18 Δεκεμβρίου 2024

Η κατάρρευση του πολιτισμού

"Οι σπουδαίοι πολιτισμοί δεν δολοφονούνται. Θέτουν τέρμα στη ζωή τους με τα ίδια τους τα χέρια."
-Άρνολντ Τόινμπι, A Study of History (1934)

Thomas Cole, The Course of Empire Desolation (1836)

    Τον Οκτώβριο του 2024 κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Νησίδες το νέο βιβλίο του Αθανασίου Γεωργιλά με τίτλο "Η κατάρρευση του πολιτισμού: Η παρακμή και η πτώση των ανακτορικών κοινωνιών στο Αιγαίο της εποχής του Χαλκού". Πρόκειται για ένα τολμηρό και πρωτότυπο πόνημα που έρχεται να ταράξει τα λιμνάζοντα νερά της σχολαστικού τύπου αρχαιολογίας στην Ελλάδα, ακολουθώντας τον κοινωνιολογικό - ανθρωπολογικό προσανατολισμό των αρχαιολόγων στον αγγλοσαξονικό κόσμο. Όπως υποδηλώνει εύγλωττα ο τίτλος, το πόνημα πραγματεύεται τις συνθήκες που οδήγησαν στην κατάρρευση των ελλαδικών πολιτισμών της εποχής του Χαλκού, δίνοντας ιδιαίτερη έμφαση στον Μυκηναϊκό.  Αναλύοντας και συγκρίνοντας τα νεώτερα συμπεράσματα της Αρχαιολογίας, της Ανθρωπολογίας, της Γλωσσολογίας, της Ιστορικοσυγκριτικής μυθολογίας, της Αρχαιογενετικής, της Παλαιοβοτανικής, της Παλαιοκλιματολογίας και άλλων επιστημονικών πεδίων, οι προβληματισμοί του συγγραφέα αφορμώνται από την ιστορία και απολήγουν σε επίκαιρες ανθρωπολογικές υποθέσεις και διαπιστώσεις. 

    Στην επιστημολογική θεμελίωση του βιβλίου σημαντικό ρόλο διαδραματίζει  η θεωρία του ανθρωπολόγου Joseph A. Tainter περί κατάρρευσης των σύνθετων κοινωνιών (The Collapse of complex societies, 1988). Σύμφωνα με τον Tainter, οι επιλογές που οδηγούν έναν πολιτισμό στην άνθησή του ευθύνονται εν τέλει και για την αποδρομή του. Αρχικά, καθώς η αναπτυσσόμενη κοινωνία γίνεται ολοένα και πιο σύνθετη, οι κοινωνικοί ρόλοι που μπορεί να έχει ένα μέλος της αυξάνονται εκθετικά. Το πολιτισμικό σύστημα περιπλέκεται και για την συντήρηση των αυξανόμενων λειτουργιών του απαιτείται εντατικοποίηση της ενεργειακής επένδυσης, της δαπάνης φυσικών και ανθρώπινων πόρων. Πέραν ενός σημείου, όμως, οι διαθέσιμοι πόροι και τα μέσα αξιοποίησής τους δεν μπορούν να υποστηρίξουν αυτήν την εντατικοποίηση, με αποτέλεσμα οι καταβαλλόμενες προσπάθειες να γίνονται δυσανάλογα επίπονες σε σχέση με το αποκομιζόμενο όφελος. Κατά συνέπεια, το κόστος διαβίωσης αυξάνεται και το οικοσύστημα υποβαθμίζεται από την υπερεκμετάλλευση σε συνδυασμό με ενδεχόμενες περιβαλλοντικές μεταβολές. Σε αντίθεση με την έννοια της παρακμής που έχει ηθικό και αξιολογικό υπόβαθρο, η συστημική κατάρρευση μπορεί να υπολογιστεί και να εκφραστεί με τεχνικούς όρους, καθώς αποτελεί μία αντίστροφη της ανάπτυξης διαδικασία που, αρχικά τουλάχιστον, οδηγεί στη συρρίκνωση του πολιτισμού. Στο πλαίσιό της, ατονούν η κοινωνική διαστρωμάτωση, η κοινωνική κινητικότητα και οι επαγγελματικές εξειδικεύσεις. Επιπλέον, μειώνονται οι οικονομικές συναλλαγές και η ροή πληροφοριών και εμπορευμάτων από και προς μακρινές περιοχές. Αναπόδραστα, εξασθενίζει ο ιδεολογικός και διοικητικός έλεγχος της κεντρικής εξουσίας πάνω στις μάζες και εμφανίζονται τάσεις αυτονόμησης στην περιφέρεια, που ενδέχεται να προκαλέσουν εμφύλιες συγκρούσεις και κοινωνικές ανατροπές. Παρά την τελική εξάρθρωση του διοικητικού συστήματος, βέβαια, ο υφιστάμενος πολιτισμός μπορεί να αναβιώσει από εσωστρεφείς κοινότητες μικρότερης κλίμακας, που παρουσιάζουν μεγαλύτερη ευελιξία προσαρμογής στις νέες συνθήκες σε σχέση με το δύσκαμπτο σύστημα που κατέρρευσε και άρα ανθεκτικότητα. 

    Το παραπάνω θεωρητικό μοντέλο έχει ήδη χρησιμοποιηθεί από διάφορους ανθρωπολόγους για την ερμηνεία της κατάρρευσης αρχαίων μεσανατολικών και προκολομβιανών πολιτισμών. Ο Α. Γεωργιλάς το εφαρμόζει, για πρώτη φορά, στην περίπτωση των Μυκηναίων. Για τη συντήρηση των ανακτορικών συστημάτων στην Πελοπόννησο της εποχής του Χαλκού, αποψιλώθηκαν δάση, διανοίχθηκαν δρόμοι και εκχερσώθηκαν μεγάλες εκτάσεις προς γεωργική χρήση. Ωστόσο, με την πάροδο των αιώνων το έδαφος πιθανόν να κατέστη λιγότερο γόνιμο. Παράλληλα, ευνοήθηκε η μονοκαλλιέργεια συγκεκριμένων προϊόντων προς επίτευξη εμπορικά αξιοποιήσιμων πλεονασμάτων, αλλά η υποβάθμιση της αυτάρκειας σε αγαθά οδήγησε στην εξάρτηση από το εξωτερικό εμπόριο. Επιπλέον, οι μονοκαλλιέργειες μπορούσαν να αποτύχουν μαζικά από μεμονωμένους κινδύνους, όπως φυτικές ασθένειες και κλιματικές μεταβολές. Μετά την καθίζηση των όμορων πολιτισμών του Χαλκού, πιθανώς και λόγω της επισιτιστικής κρίσης που επέφεραν οι παρατεταμένες ξηρασίες, το διαμεσογειακό εμπόριο στο οποίο είχαν διαπρέψει οι Μυκηναίοι συρρικνώθηκε δραματικά. Προκειμένου να υπερβούν την κρίση, οι μυκηναϊκές ελίτ ενέτειναν τις προσπάθειές τους για στρατιωτική επέκταση (βλέπε τον μύθο του Τρωικού Πολέμου και τους ιστορικούς χετιτικούς πολέμους) και  προβολή ιδεολογικής ισχύος μέσω της ανακτορικής μεγαλοπρέπειας, αλλά αυτές απαιτούσαν ακόμη μεγαλύτερες ενεργειακές επενδύσεις και τελικά επιδείνωσαν το πρόβλημα. Μοιραία, λοιπόν, οι ελίτ μετακύλησαν το βάρος στα χαμηλότερα κοινωνικά στρώματα. Επιστρατεύοντάς τους, εμπόδιζαν ολοένα και περισσότερους άνδρες να ασχοληθούν με τις γεωργικές τους δραστηριότητες. Κατ' αυτόν τον τρόπο, αποθησαυρίζοντας συνάμα τους εναπομείναντες πόρους για την προσωπική τους συντήρηση, οι ελίτ απέτυχαν να αναδιανείμουν δίκαια τον πλούτο, προκαλώντας λαϊκή δυσαρέσκεια, αντιδράσεις και ενδεχόμενα εμφύλιες συγκρούσεις και διοικητική απόσχιση περιφερειακών δυνάμεων.  

    Ανακαλώντας τον μύθο της παλιννοστήσεως των Ηρακλειδών (τον οποίον επανέλαβε ο Θουκυδίδης) και την θεωρία του John Chadwick, σε συνδυασμό με γλωσσολογικά δεδομένα και την έλλειψη αρχαιολογικών ευρημάτων που να συνηγορούν υπέρ μιας εξωτερικής εισβολής μαζικών διαστάσεων, ο συγγραφέας παρουσιάζει την ενδιαφέρουσα υπόθεση ότι οι "Δωριείς" που ανέτρεψαν εν τέλει το ανακτορικό status quo αποτελούσαν απλώς αγροτοκτηνοτροφικούς πληθυσμούς βορείως της Πελοποννήσου που αρχικά ήσαν υποτελείς στους Μυκηναίους. Άλλωστε, η "δωρική" διάλεκτος δεν διέφερε σημαντικά από την "καθαρεύουσα" της μυκηναϊκής γραφειοκρατίας, όπως την ανασυνέθεσαν οι γλωσσολόγοι βασιζόμενοι σε επιγραφές της Γραμμικής Β΄. Τα μυκηναϊκά ονόματα Ἰδομενεύς (i-do-me-ne-u), Ἀλκεύς (a-ke-u), Θεοδώρα (te-o-do-ra) και Φιλόεργος (pi-ro-we-ko) ήσαν καθ' όλα "ελληνικά". Σε διάσπαρτα μυκηναϊκά ανάκτορα ανευρίσκονται ίχνη μάχης ή εγκατάλειψης, που μαρτυρά την ανασφάλεια των ενοίκων τους. Ωστόσο, δεν υπάρχουν σημάδια κάποιου ξένου πολιτισμού έκτοτε. Στην πρωτογεωμετρική περίοδο, η πελοποννησιακή κεραμοποιία συνέχισε να αναπαράγει γνώριμα μυκηναϊκά μοτίβα. Τα διαθέσιμα αρχαιολογικά ευρήματα υποδεικνύουν απλώς μία συρρίκνωση του πληθυσμού και των πολιτιστικών καταλοίπων του, που συνδυάσθηκε με αποκέντρωση και ανάδυση περιφερειακών οικισμών μικρής κλίμακας, που λόγω της απλοϊκής δομής και των λιγότερων αναγκών τους κατάφεραν να επιβιώσουν. Συμπερασματικά, η συστημική κατάρρευση δεν οδήγησε στην ολοκληρωτική εξαφάνιση του πληθυσμού ή του στοιχειώδους πολιτισμού του αλλά στην ριζική αναδιαμόρφωση του τρόπου ζωής. Μάλιστα, αυτοί οι οικισμοί -που γνώρισαν ιδιαίτερη άνθηση στην Αττική- αποτέλεσαν τις βάσεις για την ανάπτυξη του ομηρικού και αρχαϊκού Ελληνισμού.  

    Εν τούτοις, τα ωφελιμότερα συμπεράσματα του βιβλίου σκιαγραφούνται έμμεσα από τον ευρηματικό συγγραφέα. Στην υπερανάπτυξη ελλοχεύει ο κίνδυνος της κατάρρευσης. Δεν μπορούμε να παρακάμψουμε την ομοιότητα εκείνης της προϊστορικής συνθήκης με τις δυσοίωνες προβλέψεις του 21ου αιώνα για το αδιέξοδο της απεριόριστης μεγέθυνσης, που επιδίωκε μέχρι τούδε ο δυτικός πολιτισμός. Παρότι μάς χωρίζουν πάνω από τρεις χιλιετίες και βαρυσήμαντα τεχνολογικά άλματα από την εποχή εκείνη, ο πολιτισμός μας δεν υπερέβη την φύση. Εξαρτάται στον ίδιο βαθμό από τους πόρους της και από τις περιβαλλοντικές συνθήκες που επηρεάζουν την αλυσίδα του επισιτιστικού μας ανεφοδιασμού. Χωρίς τα εξαντλούμενα ορυκτά καύσιμα, φερειπείν, ακόμη και η αδιάψευστη ως τα τώρα τεχνολογική πρόοδος θα ήταν εξαιρετικά αμφίβολη. Σήμερα, ελέω του κέρδους στην παγκοσμιοποιημένη οικονομία επαναλαμβάνονται τα φαινόμενα "μονοκαλλιέργειας", με αποτέλεσμα οι κοινωνίες μας να είναι εξίσου ευάλωτες στην όποια δυσχέρεια διακίνησης αγαθών. Ωστόσο, το παρόν πόνημα δεν αποπνέει στείρα καταστροφολογία. Μάς υπενθυμίζει ότι στην ιστορία δεν υφίσταται ολοκληρωτική εξαφάνιση παρά μόνο συρρίκνωση και πως, μέσα από τα απομεινάρια κάθε ξεπερασμένου συστήματος, προκύπτουν οι συνθήκες που ευνοούν την κατίσχυση νέων πολιτισμικών υποδειγμάτων, ακόμη κι αν αυτές αρχικά επιτάσσουν την αναδίπλωση της ζωής στη μικρή κλίμακα των αποκεντρωμένων κοινοτήτων.   


"[...] οι Μυκηναίοι ηγεμόνες έκαναν ό,τι ήταν εφικτό για να αντιμετωπίσουν τον προδιαγεγραμμένο κίνδυνο της κατάρρευσης και έλαβαν ακριβώς τις αποφάσεις που έπρεπε να λάβουν σύμφωνα με την κοσμοθεωρία τους. Οι Μυκηναίοι είχαν πάντοτε την επιδίωξη να ξεπεράσουν σε ανωτερότητα τους προκατόχους τους και να επιβληθούν στους γείτονές τους [...] Αγωνίζονταν διαρκώς για την εδραίωση της κυριαρχίας τους, είτε μέσω υλικών επιτευγμάτων είτε προσπαθώντας να κερδίσουν την εύνοια των θεών [...]
        Το γεγονός ότι οι προσπάθειές τους αποδείχθηκαν όχι μόνο μάταιες, αλλά και συνέβαλαν στην κατάρρευση, δεν επιβεβαιώνει την άποψη ότι οι λάθος αποφάσεις των διαχειριστικών ελίτ ευθύνονται για την κατάρρευσή τους. Όπως οι Μυκηναίοι δεν μπορούσαν να ενεργήσουν διαφορετικά παραμένοντας ταυτόχρονα Μυκηναίοι, έτσι και οι σύγχρονοι άνθρωποι είμαστε εγκλωβισμένοι στις μοναδικές αντιφάσεις που ανταποκρίνονται στην κοσμοθεωρητική μας αντίληψη και στον δικό μας τρόπο ζωής. Όσο το σύγχρονο σύστημα παραμένει ίδιο, θα λαμβάνονται οι ίδιες αποφάσεις οδηγώντας πάντα προς την ίδια κατεύθυνση.
        Ωστόσο, κάθε κατάρρευση ανοίγει νέους δρόμους για τη δημιουργία νέων κοσμοθεωρητικών αντιλήψεων και ετοιμάζει το έδαφος για την ανάδυση νέων κοινωνικοπολιτικών συστημάτων."
 
-Η κατάρρευση του πολιτισμού (2024), σελ.295-296. 


Γιάννης Σαρρής

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου