια τέτοια απόπειρα στην γηρασμένη Αρχαιότητα. Λαμβάνω το θάρρος να υποθέσω προεκτείνοντας την σκέψη του ότι, εάν ο Spengler προλάβαινε να δει το οργιαστικό New Age του ’60, την σύγχρονη οικολογιστική ευλάβεια και το νεοαριστερό κίνημα Woke θα μιλούσε πιθανότατα για τον νόθο ευσεβισμό του «Φάουστ». Άραγε η υπαρξιακή αγωνία ενός θνήσκοντος Πολιτισμού συνάδει με τέτοιες εκφάνσεις συλλογικής παρακρούσεως και απόπειρες επιστροφής στο θείο;

Συμπερασματικά, το δύσπεπτο έργο του Spengler μπορεί να μην βρήκε θερμή ανταπόκριση στους συγκαιρινούς του κύκλους διανοουμένων, αλλά τελικά -όπως παραδέχθηκε ο Theodor Adorno- ο Spengler «εκδικείται έχοντας δίκιο». Όπως προέβλεψε εναργώς, στην αυγή της 3ης μ.Χ. χιλιετίας η ουσία της αστικής Φιλελεύθερης Δημοκρατίας κλυδωνίζεται. Απομένει το πέρας εκείνων των ζυμώσεων που θα επιτρέψουν σε νέους «καίσαρες» να αδράξουν το φιλάργυρο κουφάρι της, ώστε με τα μορφολογικά μέσα της να επιβάλουν τον «φυλετικό» δεσποτισμό τους. Η γεωπολιτική πολυπολικότητα της μετά ΕΣΣΔ εποχής φέρνει στο προσκήνιο μερικούς υποψηφίους. Θα κατισχύσει τελικά μία παγκόμια δικτατορία «Νέας Τάξεως Πραγμάτων»; Και αν ναι, θα ξεπηδήσει μέσα από τις Η.Π.Α., διεθνείς οργανισμούς, ανώνυμες πολυεθνικές ή μήπως όχι; Θα εκπληρωθεί τελικά η Παγκοσμιοποίηση σαν μια νέα Pax; Η γενεά μας πέπρωται να ψηλαφήσει τις απαντήσεις ή και την ριζική αναίρεση αυτών των διερωτήσεων.

Ο οξυδερκής αναγνώστης πιθανόν να έχει αντιληφθεί την προσωπική μου συμπάθεια προς το πρόσωπο του Spengler, την οποία δεν αρνούμαι και ζητώ απλώς την επιείκειά του για την «ποιητική άδεια» ορισμένων συμπληρωματικών σχολίων μου. Η στοιχειοθετημένη κριτική που έχει δεχθεί κατά καιρούς το έργο του προσομοιάζει γενικώς στα επιχειρήματα των θετικιστών κατά των ιδεαλιστών. Μία από τις κοινότερες μομφές εναντίον του εστιάζει στην αντινομία πως, μολονότι αποδοκιμάζει εμμέσως τους θεωρητικούς του Διαφωτισμού που αξιώνουν καθολικές αλήθειες για την ιστορία, ο ίδιος προτείνει συγκεκριμένους νόμους, ακόμη και ημιμελλοντολογικά χρονοδιαγράμματα για την κατανόηση της «νομοτελειακής» εξελίξεως όλων των πολιτισμών, καθώς και πολλά άλλα πράγματα που δεν αντέχουν μια αμιγώς ορθολογική αποτίμηση. Επειδή όμως ο Spengler ουδέποτε προσποιήθηκε τον ορθολογιστή, θαρρώ πως δικαιούμαστε να τον αξιολογήσουμε μόνο σαν έναν εκ-κεντρικό «προφήτη».



Βιβλιογραφική αναφορά
• Oswald Spengler, “Η Παρακμή της Δύσης: περιγράμματα μιας μορφολογίας της παγκόσμιας ιστορίας”, [α΄ τόμος: Μορφή και πραγματικότητα (1918)] και [β΄ τόμος: Κοσμοϊστορικές προοπτικές (1922)], εκδόσεις Τυπωθήτω 2003, μτφρ. Λ.Αναγνώστου
• Oswald Spengler (1919), “Preussentum und Sozialismus”

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου