Ἡ ἡρωικὴ ἀντίληψις τῆς Ζωῆς ἀναχωρεῖ ἀπὸ τὴν ἀρχή, ὅτ’ ἡ Ζωὴ εἶν’ ἕνας διαρκὴς ἀγών, μία ἀδιάκοπος, χωρὶς τέρμα καὶ χωρὶς σταμάτημα μάχη ἐναντίον τῆς φύσεως, ἐναντίον ἀνθρώπων, ἐναντίον τοῦ ἑαυτοῦ μας. Ἑπομένως καὶ ὁ ἄνθρωπος, κάθε γενεᾶς ὁ ἄνθρωπος, ἀποτελεῖ μίαν συνεχῆ μετάβασιν πρὸς κάτι ἄλλο, πρὸς κάτι ἀνώτερον. Ὄχι πρὸς ἕνα διαφορετικὸν εἶδος ὀργανικοῦ ὄντος (τὸν ὑπεράνθρωπον π.χ. τοῦ Nietzsche), ἀλλὰ πρὸς τὸ νὰ γίνῃ φορεὺς μιᾶς ἀνωτέρας, δηλαδὴ ἐντονωτέρας καὶ πλουσιωτέρας μορφῆς Ζωῆς. Ἔτσι κάθε ἄνθρωπος ἀξιόλογος εἶν’ ἕνας πρόδρομος, ποὺ ἀντλεῖ τὸ νόημα τῆς ὑπάρξεώς του ὄχι ἀπὸ τὸ παρελθὸν οὔτ’ ἀπὸ τὸ παρὸν, ἀλλ’ ἀπὸ τὸ μέλλον καὶ μόνον. Τὸ παρελθὸν ὡς παρελθὸν τὸ ἀγνοεῖ, πρὸς τὸ παρὸν εὑρίσκεται εἰς πόλεμον συνεχῆ. Ὄχι μόνον πρὸς ἐκεῖνο τὸ παρὸν, τὸ ὁποῖον δὲν εἶν’ εἰς τὴν οὐσίαν του παρὰ ἐπιβίωσις τοῦ παρελθόντος, ἤ μᾶλλον διατήρησις τοῦ σώματος αὐτοῦ ὀφειλομέν’ εἰς τὴν δειλίαν ἤ τὴν νωθρότητα τῶν συγχρόνων ἀνθρώπων· ὁ ἡρωικὸς ἄνθρωπος μάχεται καὶ πρὸς τὸ γνήσιον παρὸν, τὸ παρὸν ποὺ ζῇ γύρω του καὶ ζῇ μέσα του.
Καὶ ἐδῶ ἀκριβῶς κεῖται ἡ τραγικότης τοῦ ἡρωικοῦ ἀνθρώπου. Ριζωμένος εἶναι βαθύτατα εἰς τὸ παρελθὸν, τοῦ ὁποῖου εἶναι τὸ ἐκλεκτότερον κάρπισμα· μέσα του συμπυκνώνει εἰς μοναδικὸν βαθμὸν ἐντάσεως τὸ παρὸν -καὶ ὅμως ἀρνεῖται τὸ παρὸν καὶ τὸ μάχετ’ ἐν ὀνόματι τοῦ μέλλοντος, τὸ ὁποῖον ζῇ ὁ ἴδιος προληπτικῶς μόνον ὡς πραγματικότητα μέσα του. Καὶ τὸ μάχεται μὲ τὰ ὅπλα καὶ τὴν ρώμην τῆς ψυχῆς του, ποὺ εἶναι τοῦ παρόντος ὅπλα καὶ ρώμη, τὸ ὁποῖον κατ’ αὐτὸν τὸν τρόπον χρησιμοποιεῖ ταυτοχρόνως καὶ καταπολεμεῖ. Ἔτσι τοποθετεῖ ὁ ἴδιος τὸν ἑαυτόν του, ἐκλέγων οὕτως εἰπεῖν τὸ ἐπικινδυνότερον σημεῖον, μέσα εἰς τὴν ὁρμὴν καὶ τὴν ὀργὴν παντοδαπῶν συγκρούσεων. Συγκρούσεων πρὸς τοὺς συγχρόνους του, οἱ ὁποῖοι τὸν μισοῦν, διότι μισοῦν τὸ μέλλον εἰς τὸ πρόσωπόν του. Συγκρούσεων πρὸς τὸν ἴδιον τὸν ἑαυτόν του, μιᾶς πάλης μεταξὺ τῆς πραγματικότητός του, ποὺ ἀνήκει εἰς τὸ παρόν, καὶ τῶν δυνατοτήτων του, ποὺ ἀνήκουν εἰς τὸ μέλλον, ποὺ εἶναι τὸ μέλλον, ποὺ θὰ πολεμήσῃ καὶ πάλιν ἐν ὀνόματι ἄλλων δυνατοτήτων ἀπὸ τὴν στιγμὴν ποὺ θὰ γίνουν πραγματικότης.
Κατ’ αὐτὸν τὸν τρόπον ζῇ ταυτοχρόνως ὁ ἡρωικὸς ἄνθρωπος τὸν μεγαλύτερόν του πόνον καὶ τὴν μεγαλυτέραν του ἐλπίδα. Ζῇ τὴν συντριβὴν καὶ τὸν πόνον του, ἀλλὰ ζῇ μαζὶ καὶ τὴν ἠθικὴν ἀναγκαιότητα τοῦ πόνου καὶ τοῦ χαμοῦ του. Κάτι περισσότερον: Ἐρωτεύεται τὴν συντριβήν του, τὴν χαίρετ’ ἐκ τῶν προτέρων, ἀντλεῖ τὴν ἱλαρωτέραν του ἀκριβῶς παρηγορίαν ἀπὸ τὴν συντριβήν του.
Αἰσθάνεται πὼς εἶναι διαλεγμένος ἀπὸ τὴν Μοῖραν ὡς ἀγωνιστὴς καὶ ὡς μάρτυς -περισσότερον ὡς μάρτυς, ἀφοῦ τὴν ἐπιτυχίαν δὲν τὴν μετρεῖ μὲ ἀποτελέσματ’ ἄμεσα, μὲ ἀριθμοὺς καὶ μεγέθη, δὲν τὴν μετρεῖ κἄν διόλου. Εἶναι τὸ ἀλεξικέραυνον, ποὺ θὰ συγκεντρώσῃ ἐπάνω του (θὰ προσελκύσει μᾶλλον ἐθελουσίως) ὅλας τὰς καταιγίδας καὶ ὅλα τὰ ἀστροπελέκια, διὰ νὰ προστατευθοῦν τὰ κατοικητήρια τῶν εἰρηνικῶν ἀνθρώπων. Ἀλλὰ θὰ τὸ κάνῃ ὄχι ἀπὸ πνεῦμ’ ἀλτρουϊσμοῦ καὶ ἐθελοθυσίας ὑπὲρ τῶν ἄλλων. Εἰς τὴν ἑτοιμότητα τοῦ κινδύνου τὸν σύρει μὲ ἀκαταμάχητον ἕλξιν ἡ αἰσθητική, θὰ ἔλεγα, γοητεία τοῦ κινδύνου, ἡ συναίσθησις ὅτ’ εἶναι προνόμιον τῶν ἐκλεκτῶν (ὄχι καθῆκον ἤ πρᾶξις φιλανθρωπίας) νὰ συντρίβωνται ὑπὲρ τῶν ἄλλων, ὑπὸ τῶν ἄλλων -τὸ πολυτιμότερον προνόμιον! Ὁ ἡρωικὸς ἄνθρωπος δὲν εἶναι τὸ ἄνθος, δὲν εἶν’ ὁ καρπὸς -αὐτὰ ἀντιπροσωπεύουν τὸ παρὸν καὶ τοῦ παρόντος τὴν ἀνεπιφύλακτον χαράν. Εἶναι ὁ σπόρος ποὺ θὰ ταφῇ καὶ θὰ σαπίσῃ, διὰ ν’ ἀναφανῇ τὸ ἄνθισμα καὶ τὸ κάρπισμα. Εἶν’ ἐκεῖνος ποὺ θάπτεται διὰ νὰ ἑορτασθῇ ἡ ἀνάστασις, καὶ ἀνάστασις χωρὶς ταφὴν δὲν ὑπάρχει.
Ἀλλ’ ὁ ἡρωικὸς ἄνθρωπος δὲν δείχνεται εἰς τὴν συντριβήν του μόνον, ἤ καὶ εἰς τὴν ἑτοιμότητα ἔστω πρὸς συντριβήν. Εἰδεμή, ἡ ἡρωικὴ ἀντίληψις θὰ ἦτον ἰδεῶδες θανάτου μόνον, ὄχι μορφὴ ζωῆς -καὶ τί ζωῆς! Ὁ ἡρωικὸς ἄνθρωπος, καὶ μόνος αὐτὸς, ζῇ ἔντονα καὶ πλούσια ὁλόκληρον τὴν Ζωήν. Ἀλλὰ τὸ νὰ ζήσῃ ἔντονα δὲν σημαίνει δι’ αὐτὸν ὅ,τι συνήθως νοοῦμεν μὲ τὴν ἔκφρασιν αὐτήν: νὰ δοκιμάζῃ ἄφθονα καὶ δυνατὰ τὰς ἀπολαύσεις καὶ τὰς ἡδονὰς τῆς Ζωῆς.
Δὲν τὰς ἀγνοεῖ βέβαια τὰς ἀπολαύσεις τῆς Ζωῆς ὁ ἡρωικὸς ἄνθρωπος· ἀλλὰ τὰς δοκιμάζει τόσον, ὅσον χρειάζεται νὰ τὰς ξεπεράσῃ, τὰς γνωρίζει τόσον, ὥστε νὰ ἐννοῇ, ὅτι κατὰ βάθος παραλύουν μᾶλλον τὴν δύναμιν τοῦ ἀνθρώπου, καὶ ἄς τοῦ χαρίζουν τὴν ψευδαισθησίαν τῆς ἐντατικότητος καὶ τῆς πλησμονῆς. Ἔπειτα τὰς ἀπολαύσεις ἀναζητεῖ ἐκεῖνος ποὺ ζητεῖ νὰ πάρῃ ἀπὸ τὴν Ζωὴν, ὄχι ἐκεῖνος ποὺ ἔχει νὰ τῆς δώσει -καὶ σὲ πλουτίζει ὄχι τὸ νὰ παίρνῃς, ἀλλὰ τὸ νὰ δίδῃς.
Ἡ ἔντονος αὐτὴ ζωὴ εἶναι κατ’ ἀνάγκην πολυμερής, τόσον πολυμερής, ὥστε νὰ τὴν εὑρίσκουν πολυπράγμονα ὅσοι μετροῦν τὸν πλοῦτον τῶν ἐκλεκτῶν φύσεων μὲ τὴν πενίαν τῆς ἰδικῆς των, ὅσους δὲν ἀφήνει ὁ φθόνος ν’ ἀναγνωρίσουν εἰς ἕνα σύγχρονόν των τὸν ὄλβον τῶν ἀγαθῶν, ποὺ δὲν ἔχουν ἐκεῖνοι. Ὁ ἡρωικὸς ἄνθρωπος χαίρεται πολλὰς μορφὰς ζωῆς συγχρόνως καὶ τὰς χαίρεται ὄχι ἐξωτερικῶς, σὰν αἰσθητικόν θέαμα ἤ διὰ νὰ ἱκανοποιήσῃ τὴν περιέργειάν του. Μέσα του ζῇ ὅλας αὐτὰς τὰς μορφὰς τῆς Ζωῆς, τὰς ἀφομοιώνει μέσα του, καὶ τὰς ἀποδίδει μὲ τὸν προσωπικόν του τρόπον. Ἡ ψυχή του ὁμοιάζει μ’ ἕνα ἔδαφος λιπαρὸν καὶ βαθύ, εἰς τὸ ὁποῖον κάθε σπόρος ἄνετα θ’ ἀνθοβολήσῃ καὶ θὰ καρπίσῃ. Ἔτσι μεταμορφώνεται, χωρὶς νὰ χάνῃ τὸν ἑαυτόν του. Ζῇ ταυτοχρόνως μὲ πολλούς, ὅπως ὁ τραγικὸς ποιητὴς ὁ μεγαλοφυής, ποὺ ζῇ μέσα εἰς ὅλα του τὰ πρόσωπα, καὶ τὰ περισσότερον ἀντίθετα, ζῇ μέσ’ ἀπ’ ὅλα του τὰ πρόσωπα, καὶ ὅμως παραμένει ὁ ἴδιος καὶ ὡς ὕπαρξις καὶ ὡς διάνοια. Καὶ δὲν ζῇ μόνον πολλὰς μορφὰς Ζωῆς· συγκλονισμοὺς συγκλονίζεται πολλούς, συντριμμοὺς συντρίβεται πολλούς, μυρίους θανάτους ἀποθνήσκει.
Ἀλλ’ ἡ πολυμέρεια αὐτὴ δὲν σημαίνει καὶ διάσπασιν, ἀπώλειαν ἕρματος ἀτομικοῦ, διάχυσιν καὶ θόλωμα τοῦ πυρῆνος τῆς προσωπικότητος αὐτὸ συμβαίν’ εἰς τοὺς πολλοὺς, ὅταν ποτὲ θελήσουν νὰ εἶναι πολυμερεῖς. Διὰ τὸν ἡρωικὸν ἄνθρωπον ἡ πολυμέρεια δὲν αἴρει τὴν συγκέντρωσιν· τὴν καθιστᾷ ἰσχυροτέραν, τὴν ἀποδεικνύει ἰσχυροτέραν. Δὲν θὰ ἦτον ἡρωικὸς ἄνθρωπος, ἄν δὲν ἦτο μία δυνατὴ προσωπικότης, καὶ δυνατὴ προσωπικότης σημαίνει ἰσχυρὸν κεντρικὸν ἐγώ, ποὺ νὰ συγκρατῇ τὰς ψυχικὰς περιπετείας καὶ τὰ ἐξωτερικὰ περιστατικά, τὰ πετάγματα καὶ τὰ ἐνδιαφέροντα εἰς μίαν σφικτοδεμένην ἑνότητα ὄχι μόνον χρονικῆς διαδοχῆς, ἀλλὰ συνοχῆς λογικῆς, ἀναγκαιότητος ἠθικῆς.
Ἡ πολυμέρεια τοῦ ἡρωικοῦ ἀνθρώπου παρέχει πολλάκις τὴν ἐντύπωσιν ἀντιφατικότητος. Εἶναι τόσον πλουσία ἡ προσωπικότης του, ὥστε τὸ καθένα της μέρος, ἡ καθεμία της πλευρά, θὰ ἠμποροῦσε ν’ ἀποτελῇ (καὶ ἀποτελεῖ διὰ τοὺς πολλοὺς) ἕναν αὐτόνομον κόσμον, διαφορετικὸν ἀπὸ τὸν κόσμον ποὺ θὰ ἠμποροῦσε ν’ ἀποδώσῃ μία ἄλλη πλευρά του. Εἶναι λοιπὸν ν’ ἀπορῇς πῶς οἱ πολλοὶ τὰς εὑρίσκουν ἀσυμβιβάστους; Ἀλλ’ ὁ ἡρωικὸς ἄνθρωπος δὲν ὁμοιάζει μὲ τοὺς καλοὺς καὶ φρονίμους ἁμαξάδες, οἱ ὁποῖοι ὁδηγοῦν τὸ ἁμαξάκι των «βραδέως ἀλλ’ ἀσφαλῶς» ἀπὸ τοὺς δρόμους τοὺς στρωτοὺς καὶ τοὺς ἡσύχους πρὸς τὸ τέρμα, ποὺ ἄλλοι καθώρισαν. Μὲ τὸν ἡνίοχον ὁμοιάζει, ποὺ κυβερνᾷ τέσσαρα, ὀκτὼ ἴσως θυμοειδῆ ἄλογα -καὶ τὸ καθένα των σπεύδει ἀσυγκράτητον πρὸς αὐτοβούλους κατευθύνσεις. Τὰ κυβερνᾷ μὲ δυνατὸ χέρι, χωρὶς ὅμως καὶ νὰ ἐξουδετερώνῃ ἐκείνων τὴν ὁρμητικότητα καὶ τὴν ἐπαναστατικότητα. Εἰδεμή, τί θέλγητρον θὰ εἶχε δι’ αὐτὸν ἡ ἡνιοχεία; Τὸ «βραδέως ἀλλ’ ἀσφαλῶς» δὲν τὸ ξέρει· λογαριάζει καὶ τὰς πτώσεις, διότι μόνον ὅπου ὑπάρχουν πτώσεις δίδετ’ εὐκαιρία καὶ ἀνυψώσεων.
Πράγματι ὁ πόλεμος καὶ ὁ κίνδυνος εἶναι τὸ στοιχεῖον του, ἡ ἀπαραίτητος τροφή του. Ὁ πόλεμος λέγω καὶ ἡ νίκη, ὄχ’ ἡ ἐπιτυχία. Ἡ ἐπιτυχία δὲν εἶναι πάντοτε νίκη· εἶναι νίκη ἐξωτερική, ἐξωτερικὸς πλουτισμὸς εἰς ἐπιτεύγματα καὶ κέρδη -νά σὰν τὰ ρεκὸρ συγχρόνου ἀθλητοῦ, ποὺ μετροῦνται μὲ δευτερόλεπτα καὶ ὑφεκατοστόμετρα. Ἀλλ’ ὁ ἡρωικὸς ζητεῖ τὴν νίκην ἐκείνου ποὺ χαίρεται τὸ ὅτι ἐπολέμησε, τὸ ὅτι ἐκινδύνευσε, τὸ ὅτι ἀντέστη, τὴν νίκην ὡς εὐκαιρίαν μόνον νὰ ζήσῃ ἐντόνους καὶ ἀγωνιώδεις στιγμάς. Καὶ παρομοία νίκη συνυπάρχει κάλλιστα μὲ τὴν ἀποτυχίαν εἰς τοὺς ἀντικειμενικοὺς σκοποὺς, καθὼς ἡ ἀποτυχία τῶν 300 εἰς Θερμοπύλας…
Ἄλλωστε γενικῶς ἡ ἐπιτυχία εἶναι διὰ τὸν ἡρωικὸν ἄνθρωπον μία λέξις, μία πραγματικότης, ἴσως -ὄχι ἀξία. Δὲν τὴν ξέρει, οὔτε τὸν ξέρει ἐκείνη. Ἄν ἐπίστευεν ὀλιγώτερον εἰς τὸν ἑαυτόν του, θὰ ἦτο δι’ αὐτὸ ἀπογοητευμένος. Ἄν ἐπίστευε ὀλιγώτερον εἰς τῆς Μοίρας τὴν σοφίαν, θὰ ἦτον ἀπαισιόδοξος. Ἀλλ’ ἐπιτυχία σημαίνει πραγματοποίησις σκοποῦ, ποὺ εὑρίσκετ’ ἔξω μας, καὶ ἐκεῖνος ἔχει μέσα του τὸν σκοπὸν καὶ τὸ νόημα τῆς ὑπάρξεώς του. Ἀπέναντι αὐτοῦ τίποτε δὲν μετρεῖ, οὔτ’ ἡ ζωὴ του, οὔτ’ ἡ εὐτυχία του. Καὶ τί μεγαλύτερον θὰ ἠμποροῦσεν ἡ ἐπιτυχία νὰ τοῦ προσφέρῃ;
Ἔπειτα ἡ ἐπιτυχία σημαίνει φρόνησιν, καὶ ἡ φρόνησις εἶναι προσαρμογὴ τῆς ψυχῆς πρὸς τὰ πράγματα, καταβιβασμός δηλαδὴ καὶ ὀλιγάρκειά της, διὰ νὰ συμμορφωθῇ πρὸς τὴν καθημερινότητα τοῦ ἐξωτερικοῦ κόσμου. Ἐνῷ ἡ σοφία καὶ ἡ ἀποστολὴ τοῦ ἡρωικοῦ εἶναι ν’ ἀναβιβάσῃ τὰ πράγματα πρὸς τὴν ψυχήν του, νὰ τὰ γεμίσῃ μὲ νόημα τόσον, ὥστε νὰ γίνουν ἀντάξιά του. Δι’ αὐτὸ παρέχει τὴν ἐντύπωσιν ἄφρονος, καὶ εἶναι ἄφρων. Ἔχει τὴν ἀφροσύνην τοῦ παιδιοῦ, ποὺ στερεῖται τὴν πολυύμνητον αὐτὴν πεῖραν τῆς πραγματικότητος, ἡ ὁποία εἶναι κατὰ βάθος ὄκνος καὶ ὀλιγοπιστία. Ἐνῷ τὸ παιδὶ εἶναι παιδί, ἀκριβῶς διότι πιστεύει, διότ’ ἠμπορεῖ ἀκόμη νὰ πιστεύῃ, ἀνεπιφύλακτα. Ὁ ἡρωικὸς ἄνθρωπος εἶν’ ὁ αἰωνίως νέος -τί νὰ τὴν κάνῃ τὴν φρόνησιν; Εἶναι διὰ τοὺς πεζοὺς καὶ τοὺς νοικοκυραίους, ποὺ βαδίζουν ἥσυχα καὶ ὁμαλὰ τὸν δρόμον τῆς ζωῆς των. Ἐκεῖνος ὅμως δὲν βαδίζει· χορεύει.
Αὐτὸς εἶναι ὁ λόγος ποὺ θεωρεῖται καὶ εἶναι ἄνθρωπος ἀβοήθητος εἰς τὴν συνήθη πρακτικὴν ζωήν. Καὶ ἕνας ἄλλος λόγος: δὲν ἔχει τὴν φρόνησιν νὰ δυσπιστῇ πρὸς τοὺς γύρω του. Νὰ δυσπιστῇ πρὸς τί; Διὰ ν’ ἀποφύγῃ κινδύνους; Μὰ αὐτοὺς εἶναι ἀκριβῶς, ποὺ ἀναζητεῖ ἡ ψυχή του. Τοὺς ἀναλαμβάνει ὄχι ἀπὸ ἐπαγγελματικὴν συνήθειαν ἤ ἀπὸ βιοποριστικὸν καταναγκασμὸν -οἱ ἀκροβάται καὶ οἱ θηριοδαμασταὶ θὰ ἦσαν τότε οἱ ἡρωικώτεροι τῶν ἀνθρώπων- ἀλλ’ ὡς ἐσωτερικὴν προσταγὴν τῆς μοίρας του, ὡς τὸ ἱερώτερον δικαίωμα ποὺ τοῦ δημιουργεῖ ἡ ὑπεροχή του. Οἱ πολλοὶ καμαρώνουν δι’ ὅσους κινδύνους ἀπέφυγαν, ὄχι δι’ ὅσους ὑπεβλήθησαν· περιγράφουν τὰς ἐπιτυχίας ποὺ ἐπραγματοποίησαν, καὶ ὑπερηφανεύονται διὰ τὴν ἐξυπνάδα των. Ἀλλὰ διὰ τὸν ἡρωικὸν ἄνθρωπον, τὸ εἴδαμεν: ἡ ἐπιτυχία δὲν ἀποτελεῖ οὔτε κριτήριον οὔτε ἰδεῶδες· ἰδεῶδες του κριτήριον: νὰ ζήσῃ δυνατὸς καὶ ὡραῖος. Καὶ εἶναι γενναιότερον καὶ ὡραιότερον ν’ ἀδικηθῇς παρὰ νὰ ἀδικήσῃς, νὰ ἐξαπατηθῇς παρὰ νὰ ἐξαπατήσῃς.
Ἄλλωστε πρὸς τί νὰ ἐξαπατήσῃ; Ἐξαπατοῦν οἱ ἑτεροκεντρικοί, αὐτοὶ ποὺ ἀσχολοῦνται διαρκῶς μὲ τοὺς ἄλλους, διὰ νὰ τοὺς ἀντιγράφουν ἤ νὰ τοὺς φθονοῦν, ἤ καὶ τὰ δύο μαζί. Ἀπασχολοῦνται κατ’ ἀνάγκην, ἀφοῦ δὲν εἶναι τόσον πλούσιον τὸ ἐγώ των, ὥστε νὰ τοὺς ἀπασχολῇ ἐκεῖνο ἔντονα καὶ ἱκανοποιητικά. Ὁ ἡρωικὸς ὅμως ἀποτελεῖ ὁ ἴδιος κέντρον τοῦ ἑαυτοῦ του, ἐλεύθερος εἰς τὴν ἀπομόνωσίν του, ἀριστοκρατικὸς μὲ τὴν ἀπόστασιν εἰς τὴν ὁποίαν κρατεῖ τοὺς ἄλλους, ἀπτόητος μὲ τὸ θάρρος τῆς προσωπικῆς του γνώμης καὶ τῆς προσωπικῆς του εὐθύνης, ὑπερήφανος μέσα εἰς τὸ ἄβατον τέμενος τῆς μοναξιᾶς του. Δι’ αὐτὸ δὲν καταδέχεται νὰ φθονῇ, μήτε νὰ παραβγαίνῃ μὲ τοὺς ἄλλους· δὲν χρειάζεται νὰ βεβαιώνῃ εἰς τὸν ἑαυτόν του μ’ αὐτὸ τὸ μέσον, μὲ τὴν ἐξωτερικὴν ἀναγνώρισίν του δηλαδή, τὴν ὑπεροχήν του.
Ἄν φαίνεται κάποτε νὰ προχωρῇ ἀπὸ τὴν ἀπομόνωσίν του πρὸς τοὺς ἄλλους, τὸ κάνει ἀπὸ πλησμονὴν ἐσωτερικήν, ἀπὸ ἐντροπὴν νὰ κρατῇ μόνος του τὸν πλοῦτον ποὺ ἀναβλύζει μέσα του, ἀπὸ τὴν σκληράν, αὐτοβασανιστικὴν ἐπιθυμίαν νὰ ξεφύγῃ ἀπὸ τὸν ὑποκειμενισμόν του, τὸν μόνον κίνδυνον ποὺ φοβεῖται σοβαρά, νὰ προχωρήσῃ ἀπὸ τὸ ἐγώ του πρὸς τὴν μοῖραν του. Καὶ εἶν’ ἡ μοῖρα κάθε ἀνθρώπου κάτι ποὺ ὑπάρχει καὶ δρᾷ πρὶν ἀπὸ τὸ ἐγώ του καὶ ὕστερ’ ἀπ’ αὐτό· εἶν’ ἡ μοῖρα μας ποὺ διαπλάσσει τὸ ἐγώ μας, ὄχι τἀνάπαλιν. Ἔτσι ὁ ἥρως εἶναι πάντα μοναχικὸς -εἰδεμή, δὲν θὰ ἦταν ἥρως -ἀλλὰ ποτὲ ὑποκειμενικός.
Πουθενὰ δὲν φαίνεται περισσότερον ἡ ὑπερηφάνεια τοῦ ἡρωικοῦ ἀνθρώπου, παρὰ εἰς τὸν τρόπον ποὺ διεξάγει τοὺς λεγομένους ἀγῶνας ἰδεῶν. Δὲν ἀποβλέπει ποτὲ εἰς τὸ νὰ νικήσῃ. Τί θὰ εἰπῇ νὰ νικήσῃ; Νὰ δεχθοῦν τὰς ἀπόψεις του; Συμφορά! Ὁ ἴδιος ξέρει τί τοῦ ἐστοίχισεν ὡς ποὺ νὰ καταλήξῃ εἰς αὐτάς, τί τόλμη ἐχρειάσθη, sapere aude, λέγει ὁ ἀρχαῖος ποιητής, -τί ἐσωτερικὴν ὡρίμανσιν προϋποθέτει. Ἔτσι ἀνησυχεῖ μᾶλλον παρὰ ποθεῖ ἐκεῖνον, ποὺ θὰ τὰς δεχθῇ κατ’ ἐπιταγὴν ἤ ὡς προϊὸν μιᾶς συντόμου συζητήσεως.
Διὰ νὰ ἀποκτήσῃ μήπως ὀπαδούς; Εἶν’ ἀληθές, ὅτι πολλοὶ αἰσθάνονται τὴν ἀνάγκην νὰ κάνουν προπαγάνδαν διὰ τὰς ἰδέας των, σὰν νὰ φοβοῦνται, ὅτι δὲν θὰ εἶναι ὀρθαὶ, ἄν δὲν τὰς ἀνεγνώριζαν καὶ ἄλλοι, κατὰ τὸ δυνατὸν πολυαριθμότεροι. Ἀλλ’ ἐκεῖνος γνωρίζει, ὅτι σημασίαν δὲν ἔχει τὸ περιεχόμενον τῶν ἰδεῶν ἑνὸς ἀνθρώπου, ἀλλ’ ἡ ψυχικὴ δύναμις μὲ τὴν ὁποίαν τὰς κατέκτησε καὶ τὰς κατέχει, ὄχι τὸ τί πιστεύεις ἀλλὰ τὸ πῶς πιστεύεις ὅ,τι πιστεύεις. Ὅτι τὰς θεμελιώδεις, τὰς ζωτικὰς πεποιθήσεις σου ρυθμίζει κατὰ βάσιν ἡ μοῖρα σου, ὄχι τἀνάπαλιν. Καὶ ἡ μοῖρα σου εἶναι κάτι ἀπολύτως προσωπικόν· δὲν ἠμπορεῖς μήτε νὰ τὸ δανεισθῇς, μήτε νὰ τὸ δανείσῃς. Ἔπειτα, τί σημαίνει διὰ τὸν ἡρωικὸν ἄνθρωπον ὁ ἀριθμός; Ἐκεῖνος θέλει, καὶ ὡς πνευματικὸς ἄνθρωπος ἀκόμη, νὰ ἐργάζεται, ὄχι νὰ συνεργάζεται -εἶναι ἀνδρικώτερον…
Ἔτσι καὶ ὅταν ὑπερασπίζῃ τὰς ἀπόψεις του, δὲν τὸ κάνει διὰ νὰ τὰς ἐπιβάλῃ· ἀλλὰ διὰ νὰ μείνῃ ὁποῖος εἶναι. Καὶ ἀκριβῶς τὸ νὰ εἶναι ὁποῖος εἶναι, ἀποτελεῖ εἰς τὰ μάτια τῶν ἄλλων πολλάκις αὐτὸ καὶ μόνον πολεμικήν. Ἡ ὕπαρξίς του καὶ μόνη ἐξεγείρει τὸ μῖσος· ἀρκεῖ νὰ περιγράφῃ ἁπλῶς πῶς εἶναι, καὶ προκαλεῖ ἀντιπάθειαν· -τόσον μεγάλον μέρος ἀπὸ τὸ μέλλον ἀντιπροσωπεύει! Διότι τὸ μέλλον εἶναι σκοτεινόν, καὶ εἶν’ ὀλίγοι ποὺ δὲν φοβοῦνται τὸ σκοτάδι· οἱ πολλοὶ τὸ φοβοῦνται, καὶ ὁ φόβος των παίρνει πολλάκις τὴν μορφὴν ἀντιπαθείας.
Καὶ ὅμως σπείρει ἄφθονα τὰ γεννήματα τοῦ νοῦ του. Τὰ σπείρει, διότι δὲν ἠμπορεῖ νὰ κάνῃ διαφορετικά· ὅπως τὸ δένδρον ποὺ τινάζει τοὺς καρπούς του σὰν ὡριμάσουν, εἴτ’ εὑρίσκοντ’ ἀποκάτω εἴτε ὄχι αὐτοὶ ποὺ θὰ τοὺς εἶναι χρήσιμοι. Ἔτσι καὶ ὁ ἡρωικὸς ἄνθρωπος: διδάσκει, παρασυρόμενος ἀπὸ τὴν πίστιν του ὁμιλεῖ περὶ αὐτῆς ὑποκύπτων εἰς τὴν ἐσωτερικὴν ὁρμὴν ν’ ἀνακοινώσῃ -ὄχι ν’ ἀνακοινώσῃ· νὰ τραγουδήσῃ μᾶλλον, τὴν χαράν του καὶ τοὺς θησαυρούς του -νά ἔτσι, ὅπως ὁ ἐρωτευμένος ποὺ θὰ ἤθελεν εἰς ὅλον τὸν κόσμον νὰ φωνάξῃ τὴν ἀγάπην του, καὶ διαβεβαιώνει κάθε φορὰν τὸ ἀγαπημένον του πρόσωπον πόσον τ’ ἀγαπᾷ, ὄχι διὰ νὰ τὸ πείσῃ, οὔτε διότι φαντάζεται πὼς ἀμφιβάλλει, ἀλλὰ μόνον διότι εὐχαριστεῖται ὁ ἴδιος κάθε φορὰν νὰ τ’ ἀκούῃ. Ἔτσι καὶ ὁ ἡρωικὸς ἄνθρωπος: εἴτε προφορικῶς ἀναπτύσσει πρὸς ἕνα κοινόν, εἴτε γράφει, κατὰ βάθος εἶν’ ὁ ἴδιος ἀκροατὴς καὶ ἀναγνώστης τοῦ ἑαυτοῦ του. Ὁμιλεῖ ἐνώπιον τῶν ἄλλων, διὰ νὰ ἀκούσῃ ὁ ἴδιος τὴν φωνήν του δυνατώτερα, διαυγέστερα, συνειδητότερα.
Ὑπερήφανος εἶναι, ὄχι ἐγωιστής. Δι’ αὐτὸ σπαταλᾷ τὸν ἑαυτόν του. Ἡ εὐτυχία του εἶναι νὰ δαπανᾷ, ἀκριβέστερον ἀκόμη: νὰ δαπανᾶται. Ἀνεξάντλητος ὅπως εἶναι, δὲν ξέρει ἀριθμητικήν. Εἶναι τόσον πλούσιος, ὥστε θ’ ἀναπληρώσῃ εὔκολα (τὸ ξέρει) κάθε ζημίαν· πρὸς τί λοιπὸν νὰ τὴν ὑπολογίζῃ; Ὑπολογίζει ὁ πτωχός· ὁ πλούσιος κλείνει τὰ μάτια, ἁπλώνει τὸ χέρι, καὶ σκορπᾷ… Ὅσα καὶ νὰ σκορπίσῃ, πάντοτ’ ἐκ τοῦ περισσεύματος θὰ εἶναι.
Ἐκ τοῦ περισσεύματος ἀντλεῖ καὶ ἡ μεγαλοδωρία τοῦ ἡρωικοῦ ἀνθρώπου. Ἀφρόντιστα καὶ ἀδίστακτα σπαταλᾷ τὰ πλούτη του, τὴν δραστηριότητά του, τὴν ὑγείαν του, τὴν ρωμαλεότητα τῆς ψυχῆς καὶ τοῦ νοῦ του. Σκορπᾷ τὴν ἀγάπην του χωρὶς ἀνταλλάγματα, ἕτοιμος νὰ πληρώσῃ ἐκείνους ποὺ θὰ θελήσουν νὰ τὴν δεχθοῦν. Σκορπᾷ τὰς συγκινήσεις, τοὺς ἐνθουσιασμοὺς καὶ τὴν φλόγα, τὰ κάλλη καὶ τὰ ρίγη τῆς ψυχῆς του· καὶ εἶναι τόσον πολλὰ τὰ πολύτιμ’ αὐτὰ πετράδια, ὥστε ὁ πτωχὸς καὶ ὁ κακὸς ὑποπτεύουν πὼς θὰ πρέπει κίβδηλα νὰ εἶναι· εἰδεμή, θὰ τὰ ἐμοίραζεν ἔτσι, τόσον ἀμέριμνα, τόσον ἀλύπητα; Σκορπᾷ τοῦ νοῦ του τὰ γεννήματα, ποὺ εἶναι δι’ αὐτὸν βιώματα ψυχῆς, χωρὶς νὰ κατοχυρώνῃ συγγραφικῶς τὴν πατρότητά των, νά ἔτσι σὰν τὸν ἥλιον ποὺ ἀκτινοβολεῖ παντοῦ τὸ φῶς του. Καὶ ὁ ἥλιος δὲν ἔχει μετρητὴν τοῦ φωτός· ἔχουν αἱ ἠλεκτρικαὶ ἑταιρεῖαι μόνον.
Καὶ εἶν’ ἡ χαρά του νὰ σκορπᾷ: ὅλα τ’ ἀγαθὰ τῆς γῆς τὰ ἐκτιμᾷ ὄχι ὡς κτήματα, ἀλλ’ ὡς χρήματα (μὲ τὴν ἀρχαίαν σημασίαν τῆς λέξεως ἐκ τοῦ χρῶμαι), ὡς δαπανήματα δηλαδή. Ἤ μᾶλλον πιστεύει πὼς ἀγαθὰ δὲν εἶναι· γίνονται ἀγαθά, ἀφ’ ἧς στιγμῆς καὶ ἐφ’ ὅσον δαπανῶνται.
Εἰς τὴν ἐργασίαν καθυποβάλλεται μὲ ἀνεπιφύλακτον προθυμίαν. Τὴν δέχεται αὐτονόητα καὶ χαρωπά, ἀφοῦ εἶναι κάτι βαρὺ καὶ δύσκολον, ἀφοῦ ζωὴ σημαίνει δι’ αὐτὸν δρᾶσις καὶ κάματος. Ἐργάζεται ἀπὸ τὴν ἐπιθυμίαν νὰ χρησιμοποιῇ τὰς δυνάμεις τοῦ σώματος καὶ τῆς ψυχῆς εἰς ἔργα δύσκολα, ἐργάζετ’ αἰσθητικῶς, καθὼς ἕνας ἀθλητής.
Τὸ ἴδιον καὶ εἰς τὴν πνευματικὴν του ἐργασίαν: Δὲν μελετᾷ διὰ νὰ γράψῃ ἕνα βιβλίον -ἡ σκέψις εἶναι δι’ αὐτὸν κάτι ποὺ τὸ ζῇ, ὄχι κάτι ποὺ τὸ γράφει -ἤ διὰ νὰ ἐπιτύχῃ ἕν ἀξίωμα. Μέσα του θέλει νὰ πλουτίσῃ, νὰ πλουτίσῃ ἀκόμη μὲ τὴν χαρὰν ποὺ δίδει ἕνα δύσκολον ζήτημα. Προχείρως ἔτσι σκορπᾷ ἕνα πλῆθος προσωπικῶν στοχασμῶν (προσωπικῶν καὶ ὅταν ἔχῃ ἀπ’ ἄλλους λάβει τὴν ἀφετηρίαν τῆς σκέψεως), ποὺ ἕνας ἄλλος θὰ ἐπροφύλασσε ζηλοτύπως. Μὰ ὁ ἡρωικὸς ἄνθρωπος ἀγνοεῖ τὴν ζηλοτυπίαν.
Καὶ εἶναι φυσικόν· ἀφοῦ διατηρεῖ ζωντανὰ καὶ καθαρὰ τὰ χαρίσματα τοῦ γνησίου ἀριστοκράτου: τὴν μοναξιά του, τὸ αἴσθημα τῆς ἀνεπιμειξίας, τὸ θάρρος καὶ τὴν ἱκανότητα πρὸς περιφρόνησιν, τάς μακροχρονίους ἀφοσιώσεις, τὴν ἀρχοντικὴν μεγαλοδωρίαν. Πρὸ παντὸς τὸ αἴσθημα τῆς προσωπικῆς τιμῆς, ἐνώπιον τῆς ὁποίας ὅλα τ’ ἄλλα, πλοῦτος καὶ μόρφωσις, ἐξουσία καὶ ὑγεία, εἶν’ ἕνα μηδέν.
Ἡ ζωὴ ἑνὸς ἀνθρώπου, καθὼς αὐτοῦ ποὺ περιέγραψα, δὲν ἠμπορεῖ παρὰ νὰ εἶναι σύντομος. Σύντομος ὄχι πάντοτε μὲ τὴν κοινὴν σημασίαν· ἠμπορεῖ κάποτε νὰ ζήσῃ καὶ πολλὰ χρόνια, ἀλλὰ πάντα θὰ εἶν’ ὀλίγα, σχετικῶς μὲ τὴν πλησμονὴν τῆς ζωτικότητός του. Ἄλλωστ’ ἡ ἡλικία εἶναι κάτι σχετικόν· δὲν μετρεῖται πάντως μὲ τὴν διάρκειαν, μὲ τὸ περιεχόμενόν της μετρεῖται. Εἶν’ ἔννοια ἠθική, ὄχι ἀστρονομική.
Συνήθης ὅμως εἶναι σύντομος καὶ ὑπὸ τὴν συνήθη χρῆσιν τῆς λέξεως. Σύντομος, διότι ὁ ἡρωικὸς ἄνθρωπος περνᾷ ὁλόκληρον τὴν ζωήν του εἰς τὸ πολυκίνδυνον μέτωπον τοῦ πολέμου. Σύντομος, διότι πάντοτε εἶναι, ἀπὸ τὴν μοῖραν του καὶ μόνην ὁδηγούμενος, ἐρασιθάνατος.
Βαδίζει πρὸς τὸν θάνατον ὄχι διὰ ν’ ἀναπαυθῇ, ὄχι διότι ἐβαρέθηκε τὴν ζωήν, ὄχι διότι ἐδειλίασεν ἐνώπιον αὐτῆς, ὄχι ἀπὸ μαρασμὸν καὶ ἐξάντλησιν τῶν δυνάμεών του. Ὁ ἡρωικὸς ἄνθρωπος δὲν ὑφίσταται τὸν θάνατον. Δι’ αὐτὸν καὶ ὁ θάνατος ἀκόμη δὲν εἶναι πάσχειν, εἶναι πράττειν. Εἶναι ἡ τελευταία πρᾶξις, μὲ τὴν ὁποίαν ἐπισφραγίζει ὅλας του τὰς ἄλλας πράξεις. Τοὺς δίδει αὐτὴ τὸ νόημα· καὶ ἡ Ζωὴ ὅλη εἶναι μία διαρκὴς ἀρχή, καὶ ἡ ἀρχὴ τὸ νόημά της ἀντλεῖ ἀπὸ τὸ τέλος, τοῦ ὁποίου εἶν’ ἡ ἀρχή. Καὶ εἶναι τὸ τέλος ὁ θάνατος, ἀλλὰ καὶ ἡ τελείωσις.
Ἀλλ’ ὁ πληθωρισμὸς τῆς ζωῆς εἶναι τόσος μέσα του, ὥστε καὶ ὁ θάνατός του δὲν εἶν’ ἐκμηδένισις πλέον. Μεστώνει ἀπὸ περιεχόμενον, ἀπὸ ἠθικὴν ἀναγκαιότητα, πλημμυρίζει ἀπὸ τὴν χαρὰν καὶ τὴν ὡραιότητα μιᾶς τελευταίας νίκης -παρόμοια μὲ τὸν ἥλιον, ὁ ὁποῖος, κλίνων πρὸς τὴν δύσιν, ἐνδύεται τὴν πορφυρᾶν του μεγαλοπρέπειαν.
Ἄν θὰ εἶν’ ἑκούσιος ὁ θάνατος ἤ ἀκούσιος, δὲν ἔχει σημασίαν. Διὰ τὸν ἡρωικὸν ἄνθρωπον ὁ θάνατος εἶναι πάντοτ’ ἑκούσιος, ἀφοῦ ὁ δρόμος, ποὺ συνειδητὰ ἐδιάλεξε καὶ βαδίζει, μοιραίως καὶ ἀναγκαίως ὁδηγεῖ πρὸς τὰ ἐκεῖ. Ἄλλωστε διαλέγει συνήθως ὁ ἴδιος τὸν θάνατόν του καὶ τὴν ὥραν του, μὲ τὴν ἐσώψυχον πίστιν ὅτι δικαίωμά του ἀπόλυτον εἶναι: Ἄν θέλῃς νὰ γεννηθῇς, δὲν ἐξαρτᾶτ’ ἀπὸ τὴν συγκατάθεσίν σου· τὸ νὰ φύγῃς ὅμως ἀπὸ τὴν Ζωὴν καὶ πότε νὰ φύγῃς, αὐτὸ ἀφῆκεν ὁ Θεὸς εἰς τὴν ἰδικήν σου, τὴν ὑπεύθυνον διαγνώμην. Καὶ εἶναι βαρεῖα καὶ δύσκολος αὐτὴ ἡ εὐθύνη διὰ τοῦτο καὶ ἡ ὁρμὴ πρὸς αὐτοσυντηρησίαν εἶναι τόσον ἰσχυρά.
Ἀλλ’ ἑκούσιος ἤ ἀκούσιος, ὁ θάνατος τοῦ ἥρωος εἶναι πάντοτε μία ἔκρηξις ἡφαιστείου. Νά ἔτσι ξαφνικὰ σπᾷ τὸ δοχεῖον τῆς ζωῆς του, συντρίβεται καὶ συντρίβει ὅλα γύρω του, φλέγεται καὶ φλέγει, φωτίζεται καὶ φωτίζει -καὶ τρομάζουν οἱ δειλοὶ καὶ ταπεινοὶ καὶ φθονεροί. Ὀργὴ Κυρίου…
Αὐτοὶ εἶναι συντόμως οἱ ἕξ ἰδεατοὶ τύποι ἀντιλήψεων τῆς Ζωῆς1, μέσα εἰς τοὺς ὁποίους θὰ ἦτο δυνατὸν νὰ περιληφθῇ ὅλων τῶν ἀνθρώπων ἡ ζωή, τοὐλάχιστον ὅλων ἐκείνων, τοὺς ὁποίους δὲν τοὺς ζῇ ἡ Ζωή, ἀλλὰ ζητοῦν νὰ συνειδητοποιήσουν ὅ,τι ἡ μοῖρα τοὺς προεχάραξε. Δὲν τοὺς παρέταξα διὰ νὰ τοὺς κρίνωμεν· εἶναι ὅλοι ὡραῖοι καὶ πλούσιοι, μὲ τὴν ἰδικήν του ὡραιότητα καὶ τὸν ἰδικόν του πλοῦτον ὁ καθένας. Δὲν τοὺς περιέγραψα διὰ νὰ διαλέξετε. Σᾶς τὸ ἐπανέλαβα πολλάκις: δὲν διαλέγομεν ἡμεῖς τὴν μοῖραν μας· ἐκείνη μᾶς διαλέγει.
Ἡ πολυθεΐα ποὺ βασιλεύει καὶ θὰ βασιλεύῃ εἰς τὰ ἰδανικὰ καὶ τὰς μορφὰς τῆς Ζωῆς, εἰς ἕνα πρᾶγμα μᾶς βοηθεῖ, ὅταν τὴν μελετήσωμεν: Εἰς τὸ νὰ συνειδητοποιήσωμεν ἁπλῶς τὴν μοῖραν μας, εἰς τὸ νὰ κρίνωμεν ἱστορικῶς, ἐξ ἀπόπτου δηλαδὴ καὶ ἀπὸ μακράν, τὸν ἴδιον τὸν ἑαυτόν μας. Καὶ τὸν ἑαυτόν μας πάντοτε μακρινὰ πρέπει νὰ τὸν ἀναζητοῦμεν, ἄν θέλωμεν νὰ τὸν εὕρωμεν γνήσιον καὶ ἄδολον. Ἀλλὰ τὸν ἑαυτόν μας κατὰ βάθος τὸν ἀνευρίσκομεν μόνον, δὲν τὸν δημιουργοῦμεν ἡμεῖς· διὰ τοῦτο οὔτε καὶ τὴν μοῖραν μας, ἐκτὸς ἄν μὲ τὴν περικοπὴν τοῦ φιλοσόφου, ὁ ὁποῖος μὲ μοναδικὴν δριμύτητα ἐδοκίμασε καὶ περιέγραψε τὴν τραγικήν, τὴν ἀνέκκλητον ὡς πρὸς τὸ σημεῖον αὐτὸ ἀπομόνωσιν τοῦ ἐγώ μας:
Κανένας δὲ μπορεῖ νὰ χτίσῃ γιὰ λογαριασμό σου τὸ γεφύρι, ἀπ’ ὅπου χρωστᾷς νὰ περάσῃς τὸ ρεῦμα τῆς Ζωῆς -κανένας ἐκτὸς ἀπὸ σένα τὸν ἴδιον. Ὑπάρχουν βέβαια μονοπάτια ἄπειρα καὶ γεφύρια καὶ ἡμίθεοι πρόθυμοι νὰ σὲ περάσουν· μὰ θὰ ζητήσουν πληρωμὴ τὸν ἴδιο σου τὸν ἑαυτό. Στὸν κόσμο ἕνας μόνο δρόμος ὑπάρχει, κι αὐτὸν κανένας ἄλλος δὲ μπορεῖ νὰ τὸν βαδίσῃ παρὰ ἐσύ. Πρὸς τὰ ποῦ βγάζει; Μὴν ρωτᾷς, Τράβα τον μόνο…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου