19 Νοεμβρίου 2022

Η γέννηση της Διαλεκτικής και της Οντολογίας - Μέρος Β΄

 


Διαβάστε το Μέρος Α΄ εδώ

[...] Ωστόσο, κάποιοι φιλόσοφοι είχαν επίγνωση των ορίων της ανθρωπίνης φύσεώς τους. Έφθασε η στιγμή να μνημονεύσουμε τους μεγάλους της κλασικής Αθήνας, αρχίζοντας με τον άνθρωπο που οριοθετεί την προ και μετά Σωκράτους εποχή στην φιλοσοφία. Ο Σωκράτης (469-399 π.Χ.) δεν συνέγραψε κανένα έργο όσο ζούσε και η διδασκαλία του διασώζεται χάρη στον Πλάτωνα και τον Ξενοφώντα. Επιπλέον, δεν ανεκάλυψε τίποτε καινούριο ή μάλλον η ανακάλυψή του ήταν μία, η ανθρώπινη άγνοια. Γι’ αυτόν τον λόγο χαρακτηρίστηκε μέγας και εκθειάζεται στο διηνεκές. Ο Σωκράτης δεν αγόρευε με πομπώδεις λόγους, καθώς η διδασκαλία του ξεδιπλωνόταν υπό την  μορφή ερωταπαντήσεων με τον εκάστοτε συνομιλητή. Αυτή ήταν η λεγόμενη «μαιευτική» ή ελεγκτική μέθοδος. Στην αρχή κάθε συζητήσεως καλούσε τον συνομιλητή του να ορίσει το ζητούμενό της, επί του οποίου εθεωρείτο επαΐων, συνήθως μία αρετή, όπως η δικαιοσύνη, η ηθική, η καλοσύνη κ.α. Στην συνέχεια, ο Σωκράτης διά των επιτηδευμένων ερωτήσεών του κατηύθυνε επαγωγικά την συζήτηση, οδηγώντας τον «επαΐοντα» συνομιλητή σε συμπεράσματα γενικότερα και αναγκαία βάσει των προηγηθεισών απαντήσεών του. Τελικώς, τα συμπεράσματα του συνομιλητή απέκλιναν από τους ορισμούς που είχε δώσει αρχικά και ο ίδιος έπεφτε σε αντιφάσεις, οδηγούμενος σε «ἀπορία» και δείχνοντας ότι στην πραγματικότητα δεν ήταν «επαΐων» επί του θέματος. Ουδείς άνθρωπος δύναται να κατέχει σε απόλυτο βαθμό την αλήθεια, το ὄντως ὄν, το «Ἀγαθόν», ούτε φυσικά ο ίδιος, διότι το μόνο που γνώριζε ήταν ότι δεν γνώριζε («ἕν οἶδα, ὅτι οὐδέν οἶδα», Ἀπολογία Σωκράτους 21d). Επομένως, ο Σωκράτης απλώς αποδομούσε βεβαιότητες χωρίς να τις αντικαθιστά με νέες. Κι αυτή η αποδόμηση ελάμβανε συχνά έναν περιπαικτικό χαρακτήρα, με μία εκλεπτυσμένη μορφή ειρωνείας που απεκλήθη «σωκρατική». Τα «καινά δαιμόνια» για τα οποία κατηγορήθηκε στην ουσία αφορούσαν την εισαγωγή της αβεβαιότητας σε «βέβαιες» γνώσεις. Ο Σωκράτης τόλμησε να υποβάλει τις φυσικές, κοινωνικές και θρησκευτικές βεβαιότητες της εποχής στα προσωπικά κριτήρια και τον ζυγό του ατομικού του στοχασμού. Εύλογα θα ισχυριζόταν κάποιος ότι εξήρε την αυτονομία του ανθρώπου, του υποκειμένου αν προτιμάτε, πάνω από τις «ιερές» ή απλά βολικές για τους περισσότερους νόρμες και παραδόσεις. Παρά ταύτα, δεν ήταν αναρχικά αντικοινωνικός. Απεδέχθη ατάραχα την ετυμηγορία του δήμου για την θανατική του καταδίκη, απορρίπτοντας φιλικές προτάσεις αποδράσεως.

Για τον Αθηναίο φιλόσοφο, σκοπός της ανθρώπινης ζωής είναι η «εὐδαιμονία». Αυτή προκύπτει μέσα από την γνώση της αρετής, η οποία αποκτάται με ταπείνωση και πολλά, μικρά και κοπιώδη βήματα προς το ὄντως ὄν του Ἀγαθοῦ. Οι αρετές βασίζονται σε δύσκολα προσεγγίσιμες γνώσεις. Σε αντίθεση με τους συγχρόνους του Σοφιστές, που πρέσβευαν με σοφίσματα την αποδόμηση για την αποδόμηση, ο Σωκράτης πίστευε ακράδαντα στο θείο και απόλυτο Ἀγαθόν, το οποίο πλησιάζεται πολύ δύσκολα αν δεν μένει απρόσιτο. Σύμφωνα με τον π. Νικόλαο Λουδοβίκο (Αφανής Αρμονία 2021, σ.107), ο Σωκράτης υποστήριξε ότι η υποκειμενικότητα είναι οντολογικά άκυρη εάν δεν περικλείει εντός της την ολότητα της φύσεως. Ο Σωκράτης, επιζητώντας την διϋποκειμενικότητα και όχι τον στείρο ατομικισμό που γεννά αυθαίρετες βεβαιότητες και αγνωσίες, αιτήθηκε την εσωτερική δεξίωση του Όλου Είναι.

Στον αντίποδα, οι Αθηναίοι Σοφιστές (Πρωταγόρας, Γοργίας, Αντιφών, Θρασύμαχος κ.α.) ισχυρίζονταν ότι μπορούν να διδάξουν και να υπερασπισθούν οιανδήποτε θέση επί πληρωμή, γιατί η αλήθεια είναι «σχετική» και όχι αντικειμενική, όπως και οι ηθικές αρετές. Ο καθένας διαμορφώνει μία μοναδική εικόνα για την «πραγματικότητα» και το ιδανικό, ανάλογα με τα αισθητηριακά ερεθίσματα, τα βιώματα, τις δυνατότητες, τις αξίες και τις προκαταλήψεις του, ενώ δεν υπάρχουν αντικειμενικά κριτήρια αξιολογήσεως τέτοιων εικόνων. Μέσω της ρητορικής, της εριστικής, της πολιτικής τέχνης και των σχετικών «σοφισμάτων», μπορούσαν να αγορεύουν επί παντός επιστητού ή ακόμη και να εξαπατούν με λογικές πλάνες χωρίς ντροπή (σύμφωνα με τους επικριτές τους), καθότι όπως είπαμε θεωρούσαν την αλήθεια υποκειμενικά κατασκευαζόμενη και εύπλαστη. Παρ’ όλα αυτά, ο στοχασμός τους, που ενθυμίζει σε αρκετά σημεία τους νομιναλιστές του μεσαίωνος και τον μηδενισμό των μεταμοντέρνων αποδομητών του 20ου αιώνος, έχει ιδιαίτερη αξία στην ιστορία της φιλοσοφίας, διότι εγκατέλειψε τα μεγάλα ερωτήματα της προσωκρατικής οντολογίας στρεφόμενος στον άνθρωπο και τις γνωσιολογικές του δυνατότητες. Όπως εξήγησε και ο Πρωταγόρας, ο άνθρωπος είναι το μέτρο της αλήθειας και όλων των πεποιθήσεων και των αξιών, και των υπαρκτών και των ανυπάρκτων: «πάντων χρηµάτων µέτρον ἐστίν ἄνθρωπος, τῶν µέν ὄντων ὡς ἐστιν, τῶν δέ οὐκ ὄντων ὡς οὐκ ἔστιν» (Πλάτωνος Θεαίτητος, 152α). Εις ό,τι αφορά τον «σκεπτικισμό» και τον σχετικισμό της Γνωσιολογίας των Σοφιστών, υφίστανται οπωσδήποτε λίγα σημεία συγκλίσεως με τον Σωκράτη, αλλά με τον «ιδεαλιστή» μαθητή του Πλάτωνα τους χωρίζει άβυσσος.

Ο Πλάτων (427-347 π.Χ.) πίστευε ότι πίσω από τα φαινόμενα και την φθορά των ατελών όντων του υλικού κόσμου μας δεσπόζει ένας υπερβατικός κόσμος, ο μόνος αληθινός, μία ανώτερη οντολογική διάσταση όπου βρίσκονται οι Ἰδέες, τα τέλεια και αιώνια πρότυπα που τα επίγεια όντα τα μιμούνται ατελώς, σαν αντίτυπα. Στην περιβόητη αλληγορία του Σπηλαίου, τα όσα βλέπουμε στον παρόντα κόσμο συμβολίζονται από τις σκιές που προβάλλονται έμπροσθεν των καθηλωμένων δεσμωτών, οι οποίοι δεν μπορούν να δουν τα αληθινά όντα που κινούνται από πίσω. Οι Ιδέες Εἶναι τα ὄντως ὄντα. Μία ελαία μπορεί να μπορεί να καταστραφεί στον επίγειο κόσμο, αλλά η ιδέα της ελαίας, ενέχουσα την μορφή και τις προϋποθέσεις της, θα υπάρχει για πάντα στην υπερβατική διάσταση και θα νοηματοδοτεί κάθε νέα ελαία που θα φυτρώσει. Ένα πιάτο μπορεί να σπάσει, αλλά η ιδέα του πιάτου Εἶναι αθάνατη και, με την «θεωρία» της από την ψυχή, ο άνθρωπος μπορεί να συνεχίζει να δημιουργεί πιάτα. Οι ιδέες «καθορώνται» από τα μάτια της επίσης αθάνατης ψυχής, η οποία καθώς συγγενεύει με το θείο και άρα μαζί τους μπορεί να ανατείνεται νοερά, «ερωτικά» προς αυτές. Γενικότερα στην αρχαιοελληνική φιλοσοφία, οι λέξεις «ιδέα», «είδος» και «θεωρία» σχετίζονται ετυμολογικά με την σωματική αίσθηση της οράσεως και εννοιολογικά με την λογική δραστηριότητα και την ενατένιση του νοός, ίσως και με αυτό που σήμερα θα αποκαλούσαμε ενόραση. Στην Βιβλική ιουδαϊκή παράδοση, από την άλλη πλευρά, η σωματική αίσθηση της ακροάσεως, που είναι κάπως παθητικότερη και δεκτικότερη στην άνωθεν Αποκάλυψη (και όχι ανακάλυψη), διαδραματίζει σπουδαιότερο ρόλο στην κατανόηση του Είναι. Κατά τον Πλάτωνα, όμως, ακόμη και ο θεός, το υπερούσιο Ἀγαθό, υποτάσσεται στις Ιδέες δημιουργώντας σύμφωνα με αυτές. Αντιθέτως, όπως έχει παρατηρήσει ο π. Ν. Λουδοβίκος (Αφανής Αρμονία 2021, σ.111), οι πρώτοι Χριστιανοί θεολόγοι αντικατέστησαν τις πλατωνικές ιδέες με τους «λόγους-άκτιστα θελήματα» του Θεού, που αποτελούν εκφάνσεις της δικής Του βουλήσεως. Στην μετα-καρτεσιανή Νεωτερικότητα, αφού ο Θεός και οι λόγοι Του θεωρήθηκαν αρκούντως απόμακροι, απέμεινε μόνον ο άνθρωπος με τις δικές του ιδέες να διανοείται στον κόσμο κι έτσι ανεδύθη ο ατομοκρατικός υποκειμενισμός.    

Επανερχόμενοι στον Πλάτωνα, οφείλουμε να εξετάσουμε πώς ο «έρωτας», περισσότερο κι από την διαλεκτική ακόμη, πραγματώνει την θεωρία των Ιδεών. Στην αρχαία ελληνική γλώσσα, ο ἔρως ενείχε και τις ψυχοσωματικές ιδιότητες που του καταλογίζουμε σήμερα, αλλά ως αφηρημένη έννοια σήμαινε την εκλογή του άλλου. Επίσης είναι ομόρριζος του ρήματος ἐρωτῶ, δηλαδή ο ερωτευμένος ρωτά για τον άλλον, τον αναζητά και από όλους τους ανθρώπους σκέπτεται συγκεκριμένα εκείνον. Η δε λέξη «ἀγάπη» στην αρχαιότητα δεν είχε ακόμη την αυτοθυσιαστική χριστιανική σημασία της και σήμαινε απλώς αρέσκεια. Ο Πλάτων ποθούσε τον εκπνευματισμό του ἔρωτος, έναν Έρωτα-Φιλόσοφο με συγκεκριμένους αναβαθμούς (βλέπε τους λόγους της Διοτίμας στο Συμπόσιον). Αρχικά ο εραστής θέλγεται αισθησιακά από το κάλλος του σώματος και σύντομα συνειδητοποιεί πως αυτό αποτελεί καθρέπτισμα της σωματικής ομορφιάς ως ιδέας. Στην συνέχεια, ανακαλύπτει το κάλλος της ψυχής, αναγνωρίζοντας την μεγαλύτερη αξία του. Διεισδύοντας μέσα στα μυστήρια της ψυχής, γνωρίζει την ομορφιά της ευνομίας και της γνώσεως. Ερωτεύεται τις επιστήμες κι αποζητά την επιστήμη των επιστημών, αυτή της ομορφιάς, στην προσπάθειά του να δει το Ἕν, το Ἀγαθόν, την αστείρευτη και θεία πηγή κάθε κάλλους. Παρά ταύτα, ο Πλάτων παραδέχεται ότι ο ἔρως του Ἀγαθοῦ μένει πάντοτε ανεκπλήρωτος, διότι «θεὸς δὲ ἀνθρώπῳ οὐ μίγνυται» (Συμπόσιον 203α). Ο π. Ν. Λουδοβίκος εντοπίζει στην συνειδητοποίηση αυτής της ανθρώπινης αδυναμίας το δράμα του Πλάτωνος. Εφόσον ο φιλόσοφος ἔρως αδυνατεί να ενωθεί με το Ἀγαθόν είναι καταδικασμένος να κλειστεί στον εαυτό του. Τούτη η διαπίστωση, σε συνδυασμό με γεγονότα της προσωπικής του ζωής όπως η θανάτωση του δασκάλου του, κόμισε απογοήτευση στον Πλάτωνα, ο οποίος έκτοτε οραματίσθηκε την ολοκλήρωση της ιστορίας με τον καταναγκαστικό εγκιβωτισμό των υλικών όντων σε μία τέλεια Πολιτεία κυβερνώμενη από τους νόμους του θείου, σε ένα αντίγραφο της θείας-ιδεατής τελειότητας.  

Στην Πολιτεία του Πλάτωνος, όπως ανεπτύχθη στην ομώνυμη σειρά βιβλίων του, συναντώνται τρεις ιεραρχικά διατεταγμένες τάξεις, που παραπέμπουν στα τρία μέρη της ανθρώπινης ψυχής. Στην ανώτερη τάξη άρχουν υπό ασκητικές συνθήκες διαβίωσης οι φιλόσοφοι-άρχοντες, που αντιπροσωπεύουν το Λογιστικόν της ψυχής. Από κάτω υπάρχει ως έκφραση του Θυμοειδούς της ψυχής η τάξη των φυλάκων-πολεμιστών, οι οποίοι πέραν της γυμναστικής ασκήσεως μυούνται και στις τέχνες των Μουσών. Το Επιθυμητικόν εκφράζεται από την Τρίτη και κατώτερη τάξη της Πολιτείας, αυτή των δημιουργών, που με την εργασία τους επιφορτίζονται τον βιοπορισμό όλων. Σε αυτούς επιτρέπεται η δημιουργία συμβατικής οικογένειας, ενώ στις δύο ανώτερες τάξεις όχι. Γι’ αυτές προορίζεται κοινοκτημοσύνη, εκτός των αγαθών, και των γυναικών και των παιδιών. Η επιθυμία του Πλάτωνα για κατάργηση της οικογένειας συνθλίβει την ιδιωτική ζωή στον ευαίσθητο πυρήνα της. Στην Πολιτεία δεν χωρούν (ατελή) άτομα παρά μόνον οργανικά μέλη του κοινωνικού όλου, που οφείλουν απροϋπόθετη και αδιερώτητη υποταγή στους ανωτέρους των. Στην κορυφή της Πολιτείας δεσπόζει ο φιλόσοφος-βασιλεύς που, ως ο ευρισκόμενος πλησιέστερα στο Αγαθόν διά των αρετών του, την καθοδηγεί με σοφία. Οι υφιστάμενοι άνθρωποι παύουν να είναι αυτόνομοι και πειθαρχούν στην ετερονομία του Ενός. Ο φιλελεύθερος Karl Popper, στο βιβλίο του «Η ανοικτή κοινωνία και οι εχθροί της» (The Open Society and Its Enemies, 1945), ουσιαστικά περιγράφει τον Πλάτωνα σαν τον πατέρα του Ολοκληρωτισμού. Πράγματι, θα δυσκολευθούμε να παραβλέψουμε τα ολοκληρωτικά στοιχεία του κεντρικού σχεδιασμού, της ταξικής ακαμψίας και του ανελεύθερου κολλεκτιβισμού στην Πολιτεία. Τον Πλάτωνα τον συνδέει με τους οραματιστές των ολοκληρωτισμών του 20ου αιώνος και η πεποίθηση ότι κατέχουν το κλειδί για την ολοκλήρωση της ιστορίας, για την οριστική αναγωγή της ανθρώπινης δραστηριότητας στο υπερβατικό τέλειο, εδώ και τώρα. Και γνωρίζουμε ότι στην αυλή του τυράννου των Συρακουσών Διονυσίου ο Πλάτων προέτεινε δίχως αποτέλεσμα την πολιτική εφαρμογή των θεωριών του. Επρόκειτο περί ενός αιτήματος κατ’ αρχήν θεολογικού, το οποίο δεν απέκτησε πολιτικό αντίκρισμα όσο έζησε. Επιπρόσθετα, η Πολιτεία θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί ως η πρώτη «ουτοπία» στην ιστορία και αυτό έχει την αξία του για τα επόμενα κεφάλαια. Ουδεμία κριτική, εν τούτοις, αρκεί για να σπιλώσει το έργο του μεγάλου φιλοσόφου, την συγκίνηση των υπερβατικών αιτημάτων του, ακόμη και την παιδαγωγική (εις ό,τι αφορά τις διαφημιζόμενες αρετές) αξία της Πολιτείας.

Η υπερβατικότητα του Πλάτωνος επρόκειτο να κλονισθεί από τον αγαπημένο μαθητή του, τον Αριστοτέλη από τα Στάγειρα (384-322 π.Χ.), του οποίου η προσοχή προσανατολίσθηκε με ορθολογισμό στα εγκόσμια, στα φαινόμενα γύρω του που μπορούσε να τα παρατηρήσει και να τα αναλύσει συστηματοποιημένα, θεμελιώνοντας έτσι πλήθος φυσικών επιστημών. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, επινόησε την «Ἐμμένεια», δηλαδή την ενδοκοσμικότητα. Εμμενές είναι κάτι που βρίσκεται εντός των ορίων του κόσμου και της ανθρώπινης εμπειρίας. Όντα είναι τα εμμενή όντα. Τούτος ο -υλιστικός θα λέγαμε- μονισμός του Αριστοτέλη ήλθε σε σύγκρουση με τον πλατωνικό δυϊσμό μεταξύ ατελούς ύλης και τέλειας ιδέας. Εφόσον οι πλατωνικές ιδέες δεν παρήγαγαν κίνηση στον κόσμο, κατέστησαν άχρηστες για τον Αριστοτέλη, ο οποίος αντικατέστησε την Ιδέα με τον όρο του «ἐνύλου εἴδους». Το εἶδος ορίζει την σταθερή μορφή και ουσία των αισθητών όντων μίας ορισμένης κατηγορίας. Περισσότερα μορφολογικώς συγγενή εἴδη υπάγονται σε ένα ευρύτερο γένος. Ο Αριστοτέλης ταυτίζει την μορφή με την ουσία ως προϋπόθεση υπάρξεως του όντος (ενώ αργότερα η χριστιανική γραμματεία διέκρινε την υπόσταση-πρόσωπο από την ουσία του όντος). Ένα «ἐν ένεργείᾳ» ον ήδη υπάρχει, όπως π.χ. ένα ορατό δένδρο, ενώ ένα «ἐν δυνάμει» ον απλώς έχει την δυνατότητα να υπάρξει, όπως π.χ. ο μελλοντικός βλαστός από έναν σπόρο που μόλις φυτεύθηκε. Την διαδικασία εξελίξεως ενός όντος προς την τελική-ολοκληρωμένη μορφή του την ονόμασε Ἐντελέχεια. Οι κατηγοριοποιήσεις και οι κατατάξεις απασχόλησαν μεγάλο μέρος της αριστοτελικής σκέψεως, η οποία επεδίωξε πρωτίστως να διερευνήσει το φαινόμενο της κινήσεως. Ο Αριστοτέλης παρατηρούσε παντού κινήσεις. Η δύναμη της κινήσεως μπορεί να μεταδίδεται από ένα ον σε ένα άλλο, όμως αρχικά πηγάζει από το ον που πρέπει να μένει κατά λογική αναγκαιότητα ακίνητο (ως νοερή ουσία και καθαρή ενέργεια, που ενεργεί), εφόσον δεν υπάρχει κάτι οντολογικά ανώτερο για να το θέσει σε κίνηση. Αυτό το ον, το «πρῶτον κινοῦν ἀκίνητον» (Μετὰ τὰ Φυσικά, 1072: α25-26), είναι ο Θεός του Αριστοτέλη, η αιώνια πηγή της ζωής στο σύμπαν, η αρχή της κινήσεως. Η δε ηθική του Αριστοτέλη δεν επιτάσσει την νιτσεϊκή υπέρβαση της φύσεως, αλλά τον σεβασμό προς αυτήν, την πραγμάτωση της κατά φύσιν λειτουργίας των όντων, η οποία στα ανθρώπινα εκφράζεται με την έννοια της Μεσότητας. Μεσότης σημαίνει ότι κάθε αρετή αποτελεί το ενδιάμεσον μεταξύ μιας ελλείψεως και μιας υπερβολής. Επί παραδείγματι, η ανδρεία βρίσκεται μεταξύ της δειλίας και του θράσους.

Στον τομέα της διαλεκτικής, ο Αριστοτέλης καθιέρωσε πολλές και σημαντικές συλλογιστικές μεθόδους, όπως η σημασιολογική ανάλυση της γλώσσας, η διαιρετική μέθοδος που υποδιαιρεί τα γένη σε είδη, η παραγωγική μέθοδος διά της οποίας μία γενική θέση οδηγεί σε ειδικότερες επιμέρους διαπιστώσεις, η επαγωγική μέθοδος που συνάγει από επιμέρους διαπιστώσεις μία γενική θέση, η αναλογική μέθοδος που αναλύει παράλληλα φαινόμενα, η ιστορικογενετική μέθοδος που αναλύει την εξέλιξη των φαινομένων, η απορητική μέθοδος που αναλύει διαδοχικές απορίες κ.λπ. Ο Αριστοτέλης ήταν αναμφίβολα ένας από τους οξυδερκέστερους και σπουδαιότερους ανθρώπους στην ιστορία του πνεύματος, καθότι η φιλοσοφία του επηρέασε (βλέπε τους Άραβες φιλοσόφους, την σχολαστική θεολογία, τους ρεαλιστές του μεσαίωνος κ.α.) και εξακολουθεί να επηρεάζει αρκετούς εκ των επιδραστικοτέρων διανοητών κάθε εποχής.

Ακόμη και μετά την ρωμαϊκή κατάκτηση, οι Έλληνες ωσεί «διαλεκτικοί Προμηθείς» της ανθρωπότητος -ή τουλάχιστον του δυτικού ημίσεός της- δεν έπαυσαν να εκκολάπτουν διάφορα και ετερόκλητα φιλοσοφικά ρεύματα, που με την πάροδο του χρόνου εγκολπώνονταν περισσότερα στοιχεία από τις μεταρσιωτικές ανησυχίες της Μέσης Ανατολής. Άλλωστε, η εποχή της ύστερης pax romana ήταν κοινωνικά ασταθής, υπαρξιακά αγωνιώδης και πολιτισμικά μετέωρη, έχοντας ανάγκη από νέες προτάσεις και προοπτικές. Μερικές άξιες αναφοράς όψιμες φιλοσοφικές σχολές ήσαν αυτές των Επικουρείων, των Νεοπλατωνικών και φυσικά των Στωικών, των οποίων το κήρυγμα βρέθηκε αρκετά κοντά στα προτάγματα της επικείμενης μεγάλης θρησκείας. Στους ακόλουθους αιώνες, η προοδευτική «αλλαγή παραδείγματος» -και συχνά κυριολεκτική θρησκευτική μεταστροφή- στις τάξεις των Ελλήνων σοφών φανέρωσε πως τα υπαρξιακά αιτήματά τους βρήκαν απαντήσεις στον Χριστιανισμό ή τουλάχιστον ότι εξέλιπε η ανάγκη ανακυκλήσεως των αρχαίων μεταφυσικών. Σε αντίθεση με την Περσεφόνη, ο Χριστός κατενίκησε τον Άδη και επιτέλους ενσάρκωσε το θείο Είναι, την Αλήθεια, την Οδό και την αιώνια Ζωή, διανοίγοντας την προοπτική της αγαπητικής κοινωνίας των προσώπων εν Θεώ. Σε μία προσπάθεια γεφυροποιήσεως της αρχαιότητας με τον χριστιανισμό, ο Ιουστίνος Καισαρείας (100-165) με τον στωικό όρο του «Σπερματικοῦ Λόγου» εξήγησε πως οι αρχαίοι σοφοί επέτυχαν μία μερική και ατελή ανεύρεση της αλήθειας του Θεού, ενώ αργότερα ο εκκλησιαστικός πατέρας Κλήμης Αλεξανδρεύς (150-215) στο έργο του «Στρωματεῖς» ανέδειξε την μεταξύ τους διαλεκτική σχέση. Τοιουτοτρόπως, οι μέθοδοι της ελληνικής διαλεκτικής κρατήθηκαν ζωντανές, με ανανεωμένο νόημα και πλαίσιο, εντός της χριστιανικής θεολογίας κι έτσι κατέστησαν πραγματικά θεμέλια του ευρωπαϊκού πολιτισμού. Και σε ιστορικό επίπεδο, η οικουμενικότητα του αλεξανδρινού Ελληνισμού προλείανε το έδαφος για την οικουμενικότητα του Βιβλικού και ελληνοφώνου πλέον Χριστιανισμού.

 

 

Βιβλιογραφικές αναφορές

π.Νικόλαος Λουδοβίκος, «Αφανής Αρμονία: Μεταφυσική Ιστορία της αρχαίας Ελληνικής φιλοσοφίας», εκδ. Αρμός, 2021.
Mario Vagetti, «Ιστορία της Αρχαίας Φιλοσοφίας» (μτφρ. Γ. Δημητρακόπουλος), εκδ. Τραυλός 2003.  
Διογένης Λαέρτιος, «Βίοι Φιλοσόφων», Τόμ. Α΄-Β΄, εκδ. Ζήτρος, 2012.
Πλάτωνος Πολιτεία, Τόμ. Α΄-Β΄, εκδ. Ζήτρος, 2006.
π.Νικόλαος Λουδοβίκος, «Θεολογική Ιστορία της Αρχαίας Ελληνικής Φιλοσοφίας», εκδ. Π. Σ. Πουρναρά, 2003.




Ι.Σ., Φιλαλήθεια 2022

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου