Του Αθανασίου Γεωργιλά
Το πρώτο πράγμα που οφείλουμε όταν παρουσιάζουμε ένα νέο βιβλίο είναι να το κατατάξουμε στο συγγραφικό είδος που ανήκει. Ασφαλώς, η πιο αυτονόητη επιλογή για το βιβλίο του Νικόλα Γκιμπιρίτη «Η ΘΥΣΙΑ» θα ήταν να το κατατάξουμε στο συγγραφικό είδος του μυθιστορήματος. Αλλά με τον όρο μυθιστόρημα μπορούμε σήμερα να μιλήσουμε σχεδόν για τα πάντα αφού το μυθιστόρημα έχει πάψει πλέον να συνδέεται αποκλειστικά με τη συγγραφική δραστηριότητα και χρησιμοποιείται εκτενώς για να περιγράψει κάθε γλυκανάλατη απόπειρα βιωματικής εκτροπής: από τις πιο σαχλές διαφημίσεις που υπόσχονται ανεπανάληπτες καταναλωτικές εμπειρίες μέχρι τα ευτελή αναγνώσματα «τσέπης» τύπου «Άρλεκιν». Συχνά μάλιστα ακούμε να λένε για κάποιον ότι ζει στον μυθιστορηματικό κόσμο του, εννοώντας ότι ονειροπολεί μια ζωή πέρα από τη ρουτίνα της καθημερινότητας. Συνεπώς, ο όρος «μυθιστόρημα» έχει πάψει να προσδιορίζει το ειδικό συγγραφικό είδος που γνωρίζουμε και σχετίζεται με οτιδήποτε εκτρέπεται από τα αναμενόμενα όρια της συνηθισμένης εμπειρίας. Μυθιστορηματικό είναι το εξαιρετικό, το σπάνιο, το επιτηδευμένο, το μη συνηθισμένο. Είναι ο γαλαζοαίματος πρίγκιπας που αρνείται το στέμμα του, η διάσημη ηθοποιός που αποχαιρετά την καριέρα της για να παντρευτεί έναν Σαουδάραβα Σεΐχη, ο νούμερο ένα δημόσιος κίνδυνος που τρομοκρατεί την κοινωνία. Κάθε εξαιρετική ζωή είναι «μυθιστορηματική» γιατί ξεφεύγει από τα τετριμμένα όρια της πραγματικής ζωής.
Στην πραγματικότητα, το μυθιστόρημα δεν είναι ένα συγγραφικό είδος αλλά διακρίνεται σε πολλές διαφορετικές υποκατηγορίες που η κάθε μία αποτελεί μόνη της έναν ξεχωριστό λογοτεχνικό κλάδο. Αν θέλουμε λοιπόν να γίνουμε περισσότερο συγκεκριμένοι για το τι είδους μυθιστορήματος είναι η «Θυσία» του Γκιμπιρίτη, είμαστε υποχρεωμένοι να απαντήσουμε ότι καμιά από τις προσφερόμενες επιλογές δεν ικανοποιεί απολύτως το περιεχόμενο του βιβλίου που διαβάσαμε. Διστάζουμε, για παράδειγμα, να πούμε κατηγορηματικά αν η «Θυσία» είναι απλώς μια αφηγηματική ιστορία ή το προσχέδιο ενός υποσχόμενου θεατρικού έργου, αν είναι ένα βιβλίο επιστημονικής φαντασίας ή ένα υπαρξιακό δράμα, αν είναι μια αισθηματική νουβέλα ανεκπλήρωτου έρωτα ή απλώς ένα δοκίμιο κοινωνικής σάτιρας. Τελικά, το μόνο που μπορούμε να διαπιστώσουμε με βεβαιότητα είναι ότι δεν μπορούμε να κατατάξουμε το βιβλίο του Νικόλα Γκιμπιρίτη σε κανένα συγκεκριμένο μυθιστορηματικό είδος.
Τι είναι τότε αυτό που μπορούμε να πούμε για τη «Θυσία» συγκεκριμένα; Μέχρι τώρα οι διαπιστώσεις μας ήταν μόνο αρνητικές. Δηλαδή το μόνο για το οποίο σταθήκαμε απολύτως βέβαιοι είναι ότι η Θυσία δεν ανταποκρίνεται στην περιγραφή που είχε κάνει για το λογοτεχνικό είδος του μυθιστορήματος ο περιώνυμος Γάλλος φιλόσοφος και λεξικογράφος του 19ου αιώνα, Μαξιμιλιέν - Πωλ - Εμίλ Λιττρέ. «Το μυθιστόρημα, έλεγε, είναι μια πλαστή ιστορία γραμμένη σε πεζό λόγο». Το μυθιστόρημα μας σαγηνεύει επειδή μας βοηθά να αποδράσομε από τη μίζερη πραγματικότητα. Με τα λόγια του Λιττρέ το μυθιστόρημα «ομορφαίνει και ταυτόχρονα προδίδει τη ζωή».
Αυτό είναι όλο λοιπόν; Ο λόγος που μας έλκει το μυθιστόρημα είναι γιατί μας κάνει να ξεχνάμε την πεζή και μονότονη ζωή μας; Νομίζω πως όχι. Αντίθετα, στη «Θυσία» ο Νικόλας μάς υπενθυμίζει μερικές πολύ δυσάρεστες πτυχές της πραγματικότητας, όπως λόγου χάρη τον καφκικό εφιάλτη της άτεγκτης γραφειοκρατίας ή το αμετάκλητο του βιολογικού θανάτου και την αποτυχία του ανθρώπου να έρθει σε ειρήνη με τον εαυτό του. Αν το μυθιστόρημα αποσκοπούσε αποκλειστικά στην αποφυγή της απαρέσκειας που δημιουργεί η τριβή με τα καθημερινά προβλήματα της ζωής, τότε το βιβλίο του Γκιμπιρίτη έρχεται σε αντίθεση με τον γενικό κανόνα αφού μας υπενθυμίζει πολλές άσχημες πτυχές της ζωής μας από την οποία κανείς δεν μπορεί να ξεφύγει. Αλλά δεν είναι μόνο το βιβλίο του Γκιμπιρίτη που αναιρεί τον κανόνα του Λιττρέ. Πολλά από τα μεγαλύτερα αριστουργήματα της παγκόσμιας λογοτεχνίας φέρνουν επίσης στους αναγνώστες τους παρόμοια άσχημα και δυσβάσταχτα αισθήματα. Τα πιο αγαπητά μυθιστορήματα, λόγου χάρη ο Φράνκεσταιν της Μαίρη Σέλλεϊ και τα Ανεμοδαρμένα Ύψη της Έμιλι Μπροντέ, γεννούν μόνο δυσάρεστες σκέψεις που κάνουν τη ζωή μας να φαίνεται ακόμα πιο ανυπόφορη και θλιβερή ̶ παρ’ όλα αυτά υπάρχει μια ακαταμάχητη έλξη μέσ’ στη βαθιά θλίψη αυτών των βιβλίων που δεν μας επιτρέπει να τα αποχωριστούμε ποτέ. Μήπως τελικά οι αναγνώστες είμαστε μαζοχιστές και οι συγγραφείς σαδιστές; Και πάλι νομίζω ότι μια τέτοια εξήγηση δεν μπορεί εξηγήσει ικανοποιητικά τι είναι αυτό που πραγματικά κάνει ο Νικόλας Γκιμπιρίτης, αλλά και ο κάθε συγγραφέας στα βιβλία τους.
Υπάρχει κάτι το ακανόνιστο στην ανάγνωση των βιβλίων που δεν συνάδει στους λόγους απαρέσκειας που επικαλείται ο Εμίλ Λιτρρέ. Άλλωστε, συγκριτικά με την ιστορική παρουσία του ανατομικά διαμορφωμένου σύγχρονου ανθρώπου στον κόσμο, η διαδικασία της ανάγνωσης των βιβλίων είναι σχετικά πρόσφατη και δεν μπορεί να εξηγηθεί με λογικούς όρους. Το «να γράφει ή να διαβάζει κανείς ένα μυθιστόρημα, έλεγε ο Αλμπέρ Καμύ, είναι στην ουσία μια ασυνήθιστη πράξη», είναι μια πράξη που ξεφεύγει από τα λογικά όρια της ανθρώπινης σφαίρας και ανάγεται σε μια εσωτερική αιτία, η οποία κάνει τους ανθρώπους να μην μπορούν διαφορετικά χωρίς να γράφουν και να διαβάζουν βιβλία. Το μυθιστόρημα λοιπόν δεν είναι προϊόν της ανθρώπινης ευδαιμονίας αλλά αποτέλεσμα της μεταφυσικής ανάγκης του ανθρώπου να φέρει σε ενότητα τον αντικειμενικό κόσμο των πραγμάτων με τον επιθυμητό κόσμο των προσδοκιών του, με έναν κόσμο στον οποίο οι μορφές των ανθρώπων είναι πάντα συνεπείς προς τα όνειρά τους.
Αντιστρέφοντας λοιπόν τους όρους που έθεσε ο Λιττρέ για το μυθιστόρημα, οπραγματικός λόγος που γράφουμε και διαβάζουμε δεν είναι τόσο γιατί μας αρέσει να διαβάζουμε και να γράφουμε μυθιστορήματα αλλά γιατί δεν μπορούμε να κάνουμε χωρίς αυτά. Δεν είναι η ευχαρίστηση που αναζητούμε η οποία που μας ωθεί στη συγγραφή και την ανάγνωση των βιβλίων όσο η δυσφορία που γεννιέται μέσα μας από την απουσία της συγγραφικής και αναγνωστικής εμπειρίας. Η δυσφορία αυτή δεν μπορεί να εξηγηθεί λογικά παρά οφείλεται σε μια μεταφυσική ανάγκη η οποία ωθεί τον άνθρωπο να ανταγωνίζεται μυθοπλαστικά την πραγματικότητα που τον περιβάλει. Το μυθιστόρημα πηγάζει τόσο μέσα από τις αρετές όσο και από τις ατέλειας της φαντασίας. Μπορεί να εξηγεί τον κόσμο και ταυτόχρονα να τον παραμορφώνει παραπλανητικά.
Κάθε καλό μυθιστόρημα λέει ο Καμύ αποσκοπεί στη μίμηση της θεϊκής Δημιουργίας. Το μυθιστόρημα επιδιώκει να πλάσει όχι απαραίτητα έναν τέλειο και άσπιλο κόσμο αλλά έναν κόσμο που έχει διάρκεια και εσωτερική ενότητα. Έναν κόσμο στον οποίο σύμφωνα με τον Μπαλζάκ η «Ανθρώπινη Κωμωδία» είναι η «Μίμηση» τους Πατρός Θεού.
Καταρχάς γράφω σημαίνει επιλέγω. Και αυτός που επιλέγει είναι κιόλας ένας μικρός θεός. Αλλά τι είναι αυτό που επιλέγουμε όταν γράφουμε; Ο Καμύ θα πει ότι επιλέγουμε έναν κόσμο στον οποίο καμιά μορφή δεν διαχωρίζεται από το περιεχόμενό της. Έναν κόσμο στον οποίο κάθε ύπαρξη είναι συνεπής στις προσδοκίες της, όπου η πλάση δεν έρχεται σε αντίθεση με την ενότητα που αναζητεί η ψυχή για να βρει τη γαλήνη.
Να λοιπόν η αποστολή του μυθιστοριογράφου: να διορθώσει τον κόσμο που ήδη υπάρχει. Να τον παρουσιάσει απαλλαγμένο από τις αναστολές του, από τα «ναι μεν αλλά» και τη σχετικοποίηση των αιώνιων αληθειών. Να προσδώσει εντέλει στον κόσμο μια ενότητα που δεν επιδέχεται υπεκφυγές.
Αντίθετα λοιπόν με ό,τι συμβαίνει στον πραγματικό κόσμο, στο μυθιστόρημα ο πόνος μπορεί να διαρκέσει μέχρι τον θάνατο, τα πάθη δεν εκδηλώνονται ποτέ υπερβολικά, το έγκλημα δεν φοβάται να αποκαλυφθεί και η δικαιοσύνη δεν λογαριάζει τα ελαφρυντικά που αμβλύνουν την τιμωρία του ενόχου. Μπορούμε να είμαστε πραγματικά φιλεύσπλαχνοι χωρίς ψεγάδια στα κίνητρά μας και, επιτέλους, μπορούμε να αγαπήσουμε και να αγαπηθούμε ολοκληρωτικά. Υπό αυτή την έννοια, η ουσία του μυθιστορήματος είναι η διόρθωση της αποξενωμένης ύπαρξης. Είναι η ενότητα των μορφών με τις προσδοκίες που γεννούν τα όνειρά μας. Είναι η μεταφυσική φανέρωση ενός ολοκληρωμένου πεπρωμένου. Τέτοια υπαρξιακή ενότητα εκφράζουν οι πιο αλησμόνητοι χαρακτήρες της παγκόσμιας λογοτεχνίας: ο Κιρίλωφ και ο Σταβρόγκιν, ο Χίθκλιφ και ο Μερσώ, η Περσεφόνη και ο Άνταμ Μακρόπουλος. Εμείς, οι ρηχοί κάτοικοι του αντικειμενικού κόσμου, λιγοψυχούμε μπροστά στην ακεραιότητα των μυθιστορηματικών χαρακτήρων. Χάνουμε το μέτρο των προσδοκιών μας και αναβάλουμε διαρκώς την υλοποίησή τους για μια επόμενη στιγμή. Αντίθετα, στον φανταστικό μυθιστορηματικό κόσμο δεν δικαιολογείται καμιά αναβολή, εκεί κάθε πάθος συντελείται στην πιο ακέραιη μορφή της εκδήλωσης του. Οι ήρωες των μυθιστορημάτων αναλαμβάνουν να ολοκληρώσουν εις πέρας ό,τι εμείς οι πραγματικοί άνθρωποι αφήνουμε διαρκώς σε εκκρεμότητα.
Να λοιπόν τα κριτήρια με τα οποία καλούμαστε να υποβάλλουμε σε εξέταση το μυθιστόρημα του Νικόλα Γκιμπιρίτη. Η «Θυσία» είναι ένα πραγματικά καλό μυθιστόρημα όχι μόνο γιατί αναμιγνύει μια πλαστή ιστορία με αληθινές ιδέες και αισθήματα αλλά κυρίως γιατί μεταφέρει στον φανταστικό κόσμο της μυθοπλαστικής λογοτεχνίας τη μεταφυσική ενότητα που απουσιάζει από την πραγματική ζωή.
Αυτήν ακριβώς την ικανότητα της πολυδιάστατης ενοποίησης του φανταστικού με το πραγματικό αναδύεται με αξιοσημείωτο τρόπο στη «Θυσία» του Νικόλα Γκιμπιρίτη. Η Περσεφόνη και ο Άνταμ Μακρόπουλος έχουν όλα τα πλεονεκτήματα και τα ελαττώματα που το μέτρο της πραγματικής ζωής δεν επιτρέπει σε εμάς τους ζωντανούς να αποκτήσουμε ποτέ. Η «Θυσία» μπορεί να αναγνωστεί αφενός ως μια πρωτότυπη πλοκή πλαστής ιστορίας και αφετέρου ως ένα φιλοσοφικό δοκίμιο γραμμένο σε πεζό λόγο επάνω στα βασικότερα υπαρξιακά ζητήματα που απασχολούν τον σύγχρονο άνθρωπο. Από την άλλη πλευρά, η λογοτεχνική καλλιέπεια του Γκιμπιρίτη αμβλύνει την πικρή αίσθηση που απαιτεί από τον αναγνώστη το νοητικό βάθος της μεταφυσικής σχολαστικής σκέψης. Αντίθετα, η «Θυσία» είναι κατά βάση ένα γλαφυρό βιβλίο γραμμένο με περιγραφική κομψότητα, χιουμοριστικό αφηγηματικό πνεύμα, έξοχα φραστικά λογοπαίγνια και παιγνιώδη δράση. Η «Θυσία» αποτελεί μια αλησμόνητη αναγνωστική εμπειρία με έντονα στοιχεία μαύρης κωμωδίας και αριστοφανικής σάτιρας επάνω κυρίως σε ζητήματα πολιτικής ορθότητας.
Επιπλέον, η «Θυσία» προσφέρει στον αναγνώστη -αναλόγως τη διάθεση και τα ενδιαφέροντα που τον απασχολούν- τη δυνατότητα να συμμετέχει ενεργά στην εξέλιξη της ιστορίας που διαβάζει. Για παράδειγμα, σε κάποιους αναγνώστες η ιστορία του Άνταμ και της Περσεφόνης αναδεικνύουν την απουσία της πραγματικής αγάπης στον σύγχρονο κόσμο. Σε κάποιους άλλους η «Θυσία» ανιχνεύει τους κινδύνους που ελλοχεύουν από την ολοκληρωτική υπαγωγή του ανθρώπου στον τεχνικό πολιτισμό. Άλλοι πάλι βρίσκουν ένα θετικό μήνυμα για την επανένωση του ανθρώπου με την υποχρέωση που έχει προς τους συνανθρώπους του. Κάποιοι άλλοι απλώς απολαμβάνουν την ανάγνωση μιας σύγχρονης διακωμώδησης του μυθικού Κροίσου, ο οποίος υπέφερε από την υλοποίηση των ματαιόδοξων επιθυμιών του. Τέλος, κάποιοι άλλοι μπορούν να βρουν στη «Θυσία» έναν πολύ επίκαιρο προβληματισμό πάνω στα αδιέξοδα που έχουν δημιουργηθεί από την ψυχική ερημοποίηση που προκαλεί στους ανθρώπους ο σύγχρονος ηδονοθηρικός μηδενισμός.
Σίγουρα πάντως ο μεγαλύτερος προβληματισμός που ξετυλίγεται στις σελίδες της «Θυσίας» ξεδιπλώνεται γύρω από το παλαιόθεν ζήτημα της αθάνατης ζωής. Το ερώτημα που απασχολεί ανέκαθεν την ανθρωπότητα: «ο άνθρωπος είναι προορισμένος να πεθαίνει για πάντα ή μπορεί με κάποιον τεχνικό ή υπερβατικό τρόπο να νικήσει το κράτος του θανάτου και να απαλλαγεί παντοτινά από τα δεσμά της θνητότητας»; Σ’ αυτό το ερώτημα ο Γκιμπιρίτης προσθέτει και άλλα αβάσταχτα ερωτήματα. Τι άραγε σημαίνει ένας άνθρωπος που δεν θα γνωρίσει ποτέ την αγωνία του θανάτου; Τι θα θυμίζει ένας τέτοιος απέθαντος από τους τωρινούς θνητούς και θα συνεχίζει άραγε να είναι ένας άνθρωπος πραγματικά;
Ο πρωταγωνιστής του βιβλίου ονομάζεται Άνταμ Μακρόπουλος και είναι αθάνατος. Ο Νικόλας Γκιμπιρίτης διάλεξε για όνομα του ήρωά του τη σύνθεση δυο ονομάτων που σημάδεψαν από την απαρχή της αιωνιότητας την ανθρώπινη φυλή. Το όνομα του Άνταμ ανταποκρίνεται ασφαλώς στον βιβλικό Αδάμ, ενώ το όνομα Μακρόπουλος προέρχεται από την όπερα The Makropulos Affair του Τσέχου συνθέτη Λέος Γιάνατσεκ (Leoš Janáček, 1854 – 1928), η οποία πραγματεύεται την ιστορία μιας αθάνατης γυναίκας από την Κρήτη, της Ελίνας Μακροπούλου, πιθανόν μακρινή συγγενής του Άνταμ Μακρόπουλου.
Στο βιβλίο του ο Γκιμπιρίτης δεν αναλώνεται σε λεπτομέρειες για το πώς απέκτησε η ανθρωπότητα το πολυπόθητο δώρο της αθανασίας. Το μόνο που πρέπει να μας ενδιαφέρει είναι ότι η επιστήμη φρόντισε γι’ αυτό όπως και για να διατηρεί τα σώματα των ανθρώπων αιωνίως αγέραστα και σφριγηλά.
Από το οπισθόφυλλο του βιβλίου διαβάζουμε ότι ο Άνταμ Μακρόπουλος έχει διανύσει αισίως μισή χιλιετία ζωής: είναι νέος, υγιής, όμορφος και πλούσιος, και εξακολουθεί να έχει όλο τον χρόνο της ζωής μπροστά του. Κι όμως, θέλει να πεθάνει. Θα μπορούσε να ατενίζει για πάντα το μέλλον με χαρά και να δει όλες τις επιθυμίες του να εκπληρώνονται μπροστά στα μάτια του, ειδικά τώρα που ο χρόνος δεν είναι εμπόδιο για κανέναν. Αντί όμως να απολαύσει το δώρο του αιώνιου βίου του, αφήνει τα ανομολόγητα λάθη του να τον παρασύρουν και να του βαραίνουν τη συνείδηση. Αναρωτιέται ποιο είναι το πραγματικό νόημα της ζωής του, αδυνατεί να πάρει απαντήσεις και στρέφεται προς την αυτοκτονία. Αλλά δεν μπορεί μόνος του να αυτοκτονήσει, η προσήλωσή του στην ικανοποίηση του ατομικού του εγώ τού έχει γίνει χρόνια συνήθεια και ο εσωτερικός μηχανισμός της βιολογικής του επιβίωσης δεν του επιτρέπει να πραγματοποιήσει αυτό που η ψυχή του επιθυμεί πραγματικά. Γι’ αυτό τον λόγο απευθύνεται σε μια κοινωνική υπηρεσία με σκοπό να θέσει τέλος στη ζωή του, και τότε η πιο παράλογη περιπέτεια ξεκινά.
Και ποιος δεν θέλει να ζήσει για πάντα; Αναρωτιέται κάποια στιγμή ο Άνταμ Μακρόπουλος. «Όχι αλήθεια, μα τον ύψιστο, αν κάποιος δεν θέλει να ζήσει, δεν έχει παρά να βρει το θάρρος για να κάνει ένα βήμα μπροστά, να οπλίσει το ρεβόλβερ του, να το καταπιεί μέχρι η κάννη να ακουμπήσει τον ουρανίσκο του, να πατήσει τη σκανδάλη και να μας αδειάσει τη γωνιά μια για πάντα με την ανυπόφορη μιζέρια του, με τη ματαιότητα και τη μελαγχολία του».
Κι όμως ο Μακρόπουλος θα αναγκαστεί να συμβιβαστεί με μια μεγάλη αλήθεια που στέκεται σαν δαμόκλειος σπάθη πάνω στο κεφάλι της προσδοκίας του ανθρώπου για μια ατέλειωτη ζωή. Μια ανθρωπότητα που θα είναι για πάντα νέα και αθάνατη δεν μπορεί παρά να σημαίνει μια άκαμπτη ανθρωπότητα που δεν θα ανανεώνεται από νέα μυαλά και που οι νέοι άνθρωποι θα αποτελούν για πάντα μια ισχνή μειοψηφία. Είναι αναπόφευκτο ότι μια τέτοια ανθρωπότητα θα αποφασίσει να θέσει ως κεντρικό στόχο της αποκλειστικά την ικανοποίηση των μεμονωμένων μελών της και δεν θα νοιάζεται καθόλου για την ανάπτυξη του συνόλου.
Όπως οι θεοί του επικούρειου Λουκρητίου, οι άνθρωποι που θα απολαμβάνουν το αγαθό της αθανασίας θα περισταλούν αποκλειστικά στη γαλήνη της προσωπικής ευτυχίας τους και θα είναι ξένοι και απόμακροι προς τις έγνοιες και τις ανησυχίες που απασχολούν τους κοινούς θνητούς. Δεν πρέπει να αμφιβάλουμε ότι μια τέτοια ανθρωπότητα θα περιέλθει αναγκαστικά σε ένα είδος νοητικής απραξίας. Θα είναι σαν ένα λουλούδι το οποίο, αφού αποσπάστηκε από τις ρίζες του και κόπηκε, διατηρήθηκε στο ψυγείο για να δείχνει πάντα νέο και φρέσκο. Όπως είναι φυσικό, ένα τέτοιο λουλούδι δεν πρόκειται να προσφέρει ποτέ καινούργιους καρπούς. Τα σφριγηλά και αγέραστα σώματα που ενδεχομένως εξασφαλίσει κάποτε η επιστήμη στους ανθρώπους, δεν αναιρούν την ουσιαστική παράμετρο της ψυχικής τους γήρανσης. Ακόμη και στην περίπτωση που το σωματικό γήρας αντιμετωπιστεί με τεχνικούς όρους θα αποδειχθεί γρήγορα ότι οι άνθρωποι δεν είναι άτρωτοι στο πνευματικό γήρας και δεν μπορούν να αποφύγουν όλα εκείνα τα ψυχικά συμπτώματα που συνοδεύουν τον κύκλο ζωής ενός ανθρώπου που περνάει στο στάδιο της πνευματικής του ωρίμανσης. Η γήρανση, εξηγεί ο Γκιμπιρίτης, δεν εξαρτάται μόνο από την εμφάνιση ή την υγεία ενός ανθρώπου, αλλά κυρίως από την εσωτερική κατάσταση της ψυχής του, η οποία μετά μια μακροτενής συγκομιδή ετών και εμπειριών περνάει συνήθως σε ένα στάδιο παγίωσης και πνευματικής αδράνειας.
Αυτή την τρομερή αλήθεια ανακαλύπτει με οδυνηρό τρόπο ο Άνταμ Μακρόπουλος. Αποξενωμένος από κάθε ζωντανή ύπαρξη και επικεντρωμένος αποκλειστικά στην υπερφροντίδα του προσωπικού και τεράστιου Εγώ του, ο Μακρόπουλος είδε τη ζωή του σαν μια πελώρια τούρτα, έτρωγε, έτρωγε, έτρωγε, χωρίς να χορτάσει ποτέ, μέχρι που του ήρθε εμετικός κορεσμός, μέχρι που μπούκωσε από τις ηδονιστικές απολαύσεις και έπαψε να νιώθει ζωντανός ανάμεσα στους αθανάτους. Σαν τους απέθαντους Στράλμπραγκς [Struldbrugs] στα Ταξίδια του Γκιούλιβερ του Τζόναθαν Σουίφτ, ο Μακρόπουλος αναγούλιασε από κάθε επιθυμία να διαιωνίζει άλλο την ανώφελη ύπαρξή του. Ποτέ του δεν αγάπησε κανέναν παρά μόνο τον εαυτό του. Αφού όμως έβλεπε τους άλλους ανθρώπους και οτιδήποτε ζωντανό μόνο χρηστικά δεν του έμεινε άλλη διέξοδος παρά να μισήσει και τον εαυτό του.
Στη «Θυσία» ο Γκιμπιρίτης επιφυλάσσει μια συνταρακτική ανατροπή που θα δώσει νέα πνοή στις απόψεις του Μακρόπουλου και θα ανατρέψει τα σχέδια της αυτοκτονίας του. Την τελευταία στιγμή ο Μακρόπουλος θα καταλάβει ότι μια ύπαρξη έχει νόημα μόνο όταν προσφέρεται απλόχερα στην ορμή της ζωής. Όμως, για να καταλάβει ο Μακρόπουλος το νόημα της ύπαρξής του κάποιος άλλος πρέπει να θυσιάσει τη ζωή του για του δείξει την αλήθεια. Μόνο που όταν αυτή η θυσία λάβει χώρα, θα είναι πια πολύ αργά ή και πολύ νωρίς για τον Μακρόπουλο να γνωρίσει ότι πριν πεθάνει κανείς θα πρέπει πρώτα να έχει ζήσει.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου