O Johann Gottfried von Herder (1744 - 1803) ήταν μαζί με τον Goethe ένας από τους πρώτους και
επιδραστικότερους εκπροσώπους του γερμανικού ρομαντισμού. Υπήρξε μαθητής του Immanuel Kant, αλλά δεν άργησε να αποστασιοποιηθεί από την αυστηρότητα του «άνευρου»
ορθολογισμού του. Επρόκειτο περί μιας συναισθηματικής και χειμαρρώδους
προσωπικότητας που εμπιστευόταν το ένστικτο και την ενόρασή του τουλάχιστον
στον ίδιο βαθμό σε σχέση με την συλλογιστική διάνοια, μη δυνάμενος να ανεχθεί
την διανοητική τυποποίηση της νεοκλασικής περιόδου.
Κατά παραδοχή του θα
προτιμούσε να είχε γεννηθεί στον μεσαίωνα, το γοτθικό πνεύμα του οποίου θαύμαζε
ειλικρινά. Απέδιδε την γοτθική τέχνη στην φυσιογνωμία και το ιδιαίτερο πνεύμα
του γερμανικού λαού και λάτρευε την ζωγραφική του Albrecht Dürer και την
λογοτεχνία του Martin Opitz. Κατ’ αυτόν ο αληθινός πνευματικός πολιτισμός (Kultur) δεν συμπίπτει με τα ελιτίστικα ενδιαφέροντα των
ακαδημαϊκά μορφωμένων, αλλά απορρέει από και προορίζεται για τον Λαό (Volk).
Ως εκ τούτου, δεν έκρυψε την περιφρόνησή του για την νεοκλασική τάση στα
γράμματα και την στείρα μίμηση ελληνικών και λατινικών προτύπων, ενώ αναζητούσε
την αυθεντική έκφραση της γερμανικής ψυχής στις λαογραφικές παραδόσεις (Folklore) και τα δημώδη ποιήματα. Αγαπούσε ιδιαίτερα την λαϊκή γερμανική
γλώσσα θεωρώντας την θεμέλιο του γερμανικού πολιτισμού. Γενικότερα, τον
απασχολούσε ο ρόλος της γλώσσας στην συγκρότηση της σκέψεως και, παρότι
ουδέποτε έφθασε στο σημείο να δηλώσει ότι η πρώτη καθορίζει την δεύτερη σαν
άλλος Wittgenstein, υποστήριξε ότι η γλώσσα σχηματίζει και οριοθετεί τα πλαίσια
και τα πρότυπα εντός των οποίων σκέπτεται και αισθάνεται η γλωσσική κοινότητα,
καθότι η γλώσσα και η σκέψη αλληλεξαρτώνται. Στον Herder,
λοιπόν, έχει καταλογισθεί η πρώτη ρομαντική πρόσληψη του «έθνους», όχι ως μίας πολιτικώς
ομονοούσας συλλογικότητας υπό την οπτική του Διαφωτισμού και της Γαλλικής
Επαναστάσεως (nation), αλλά
ως ενός ιστορικώς δρώντος λαού με ζωντανή παράδοση (Volk). Κατά συνέπεια, υπήρξε ένας από τους πρώτους
ρομαντικούς εθνικιστές και μάλιστα παγγερμανιστής, καθώς οραματιζόταν την
συνένωση όλων των γερμανικών εδαφών σε ένα ενιαίο κράτος που θα πλησιάζει σε
έκταση την μεσαιωνική επικράτεια των Σουαβών αυτοκρατόρων. Τόσος ήταν ο
πατριωτικός ζήλος του Herder, η ανησυχία του για το
μέλλον του γερμανισμού ακόμη και σε σχέση με την θρησκεία, ώστε φλέρταρε με την
ιδέα του παλαιού παγανισμού ως στοιχείου της γερμανικής παραδόσεως, παρότι είχε
και την ιδιότητα του (λουθηρανού) πάστορα. Βεβαίως, εάν ανατρέξουμε στην
γερμανική ιστορία και δούμε τις καταστροφές που προκλήθηκαν από θρησκευτικές
έριδες μεταξύ προτεσταντών και καθολικών (βλέπε τον Τριακονταετή Πόλεμο), τότε θα
εκτιμήσουμε την ανησυχία του. Παρά ταύτα, σε αντίθεση με μεταγενέστερους
πολιτικά συντηρητικούς στοχαστές του ρομαντικού ρεύματος, ο Herder υποδέχθηκε με ενθουσιασμό την Γαλλική Επανάσταση και δεν απεκήρυξε
τις αρχές του Διαφωτισμού, τουλάχιστον όχι τελείως.