20 Σεπτεμβρίου 2023

Ο ιστορικός υλισμός του Karl Marx

Προδημοσίευση από το βιβλίο "Αναζητώντας το κλειδί της Ιστορίας: Μελετήματα για την Φιλοσοφία και την Μεταφυσική της Ιστορίας" του Ιωάννη Δ. Σαρρή (Εκδόσεις Ζήτρος, 2024). 

Μεταξύ των συγγραφέων που καταπιάστηκαν με την ερμηνεία της ιστορίας, ο Γερμανοεβραίος Karl Heinrich Marx (1818 - 1883) ήταν πανθομολογουμένως ο πιο αμφιλεγόμενος. Οι αφορισμοί φανατικών οπαδών και πολεμίων του και τα συμπαρομαρτούντα πολιτικά τους πάθη έχουν καταστήσει την αντικειμενική αξιολόγηση του έργου του υπόθεση ιδιαιτέρως δυσχερή. Την πόλωση γύρω από το όνομά του την είχε επιδιώξει εξαρχής ο ίδιος ο Marx. Κατά δική του παραδοχή, σε αντίθεση με τους πλείστους προγενέστερους φιλοσόφους, δεν επιδίωξε απλώς την ερμηνεία του κόσμου αλλά την ουσιαστική αλλαγή του. Ως εκ τούτου, το έργο του παρουσιάζει αμιγώς πολιτικό χαρακτήρα. Η συγκρότηση μιας συστηματοποιημένης φιλοσοφίας ή ιστορικής αφηγήσεως δεν ήταν το κύριο μέλημά του. Υπήρξε γνήσιο τέκνο του Διαφωτισμού και η πίστη του σε μία απρόσκοπτη ιστορική πρόοδο που θα καταλήξει σε ένα ηθικά επιθυμητό τέλος (την αταξική «κομμουνιστική» κοινωνία) συμπίπτει στα βασικά της σημεία με την ιδεολογικά προκατειλημμένη αισιοδοξία των Εγκυκλοπαιδιστών του 18ου αιώνος. Πέραν αυτής της επιρροής, ο φιλόσοφος που τον επηρέασε περισσότερο από οποιονδήποτε άλλον ήταν ο Hegel

Από τον Hegel ο Marx υιοθέτησε την ιδέα της διαλεκτικής προόδου με το σχήμα Θέση-Αντίθεση-Σύνθεση και την θέση ότι οι οικονομικές, οι πολιτικές, οι κοινωνικές και εν γένει οι πολιτισμικές εκδηλώσεις ενός έθνους συνδέονται μεταξύ τους. Παρά ταύτα, ο Marx διαφοροποιήθηκε από τον ιδεαλισμό του Hegel, όντας άθεος υλιστής. Επικαλούμενος τα συμπεράσματα κάποιων θετικιστών επιστημόνων της εποχής του, θεωρούσε ότι η ύλη προηγείται του πνεύματος, εφόσον η διάνοια αποτελεί απλώς μια λειτουργία του βιολογικού σώματος. Για να αναπτύξει ένας άνθρωπος το πνεύμα του, πρώτα οφείλει να εξυπηρετεί τις ζωτικές ανάγκες του σώματός του και για αυτόν τον λόγο έκρινε ότι ο αγώνας για τα υλικά αγαθά και την βελτίωση του βιοτικού επιπέδου των ανθρώπων είναι σημαντικότερος από την προσκόλληση σε μεταφυσικές και θρησκευτικές αξίες. Συγκεκριμένα, είχε χαρακτηρίσει την θρησκεία «όπιο του λαού», υποστηρίζοντας ότι αποπροσανατολίζει τον λαό από τα πραγματικά του προβλήματα προς όφελος της άρχουσας τάξεως. Ο υλισμός του λοιπόν τον ώθησε να παραλλάξει τις αρχικές ιδέες του Hegel.

Σύμφωνα με τον Marx, η διαλεκτική πρόοδος δεν διενεργείται στο εννοιολογικό πεδίο ενός ακαθόριστου πνευματικού χώρου, αλλά στον εμπειρικό κόσμο, στην αλληλουχία των ιστορικών γεγονότων. Οι υφιστάμενες κοινωνικές συνθήκες που διαμορφώθηκαν από ένα πεπερασμένο σύστημα οικονομικής παραγωγής αποτελούν μία Θέση. Οι αντιφάσεις και οι ανισότητες που προκύπτουν εντός της κοινωνίας ύστερα από αναβάθμιση των μέσων παραγωγής και ανακατανομή του πλούτου συνιστούν μία Αντίθεση και οδηγούν σε επανάσταση την αναδυόμενη τάξη, της οποίας τα συμφέροντα υπονομεύονται από την πρότερη κοινωνική οργάνωση. Η αντίθεση που προηγείται της επαναστάσεως ουσιαστικά εκφράζει μία ασυμφωνία ανάμεσα στις «δυνάμεις παραγωγής» που αφορούν το σύνολο της κοινωνίας (εργασία, γη, κεφάλαιο) και στις «σχέσεις παραγωγής» που εξασφαλίζουν την εκμετάλλευση των δυνάμεων από την εκάστοτε άρχουσα τάξη. Η νέα οικονομική και ταξική οργάνωση της κοινωνίας που ακολουθεί την επανάσταση αποτελεί μία Σύνθεση και την Θέση για την επόμενη διαλεκτική τριάδα. Στην μαρξιστική θεώρηση η οικονομία και ειδικότερα η διαχείριση των μέσων παραγωγής αποτελεί το «κλειδί» της ιστορίας, εκείνον τον παράγοντα που εξελίσσεται αυτόνομα συμπαρασύροντας όλους τους υπόλοιπους. Συνεπώς, οι οικονομικές, κοινωνικές, πολιτικές και πνευματικές εκδηλώσεις του έθνους συνδέονται μεταξύ τους επειδή καθορίζονται όλες από την οικονομία και όχι από κάποιο αόριστο πνεύμα. Βεβαίως, ο Marx δεν αμφισβήτησε την ύπαρξη πνευμάτων, εθνών ή «εθνικών πνευμάτων», απλώς υποβάθμισε τον ρόλο τους στην ιστορία αντιμετωπίζοντάς τα σαν απλά εποικοδομήματα των οικονομικών εξελίξεων. Για τον Marx η μονάδα που πραγματώνει την εξέλιξη της ιστορίας δεν είναι το έθνος, αλλά η Τάξη (Klasse), ήτοι μία ομάδα αποτελούμενη από όλα τα άτομα που μοιράζονται ένα συγκεκριμένο οικονομικό συμφέρον λόγω της ενιαίας στάσεώς τους έναντι των δυνάμεων παραγωγής (π.χ. αστική τάξη, εργατική τάξη). Η τάξη δεν περιορίζεται από εθνικά σύνορα, καθόσον ένας Άγγλος εργάτης έχει περισσότερα κοινά με έναν Ρώσο εργάτη παρά με έναν Άγγλο καπιταλιστή. Ως επακόλουθο αυτής της θέσεως, στους μαρξιστικούς κύκλους αναπτύχθηκε το αίτημα του Διεθνισμού, δηλαδή της συσφίξεως των δεσμών μεταξύ των λαών της γης στον κοινό αγώνα για την έλευση της «αταξικής κοινωνίας».  

Η μαρξιστική διαλεκτική λοιπόν βαθμιαία κατέστη συνώνυμη του «ιστορικού υλισμού», προτείνοντας μία πολύ συγκεκριμένη οπτική για την πορεία των ιστορικών συμβάντων, η οποία κατανοείται μέσα από την «πάλη» των ανταγωνιστικών τάξεων. Σε κάθε εποχή αντιπαρετίθεντο μία καταπιεσμένη τάξη που δεν κατείχε τα μέσα παραγωγής με μία άρχουσα τάξη που διατηρούσε την ιδιοκτησία αυτών των μέσων και εκμεταλλευόταν την μισθωτή εργασία της πρώτης. Κάθε κοινωνία ήταν διηρημένη σε τάξεις περισσότερο ή λιγότερο ευνοημένες από το εκάστοτε σύστημα οικονομικής παραγωγής και κοινωνικής οργανώσεως. Στην αρχαία Ρώμη υπήρχαν δούλοι, πληβείοι, ιππείς και πατρίκιοι. Στον μεσαίωνα δουλοπάροικοι, καλφάδες, μάστορες και φεουδάρχες. Με την διείσδυση στις αγορές της Ινδίας και της Κίνας και τον αποικισμό της Αμερικής, τα εμπορεύματα και τα μέσα ανταλλαγής πολλαπλασιάστηκαν για τους Ευρωπαίους. Συνακόλουθα, αναπτύχθηκαν η ναυτιλία, το εμπόριο και η βιοτεχνία. Ο μεσαιωνικός καταμερισμός της εργασίας σε διαφορετικές συντεχνίες παραμερίστηκε μπροστά τον καταμερισμό της εργασίας εντός ενός εργαστηρίου. Τον 18ο αιώνα η εισαγωγή της μηχανής στην παραγωγική διαδικασία εκτόξευσε τις παραγωγικές δυνατότητες και επέφερε την αντικατάσταση των πρότερων εργαστηρίων από μεγάλα εργοστάσια. Οι ιδιοκτήτες των νέων μέσων συγκρότησαν μια νέα τάξη, την «αστική», συγκέντρωσαν δύναμη και επαναστάτησαν κατά της φεουδαρχικής τάξεως (βλέπε Γαλλική Επανάσταση), προκειμένου να επιβάλλουν στην κοινωνία τις παραγωγικές σχέσεις που τους συνέφεραν. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, το «Ancien Régime» παρέδωσε την θέση του στο κοινοβουλευτικό κράτος, του οποίου ο σκοπός περιοριζόταν στην διευθέτηση υποθέσεων της αστικής τάξεως. Αναγκαία προϋπόθεση για την διατήρηση αυτών των σχέσεων παραγωγής ήταν η διαρκής αύξηση των παραγόμενων και καταναλισκόμενων προϊόντων, μία διαδικασία που προκαλεί μοιραία οικονομικές κρίσεις, καθιστώντας αυτούς τους πλουσίους αστούς πλουσιότερους και τους φτωχούς προλεταρίους, ήτοι τους μισθωτούς εργάτες των εργοστασίων τους, φτωχότερους και κοινωνικά αναξιοπαθούντες, ενόσω η ενδιάμεση μεσαία-μικροαστική τάξη προλεταριοποιείται. Η αστική τάξη για να θριαμβεύσει οριστικά επί της φεουδαρχικής χρειάστηκε πρώτα να συντρίψει τις πατριαρχικές και ειδυλλιακές σχέσεις του παρελθόντος, μην επιτρέποντας κανέναν άλλο δεσμό μεταξύ των ανθρώπων εκτός από το ψυχρό συμφέρον. Έπνιξε στο παγωμένο νερό της εγωιστικής χρησιμοθηρίας κάθε είδος ευλάβειας και ιπποτικού ενθουσιασμού, μετατρέποντας την προσωπική αξιοπρέπεια σε ανταλλακτική αξία. Επιπλέον, κατέστησε την οικογένεια μέσο πολυτελούς επιδείξεως των αστών που βασίζεται όχι στην αγάπη αλλά στο συμφέρον, ενώ όταν μιλούσε περί ελευθερίας εννοούσε μόνο την ελευθερία να πουλάει και να αγοράζει. Περαιτέρω, η λεγόμενη προστασία της ιδιοκτησίας την οποία τόσο ένθερμα ζητούσαν οι αστοί αφορούσε μονάχα την δική τους αστική-κινητή περιουσία, εφόσον οι ίδιοι δεν ενδιαφέρθηκαν ούτε για την γαιοκτησία των φεουδαρχών ούτε για τα πενιχρά μέσα προσπορισμού των προλεταρίων.

Μέχρι το σημείο αυτό, η γόνιμη κριτική που άσκησε ο Marx στην αστική τάξη και τον άγριο καπιταλισμό του 19ου αιώνος θα έβρισκε σύμφωνο και έναν «αντιδραστικό», δηλαδή έναν φιλομοναρχικό νοσταλγό της προεπαναστατικής κοινωνικής καταστάσεως και του ρομαντισμού. Ωστόσο, ο υλιστής Marx επέκρινε και τους αντιδραστικούς ρομαντικούς, θεωρώντας τους αφελή πιόνια των εκπεπτωκότων αριστοκρατών και του ηττημένου χριστιανικού ιερατείου. Οραματίστηκε μία επανάσταση των καταπιεσμένων προλεταρίων εξίσου υλιστική και κυνική με αυτήν των αστών, η οποία θα επιτευχθεί με τα ίδια μέσα βίαιης επιβολής που είχαν χρησιμοποιήσει και εκείνοι. Εάν οι αστοί είχαν εκχυδαΐσει τους παραδοσιακούς θεσμούς της ιδιοκτησίας και της οικογένειας, ο Marx ήθελε να τους καταργήσει εντελώς. Οι σκληρά εργαζόμενοι προλετάριοι ήταν η τάξη του μέλλοντος. Η μελλοντική τους επαντάσταση θα έφερνε ένα νέο «κομμουνιστικό» κράτος, όμως κάθε κράτος ενσαρκώνει την οργανωμένη βία της άρχουσας τάξεως για την καταπίεση άλλων τάξεων. Η επικείμενη «δικτατορία του προλεταριάτου», λοιπόν, επέπρωτο αρχικά να επιβάλει την απαλλοτρίωση των μέσων παραγωγής και της γαιοκτησίας εκ μέρους προλεταριακών κολεκτιβιστικών επιτροπών, την αύξηση της φορολογίας, την κατάργηση του κληρονομικού δικαίου και την κατάσχεση της περιουσίας αντιφρονούντων, την δημιουργία μίας κεντρικής τράπεζας με αποκλειστικό μονοπώλιο και κεφάλαια που θα ανήκουν στο κράτος, την «ίση» και υποχρεωτική εργασία για όλους, την δωρεάν δημόσια εκπαίδευση και την βαθμιαία κατάργηση της οικογένειας. Ο Marx πίστευε ότι η εφαρμογή αυτών των μέτρων θα εξαφανίσει βίαια τις παλιές σχέσεις παραγωγής κι εν γένει τις προϋποθέσεις της πάλης των τάξεων. Όταν η παραγωγή συγκεντρωθεί στα χέρια των οργανωμένων ατόμων, τότε η δημόσια εξουσία θα απολέσει τον καταναγκαστικό χαρακτήρα της. Η δικτατορία του προλεταριάτου, αφότου εκπληρώσει τους τεχνοκρατικούς στόχους της, θα αποσυντεθεί ειρηνικά και η κοινωνία θα γίνει αταξική. Αυτό θα είναι το ευτυχές τέλος της ιστορίας, ο επίγειος «παράδεισος».

Η άσκηση ιστορικής ή φιλοσοφικής κριτικής αποβαίνει ενίοτε αναποτελεσματική στην περίπτωση του Marx. Η υπόδειξη των ανακολουθιών που μπορεί να εμφανίσει η θεωρία του εφαρμοζόμενη σε μακρινές εποχές και περιοχές δεν επρόκειτο να κάμψει τον ζήλο του, εφόσον ο ίδιος ενδιαφερόταν πρωταρχικά για το πρόσφατο παρελθόν, το παρόν και κυρίως το μέλλον της κοινωνίας του. Ο Marx απετέλεσε έναν πολιτικό και οικονομικό στοχαστή και χρήζει ανάλογων προσεγγίσεων. Σε οικονομολογικό επίπεδο, οι προτάσεις του και ιδίως η πρόσληψη της «υπεραξίας» (Mehrwert) έχουν βρεθεί από καιρό στο στόχαστρο διαφόρων ειδικών. Σε πολιτικό επίπεδο, ο απόηχος της μαρξιστικής ιδεολογίας μπορεί να κριθεί μόνον υπό μακροσκοπική και διαχρονική οπτική. Τα καθεστώτα που την επικαλέστηκαν άφησαν πίσω τους δεκάδες εκατομμύρια δολοφονημένων κι εν τέλει κατέρρευσαν οικονομικά και πολιτικά. Οι δικτατορίες του «προλεταριάτου» δεν εξελίχθηκαν σε κάτι καλύτερο από ένα ολοκληρωτικό σύστημα που εξασφάλιζε την απλή επιβίωση των ατόμων και την περιστολή των πολιτικών τους ελευθεριών. Επίσης, δεν άμβλυναν τους ταξικούς διαχωρισμούς, απλώς προσέθεσαν σε αυτούς κομματικό πρόσημο. Στον αντίποδα, οι απολογητές του μαρξισμού ισχυρίστηκαν ότι όλα αυτά τα καθεστώτα δεν εφήρμοσαν σωστά την θεωρία του κομμουνισμού. Ακόμη κι αν δεχθούμε αυτήν την ενάντια στην ιστορική εμπειρία και τις στατιστικές μας προκαταλήψεις υπόθεση, δηλαδή ότι μπορεί να υπάρξει ένα τέτοιο καθεστώς περισσότερο καλοπροαίρετο, πλέον κανείς δεν δύναται να εγγυηθεί αφενός ότι η αταξική κοινωνία είναι επιτεύξιμη με πολιτικούς όρους και αφετέρου ότι είναι κάτι το καλό και ηθικό. Επιπρόσθετα, υπάρχουν και οι «ανορθόδοξοι» Μεταμαρξιστές που απλώς δανείστηκαν ό,τι τους συνέφερε από τον Marx και επιχείρησαν, αυτήν την φορά σε συνεργασία με τους Νεοφιλελευθέρους, μία νέα εγελιανή «σύνθεση», η οποία εκφράζεται στην «προοδευτική» ιδεολογία του 21ου αιώνος και έχει ως διακύβευμα όχι την ταξική πάλη αλλά την οντολογική ανάδυση ενός νέου τύπου ανθρώπου ή μετα-ανθρώπου. Ο σχολιασμός αυτής της συνθέσεως, βέβαια, ανοίγει ένα διαφορετικό κεφάλαιο. Παρά ταύτα, η πολιτική αποτυχία των μεταγενέστερων μαρξιστών δεν αρκεί για να αμαυρώσει το όνομα του Marx και την συνεισφορά του στην ιστορία των ιδεών. Ο Karl Marx ανέλυσε με μεγάλη οξυδέρκεια τα προβλήματα της εποχής του, που παρήγαγαν εξαθλίωση και τα παιδιά-σκλάβους περί των οποίων διαβάζουμε στον Charles Dickens, και μάλιστα τόλμησε να απαντήσει σε αυτά επιζητώντας μία πολιτική αλλαγή, η οποία όντως ακολούθησε αν και όχι με τον τρόπο που περίμενε.

 


Ενδεικτική βιβλιογραφία

Avineri, S. (1967). The Hegelian Origins of Marx's Political Thought. The Review of Metaphysics, Vol. 21(1), σελ.33-56.
Blanchette, O. (1983). The Idea of History in Karl Marx. Studies in Soviet Thought, Vol. 26(2), σελ.89-122.
Krätke, M. (2018). Marx and World History. International Review of Social History, 63(1), σελ.91-125.
Lanuza, G. M. (2016). The Dialectical Foundations of Marx's Sociology of Conflict: Methodological Implications for the Study of Conflicts. Philippine Sociological Review, Vol. 64, σελ.103-133.
Marx, K. & Engels, F. (2018). Το Μανιφέστο του Κομμουνιστικού Κόμματος (μτφρ. Α. Παππάς). Πατάκης.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου