11 Νοεμβρίου 2020

Η διπλωματική προϊστορία και το παρασκήνιο του ελληνο-ιταλικού πολέμου Μέρος B΄: Ο Άξονας Γερμανίας-Ιταλίας

Του Ιωάννη Σαρρή*


Μπορείτε να διαβάσετε εδώ το Μέρος Α΄: Οι ιταλικές βλέψεις

Β. Ο Άξονας Γερμανίας-Ιταλίας


  Τον Οκτώβριο του 1935 οι Ιταλοί, εφορμώμενοι εκ των αποικιακών προγεφυρωμάτων τους σε Ερυθραία και Σομαλία, εισέβαλαν στην Αιθιοπία, την οποία υπέταξαν τον Φεβρουάριο του 1937[15]. Αυτό που δεν γνωρίζουν οι περισσότεροι είναι ότι σημαντικό μέρος του εξοπλισμού των Αιθιόπων προήλθε από την Γερμανία του Αδόλφου Χίτλερ[16]. Κατ’ αυτόν τον τρόπο ο Χίτλερ, ως γνήσιος μακιαβελικός πολιτικός, ενδεχομένως να θέλησε να συνετίσει (ή να δείξει στο εσωτερικό του ακροατήριο ότι συνετίζει) τον Μουσσολίνι, ώστε να μην εγείρει αντιρρήσεις στην επιχειρούμενη προσάρτηση της Αυστρίας. Βέβαια αυτή πρέπει να θεωρείται τακτική και όχι στρατηγική κίνηση, δεδομένου ότι έως τότε η Ιταλία αμφιταλαντευόταν διπλωματικώς μεταξύ των μεγάλων δυνάμεων[17]. Όπως είχε προ πολλού εξηγήσει και η περίφημος ρήση του λόρδου Πάλμερστον, στην πολιτική δεν υφίστανται αιώνιοι φίλοι ή εχθροί, παρά μόνον αιώνια συμφέροντα. Άλλως τε, ο Α.Χίτλερ στο διάσημο βιβλίο του «Mein Kampf» (1925) είχε διευκρινίσει ότι προτίθεται να αφήσει το γερμανόφωνο Νότιο Τυρόλο στην κυριότητα του Μουσσολίνι, προκειμένου να στραφεί μαζί με την Ιταλία (που ονειρευόταν παντοδυναμία στην Μεσόγειο) κατά της Γαλλίας. Η Αλσατία και οι εύφορες πεδιάδες της μισητής του Γαλλίας (και περισσότερο της ανατολικής Ευρώπης) θα απέβαιναν χρησιμότερες για την ανάπτυξη της γερμανικής φυλής σε σύγκριση με λίγα χιονισμένα χωριά των Άλπεων[18]. Η ιδεολογική εγγύτητα μεταξύ του ιταλικού φασισμού και του γερμανικού εθνικοσοσιαλισμού θα αποτελούσε απλώς επιστέγασμα της επικειμένης συμμαχίας. Πράγματι, οι εξωτερικές πολιτικές των δύο χωρών ευθυγραμμίστηκαν μετά το 1936, όταν από κοινού εξόπλισαν τις εθνικιστικές δυνάμεις του Φρανθίσκο Φράνκο στον ισπανικό εμφύλιο[19].   

  Η επικράτηση του Μουσσολίνι στην Αιθιοπία, παρά το σχετικά υψηλό κόστος της, κόμισε αισιοδοξία στους Ιταλούς και το όραμα επανασυστάσεως της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας επανήλθε στο προσκήνιο. Επόμενος άμεσος στόχος ήταν η χερσόνησος του Αίμου και συγκεκριμένα η χώρα που μέχρι τότε τελούσε άτυπος δορυφόρος της Ιταλίας, η ανοχύρωτη Αλβανία, η οποία την άνοιξη του 1939 δέχθηκε απόβαση και κατόπιν μηδαμινής αντιστάσεως[20] κατέστη προτεκτοράτο του ιταλικού στέμματος. Προηγουμένως, το 1938, ο Χίτλερ υπό το βάσιμο πρόσχημα του ακρωτηριασμού της γερμανικής αυτοκρατορίας από την συνθήκη των Βερσαλλιών και της πολιτικής καταπιέσεως γερμανικών πληθυσμών εκτός Γερμανίας, είχε προσαρτήσει την Αυστρία (Anschluss) αλλά και την Σουδητία της Τσεχοσλοβακίας, ύστερα από τον διπλωματικό του θρίαμβο επί Άγγλων-Γάλλων στην σύσκεψη του Μονάχου (μολονότι οι Ιταλοί είχαν προβάλει ενδοιασμούς για αμφότερες τις περιπτώσεις)[21].

  Στις 22 Μαΐου 1939 στο Βερολίνο, παρουσία του Α.Χίτλερ, οι υπουργοί εξωτερικών της Γερμανίας Ρίμπεντροπ (Joachim von Ribbentrop) και της Ιταλίας Τσιάνο (Galeazzo Ciano) υπέγραψαν το λεγόμενο «Χαλύβδινο Σύμφωνο» (Stahlpakt)[22], που καθιέρωνε πολιτική και στρατιωτική συμμαχία μεταξύ των δύο χωρών. Για την υπογραφή του συμφώνου είχε προσκληθεί εις μάτην και η Ιαπωνία, που το 1936 είχε υπογράψει μαζί με την Γερμανία το Σύμφωνο κατά της Κομμουνιστικής Διεθνούς, αλλά οι συνθήκες για την τυπική και πλήρη ένταξή της στον Άξονα δεν είχαν εισέτι ωριμάσει. Στο άρθρο 3 του συμφώνου προβλεπόταν ότι εάν ένα εκ των συμβαλλομένων εμπλακεί σε στρατιωτική σύγκρουση με τρίτη δύναμη, το άλλο μέρος θα προστρέξει άμεσα στο πλευρό του ως σύμμαχος και θα το υποστηρίξει στρατιωτικά σε ξηρά, θάλασσα και αέρα[23]. Σε αυτό το σημείο προοικονομείται η επιχείρηση «Μαρίτα» (η γερμανική εισβολή στην Ελλάδα τον Απρίλιο του 1941, προς αρωγή των ηττημένων ιταλικών δυνάμεων).

  Κατ’ αυτόν τον τρόπο, ο Μουσσολίνι συναίνεσε άτυπα με την ηπειρωτική επέκταση της Γερμανίας και ο Χίτλερ με την μετατροπή της Μεσογείου σε ιταλική λίμνη[24]. Ο αρχικός διακανονισμός για την μέλλουσα ιταλική επιρροή επί Ελλάδος, Αλβανίας και Γιουγκοσλαβίας μάλλον είχε συντελεσθεί στην επαφή μεταξύ Τσιάνο και Χίτλερ στις 24/10/1936 στο Berchtesgaden[25]. Παρά ταύτα, η πολιτική και στρατιωτική ικανότητα της Ιταλίας να ακολουθήσει αποτελεσματικά την Γερμανία σε ολοκληρωτικό πόλεμο έχει αμφισβητηθεί από τα πολεμικά γεγονότα που ακολούθησαν. Ενώ στην Γερμανία ο Χίτλερ είχε επιβάλει απολύτως ολοκληρωτικό σύστημα διακυβερνήσεως, ελέγχοντας άπασες τις κρατικές λειτουργίες, τον στρατό, τις κοινωνικές δομές και την πλουτοπαραγωγική μεγαλοαστική τάξη, το πολίτευμα της φασιστικής Ιταλίας παρέμεινε υβριδικό, παρότι είχε εν μέρει εμπνεύσει τον προαναφερθέντα. Από το 1922, μετά την πορεία των μελανοχιτώνων στην Ρώμη, ο Μουσσολίνι τελούσε de facto δικτάτορας «πρωθυπουργός», έχοντας καταφέρει την δόμηση ενός συντεχνιακού κοινωνικού κράτους σε οικονομικό επίπεδο. Ωστόσο, ανώτατος θεσμικός άρχων της Ιταλίας εξηκολούθησε να είναι ο βασιλέας Βίκτωρ Εμμανουήλ Γ΄, ο οποίος συσπείρωσε γύρω του την παλαιά αστική τάξη και αριστοκρατία (συμπεριλαμβανομένων αρκετών στρατηγών) και τελικώς υιοθέτησε φιλοαγγλοσαξονική στάση[26]. Εν ολίγοις, το συντηρητικό «βαθύ κράτος» της Ιταλίας δεν επηρεάσθηκε. Το γεγονός ότι ο Μουσσολίνι δεν ήλεγχε επαρκώς τον στρατό και το κράτος καταδεικνύεται στο πόσο εύκολα ανετράπη υπό του βασιλέως και του «Μεγάλου Φασιστικού Συμβουλίου» το 1943, μόλις οι «Σύμμαχοι» απεβιβάσθησαν στην Ιταλία[27]. Ίσως να μην ήλεγχε ούτε την οικογένειά του, αφού ακόμη και ο Γκαλεάτσο Τσιάνο, Υπ.Εξ. της Ιταλίας και γαμβρός του, τάχθηκε υπέρ της αποπομπής του κι εν τέλει συνελήφθη και εξετελέσθη ως προδότης από την γερμανο-ιταλική διοίκηση του Σαλό[28].

  Ο Χίτλερ καθώς διεμόρφωνε την «νέα ευρωπαϊκή τάξη» δεν αρκέστηκε στον προσεταιρισμό της Ιταλίας, αλλά έθεσε υπό την επιρροή του και άλλα κράτη-δορυφόρους όπως την Ουγγαρία, την Ρουμανία και την Βουλγαρία. Όταν τον Σεπτέμβριο του 1940 η γερμανική διπλωματία διαπραγματευόταν με την Βουλγαρία την προσχώρησή της στο Τριμερές Σύμφωνο του Άξονος, υπεγράφη μεταξύ των δύο και ένα ξεχωριστό, μυστικό πρωτόκολλο που όριζε τα υπέρ του βουλγαρικού εδαφικού αναθεωρητισμού ανταλλάγματα[29]. Στο βουλγαρικό κράτος θα ενσωματωνόταν μεταπολεμικώς η περιοχή του ελληνικού βασιλείου ανάμεσα στο Δέλτα του ποταμού Στρυμόνα δυτικά και το Δέλτα του ποταμού Έβρου ανατολικά (βλ. το μήνυμα του Ribbentrop προς τον Βούλγαρο πρωθυπουργό Bogdan Filov, Βιέννη 1/3/1941)[30]. Όντως αυτά τα εδάφη θα περιήρχοντο στον έλεγχο των Βουλγάρων κατά την μετέπειτα τριπλή κατοχή και οι κάτοικοί τους θα υπέφεραν τα πάνδεινα από τον αταβιστικό φθόνο των πρώην κομιτατζήδων[31]. Εκτός αυτού, ο Χίτλερ, στις επανειλημμένες προσπάθειές του να εντάξει τους Γιουγκοσλάβους στο Τριμερές Σύμφωνο, τους προέτεινε τον έλεγχο της Θεσσαλονίκης και ελεύθερη πρόσβαση στο Αιγαίο πέλαγος[32].

Συνεχίζεται...



[15] Anthony Mockler, “Haile Selassie's War”, Olive Branch Press 2003, σ.172-73
[16] Robert Leckie, “Delivered from Evil: The Saga of World War II”, Harper & Row 1987, σ.64
[17] Hamish MacDonald, “Mussolini and Italian Fascism”, Nelson Thornes 1998, σ.33-34
[18] Αδόλφος Χίτλερ (μτφρ. Λεωνίδας Προεστίδης), “Ο Αγών μου”, εκδόσεις Κάκτος 2006, σ.769-794
[19] Gordon Martel, “Origins of the Second World War Reconsidered”, Routledge 2002, σ.212-218
[20] Owen Pearson, “Albania in the Twentieth Century, A History” Vol.I “Albania and King Zog”, I.B.Tauris 2004, σ.439
[21] Harold J. Goldberg, “Competing Voices from World War II in Europe: Fighting Words”, ABC-CLIO 2010, σ.7-8
[22] Conan Fischer, “Europe between Democracy and Dictatorship: 1900 - 1945”, John Wiley & Sons 2011, σ.263
[23] Völkischer Beobachter, 23/05/1939
[24] Ο Χίτλερ ήδη από την περίοδο συγγραφής του ανεκδότου «δευτέρου βιβλίου» του (που αποτελούσε συπλήρωμα του «Mein Kampf» επι ζητημάτων εξωτερικής πολιτικής και του οποίου η γνησιότητα έχει αναγνωρισθεί από πολλούς διαπρεπείς ιστορικούς) χαιρέτιζε αυτήν την προοπτική (όπως και την συμμαχία με την θαλασσοκράτειρα Αγγλία), όντας ο ίδιος αδιάφορος για αποικιακές-εμπορικές φιλοδοξίες: «Ο φυσικός χώρος της ιταλικής επεκτάσεως είναι και θα παραμείνει η περιοχή που περιβάλλει την Μεσόγειο. Όσο περισσότερο η σημερινή Ιταλία απομακρύνεται από την προηγούμενη πολιτική εθνικής ενοποίησης και μετατρέπεται σε ιμπεριαλιστική, τόσο πιστότερα θα βαδίζει στα χνάρια της αρχαίας Ρώμης {...} Και αν σήμερα η Ιταλία επιδιώκει να επεκτείνει την επιρροή της στην περίμετρο της λεκάνης της Μεσογείου και να αποκτήσει αποικίες, τότε αυτή είναι [επίσης] η μόνη φυσική πραγμάτωση των συμφερόντων της». Βλ. Α.Χίτλερ (1928), επίμ. Gerhard L. Weinberg, Krista Smith, “Hitler’s Second Book: The Unpublished Sequel to Mein Kampf”, Enigma Books 2006, σ.177-178
[25] Galeazzo Ciano (εκδ. Malcolm Muggeridge, μτφρ. Stuart Hood), “Ciano’s Diplomatic Papers”, Odhams Press 1948, σ.55-60
[26] Mack Smith, “Denis Italy and Its Monarchy”, Yale University Press 1989, σ.321
[27] John Pollard, “The Fascist Experience in Italy”, Routledge 2005, σ.111-114
[28] James Burgwyn, “Mussolini and the Salò Republic, 19431945: The Failure of a Puppet Regime”, Springer 2018, σ.51-55
[29] Stefane Groueff, “Crown of Thorns: The Reign of King Boris III of Bulgaria, 1918-1943”, Lanham 1998, σ.292-293
[30] Documents on German Foreign Policy 1918-1945 (DGFP), Series D (1937-1945), Vol.12, No 114, (Foreign Office, United States Department of State, HMSO: Λονδίνο 1949), σ.203  
[31] Αρχεία Εθνικής Αντίστασης, Έκδοση Διεύθυνσης Ιστορίας Στρατού 1998, σ.422-424
[32] Perica Hadzi-Jovancic, “The Third Reich and Yugoslavia: An Economy of Fear, 1933-1941”, Bloomsbury Publishing 2020, σ.178-182


*Κέντρο Μελετών και Προώθησης Εθνικών Ιδεών "Φ"

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου