Διαβάστε το Μέρος Α΄ εδώ
[...] Ωστόσο, κάποιοι φιλόσοφοι
είχαν επίγνωση των ορίων της ανθρωπίνης φύσεώς τους. Έφθασε η στιγμή να
μνημονεύσουμε τους μεγάλους της κλασικής Αθήνας, αρχίζοντας με τον άνθρωπο που
οριοθετεί την προ και μετά Σωκράτους εποχή στην φιλοσοφία. Ο Σωκράτης (469-399
π.Χ.) δεν συνέγραψε κανένα έργο όσο ζούσε και η διδασκαλία του διασώζεται χάρη
στον Πλάτωνα και τον Ξενοφώντα. Επιπλέον, δεν ανεκάλυψε τίποτε καινούριο ή
μάλλον η ανακάλυψή του ήταν μία, η ανθρώπινη άγνοια. Γι’ αυτόν τον λόγο
χαρακτηρίστηκε μέγας και εκθειάζεται στο διηνεκές. Ο Σωκράτης δεν αγόρευε με
πομπώδεις λόγους, καθώς η διδασκαλία του ξεδιπλωνόταν υπό την μορφή ερωταπαντήσεων με τον εκάστοτε
συνομιλητή. Αυτή ήταν η λεγόμενη «μαιευτική» ή ελεγκτική μέθοδος. Στην αρχή
κάθε συζητήσεως καλούσε τον συνομιλητή του να ορίσει το ζητούμενό της, επί του
οποίου εθεωρείτο επαΐων, συνήθως μία αρετή, όπως η δικαιοσύνη, η ηθική, η
καλοσύνη κ.α. Στην συνέχεια, ο Σωκράτης διά των επιτηδευμένων ερωτήσεών του
κατηύθυνε επαγωγικά την συζήτηση, οδηγώντας τον «επαΐοντα» συνομιλητή σε
συμπεράσματα γενικότερα και αναγκαία βάσει των προηγηθεισών
απαντήσεών του. Τελικώς, τα συμπεράσματα του συνομιλητή απέκλιναν από τους
ορισμούς που είχε δώσει αρχικά και ο ίδιος έπεφτε σε αντιφάσεις, οδηγούμενος σε
«ἀπορία» και δείχνοντας ότι στην πραγματικότητα δεν ήταν «επαΐων» επί
του θέματος. Ουδείς άνθρωπος δύναται να κατέχει σε απόλυτο βαθμό την αλήθεια,
το ὄντως ὄν, το «Ἀγαθόν», ούτε φυσικά ο ίδιος, διότι το μόνο που
γνώριζε ήταν ότι δεν γνώριζε («ἕν οἶδα, ὅτι οὐδέν οἶδα», Ἀπολογία
Σωκράτους 21d). Επομένως, ο Σωκράτης απλώς αποδομούσε βεβαιότητες χωρίς να τις
αντικαθιστά με νέες. Κι αυτή η αποδόμηση ελάμβανε συχνά έναν περιπαικτικό χαρακτήρα,
με μία εκλεπτυσμένη μορφή ειρωνείας που απεκλήθη «σωκρατική». Τα «καινά
δαιμόνια» για τα οποία κατηγορήθηκε στην ουσία αφορούσαν την εισαγωγή της
αβεβαιότητας σε «βέβαιες» γνώσεις. Ο Σωκράτης τόλμησε να υποβάλει τις φυσικές,
κοινωνικές και θρησκευτικές βεβαιότητες της εποχής στα προσωπικά κριτήρια και τον
ζυγό του ατομικού του στοχασμού. Εύλογα θα ισχυριζόταν κάποιος ότι εξήρε την
αυτονομία του ανθρώπου, του υποκειμένου αν προτιμάτε, πάνω από τις «ιερές» ή
απλά βολικές για τους περισσότερους νόρμες και παραδόσεις. Παρά ταύτα, δεν ήταν
αναρχικά αντικοινωνικός. Απεδέχθη ατάραχα την ετυμηγορία του δήμου για την
θανατική του καταδίκη, απορρίπτοντας φιλικές προτάσεις αποδράσεως.