29 Οκτωβρίου 2022

Η γέννηση της Διαλεκτικής και της Οντολογίας - Μέρος Α΄


Η ανάλυση των περισσότερων φιλοσοφικών ζητημάτων προϋποθέτει και προεξοφλεί την αναγωγή τους στην αρχαία ελληνική σκέψη, από την οποία και ανέβλυσε η ίδια η έννοια της φιλοσοφίας. Η περιδιάβαση στον στοχασμό ορισμένων εμβληματικών αρχαίων σοφών μας φέρνει αντιμέτωπους με προβληματισμούς που μέχρι σήμερα έχουν επαναληφθεί ξανά και ξανά στον δυτικό κόσμο, με διαφορετικό κάθε φορά μανδύα και υπόβαθρο.

Στην αρχαϊκή περίοδο, το ενδιαφέρον κυρίως των Ιώνων φιλοσόφων περιστρεφόταν γύρω από την φύση και τον κόσμο, την δομή και την λειτουργία του. Τότε λοιπόν για πρώτη φορά θεμελιώδη αρχέτυπα και συμβολισμοί απέδρασαν από την σφαίρα των ορφικών μύθων και χαλκεύθηκαν από τον λόγο, από τον ατομικό -αλλά συχνά εξίσου μυστικιστικό- στοχασμό πνευματικά ανήσυχων ανθρώπων. Ο Αναξίμανδρος από την Μίλητο (611-547 π.Χ.), ειδικότερα, ήταν πιθανότατα ο πρώτος που πραγματεύθηκε την κοσμολογική διάσταση του «απείρου». Σύμφωνα με τον Αναξίμανδρο, το «Ἄπειρον» δεν έχει τέλος και αρχή, όμως είναι η αρχή των πάντων, μία άφθαρτη και αιώνια ουσία από όπου προήλθαν οι ουρανοί, ο κόσμος και άπαντα τα -ευρισκόμενα σε αιώνια κίνηση- όντα και η οποία τα διαπνέει, τα συνέχει και τα κυβερνά, νοηματοδοτώντας την αιώνια εναλλαγή κι εν τέλει την αρμονία των αντιθέσεων. Είναι «ἀθάνατον, ἀνώλεθρον καὶ θεῖον» (Σιμπλικίου, Εἰς τὰ Φυσικά 24:13), κάτι το απολύτως υπερβατικό (αδιαπέραστο), απεριόριστο και ποιοτικά απροσδιόριστο, που μπορούμε να το συλλάβουμε μόνον ως μήτρα και πεδίο μετοχής και συνοχής των αντιθέτων. Το νερό και η φωτιά, το ψυχρό και το θερμό, το φως και το σκότος αποτελούν δυαδικά ζεύγη αντιθέσεων οι οποίες αλληλοεξουδετερώνονται. Όμως όλα προήλθαν από το Άπειρο και άρα κάποτε ήσαν ενωμένα. Κάθε κατάσταση που υπερβαίνει το μέτρο παραμερίζεται από μία αντιθετική διάδοχη, μέχρι να υπερβεί κι εκείνη το μέτρο και να επαναληφθεί ο κύκλος. Το καλοκαίρι με την ζέστη εκδικείται τον χειμώνα για το κρύο του, αλλά κατόπιν υπερθερμάνσεως ο χειμώνας επιστρέφει και αντεκδικείται. Πίσω από την διαρκή κίνηση και ανακύκληση βρίσκεται το Άπειρο, που επενεργώντας μέσα στην ροή του χρόνου παγιώνει την λογικότητά τους εξασφαλίζοντας τα όρια και την τήρηση του μέτρου. Το Εἶναι και ο Χρόνος αλληλοσυμπλέκονται και στην αντίθεση υπάρχει ενότητα. Αξίζει να σημειωθεί λόγω επιστημονικού ενδιαφέροντος, επιπλέον, η διαίσθηση του Αναξιμάνδρου πως τα ουράνια σώματα προέκυψαν ως θραύσματα από την διάσπαση μίας πύρινης σφαίρας που περιέβαλλε την γη.  

Όπως καθίσταται εύκολα κατανοητό, ο στοχασμός των προσωκρατικών παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την νεώτερη φυσική επιστήμη, το οποίο κορυφώνεται στις περιπτώσεις του Θαλή από την Μίλητο (624-546 π.Χ.) και του ασκητικού Πυθαγόρα από την Σάμο (580-496 π.Χ.), ο οποίος επηρεάσθηκε σημαντικά από την αιγυπτιακή θρησκεία, θεμελίωσε την αριθμολογία ως μαγικό-αποκρυφιστικό σύστημα και στοιχειοθέτησε φιλοσοφικά την έννοια του Κόσμου ως αρμονικού σύμπαντος. Ετυμολογικά, η λέξη «κόσμος» συνδέεται με τον διάκοσμο και τις έννοιες του κάλλους και της αρμονίας. Σύμφωνα με τον γεωμέτρη Πυθαγόρα, η αρμονία και η τάξη των όντων του Κόσμου βασίζονται στην «Τετρακτύ», δηλαδή στους πρώτους τέσσερεις φυσικούς αριθμούς, οι οποίοι ορίζουν αρμονικά τις μεταξύ εκείνων μουσικές σχέσεις. Περίπου όπως οι ανιμιστές όλων των πρωτογόνων κοινοτήτων, ο Πυθαγόρας θεωρούσε πως όλα τα όντα του κόσμου διαπερνώνται και ζωοποιούνται από ένα συμπαντικό «πνεύμα». Την αυτή πεποίθηση συμμεριζόταν και ο Θαλής, που πίστευε πως όχι μόνον οι άνθρωποι αλλά και τα φυσικά πράγματα έχουν «ψυχή» και μάλιστα ως κομμάτι μίας καθολικής-«συλλογικής» θεότητας. Από επιστημονικής πλευράς, το πρωτοποριακό έργο και οι εμπνεύσεις μεταγενέστερων φιλοσόφων όπως του Αναξαγόρα (500-428 π.Χ.), του Λευκίππου (5ου αιών.) και του Δημοκρίτου (460-370 π.Χ.) παρουσιάζουν ακόμη μεγαλύτερο φυσικοχημικό και κοσμολογικό ενδιαφέρον και μάλιστα για μια εποχή οπόταν το πείραμα εχρησιμοποιείτο λιγότερο από την ενόραση, αλλά μόνον έμμεσα δύνανται να σχετισθούν με την διαλεκτική εστίαση του παρόντος κεφαλαίου. 

Συνεχίζοντας την περιδιάβασή μας στους προσωκρατικούς, φθάνουμε στον άνθρωπο που ο Hegel απεκάλεσε πατέρα της διαλεκτικής, στον «σκοτεινό» Ηράκλειτο από την Έφέσο (544-484 π.Χ.). Ο συμπαντικός θεός του Ηρακλείτου, που σε ορισμένα σημεία ενθυμίζει το Άπειρον του Αναξιμάνδρου, ονομάζεται Λόγος. Η λέξη «λόγος» δεν ορίζεται εύκολα και στην αρχαία γραμματεία έχει συνδεθεί με διάφορες σημασίες. Μπορεί να σήμαινε κάτι που έχει ειπωθεί ή γραφεί, την ικανότητα για λογική σκέψη ή έναν συγκεκριμένο (συλ)λογισμό, την αιτία ενός γεγονότος, το μέτρο, την υπόληψη ή έναν ορισμό. Ωστόσο, ο ηρακλείτειος Λόγος τις εμπεριέχει αναβιβάζοντάς τες στην κλίμακα του σύμπαντος κόσμου και συγχρόνως υπερβαίνει όλες αυτές τις έννοιες. Ο Λόγος ενώνει και κυβερνά τα πάντα μεταβαλλόμενος στις δικές τους ιδιότητες, ως το «ἐν γίγνεσθαι Εἶναι της Ολότητας», σύμφωνα με τον Κώστα Αξελό. Βασικά, ο Λόγος συσχετίζει τα αντίθετα. Μία είναι η οδός του Λόγου είτε την ανηφορίζεις είτε την κατηφορίζεις («ὁδὸς ἄνω κάτω μία καὶ ὠυτή», Περὶ Φύσεως θ΄). Μέσω του Λόγου, η αντίθεση γεννά τα πάντα κι έτσι εκφράζει την αναγκαιότητα της εναλλαγής και τον τρόπο της εν Λόγω ενότητάς τους ή αλλιώς, με λόγια του Ηρακλείτου, «πόλεμος πάντων μὲν πατήρ ἐστι, πάντων δὲ βασιλεύς, καὶ τοὺς μὲν θεοὺς ἔδειξε τοὺς δὲ ἀνθρώπους, τοὺς μὲν δούλους ἐποίησε τοὺς δὲ ἐλευθέρους» (Περὶ Φύσεως, η΄). Τίποτε δεν μπορεί να έχει ύπαρξη και νόημα χωρίς το διαλεκτικά αντίθετό του. Ουδείς εκτιμά την ελευθερία αν δεν γνωρίσει την δουλεία, ούτε την υγεία αν δεν αρρωστήσει, ούτε την πλησμονή αν δεν πεινάσει, ούτε την ανάπαυση αν δεν κουρασθεί, ούτε την ειρήνη αν δεν ζήσει πόλεμο. Ο Λόγος εισχωρεί σε όλα αυτά, τα συνέχει και τα νοηματοδοτεί, πραγματώνοντας την αρμονία του κόσμου. Κοντολογίς, σε μια πιο ελεύθερη απόδοση, ο Λόγος εκφράζει τους νόμους της φύσεως και καθιστά τον κόσμο λογικό. Τα όντα του κόσμου ρέουν όπως το νερό και μεταβάλλονται, κινούνται και συγκρούονται διαρκώς, καθόσον δεν δύνασαι να διέλθεις δυο φορές από τον ίδιο ποταμό («τὰ πάντα ῥεῖ»), αλλά ο Λόγος διατηρεί τον κόσμο αρμονικό. Πρόκειται για μία αρμονία αφανή στους περισσότερους, την οποία ο «σκοτεινός φιλόσοφος» την ακροάσθηκε προσωπικά, εν είδει ψυχικού βιώματος, καθώς ο Λόγος, η αλήθεια του Εἶναι, ούτε λέγεται ούτε κρύβεται αλλά αποκαλύπτεται μέσα από σημεία. Κι εφόσον η θεοειδής ψυχή του ανθρώπου αποτελεί πεδίο συναντήσεως με τα σημεία του Λόγου, πρέπει να γνωρίζει τα μέτρα της και να μένει καθαρή από την Ὕβριν, ήγουν από την ιδέα ότι ο εαυτός δύναται να υπερβεί τον Λόγο. Σε αυτό ακριβώς το σημείο ερείδεται η κεφαλαιώδης διαφορά του Ηρακλείτου από τους διανοούμενους θαυμαστές του στην δυτική νεωτερικότητα. «Ὕβριν χρὴ σβεννύναι μᾶλλον ἢ πυρκαϊήν» (ό.π., ιγ΄).  

Σε γενικές γραμμές, οι περισσότεροι Ίωνες φιλόσοφοι αναζητούσαν κάποια φυσική ουσία που συνέχει τον κόσμο. Μολαταύτα, ο Παρμενίδης από την Ελέα (515-470 π.Χ.), ιδρυτής της Ελεατικής σχολής και θεωρούμενος σήμερα από πολλούς ως θεμελιωτής της Οντολογίας, προσπέρασε την φυσιολογία και εστίασε τους προβληματισμούς του στο καθ’ εαυτόν «εἶναι» των όντων. Τα όντα του κόσμου δεν συνδέονται με κάποια κοινή ουσία αλλά με την κοινή ιδιότητα της υπάρξεώς τους, το Εἶναι. Ας διευκρινισθεί για την οικονομία της συζήτησης ότι στην αρχαιότητα δεν υφίστατο η ελέω χριστιανικής θεολογίας εννοιολογική διαφοροποίηση μεταξύ των όρων «είναι» και «υπάρχειν» (ούτε φυσικά και οι ορθόδοξες έννοιες κτιστού και ακτίστου). Στους εμμέτρους στίχους του, ο Ελεάτης φιλόσοφος θεωρεί το Εἶναι τέλειο, αγέννητο, άφθαρτο, μονοειδές, λογικό, θείο, ενιαίο και συνεχές, σταθερό και απαράλλακτο. Στην πραγματικότητα, υπάρχει μόνον το Εἶναι, όχι το μηδέν, παρότι στην καθημερινή γλώσσα το ρήμα «είναι» χρησιμοποιείται λανθασμένα και για πράγματα που «δεν είναι», όπως το σκότος και η σιωπή ή ο χώρος, ο χρόνος και η κίνηση. Ο θεός «Σφαίρος» και η συμπαγής σφαίρα συμβολίζουν την τελειότητα του Εἶναι. Βεβαίως, ο Παρμενίδης παραδέχεται ότι τα φυσικά πράγματα κινούνται και συνεπώς φθείρονται, χωρίς όμως «να είναι», διότι η πλασματική πραγματικότητα που αντιλαμβάνονται οι ανθρώπινες αισθήσεις διαφέρει από το Εἶναι, στο οποίο ο άνθρωπος μπορεί να μετέχει μόνο με την νόησή του. Ό,τι σκέπτεται «είναι» κατ’ ανάγκη πραγματικό. Τέτοια θέση ομοιάζει στην νεωτερική ιδέα «σκέπτομαι άρα υπάρχω» του Καρτεσίου, όμως πρέπει να υπογραμμισθεί μία μεγάλη διαφορά. Το καρτεσιανό υποκείμενο πλάθει μία πραγματικότητα εντός του, ενώ ο άνθρωπος του Παρμενίδη μετέχει (νοούμενος) στην αληθή πραγματικότητα εκτός του. Συμπερασματικά, σε αντίθεση με τον Ηράκλειτο που ψυχανεμίσθηκε το θείο πίσω από την ατελεύτητη ροή των όντων, ο Παρμενίδης κατελόγισε το «εἶναι» στην αλήθεια και το «γίγνεσθαι» στην «δόξα», δηλαδή στην ατελή γνώμη των ανθρώπων.  

Λίγο αργότερα, ο Εμπεδοκλής από τον Ακράγαντα (495-435 π.Χ.) επίσης απέρριψε τις έννοιες της γενέσεως και της φθοράς, προκρίνοντας μία θέση που έχει χαρακτηρισθεί και ως πρόδρομος της αρχής διατηρήσεως της ύλης. Τα όντα αποτελούν αναμείξεις των τεσσάρων υλικών στοιχείων (ριζωμάτων), της γης, του αέρος, του ύδατος και της πυρός. Όταν τα όντα φθείρονται, τα αποσυναρμολογημένα στοιχεία τους σχηματίζουν νέα όντα, αλλά τίποτε δεν γεννάται εκ του μηδενός και τίποτε δεν χάνεται εντελώς. Υπάρχει μόνον ανταλλαγή και ανάμειξη αναμεμειγμένων. Ακόμη και οι ψυχές είναι καταδικασμένες σε έναν μακραίωνο κύκλο μετενσαρκώσεων μετά την πτώση από μία πρωταρχική μακάρια ζωή, η οποία ενθυμίζει το «προπατορικό αμάρτημα» της Βίβλου. Στην φύση ο μετασχηματισμός των υλικών στοιχείων προκαλείται διαλεκτικά υπό δύο αντικρουομένων δυνάμεων, που συνιστούν συγχρόνως και τρόπους υπάρξεως, την Φιλότητα και το Νείκος, εκ των οποίων ο Sigmund Freud εμπνεύσθηκε τις έννοιες της libido και της mortido ύστερα από δυόμισι χιλιετίες. Αυτά τα δύο αρχέτυπα, η Φιλότης και το Νείκος, η φιλία και η διχόνοια, ο έρως και η έρις, η Αφροδίτη και ο Άρις κυριαρχούν αλληλοδιαδόχως στις διεργασίες της φύσεως, οδηγώντας αντιστοίχως στην ένωση και στον κατακερματισμό των όντων. Με το μίσος τα όντα διαχωρίζονται και διαφοροποιούνται στην μορφή, ενώ με την αγάπη αλληλοποθούνται και συνενώνονται. Για τον Εμπεδοκλή, οι ολύμπιοι θεοί αποτελούν εκφράσεις των κοσμικών δυνάμεων, που διά της Φιλότητος συναπαρτίζουν τον έναν αληθινό Θεό (Σφαίρο), το απόλυτο, την υπέρτατη αρχή του κόσμου. Στο δραματικό τέλος της ζωής του, ο Εμπεδοκλής έπεσε μέσα στον ηφαιστειακό κρατήρα της Αίτνας για να γίνει θεός. 


Συνεχίζεται... 

Διαβάστε το Μέρος Β΄ εδώ


Βιβλιογραφικές αναφορές

π.Νικόλαος Λουδοβίκος, «Αφανής Αρμονία: Μεταφυσική Ιστορία της αρχαίας Ελληνικής φιλοσοφίας», εκδ. Αρμός, 2021.
Mario Vagetti, «Ιστορία της Αρχαίας Φιλοσοφίας» (μτφρ. Γ. Δημητρακόπουλος), εκδ. Τραυλός 2003.  
Διογένης Λαέρτιος, «Βίοι Φιλοσόφων», Τόμ. Α΄-Β΄, εκδ. Ζήτρος, 2012.
Geoffrey KirkJohn RavenMalcom Schofield, «Οι Προσωκρατικοί Φιλόσοφοι» (μτφρ. Δ. Κούρτοβικ), Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, 2006. 
Κώστας Αξέλος, «Ο Ηράκλειτος και η φιλοσοφία: Η πρώτη σύλληψη του εν γίγνεσθαι είναι της ολότητας», Βιβλιοπωλείον της Εστίας, 2022.
π.Νικόλαος Λουδοβίκος, «Θεολογική Ιστορία της Αρχαίας Ελληνικής Φιλοσοφίας», εκδ. Π. Σ. Πουρναρά, 2003.


Ι.Σ., Φιλαλήθεια 2022

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου