20 Νοεμβρίου 2020

Η διπλωματική προϊστορία και το παρασκήνιο του ελληνο-ιταλικού πολέμου Μέρος Γ΄: Η εξωτερική πολιτική του καθεστώτος Μεταξά

Του Ιωάννη Σαρρή*

Γ. Η εξωτερική πολιτική του καθεστώτος Μεταξά

Στο κέντρο διακρίνονται ο Ιωάννης Μεταξάς και ο Ιταλός πρέσβυς Γκράτσι.

  Στην Ελλάδα, κατόπιν μίας εκτεταμένης περιόδου τρομακτικής πολιτικής αστάθειας και αλλεπαλλήλων κινήσεων και πραξικοπημάτων, στις 4 Αυγούστου 1936 ο βασιλιάς Γεώργιος Β΄, σε συνέργεια με τον μεγαλοφυή πρώην στρατιωτικό και νυν πρωθυπουργό Ιωάννη Μεταξά (που αναρριχήθηκε σε αυτήν την θέση δια των ψήφων της Βουλής)[33] ανέστειλε με διάταγμα την λειτουργία της Βουλής και ορισμένα άρθρα του συντάγματος. Έτσι παγιώθηκε μία de facto δικτατορία με πρόεδρο της κυβερνήσεως τον μετέπειτα αρχιτέκτονα του έπους του ’40, Ιωάννη Μεταξά. Το προκείμενο λαοφιλές[34] καθεστώς παρουσίασε αρκετά φασιστικά μορφολογικά γνωρίσματα, αλλά για ιδεολογικούς, πολιτικούς και οικονομικο-κοινωνικούς λόγους δεν δύναται να ταυτιστεί με καμία αυταρχική διακυβέρνηση της τότε Ευρώπης[35]. Στην συμβατική ιστοριογραφία της εποχής μας επικρατεί η γενική πεποίθηση ότι ο ιδιαιτέρως αγγλόφιλος[36] Γεώργιος Β΄ και το βαθύ κράτος συνέχισαν να προσανατολίζουν γεωπολιτικά την χώρα, ενώ στον Μεταξά εναπετέθη η άσκηση κοινωνικής πολιτικής. Ο Μεταξάς, παρότι δεν συμμεριζόταν την προκατάληψη του βασιλέως[32] και στον Εθνικό Διχασμό είχε ταχθεί κατά της επεμβάσεως της Entente, ήδη από το 1922 είχε εκφράσει την λογική άποψη ότι το συμφέρον της Ελλάδος ενέκειτο στην σύμπλευση με τους (νικητές) Αγγλο-Γάλλους[37]. Επιπλέον, κατά το 1938 ενίσχυσε σημαντικά την θέση του έναντι του βασιλέως και η πολιτική του θα πρέπει να θεωρείται συνειδητή[38].

  Όπως μαρτυρούν και τα αποκόμματα του προσωπικού του ημερολογίου, ο εθνικός κυβερνήτης Ιωάννης Μεταξάς έτρεφε -για διαφορετικούς λόγους- σεβασμό τόσο για τους πειθαρχημένους Γερμανούς όσο και για τους θαλασσοκράτορες Άγγλους, αλλά τασσόταν πρωτίστως υπέρ του ελληνικού συμφέροντος. Σε σύσκεψη των πολιτικών αρχηγών στις 3/3/1934 (σχετικά με το περιεχόμενο του Βαλκανικού Συμφώνου), ο Μεταξάς ανέλυσε την (βενιζελίζουσα) γεωστρατηγική σκέψη του:

«Ἡ Ἑλλάς δέν εναι μία χερσόνησος περιβρεχομένη ἀπό θάλασσαν, ἀλλά μία θάλασσα περιβαλλομένη ὑπό ξηρᾶς…ἡ Ἑλλάς δέν δύναται λοιπόν νά τά βάλη ὡς ἐκ τῆς γεωγραφικῆς της θέσεως μέ καμμίαν ἀπολύτως ναυτικήν Δύναμιν Μεγάλην. Εναι πράγμα τό ὁποῖον οὐδέ δύναται νά σκεφθῆ… Ἄν καί εἶναι βεβαίως παράτολμον εἰς τήν πολιτικήν νά δημιουργῆ κανείς δόγματα, ἡ Ἑλλάς δύναται νά θέση ὡς δόγμα πολιτικόν ὅτι ἐν οὐδεμία περιπτώσει δύναται νά ευρεθῆ εἰς στρατόπεδον ἀντίθετον ἐκείνου, εἰς τὀ ὁποῖον θά εὐρίσκεται ἡ Ἀγγλία.»[39]

  Εάν αναλογισθούμε τους πολλούς ναυτικούς αποκλεισμούς που υπέστη η χώρα τον 19ο αιώνα από Μεγάλες Δυνάμεις, η θέση αυτή φαντάζει -εκ πρώτης όψεως τουλάχιστον- λογική. Εξάλλου, από το 1830 η Ελλάδα ήταν δεμένη πισθάγκωνα στο άρμα της αγγλοσαξονικής γεωπολιτικής. Και επί Μεταξά ένα σημαντικό ποσοστό του δημοσίου εξωτερικού χρέους της Ελλάδος εναπέκειτο σε Βρετανούς ομολογιούχους. Oι απαιτούμενες θυσίες για μια ιστορική αλλαγή την δεδομένη στιγμή δεν θα προσέφεραν κάτι θετικό, αφού οι δυνητικοί εχθροί ήσαν άλλοι και ήσαν κοντά. Το 1935, επί Π.Τσαλδάρη, η Ελλάς είχε υποστηρίξει την βρετανική πρωτοβουλία για επιβολή κυρώσεων επί της Ιταλίας εξαιτίας της εισβολής στην Αιθιοπία[40]. O Ιωάννης Μεταξάς ήδη από την θέση του υπουργού συγκοινωνιών το 1926-8 ακολουθούσε μία τάση εξυπηρετήσεως των αγγλικών οικονομικών συμφερόντων (σε τομείς τηλεπικοινωνιών και άλλων εργολαβιών), η οποία συνεχίστηκε από τον Γεώργιο Β΄ και επί διακυβερνήσεώς του[41]. Οι δε Άγγλοι, ενώπιον απειλών κατά του status quo της Μεσογείου από τις ιταλικές φιλοδοξίες και τους αναδυομένους αραβικούς εθνικισμούς, δεν είχαν λόγο να διακόψουν τις φιλικές σχέσεις με το αντιλιμπεραλιστικό καθεστώς Μεταξά[42].

  Τον Οκτώβριο του 1938 ο Μεταξάς είχε ζητήσει από τον Βρετανό πρέσβυ Sydney Waterlow, που είχε πολύ καλή γνώμη για το καθεστώς του[43], την ανάπτυξη στενοτέρων διμερών σχέσεων. Εκείνην την περίοδο, όπως απεκάλυψεν αργότερα σε συνέντευξή του στην Daily Telegraph (1/5/1940), ο Μεταξάς είχεν επιχειρήσει σύναψη επισήμου συμμαχίας με τους Βρετανούς[44], οίτινες την απέφυγαν διότι τότε (επί N.Chamberlain) τηρούσαν κατευναστική στάση έναντι της Ιταλίας, με την οποία το 1937 είχαν υπογράψει την «Συμφωνία Κυρίων» προς συντήρηση του status quo στην Μεσόγειο. Ωσαύτως, οι Βρετανοί φλέρταραν μέχρι την τελευταία στιγμή και με την Βουλγαρία, στην οποία δεν θα δίσταζαν να προτείνουν την πολυπόθητη πρόσβαση στο Αιγαίο, με ό,τι αυτό συνεπάγεται[45].  

  Τα παραπάνω δεν σημαίνουν επ’ουδενί πρόθεση του Μεταξά να πολεμήσει υπέρ των Άγγλων. Σκοπός του ήταν να κρατήσει την Ελλάδα ουδέτερη και αλώβητη από την πολεμική λαίλαπα, την οποία προέβλεπε με χαρακτηριστική ενάργεια, όπως άλλωστε και την τελική νίκη του «αγγλοσαξονικού κόσμου»[46]. Μπροστά στις αναθεωρητικές ροπές Βουλγαρίας και Ιταλίας, ο Μεταξάς συνέχισε την πολιτική του Βαλκανικού Συμφώνου Φιλίας, που από το 1934 έως το 1938 προέβλεπε συμμαχία Ελλάδος, Τουρκίας, Γιουγκοσλαβίας και Ρουμανίας[47] (τυπικώς η «συμμαχία» ανανεώθηκε τον Φεβρουάριο του 1940, αλλά οι όροι της ουδέποτε εφηρμόσθησαν)[48]. Για μια επίσημη συμμαχία με την Βρετανία, όμως, ήθελε εγγυήσεις για την δυνατότητα αμέσου στρατιωτικής υποστηρίξεως. Η βρετανική εγγύηση για την ακεραιότητα της Ελλάδος  εδόθη στις 7 Απριλίου 1939[49], όταν οι Ιταλοί εισέδυσαν στην Αλβανία και τα στρατόπεδα άρχισαν να σχηματοποιούνται.

Οι ηγέτες του βαλκανικού συμφώνου στην συνδιάσκεψη της Αγκύρας τον Μάρτιο του 1938. (Mustafa Kemal της Τουρκίας, Milan Stojadinović της Γιουγκοσλαβίας, Ιωάννης Μεταξάς και Nicolae Petrescu-Comnen της Ρουμανίας).

  Ο Μεταξάς είχε επιχειρήσει να κρατήσει σε ασφαλή πλαίσια και τις σχέσεις του με το Βερολίνο, κυρίως σε οικονομικό επίπεδο, ήδη απ’ όταν διατελούσε υπουργός στρατιωτικών[50]. Επί καθεστώτος 4ης Αυγούστου, στην Ελλάδα παρατηρήθηκε μία απόπειρα γερμανικής οικονομικής διεισδύσεως μέσω επενδύσεων, ενώ τον Σεπτέμβριο του 1936 την Αθήνα είχε επισκεφθεί ο υπουργός Γιόζεφ Γκαίμπελς. Επιπλέον, μέσω συνεχίσεως των συμφωνιών clearing (ανταλλαγής προϊόντων), εξήγαγε προς την Γερμανία καπνό και εισήγαγε εξ αυτής πολεμικό εξοπλισμό[51], που μελλοντικά θα χρησιμοποιούσε εναντίον της (σε μια περίοδο μάλιστα καθ’ήν οι Άγγλοι ήσαν διστακτικοί ως προς την εξόπλιση των Ελλήνων). Η πολιτική πυγμή της τότε Ελλάδος διαφαίνεται στο γεγονός ότι, προς απόκτηση ξένου συναλλάγματος, εξήγαγε λαθραία πλην επικερδέστατα μέρος αυτού του οπλισμού προς αμφότερες τις αντιμαχόμενες πλευρές του ισπανικού εμφυλίου[52]. Πρώτοι απ’ όλους οι ίδιοι οι Γερμανοί, βέβαια, αντελαμβάνοντο ότι η ένταξη της Ελλάδος στον Άξονα δεν ήταν εφικτή.

  Στα πλαίσια της μεταξικής πολιτικής ουδετερότητος και ύστερα από διερευνητικές επιστολές ανάμεσα στον Μεταξά και τον εν Αθήναις Ιταλό πρέσβυ Εμ. Γκράτσι (Emanuele Grazzi), στις 28 Οκτωβρίου 1939 οι δύο πλευρές συνηγόρησαν σε κοινή διακοίνωση υπέρ της διατηρήσεως «φιλικών σχέσεων»[53], αλλά χάρη στην πίεση του Foreign Office δεν επανελήφθη ένα σύμφωνο με τους όρους του 1928. Τον Μάρτιο του 1939 ο Μεταξάς είχε υποψιαστεί ότι η Αγγλία, σε συνεργασία με τον διοικητή της Τραπέζης της Ελλάδος Εμ. Τσουδερό, πιθανώς να απεργαζόταν την πτώση του[54], αλλά ενεφανίσθη και αποφασισμένος να πολεμήσει τους Ιταλούς εάν παραβούν την εθνική κυριαρχία της Ελλάδος[55]. Λίγο αργότερα, με τις μεγάλες δυνάμεις να έχουν ολοκληρώσει εν πολλοίς τα εξοπλιστικά τους προγράμματα, ξεσπά ο δεύτερος παγκόσμιος πόλεμος, αφού η Γαλλία και η Βρετανία κήρυξαν τον πόλεμο στην Γερμανία (3/9/1939). Πλέον έγινε φανερό ότι η Ελλάς πολύ δύσκολα θα απέφευγε σύρραξη, αλλά ο προνοητικός Μεταξάς την περίοδο 1936-1940 είχε δαπανήσει συνολικά 12 δις δραχμών για τον εξοπλισμό και την οχύρωσή της[56].

  Στις 10/6/1940 η Ιταλία ενέβη στον πόλεμο υπέρ της Γερμανίας (καταπατούσα την «Συμφωνία Κυρίων»), ενώ μία ημέρα αργότερα ο Μεταξάς δήλωσε ότι η Ελλάδα θα παραμείνει αυστηρώς ουδέτερη και δεν θα επιτρέψει στον βρετανικό στόλο να εισέλθει σε ελληνικούς λιμένες[57][58]. Τις ειλικρινείς προσπάθειες του Μεταξά για αναίμακτη τήρηση της ουδετερότητος θα ανεγνώριζε αργότερα στο προσωπικό του ημερολόγιο και ο ίδιος ο Γκράτσι[59], παρότι είχε σοβαρούς λόγους να τις αμφισβητήσει. Βέβαια, σε τελική ανάλυση, ολίγα εξηρτώντο υπό της βουλήσεώς του. Εν μέσω ιταλικών προκλήσεων, το καλοκαίρι του 1940 εξιχνιάσθηκε υπό του Κ.Μανιαδάκη συνωμοσία γερμανοφίλων αξιωματούχων, που, δια της τοποθετήσεως του Κ.Πλατή στην αρχηγία του ΓΕΣ συμβαλούσης της γερμανικής πρεσβείας, αποσκοπούσαν στην ανατροπή του Μεταξά. Μεταξύ των εμπλεκομένων ήσαν ο υπουργός Κ.Κοτζιάς[60] και ο μετέπειτα πρωθυπουργός Στ.Στεφανόπουλος[61].

  Στις 15 Αυγούστου 1940, ανήμερα της μεγάλης ορθοδόξου εορτής της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, τρεις τορπίλες ιταλικού υποβρυχίου βύθισαν το καταδρομικό Έλλη, που είχε προσαράξει πλησίον της Τήνου για να συμμετάσχει στους εορτασμούς. Η ελληνική κυβέρνηση απέφυγε την δημοσιοποίηση του κοινού μυστικού, του υπαιτίου της ιεροσυλίας[62], όμως εξεκίνησε αθόρυβα τις προετοιμασίες για την αναπόφευκτη επίθεση[63].

  Κατόπιν της πρωτοφανούς αυτής προκλήσεως, ο Μεταξάς επεχείρησε να βολιδοσκοπήσει τις διαθέσεις του Βερολίνου ως  προς το ενδεχόμενο η Ελλάς να απόσχει του πολέμου. Στις 30 Οκτωβρίου 1940, σε ανακοίνωσή του προς τους ιδιοκτήτες και συντάκτες του αθηναϊκού τύπου στο ξενοδοχείο «Μεγάλη Βρετανία», δήλωσε τα εξής διαφωτιστικά:

«{…} Εἰς σχετικάς βολιδοσκοπήσεις πρός τήν κατεύθυνσιν τοῦ Ἄξονος μοῦ ἐδόθη νά ἐννοήσω σαφῶς τι μόνη λύσις θά μποροῦσε νά εἶναι μία ἑκουσία προσχώρησις τῆς Ἑλλάδος εἰς τήν «Νέαν Τάξιν». Προσχώρησις πού θά ἐγένετο ὅλως εὐχαρίστως δεκτή ἀπό τόν Χίτλερ «ὠς ἐραστήν τοῦ Ελληνικοῦ πνεύματος». {...} Μέ καταφανῆ προσπάθειαν ἀποφυγῆς σαφοῦς καθορισμοῦ μοῦ ἐδόθη νά καταλάβω τι ἡ πρός τούς Ἕλληνας στοργή τοῦ Χίτλερ ἦτο ἡ ἐγγύησις ὅτι αἱ θυσίαι αὐταί [για την προσχώρηση στην «Νέα Τάξη»] θά περιορίζοντο «εἰς τό ἐλάχιστον δυνατόν». Ὅταν ἐπέμεινα νά κατατοπισθῶ, πόσον ἐπί τέλους θά μποροῦσε νά εἶναι αὐτό τό ἐλάχιστον τελικῶς, μᾶς ἐδόθη νά καταλάβωμεν ὅτι τοῦτο συνίστατο εἰς μερικάς ἱκανοποιήσεις πρός τήν Ἰταλίαν δυτικῶς μέχρι Πρεβέζης, ἴσως καί πρός τήν Βουλγαρίαν ἀνατολικῶς μέχρι Δεδεαγάτς. Δηλαδή θά ἔπρεπε διά νά ἀποφύγωμεν τόv πόλεμον, νά γίνωμεν ἐθελονταί δοῦλοι καί νά πληρώσωμεν αὐτήν τήν τιμήν...μέ τό ἅπλωμα τοῦ δεξιοῦ χεριοῦ τῆς Ἑλλάδος πρός ἀκρωτηριασμόν ἀπό τήν Ἰταλίαν καί τοῦ ἀριστεροῦ πρός ἀκρωτηριασμόν ἀπό τήν Βουλγαρίαν. Φυσικά δέν το δύσκολον νά προβλέψη κανείς ὅτι εἰς μίαν τοιαύτην περίπτωσιν οἱ Ἄγγλοι θά ἔκοβαν καί αὐτοί τά πόδια τῆς Ἑλλάδος. {...} Κυρίαρχοι πάντοτε τῆς θαλάσσης δέν θά παρέλειπον, ὑπερασπίζοντες πλέον τόν ἑαυτόν των, ἔπειτα ἀπό μίαν τοιαύτην αὐτοδούλωσιν τῆς Ἑλλάδος εἰς τούς ἐχθρούς των νά καταλάβουν τήν Κρήτην καί τάς ἄλλας νήσους μας τουλάχιστον. Τό συμπέρασμα αὐτό δέν προέκυψεν μόνον ἀπό τήν πλέον ἁπλήν λογικήν, ἀλλά καί ἀπό ἀσφαλείς καί βεβαίας πληροφορίας ἐξ Αἰγύπτου, καθ’ ἅς εἶχεν ἤδη προμελετηθῆ καί ἀντιμετωπισθή ἡ ἐνέργεια πού θά ἔπρεπε νά γίνη ὠς φυσικόν ἐπακόλουθον πάσης τυχόv ἑκουσίας ἤ ἀκουσίας συνεργασίας τῆς Ἑλλάδος μέ τόν Ἄξονα, εἰς τάς ἑλληνικάς νήσους καί πρός παρεμπόδισιν ἐν περιπτώσει τῆς δυνατότητος διά τόν Ἀξονα νά τάς χρησιμοποιήση. {...} Ἀλλά τότε ὁ Ἑλληνικός λαός δικαίως θά ἐτάσσετο ἐναντίον τῆς κυβερνήσεως ἡ ὁποία διά νά τόν προφυλάξη ἀπό τόν πόλεμον θά τόν κατεδίκαζε εἰς ἐθελουσίαν ὑποδούλωσιν μετ’ ἐθνικοῦ ἀκρωτηριασμού. Αὐτή ἡ δῆθεν προφύλαξις θά ἦτο διά τήν τύχην τῆς εἰς τό μέλλον Ἑλληνικῆς φυλῆς, πλέον ὀλεθρία καί ἀπό τάς χειροτέρας ἔστω συνεπείας ὁποιουδήποτε πολέμου.{…} Θά προσέξατε τό τηλεγράφημα τοῦ κ. Τσῶρτσιλ, τό ὁποῖον ἐδημοσιεύθη σήμερον στάς ἐφημερίδας {...} ἐκεῖνοι οἱ ὁποῖοι εἰς τό τηλεγράφημα αὐτό δέν βλέπουν γραπτήν τήν ἐπιβεβαίωσιν ἀγράφου συμφωνίας διά τά Δωδεκάνησα [εννοεί την προοπτική απονομής των στην Ελλάδα κατόπιν αγγλικής νίκης], δέν ξέρουν νά διαβάζουν μέσα ἀπό τίς γραμμές.{…}»[64]

  Στις 12 Οκτωβρίου 1940 ο Μουσσολίνι, με αίσθημα αντιζηλίας έναντι του συμμάχου του που εισέβαλε στην Γαλλία χωρίς να τον ενημερώσει, δήλωσε στον Τσιάνο: «Ο Χίτλερ με φέρνει πάντα προ τετελεσμένων γεγονότων. Αυτήν την φορά θα τον πληρώσω με το δικό του νόμισμα. Θα μάθει από τις εφημερίδες ότι έχω καταλάβει την Ελλάδα»[65].

Συνεχίζεται...



[32] Perica Hadzi-Jovancic, “The Third Reich and Yugoslavia: An Economy of Fear, 1933-1941”, Bloomsbury Publishing 2020, σ.178-182 
[33] Γιώργος Μαυρογορδάτος, “Μεταξύ δύο πολέμων: Πολιτική Ιστορία 1922-1940”, 2003, σ.29
[34] Βλ. Συνέντευξη του Μίκη Θεοδωράκη στην Βίκυ Φλέσσα, στην εκπομπή «Στα άκρα» της ΕΡΤ, 29/01/2010
[35] Χρήστος Χατζηιωσήφ, “Ιστορία της Ελλάδας του 20ου Αιώνα: Ο Μεσοπόλεμος 1922-1940” τόμος Β2, Βιβλιόραμα 2003, σ.118-120
[36] Δημήτριος Κιτσίκης, “Ἡ Ἑλλάς τῆς 4ης Αὐγούστου καὶ αἱ Μεγάλαι Δυνάμεις: ἀρχεία τοῦ Ἑλληνικοῦ Ὑπουργείου Ἐξωτερικῶν, 19361941”, Ίκαρος 1974, σ.33
[37] Μόλις δηλαδή ίδρυσε το ενωτικό κόμμα των Ελευθεροφρόνων, βλ. εφημ. Καθημερινή, 18/10/1922
[38] Ευάγγελος Χρυσός, Wolfgang Schultheiß, “Ορόσημα ελληνο-γερμανικών σχέσεων”, Ίδρυμα της Βουλής των Ελλήνων για τον Κοινοβουλευτισμό και τη Δημοκρατία 2010, σ.207
[39] Παναγιώτης Πιπινέλης, “Εξωτερική πολιτική της Ελλάδος, 1923–1941”, Αθήναι 1948, σ.198-200
[40] James Barros, “Britain, Greece and the Politics of Sanctions: Ethiopia, 1935-1936”, Royal Historical Society 1982
[41] Χ.Χατζηιωσήφ, ό.π., σ.114-115
[42] Αυτό φαίνεται και στην ομιλία Sir Antony Eden στην βρετανική βουλή (28/4/1937) περί πρωτίστης σημασίας των φιλικών καθεστώτων κι έπειτα των ιδεολογικώς συγγενών. Βλ. Δ.Κιτσίκης, ό.π, σ.32-33
[43] Jon V. Kofas, “Authoritarianism in Greece: The Metaxas Regime”, East European Monographs 1983, σ.183-192
[44] Αναστάσιος Ζολώτας, “Γερμανικαί προτάσεις ειρήνης διαρκούντος του ελληνοϊταλικού πολέμου”, Ερωδιός 2005, σ.79
[45] Σε κρυπτογραφημένο τηλεγράφημα προς την πρεσβεία του Λονδίνου στις 14/2/1938 (αρ. πρωτ. 3084), ο Μεταξάς εξέφρασε την αγανάκτησή του καθώς ο βρετανικός παράγων είχε αναμειχθεί σε συνομιλίες για την ικανοποίηση των βουλγαρικών εδαφικών αξιώσεων εις βάρος της Ελλάδος. Βλ. Ιωάννης Μεταξάς (επίμ. Φαίδων Βρανάς), “Το Προσωπικό του Ημερολόγιο: 1933-1941” (“Η Τετάρτη Αυγούστου”, “Ο Πόλεμος 1940-1941”), Ίκαρος 1960, σ.294-295
[46] Ιωάννης Μεταξάς, “Το Προσωπικό του Ημερολόγιο: 1933-1941” (“Η Τετάρτη Αυγούστου”), Ίκαρος 1960, σ.524
[47] League of Nations Treaty Series, [9/2/1934] LNTSer 20, No3514, σ.154-159
[48] Πηνελόπη Κισσούδη, “The Balkan Games and Balkan Politics in the Interwar Years 1929 – 1939: Politicians in Pursuit of Peace”, Routledge 2013, σ.168
[49] Θάνος Βερέμης, “Βαλκάνια: από τον 19ο ως τον 21ο αιώνα”, Πατάκης 2005, σ.69
[50] Ε.Χρυσός, W.Schultheiß, ό.π., σ.205
[51] Ηλίας Ηλιόπουλος (εκδ. Θ.Βερέμης), “Ο Μεταξάς και η Εποχή του” (κεφ. “Η Ελληνική Στρατηγική Ανάσχεσης έναντι της Αναθεωρητικής Απειλής και τα Όριά της”), Αθήνα 2009, σ. 156-168
[52] Βλ. Αναφορά του πρέσβεως εν Αθήναις Sydney Waterlow προς τον Βρετανό Υπ.Εξ. Anthony Eden στις 19/2/1938. FO 371/22371 R2032.
[53] Ιωάννης Μεταξάς, “Το Προσωπικό του Ημερολόγιο: 1933-1941” τόμ.Δ,  Ίκαρος 1960, σ.402-403
[54] Ι.Μεταξάς, ό.π., σελ.359 (εγγραφή 12-19/5/1939)
[55] Ι.Μεταξάς, ό.π., σελ.359-360
[56] Ι.Μεταξάς, ό.π., σελ.426
[57] Ι.Μεταξάς, ό.π., σ.475
[58] Emanuele Grazzi (μτφρ. Γ.Χρυσώ), “Η αρχή του τέλους (η επιχείρηση κατά της Ελλάδας)”, Εστία  1980, σ.124-125
[59] E.Grazzi, ό.π., σ.50-51
[60] Ι.Μεταξάς, ό.π., σ.485
[61] Ι.Μεταξάς, ό.π., σ.537
[62] Heinz Richter (μτφρ.Κώστας Σαρρόπουλος), “Η Ιταλο-Γερμανική επίθεση εναντίον της Ελλάδος”, εκδ.Γκοβόστη 1998, σελ.60
[63] Ι.Μεταξάς, ό.π., σ.494, 498, 502
[64] “Ο ελληνοιταλικος πολεμος, 1940-1941: η ιταλικη εισβολη (28 Οκτωβριου μεχρι 13 Νοεμβριου 1940)”, Έκδοσις Διευθύνσεως Ιστορίας Στρατού, Γενικό Επιτελείο Στρατού 1960, σ.290-292 (Αρχείον ΔΙΣ Φ. 618/ΣΤ/1)
[65] Galeazzo Ciano (επιμ. H.Gibson, S.Welles), “Ciano Diaries 1939-1943” (Unabridged Diaries of Count Galeazzo. Italian Minister for Foreign Affairs 1936-1943), Doubleday & Co 1946, σ.247


*Κέντρο Μελετών και Προώθησης Εθνικών Ιδεών "Φ"

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου