5 Οκτωβρίου 2021

Όταν ο Λακάν συναντά τον Όσιο Μάξιμο

   Η αυγή της Νεωτερικότητος κάλυψε τον δυτικό στοχασμό με ένα παχύ πέπλο εγωμονισμού. Ο καρτεσιανός ιδεαλισμός του "cogito ergo sum" καθιέρωσε προοδευτικά το δόγμα ότι δεν υπάρχει τίποτε άλλο στον κόσμο εκτός από το υποκείμενο, δηλαδή την συνείδηση του ατόμου. Τα ναρκισσικά αποτελέσματα αυτής της θεωρήσεως ταλάνιζαν επί μακρόν πολλούς τομείς της ανθρωπίνης δραστηριότητος και ιδιαιτέρως την ψυχολογία. Στην περίοδο του Ψυχρού Πολέμου, ο Jacques Lacan (1901-1981) επεχείρησε να λύσει τον γόρδιο δεσμό του εγωμονισμού, εξελίσσοντας την διϋποκειμενικότητα του Martin Buber. 

  Κατ' αρχάς, ο Lacan τόλμησε να χαρακτηρίσει φανταστικό το ατομικό συνειδητό εγώ του Καρτεσίου, ως ένα προϊόν διαδοχικών ταυτίσεων με ιδεατές εικόνες. Στην πραγματικότητα, ο Lacan παρέλαβε την φροϋδική ψυχανάλυση και την αναβάθμισε, περιορίζοντας τον ρόλο της σεξουαλικότητος και εισάγοντας σε αυτήν ανανεωμένες τις έννοιες της κοινωνικότητος και της υποκειμενοποιήσεως. Στο στάδιο του καθρέπτη, το παιδί βλέπει τον εαυτό του στα μάτια της μητέρας του και αποκτά ένα Εγώ από την αγάπη της προς αυτό. Αυτό το Εγώ θα ολοκληρωθεί ύστερα από την συνάντησή του με τον συμβολισμό και τον λόγο. Όμως κάτω από το συνειδητό Εγώ υποφώσκει καταπιεσμένο το ασυνείδητο, μία αχαλίνωτη θάλασσα ενστίκτων που αναζητά ρήγματα για να ανέλθει στην επιφάνεια. Αντιστρέφοντας τον Καρτέσιο, ο Lacan σχηματοποιεί το Σκέπτεσθαι και το Είναι ως δύο τεμνομένους κύκλους. Η περιοχή τομής τους δεν είναι κοινή αλλά κενή, πράγμα που υποδηλώνει τον αλληλοαποκλεισμό του Σκέπτεσθαι και του Είναι. Το ημικύκλιο του Σκέπτεσθαι, που περικλείει το λεγόμενο ασυνείδητο, σημαίνει ότι σκέπτομαι χωρίς να είμαι, ενώ το ημικύκλιο του Είναι σημαίνει το ψεύτικο καρτεσιανό Εγώ της συνειδητότητος. 

  Το υποκείμενο προσδιορίζεται μέσα από και μέσω της επιθυμίας του Άλλου. Ως πρώτος Άλλος θεωρείται η μητέρα. Η επιθυμία της μητέρας είναι ο τρόπος δια του οποίου επιβάλλει στο αρχικά διχασμένο υποκείμενο την ύπαρξή της. Ο άνθρωπος πρώτα μαθαίνει να επιθυμεί ως ένας Άλλος. Έπειτα, η επιθυμία του ακολουθεί την επιθυμία του Άλλου, αφού το παιδί επιθυμεί ό,τι επιθυμεί η μητέρα του. Έτσι αναβιβάζεται σταδιακά σε υποκείμενο. Το παιδί ταυτίζει την επιθυμία του με την επιθυμία του Άλλου, θέλοντας να αναγνωρισθεί ως άνθρωπος και ως ύπαρξη. Θέλει να τραβήξει την προσοχή του Άλλου και, εν τέλει, την επιθυμία του, επιθυμεί να είναι επιθυμητό από εκείνον. Μετά την συγκρότηση του υποκειμένου-Εγώ, στον άνθρωπο παραμένει ένα υπόλειμμα αυτής της επιθυμίας, η οποία εκπληρώνεται στις κοινωνικές σχέσεις του και όχι μόνον. Στα έσχατα όριά της, αυτή η επιθυμία δεν έχει συγκεκριμένο αντικείμενο. Στην πραγματικότητα, όπως μας πληροφορούν και οι μελέτες του π.Νικολάου Λουδοβίκου*, η θεωρία του Lacan ήταν περισσότερο ορθόδοξη απ' όσο θα μπορούσε ο ίδιος να φαντασθεί, διότι ενθυμίζει σε αρκετά σημεία την ανθρωπολογία του Οσίου Μαξίμου του Ομολογητού.  

  Ο Όσιος Μάξιμος (580-662) αντί της λέξεως επιθυμία-desire, χρησιμοποίησε τον φιλοσοφικά εντελώς πρωτότυπο όρο "θέλημα", που στα νέα ελληνικά μπορεί να περιγραφεί και ως λαχτάρα ή καημός. Ο άνθρωπος γεννάται με ένα "φυσικό θέλημα" για κάτι μυστηριώδες, το οποίο ο Όσιος Μάξιμος το αποκαλεί "ἔφεσις πλήρους οντότητος". Τουτέστιν, ο άνθρωπος επιθυμεί να βρει την πλήρη οντότητά του. Και εδώ έγκειται η υπέρβαση του Προπατορικού αμαρτήματος, του προκτησιακού μηδενός, προς επίτευξιν της κοινωνίας με τον Θεό και συνεπώς της αφθαρσίας εν Αγίω Πνεύματι. Αυτή η κοινωνία είναι το πραγματικό αντικείμενο του φυσικού θελήματος και κάθε φθαρτό υποκατάστατό του αποπροσανατολίζει τα πάθη του ανθρώπου, καθιστώντας το θέλημά του όλο και περισσότερο λαίμαργο για όλο και περισσότερο μηδέν. [Σε αυτό το σημείο, θαρρώ πως ταιριάζει μία νευροβιολογική παρένθεση. Στις ημέρες, το γεγονός ότι μία αμαρτία επιφέρει μία επόμενη μεγαλύτερη αμαρτία, απονεκρώνοντας την a priori ευσυνειδησία, είναι μία κοινή εμπειρία, που ερμηνεύεται ακόμη και επιστημονικά. Όταν η παρατεταμένη έκθεση σε μία ηδονή επιφέρει εξοικείωση των υποδοχέων ντοπαμίνης, τότε απαιτείται έκθεση σε μία πιο ακραία ηδονή, ώστε να εκκριθεί η μεγαλύτερη ποσότητα ντοπαμίνης που θα σημάνει την πλασματική ικανοποίηση του προσωπικής επιθυμίας, τουλάχιστον μέχρι να παραστεί η ανάγκη για ακόμη πιο ακραία ηδονή ή, τέλος πάντων, μία αποχή από τις ηδονές ικανή να επαναφέρει την ευαισθησία των υποδοχέων ντοπαμίνης σε φυσιολογικά επίπεδα.] 

   Ο Όσιος Μάξιμος έγραψε για το θέλημα: «Θέλημά φασιν εἶναι φυσικόν, ἥγουν θέλησιν, δύναμιν τοῦ κατὰ φύσιν ὄντος ὀρεκτικήν· καὶ τῶν οὐσιωδῶς τῇ φύσει προσόντων συνεκτικὴν πάντων ἰδιωμάτων. Τούτῳ γὰρ συνεχομένη φυσικῶς ἡ οὐσία, τοῦ τε εἶναι καὶ ζῇν καὶ κινεῖσθαι κατ' αἴσθησίν τε καὶ νοῦν ὀρέγεται, τῆς οἰκείας ἐφιεμένη φυσικῆς καὶ πλήρους ὀντότητος.»** Σύμφωνα με την απόδοση του π. Ν. Λουδοβίκου, για τον Όσιο Μάξιμο το θέλημα είναι μία φυσική δύναμη που ζητά την πληρότητα της κατά φύσιν υπάρξεώς της και συνέχει όλα τα προσόντα που κατ' ουσίαν ανήκουν στην φύση. Συνεχόμενη με αυτό το θέλημα, η λογική ύπαρξη ορέγεται να είναι, όχι μόνο να είναι αλλά και να ζει και να κινείται, ως ενιαίο ψυχοσωματικό ον, επιθυμώντας την φυσική και πλήρη οντότητά της, επιθυμώντας να γίνει όλον. Επομένως, η πλήρης ύπαρξη αναμένεται στο μέλλον και ο άνθρωπος την προσμένει με καημό. 

  Οι δυνάμεις της ψυχής όταν δεν λειτουργούν κατά Θεόν γίνονται πάθη, καθιστάμενες αυτοσκοποί και αποπροσανατολίζουν το φυσικό θέλημα από τον υπέρτατο σκοπό της πληρότητός της. Σε αυτήν περίπτωση, αυτές οι θεόδοτες δυνάμεις δεν πρέπει να ξεριζώνονται αλλά να μεταμορφώνονται συν Θεώ σε μία κατάσταση που ονομάζεται "θείος έρως". Ο Ορθόδοξος ζει, δεν είναι ένας απαθής και υπνωτισμένος γιόγκι. Είναι ένας άνθρωπος που, συν Θεώ, αγαπά ορθόδοξα, οργίζεται ορθόδοξα, ερωτεύεται ορθόδοξα, τρώει ορθόδοξα, κάνει (ως έγγαμος) έρωτα ορθόδοξα κ.τ.λ. Και όλα αυτά τα κάνει ορθόδοξα όχι ένεκεν πειθαρχήσεως σε κάποια υποχρεωτική ηθική, αλλά επειδή ο ίδιος ως πρόσωπο αισθάνεται την ανάγκη να εναρμονίσει το θέλημά του με το θέλημα του Κυρίου, για να κοινωνήσει μαζί Του. Κοινωνώντας με τον Κύριο, κοινωνεί αγαπητικά και με τους συνανθρώπους του. Το "ὁμοούσιον" της Αγίας Τριάδος σημαίνει ότι ο Θεός έχει τρία πρόσωπα που είναι διακριτά, αλλά μοιράζονται μία κοινή ουσία, μία κοινή συνείδηση, μία κοινή ύπαρξη. Μέσα από αυτό το μεγαλειώδες δόγμα αποκαλύπτεται ένα σχεσιακό υπόδειγμα για τις ανθρώπινες κοινωνίες. Η απόλυτη ετερότητα των προσώπων όχι μόνον δεν αντιβαίνει στην απόλυτη κοινωνία των, αλλά συνιστά προϋπόθεσή της. Η επιθυμία χωρίς αντικείμενο είναι η επιθυμία του όλου, η επιθυμία του Θεού και του κάθε ανθρώπου. Οι λόγοι των όντων υπάρχουν μέσα στον νου του Θεού και σημαίνουν μία αγαπητική πρόσκληση προς τον άνθρωπο. Η ανθρώπινη ύπαρξη είναι θεμελιωδώς διαλογική και η απουσία διαλόγου συνιστά γι' αυτήν κόλαση. Οι άνθρωποι καλούνται να γίνουν ομοούσιοι, "κατά χάριν θεοί", μέσα σε έναν αιώνιο διάλογο, στον οποίο ο καθείς θα διαλέγεται με την επιθυμία του Άλλου εν Αγίω Πνεύματι.  


Γ.Σ. 


Βιβλιογραφική αναφορά: 

*π.Νικόλαος Λουδοβίκος, Ψυχανάλυση και Ορθόδοξη θεολογία, Αρμός 2003, σελ.15-42. 

**Τοῦ ἐν Ἁγίοις Πατρὸς ἡμῶν Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ πρὸς Μαρῖνον τὸν Ὁσιώτατον Πρεσβύτερον, "Περὶ φυσικοῦ θελήματος, ἥγουν θελήσεως",  Patrologiae Graecae XCI, ed. Jacques-Paul Migne, Παρίσι 1863 σελ.12. 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου