21 Σεπτεμβρίου 2021

Ἡ οἰκονομική καί νομισματική ἱστορία τῆς Ἑλληνικῆς Ἐπαναστάσεως (1822-1832)


1 Φοίνιξ 1828

   Ἡ διαμόρφωσις ἑνὸς οἰκονομικοῦ συστήματος, ἐπὶ τῆς βάσεως ὁρισμένης νομισματικῆς πολιτικῆς, ἀποτελεῖ πρώτιστη μέριμνα ἑνὸς αναδυομένου κράτους, διότι ἀφενὸς πλαισιώνει τὴν ἐγχώριον ἀγορὰ καὶ τὶς χρηματικὲς συναλλαγές του καί, ἀφετέρου, τοῦ προσδίδει μία ἔξωθεν ἀναγνωρίσιμο νομιμοφάνεια. Ἄλλως τε, σὲ ἐποχὲς ὁπόταν ἡ ἐφήμερος χρηστικότης δὲν ἀποτελοῦσε τὸ μεῖζον μέτρο τῶν πραγμάτων, ἀκόμη καὶ τὸ χρῆμα διέπετο ὑπὸ συμβολικῆς καὶ αἰσθητικῆς διαστάσεως. Ἡ τῶν ἀρχαίων προγόνων μας ἐφεύρεσις τοῦ νομίσματος συνιστᾶ ἕνα ἐκ τῶν ἀρχαιοτέρων διασεσωσμένων μέσων κρατικῆς προπαγάνδας, καθότι στὶς ὄψεις του διεφημίζοντο μυθικοὶ συμβολισμοὶ ἢ ὁ προστάτης θεὸς τῆς ἐκδότριας αὐτοῦ πόλεως. Στὸν εὐρωπαϊκὸ χῶρο, ἀπὸ τὴν περίοδο τοῦ Μεγάλου Ἀλεξάνδρου κι ἔπειτα, στὴν μία ὄψι τῶν νομισμάτων ἀπεικονιζόταν κατὰ κανόνα ἡ κεφαλὴ τοῦ ἐντοπίου ἡγεμόνος. Συνεπῶς, εὔκολα γίνεται ἀντιληπτὴ ἡ ἀνάγκη ἐκδόσεως ἑνὸς ἐπισήμου νομίσματος ἀπὸ τὴν πολιτικὴ διοίκησι τῶν ἐπαναστατημένων Ἑλλήνων, ἐφόσον ἐκείνη ἀπέβλεπε στὴν παγίωσιν ἑνὸς κράτους κατὰ τὰ εὐρωπαϊκὰ πρότυπα. Ἔπρεπε ἀσφαλῶς νὰ προηγηθῆ ἡ κάλυψις τῶν οἰκονομικῶν ἀναγκῶν τοῦ ἀγῶνος, ποὺ ἦσαν πολλὲς καὶ ζωτικές. Βεβαίως, ὅπως μαρτυρεῖ ἕνα εἰσέτι ἀδιάψευστο ἱστορικὸ ἀξίωμα, ὅσο μεγαλύτερη εἶναι ἡ οἰκονομικὴ ἀνάγκη ἑνὸς παρία, τόσο μεγαλύτερη θὰ εἶναι καὶ ἡ ἐξάρτησίς του ἀπὸ τοκογλύφους. Οἱ Μεγάλες Δυνάμεις -καὶ ἰδίως ἡ Ἀγγλία- ἐξεμεταλλεύθησαν στὸ ἔπακρον αὐτὴν τὴν ἀνάγκη, ὥστε νὰ δέσουν πισθάγκωνα τὸ νεόδμητον ὡσεὶ προτεκτορᾶτο κράτος εἰς ἕνα γεωπολιτικὸ ἄρμα ἐκ τοῦ ὁποίου σύρεται μέχρι σήμερον. 

   Ἂς ἐξετάσωμε τὰ σχετικὰ συμβάντα ἀπὸ τὴν ἀρχή. Μετὰ τὴν πολιτικὴ Συνέλευσι τῆς Ἐπιδαύρου, τὸ Ἐκτελεστικὸ σῶμα ὑπὸ τὸν Ἀλέξανδρο Μαυροκορδάτο, μὲ προβούλευμα τῆς 12ης Ιουνίου τοῦ 1822, ἐνέκρινε τὴν κοπὴ ἀργυρᾶς δραχμῆς ὑποδιαιρουμένης σὲ δέκα ὀβολούς, ἡ ὁποία θὰ εἶχε τὶς προδιαγραφὲς τοῦ γαλλικοῦ φράγκου[1]. Μέχρι τότε, οἱ Ἕλληνες στὶς καθημερινὲς συναλλαγὲς χρησιμοποιοῦσαν ὀθωμανικὰ γρόσια (kuruş) ἢ διεθνοῦς ἀκτινοβολίας εὺρωπαϊκὰ νομίσματα ὅπως τὸ ἰσπανικὸ δίστηλο («ῥιάλια», reales) καὶ τὸ αὐστριακὸ τάλληρο (thaler)[2]. Ἡ ἐπιλογὴ ἀναβιώσεως τῆς ἀρχαιοελληνικῆς δραχμῆς καταδεικνύει τὴν ἐκτίμησι τῶν ἐπαναστατῶν γιὰ τὸ προγονικὸ παρελθὸν των κι ἐνδεχομένως νὰ σχετιζόταν μὲ τὸ ταυτόχρονο νεοκλασσικὸ κίνημα φιλελληνισμοῦ ποὺ ἀποκτοῦσε ὑπολογίσιμο δυναμικὴ στὰ εὐρωπαϊκά σαλόνια. Τὸ ἀπαιτοῦμενο μέταλλο ἐξησφαλίσθη ἐκ τῆς συσσωρεύσεως ἐκκλησιαστικῶν σκευῶν. Ὡστόσο, ἡ εἰσβολὴ τοῦ Δράμαλη ματαίωσε τὸ ἐγχείρημα καὶ τὰ σκεύη ὑφηρπάχθησαν ἀπὸ ἐπιτηδείους.

   Πρὸ οἱασδήποτε νομισματικῆς πρωτοβουλίας, ἔπρεπε νὰ εὑρεθῆ τὸ κατάλληλο ἀποθεματικὸ ἀντίκρισμα, ἀλλὰ στὴν παροῦσα φάσι τοῦ ἀγῶνος αὐτὸ ποὺ προεῖχε ἦταν ἡ ἐπιβίωσίς του, ἤτοι ἡ στρατιωτικὴ καὶ ἐξοπλιστικὴ ἐνίσχυσις τῶν ἀγωνιζωμένων. Τὸν Ἀπρίλιο τοῦ 1823, στὰ πλαίσια τῆς Β΄ Ἐθνοσυνελεύσεως τοῦ Ἄστρους, μία δωδεκαμελὴς ἐπιτροπὴ ὑπελόγισε ὅτι τὰ ἔξοδα τοῦ ἀγῶνος κατὰ τὸ πρῶτο ἐξάμηνο τοῦ ἔτους θὰ ἄγγιζαν τὰ 38 ἑκατομμύρια γροσίων, ἑνῷ τὰ ἔσοδα μόλις τὰ 12 ἑκ. Δεδομένων τῶν συνθηκῶν, ἡ λήψις ἑνὸς δανείου ἐκ τῆς Ἑσπερίας φάνταζε μονόδρομος. Πράγματι, στὶς 9 Φεβρουαρίου τοῦ 1824, οἱ ἐπιτετραμμένοι τοῦ Ἐκτελεστικοῦ Ἰωάννης Ὀρλάνδος καὶ Ἀνδρέας Λουριώτης συνομολόγησαν στὸ Λονδίνο ἕνα δάνειο ὕψους 800.000 ἀγγλικῶν λιρῶν μετὰ τοῦ τραπεζικοῦ οἴκου Λόφναν, ἀποπληρωτέο ἐντὸς 36 ἐτῶν, μὲ ἐπιτόκιο 5%, προμήθεια 3% καὶ τοκοχρεολυτικὴ ἀπόσβεσι χρεολυσίου 1% κατ’ ἔτος[3]. Ἡ σύναψις τοῦ δανείου ἐπαρουσιάσθη ἀπὸ τὸ περιβάλλον Μαυροκορδάτου ὡς μεγάλη διπλωματικὴ ἐπιτυχία, σημαίνουσα τὴν ἀναγνώρισι τῆς ἐπαναστάσεως στὸ ἐξωτερικό καὶ συνάμα τὴν ὑποθήκευσι τῶν ἀπελευθερουμένων ἐδαφῶν στὰ ἀγγλoσαξονικὰ συμφέροντα. Ἐν τέλει, οἱ Ἄγγλοι ἐπέτρεψαν τὴν παραχώρησι μόνον τοῦ 59% τοῦ συμφωνηθέντος ποσοῦ καὶ, ἕνεκα προμηθειῶν καὶ λοιπῶν παρακρατήσεων, στὶς ἐν ἀγγλοκρατουμένῃ Ζακύνθῳ τράπεζες τῶν Λογοθέτου καὶ Βὰρφ ἔφθασαν μόλις 298.000 λίρες, τὶς ὁποῖες θὰ διεχειρίζετο ἡ ἀγγλοκίνητος τριμελὴς ἐπιτροπὴ των λόρδου Βύρωνος, συνταγματάρχου Στάνχοπ καὶ Λαζάρου Κουντουριώτου. Δυστυχῶς, ὅσες λίρες δὲν ὑπεξαιρέθησαν ἀπὸ ἀετονύχηδες, κατεσπαταλήθησαν στὸν ἀήθη πόλεμο ποὺ κύρηξαν οἱ Ὑδραῖοι (Κουντουριώτηδες) καὶ οἱ ἀγγλόφιλοι φιλελεύθεροι πολιτικάντηδες κατὰ τῶν ὁπλαρχηγῶν.

   Τὸ καλοκαίρι τοῦ 1824, κατόπιν τῆς καταστροφῆς τῶν Ψαρῶν καὶ τῆς Κάσου, τὸ Βουλευτικὸ σῶμα ἀπεφάσισε τὴν αἴτησι νέου δανείου, ποὺ ὄντως συνεφωνήθη στὶς 26 Ἰανουαρίου τοῦ 1825 μεταξὺ τῆς κυβερνήσεως Κουντουριώτου καὶ τοῦ οἶκου τῶν ἀγγλοεβραίων τραπεζιτῶν Ῥικάρντο, μὲ ἐπιτόκιο 5%. Τὸ συμφωνηθὲν ὀνομαστικὸ κεφάλαιο τοῦ δανείου ἀνήρχετο σὲ 2.000.000 χρυσῶν λιρῶν, ἀλλὰ ὡς παραχωροῦμενο ποσὸ κρίθηκε τὸ 55,5% αὐτοῦ[4]. Μολονότι οἱ πρωτογενεῖς πηγὲς ἐμφανίζουν ἀμελητέες ἀποκλίσεις ὡς πρὸς τοῦς ἀκριβεῖς ἀριθμούς, ἡ εἰκόνα τῆς τοκογλυφικῆς ληστείας ποὺ ἠκολούθησε δὲν ἔχει ἀμφισβητηθῆ ἀπὸ κανέναν. Ἀφαιρεθέντων προκαταβολικῶς τῶν τόκων δύο ἐτῶν, ἑνὸς χρεολυσίου, ἑνὸς ποσοῦ γιὰ ἐξαγορὰ ὁμολογιῶν καὶ τῆς προμηθείας τῶν ἀδελφῶν Ῥικάρντο, στοὺς ἑλληνικοὺς σκοποὺς μποροῦσαν νὰ χορηγηθοῦν 814.000[5] ἢ 816.0004,[6] λίρες, τὶς ὁποῖες ὅμως θὰ διεχειρίζετο μία ἀγγλικὴ ἐπιτροπὴ ὑπὸ τοὺς Ῥικάρντο, Ἔλλις, Χόμπχαους καὶ Μπάρντετ. Ἀπὸ αὐτὸ τὸ ποσόν, οἱ «σόφρωνες» διαχειριστὲς διέθεσαν ἀπευθείας 392.600 λίρες γιὰ τὴν κατασκευὴ 6 ἀτμοκινήτων πλοίων καὶ 2 φρεγατῶν σὲ ναυπηγεῖα τῆς Ἀγγλίας καὶ τῶν ἨΠΑ[7]. Παρὰ ταῦτα, στὴν πτωχὴ Ἑλλάδα παρεδόθησαν μόνον τρία ἀτμοκίνητα καὶ ἡ φρεγάτα «Ἑλλάς», τὴν ὁποία πυρπόλησε ὁ Ἀ.Μιαούλης τὸ 1831, κατ’ ἐντολὴν τῶν ἐκκινησάντων τὸν ἐμφύλιο πόλεμο πολιτικάντηδων καὶ Ὑδραίων, ποὺ θέλησαν νὰ ἐξοντώσουν καὶ τὸν Καποδίστρια. Τελικῶς, κατόπιν ὀλίγων ἐπιπλέον προμηθειῶν «μεσαζόντων», ἡ ἑλληνικὴ κυβέρνησις παρέλαβε -κατὰ τὴν ἐπικρατεστέρα ἐκδοχὴ- μόλις 232.558 λίρες[8], ποὺ ἔτυχαν ἐπίσης ἀδιαφανοῦς διαχειρίσεως. Ἡ λονδρέζικη ἐφημερίδα Times, σὲ ἄρθρο της τῆς 26ης Ὀκτωβρίου 1825, συνέκρινε τὸ ἑλληνικὸ δάνειο μὲ τὸν ἄνδρα «ὅστις μεταβαίνων ἀπὸ Ἱεροσόλυμα εἰς Ἰεριχὼ ἔπεσεν εἰς χείρας ληστῶν», ὅμως «δὲν εὗρεν τὸν καλὸν Σαμαρείτην»[9]. Τουτέστιν, μολονότι ἡ χώρα κατεχρεώθη, καθ’ ὅλην τὴν διάρκεια τοῦ στρατιωτικοῦ ἀγῶνος, τὰ κεφάλαια γιὰ τὴν διεξαγωγή του οὐσιαστικῶς προήρχοντο ἀπὸ ἴδιες περιουσίες ἀγωνιστῶν, ἀπὸ πολεμικὰ λάφυρα, ἀπὸ δωρεὲς Ἑλλήνων καὶ φιλελλήνων τοῦ ἐξωτερικοῦ καὶ ἀπὸ πλοιοκτῆτες τῆς Ὕδρας, τῶν Σπετσῶν καὶ τῶν Ψαρῶν. 

   Εἰς ὅ,τι ἀφορᾶ τὴν νομισματικὴ πολιτικὴ τῆς κυβερνήσεως, οἱ συζητήσεις περὶ ἐκδόσεως δραχμῆς καὶ ὀβολῶν ἐσυνεχίσθη δίχως κάποιο ἀποτέλεσμα. Τὴν περίοδο 1822-5, γιὰ τὴν ἱκανοποίησι χρηματικῶν ὀφειλῶν, ἡ «Προσωρινὴ Διοίκησις» ἐξέδωσε ὁμόλογα ἀξίας 100, 250, 500, 750 και 1000 ὀθωμανικῶν γροσίων[10].  Τὸν Ὀκτώβριο τοῦ 1825, ἐνεκρίθη ἡ κοπὴ μόνον ἑνὸς μικροῦ χαλκίνου νομίσματος ὀνομαστικῆς ἀξίας «5 ἑκατοστῶν». Τὸ νόμισμα, στὸν μὲν ἐμπροσθότυπό του (ἐμπρὸς ὄψις) θὰ ἀπεικόνιζε στὸ κέντρο ἕναν σταυρὸ καὶ περιμετρικῶς αὐτοῦ τὴν ἐμπνευσμένη ἐκ τοῦ ὁράματος τοῦ Μεγάλου Κωνσταντίνου φράσι: «ΕΝ ΤΟΥΤΩ ΤΩ ΣΗΜΕΙΩ ΝΙΚΑ»[11]. Ὁ δε ὀπισθότυπος (πίσω ὄψις) θὰ ἀπεικόνιζε κεντρικῶς τὴν ὀνομαστικὴ ἀξία καὶ τὸ ἔτος κυκλοφορίας, ἑνῷ στὴν περιφέρεια κυκλικῶς τὴν ἐπιγραφή: «PRΟΣ ΔΙΟΙΚ ΤΗS ΕΛΛΑΔΟS» (δηλαδὴ «Προσωρινὴ Διοίκησις τῆς Ἑλλάδος»). Ἐξαιτίας τῆς ἀποβάσεως τοῦ Ἰμπραήμ, τὸ σχέδιον παρέμεινε κυριολεκτικῶς στὰ χαρτιὰ καὶ σήμερα διασώζεται στὸ Μουσεῖο Χαρτονομισμάτων τῆς Ἰονικῆς Τραπέζης στὴν Κέρκυρα[12].

   Τὸ καλοκαίρι τοῦ 1825, ὁ μεγαλόσχημος ἐλευθεροτέκτων καὶ ἐπικεφαλῆς τῆς Ἐπιτροπῆς Ζακύνθου, Διονύσιος Ῥώμας, συνέταξε γιὰ λογαριασμὸ τῶν πολιτικῶν τῆς Διοικήσεως μίαν «Πράξιν Ὑποταγῆς» τῆς Ἑλλάδος πρὸς τὴν Ἀγγλία, τὴν ὁποίαν οἱ πολιτικοὶ ἀπέστειλαν στὸν Τζῶρτζ Κάννινγκ καὶ τὴν ἀγγλικὴ κυβέρνησι[13]. Οἱ Ἄγγλοι δὲν εἶχαν κανέναν λόγο νὰ συναινέσουν σὲ ἕνα τόσο προκλητικὸ ἔγγραφο, ἀλλὰ σίγουρα δὲν σκόπευαν μήτε νὰ ἐγκαταλείψουν τὴν πολλὰ ὑποσχόμενη ἐπένδυσί των μήτε νὰ δωρίσουν τὴν Ἑλλάδα στὴν σφαῖρα ἐπιρροῆς τῶν Ῥώσων. Ἐξ ἄλλου, χάριν καὶ στὶς ἄοκνες διπλωματικὲς προσπάθειες τοῦ Καποδίστρια, στὴν Εὐρώπη τὸ κλίμα τῆς κοινῆς γνώμης καὶ τῶν μεγάλων αὐλῶν πλέον διέκειτο θετικῶς ἔναντι τοῦ ἑλληνικοῦ σκοποῦ. Τὸν Μάρτιο τοῦ 1826 στὴν Πετρούπολι, ἐκπρόσωποι τῆς Ἀγγλίας καὶ τῆς Ῥωσίας ὑπέγραψαν πρωτόκολλο προβλέπον τὴν δημιουργία ἑνὸς ὑποτυπώδους ἡμιαυτονόμου ἑλλαδικοῦ κρατιδίου. Γιὰ πρώτη φορὰ ὁ ἀγὼν τῶν Ἑλλήνων ἐπεδέχθη διεθνοῦς νομιμοποιήσεως. Τὸν Ἰούλιο τοῦ 1827, ὑπεγράφη νέα συνθήκη στὸ Λονδίνο μεταξύ Ἀγγλίας, Ῥωσίας καὶ Γαλλίας, ποὺ ὁριστικοποιοῦσε τὴν θέσμισι ἑλλαδικοῦ κρατιδίου, μὲ τὶς προαναφερθεῖσες ὡς ἐγγυήτριες-προστάτιδες Δυνάμεις. Παρότι ὁ σουλτάνος ἀρχικῶς ἀπέρριψε τὴν συνθήκη, μετὰ τὴν τυχαίως προκληθεῖσα ναυμαχία τοῦ Ναυαρίνου καὶ τὸν συνακόλουθο ῥωσο-τουρκικὸ πόλεμο, τίποτε δὲν ἠδύνατο νὰ ματαιώση τοιαύτη θέσμισι. Τὸ Πρωτόκολλον Ἀνεξαρτησίας τοῦ Ἑλληνικοῦ κράτους θὰ ὑπεγράφετο ὑπὸ τῶν ἰδίων Δυνάμεων, πάλιν ἐν Λονδίνῳ, στὶς 3 Φεβρουαρίου 1830.

   Ὅπως συμβαίνει ἕως σήμερον σὲ αὐτὴν τὴν χώρα, οἱ παρασκηνιακὲς ζυμώσεις τοῦ ἐξωτερικοῦ ἀντανεκλῶντο στὶς προσκηνιακὲς ἐκδηλώσεις τοῦ ἐσωτερικοῦ. Τὴν Ἄνοιξι τοῦ 1827 συνετελέσθη στὴν Τροιζῆνα ἡ Γ΄ Ἐθνικὴ τῶν Ἑλλήνων Συνέλευσις. Τὰ σπουδαιότερα ψηφίσματά της ἀφοροῦσαν τὴν ἐκλογὴ τοῦ Ἰωάννου Καποδιστρίου ὡς Κυβερνήτου τῆς Ἑλλάδος, τὴν ὁποίαν ἐπέτρεψε ἡ καθολικὴ συνειδητοποίησις τῆς ἀνάγκης μίας ἠχηρᾶς καὶ εὐυπολήπτου προσωπικότητος στὸ πηδάλιο τῆς χώρας, καὶ τὴν αἴτησι τρίτου δανείου στὶς Δυνάμεις, ὕψους 5.000.000 διστήλων ταλλήρων[14]. Ὡστόσο, οἱ «προστάτιδες» Δυνάμεις δὲν ἔσπευσαν νὰ χορηγήσουν τὸ συγκεκριμένο δάνειο, ἀξιοποιοῦσες τὴν προσδοκία του ὡς μέσον πιέσεως πρὸς τὴν νέα κυβέρνησι. Ὁ Καποδίστριας, ἀποτελέσας ἐπὶ ἕνα διάστημα τὴν αἰχμὴ τοῦ δόρατος τῆς ῥωσικῆς διπλωματίας, δὲν ἐνέπνεε καθόλου ἐμπιστοσύνη στοὺς Ἄγγλους. Τὸ αἴτημα δανειοδοτήσεως, ἐπεξεργασμένο ὑπὸ τοῦ «Πανελληνίου» γνωμοδοτικοῦ ὀργάνου, ἐπανελήφθη στὸ Γ΄ Ψήφισμα τῆς Ἐθνοσυνελεύσεως τοῦ Ἄργους, τὸν Ἰούλιο τοῦ 1829 καὶ αὐτὴν τὴν φορὰ ἀξίωνε 60.000.000 γαλλικὰ φράγκα καὶ τὴν ἀπαλλαγὴ ἀπὸ τὶς ὑποχρεώσεις τῶν προτέρων δανείων[15]. Ὅταν ἀφίχθη στὴν Ἑλλάδα, ὁ Καποδίστριας ἀντιμετώπισε μία χαώδη κατάστασι, ἕνα ἄναρχο ῥεμπελιό ἐπαπειλοῦμενο ὑπὸ τῆς ante portas σπάθης τοῦ Ἰμπραήμ. Στὸ νεογέννητο «κράτος» οὐδεμία ὀργανωμένη δομὴ ὑφίστατο, οὐδεμία ὑπηρεσία, οὐδὲν στοιχεῖον ἐνθυμίζον τὴν ἔννοια τοῦ κράτους. Ὑπῆρχαν μονάχα ἐπαγγελματίες πολιτικοὶ καὶ πολλοὶ ἀετονύχηδες κοτζαμπάσηδες, ἐποφθαλμιοῦντες τὴν προσαύξησι τῶν ἀκινήτων -καὶ ὄχι μόνον- περιουσιῶν των. Τὰ πάντα, λοιπόν, ἔπρεπε νὰ σχεδιασθοῦν ἐκ τοῦ μηδενὸς. Ὅπερ καῖ ἐγένετο.

   Ἐξ ἀρχῆς, κατέστη ἐπιτακτικὴ ἡ θεμελίωσις μίας ἑλληνικῆς οἰκονομίας. Ἐπὶ τούτου, μὲ διάταγμα τῆς 2ας Φεβρουαρίου 1828, ὁ Καποδίστριας ἵδρυσε τὴν Ἐθνικὴ Χρηματιστικὴ Τράπεζα μὲ διοικητὴ τὸν Ἀλέξανδρο Σταῦρο, χάριν στὰ κεφάλαια ποὺ συσσώρευσε ἀπὸ δικές του ἀποταμιεύσεις καὶ ἀπὸ δωρεὲς τοῦ Ἐλβετοῦ τραπεζίτου καὶ προσωπικοῦ του φίλου Ἰωάννου Εϋνάρδου καὶ τοῦ φιλέλληνος βασιλέως τῆς Βαυαρίας Λουδοβίκου. Γιὰ τὴν προσέλκυσι καταθετῶν, ὁρίσθη ἐτήσιον ἐπιτόκιον 8% ἐπὶ τῶν καταθέσεων[16]. Ὡστόσο, οἱ κατηγορίες περὶ αὐθαιρέτου ἐκμεταλλεύσεως τῶν τραπεζικῶν κεφαλαίων ἐκ μέρους τῆς κυβερνήσεως ἐσήμαναν τὴν δυσπιστία τῶν ἐγχωρίων προυχόντων, ἥτις ἀπέτρεψε τὴν εὐόδωσι τοῦ ἐγχειρήματος[17]. Τὸ 1828, παρὰ τὶς ἀντιρρήσεις τῆς Ἀγγλίας, ἡ Γαλλία καὶ ἡ Ῥωσία συνεφώνησαν νὰ ἐνισχύσουν τὰ ἑλληνικὰ ταμεῖα διὰ μηνιαίας καταβολῆς 500.000 φράγκων, ἑνῷ τὸν Ἰούνιο ὁ τσάρος Νικόλαος ἀπέστειλε στὸν Καποδίστρια 1.500.000 ῥουβλίων, ἤτοι 3.750.000 φράγκων[18]. Τὰ χρήματα δαπανήθησαν γιὰ τὴν κάλυψιν ἐπειγουσῶν στρατιωτικῶν καὶ νομισματικῶν ἀναγκῶν.

   Ἕνα ἐκ τῶν πρώτων μελημάτων του Καποδιστρίου ἐνέκειτο στὴν ἐγκαινίασιν ἑλληνικοῦ νομίσματος, τοῦ Φοίνικος. Ἐπὶ τῷ σκοπῷ, ὁ ἐπιτετραμμένος του Ἀλ. Κοντόσταυλος ἠγόρασε τὸ πιεστήριο καὶ τὰ μηχανήματα τοῦ νομισματοκοπείου τῶν Ἰωαννιτῶν ἱπποτῶν τῆς Μάλτας, τὰ ὁποῖα τοποθετήθηκαν στὸ ἰσόγειο τοῦ κυβερνείου τῆς Αἰγίνης, ὅπου ἐπρόκειτο νὰ λάβη χώρα ἡ παραγωγὴ νομισμάτων ὑπὸ τὴν ἐπίβλεψιν τοῦ Καποδιστρίου[19]. Συμπτωματικῶς, τὸ πρῶτο νόμισμα τοῦ νεοελληνικοῦ κράτους ἐκόπη στὸ ἴδιο μέρος ὅπου ἐκόπη καὶ τὸ θεωροῦμενο ὡς πρῶτο νόμισμα τῆς Εὐρώπης γύρῳ στὸ 700 π.Χ., ὁ στατὴρ τῆς αἰγινητικῆς χελώνης.

   Ἀρχικῶς, προετάθη ἡ ἔκδοσις ἑνὸς ἀργυροῦ «φοίνικος» ὑποδιαιρουμένου σὲ 60 λεπτά, τριῶν χαλκίνων ὑποπολλαπλασίων του (ἡμίσεος λεπτοῦ, ἑνὸς λεπτοῦ καὶ πέντε λεπτῶν), τριῶν ἀκόμη ἀργυρῶν νομισμάτων [ἡμίσεος φοίνικος, ἡμισείας αἰγίδος (2,5 φοίνικες), μίας αἰγίδος (5 φοίνικες)] καὶ δύο χρυσῶν νομισμάτων [ἡμισείας Ἀθηνᾶς (10 φοίνικες) καὶ μίας Ἀθηνᾶς (20 φοίνικες)][20]. Παρ’ ὅλα αὐτά, ἔνεκεν τῆς δημοσιονομικῆς πενίας, ὁ ἀρχικὸς προγραμματισμὸς διαφοροποιήθηκε. Ἡ Δ΄ Ἐθνοσυνέλευσις ἐνέκρινε, ἐν τέλει, τὴν κυκλοφορίαν ἀργυροῦ φοίνικος ὑποδιαρουμένου σὲ 100 λεπτὰ καὶ τριῶν χαλκίνων νομισμάτων ὡς ὑποδιαιρέσεών του, τοῦ ἑνὸς λεπτοῦ, τῶν πέντε καὶ τῶν δέκα λεπτῶν[21]. Τὸ 1831 κυκλοφόρησε καὶ ὀγκωδέστερο χάλκινο νόμισμα τῶν εἴκοσι λεπτῶν. Οἱ ὑποδιαιρέσεις δὲν ἦσαν ἀκριβῶς «χάλκινες», διότι οἱ δίσκοι των προέκυψαν ἐκ τῆς τήξεως οἱουδήποτε διαθεσίμου σκουριασμένου παλιομετάλλου (ἀπὸ λάφυρα, ἀχρηστευμένα τουρκικὰ κανόνια κ.τ.λ.). Ὁ δε ἄργυρος ἐξησφαλίσθη κατὰ ἕνα ποσοστὸ ἀπὸ νηοψίες.

   Θεωρητικῶς, ἕκαστος φοίνιξ ἔπρεπε νὰ ἀντιστοιχῆ στὸ 1/6ο ἑνὸς ἰσπανικοῦ διστήλου, δηλαδὴ, μὲ περιεκτικότητα 90% σὲ ἄργυρο, ἔπρεπε νὰ ζυγίζη 4,527 γραμμάρια (περιέχοντας 4,074 γραμμάρια καθαροῦ ἀργύρου). Ὡστόσο, τὸ μεικτὸ βάρος του ἦταν σημαντικὰ μικρότερο. Τὸ ἐπισήμως προαναγγελθὲν βάρος ἦταν 4,408 γραμμάρια, ἀλλὰ σύμφωνα μὲ τὰ πλεῖστα νομισματολογικὰ συγγράμματα τὸ τελικὸ βάρος ἦταν 4,163[22]. Ἔχει διατυπωθῆ ἀπὸ ὁρισμένους ἐρευνητὲς ἡ ἄποψις πὼς ἐτούτη ἡ ἀπόκλισις ἦτο σκόπιμος, γιατὶ ἐὰν ὁ φοίνιξ ἀποτελοῦσε ἀξιόπιστο «σκληρὸ» νόμισμα, τότε θὰ ἀποθησαυριζόταν καὶ δὲν θὰ κυκλοφοροῦσε στὴν ἀγορά[23]. Στὴν πραγματικότητα, ἐξαιτίας τῶν πενιχρῶν μέσων τοῦ νομισματοκοπείου, τὸ ἀκριβὲς βάρος τῶν φοινίκων παρουσιάζει ἀκαθόριστο διακύμανσι. Ἕως τὸ 1831 ἐξεδόθησαν μόλις 11.978[24] ἢ κατ’ ἄλλους 13.612[25] ἀργυροὶ φοίνικες καὶ ἀρκετὰ ἑκατομμύρια «χαλκίνων» ὑποδιαιρέσεων.

   Τὸ σχεδιαστικὸ μοτίβο στὰ κέρματα ὅλων τῶν ἀξιῶν ἦταν σχεδὸν τὸ ἴδιο, μὲ ἀπειράριθμες παραλλαγὲς στὶς λεπτομέρειες λόγῳ τῶν συχνῶς ἀνακυκλουμένων νομισματικῶν μητρῶν. Τὸ βασικὸ σχέδιο τὸ εἶχε ἐπιμεληθῆ ὁ χαράκτης Χατζη-Γρηγόρης Πυροβολιστής. Στὸ κέντρο τοῦ μὲν ἐμπροσθοτύπου ἀπεικονιζόταν ἡ ἀλληγορία τοῦ Φοίνικος ποὺ ἀναγεννᾶται μὲ ἁπλωμένα τὰ πτερά του μέσα ἀπὸ φλόγες, ὅπως τὸ ἑλληνικὸν ἔθνος. Ἄνωθεν τῆς κεφαλῆς τοῦ μυθικοῦ πτηνοῦ δέσποζε ἕνας χριστιανικὸς σταυρὸς. Οὐρανόθεν ἐξεπορεύετο δέσμη ἀκτίνων κατευθυνομένη πρὸς τὸν Φοίνικα, συμβολίζουσα τὸν φωτισμὸ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος[26]. Ἡ ἀλληγορία αὐτὴ προφανῶς ἀρύεται τὴν ἔμπνευσί της ἀπὸ τὸν θυρεὸ τῆς Φιλικῆς Ἑταιρείας, ὅστις προσομοιάζει σὲ μερικοὺς μασωνικοὺς συμβολισμοὺς τῆς ἐποχῆς, ἀλλὰ ἐν προκειμένῳ τὸ σύμβολον τοῦ φοίνικος ἀναβιβάζεται σὲ μία ἀμιγῶς χριστιανικὴ διάστασι. Κάτωθεν τῶν φλογῶν τῆς ἀλληγορίας ἦταν ἀναγεγραμμένο τὸ ἔτος «αωκα» (1821 σὲ ἑλληνικὴ ἀρίθμησι), ἑνῷ περιφερικῶς ὑπῆρχε ἡ ἐπιγραφὴ «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΠΟΛΙΤΕΙΑ». Ὁ δὲ ὀπισθότυπος τοῦ νομίσματος ἀνέγραφε κεντρικῶς τὴν ὀνομαστική του ἀξία (π.χ. «1 ΦΟΙΝΙΞ»), πλαισιωμένη ἀπὸ ἕναν κλάδο δάφνης καὶ ἕναν κλάδο ἐλαίας. Περιφερικῶς τῶν κλαδιῶν συνηντᾶτο ἡ ἐπιγραφὴ «ΚΥΒΕΡΝΗΤΗΣ Ι. Α. ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΣ». Στὸ κάτω μέρος (ἔξεργον) τοῦ ὀπισθοτύπου τοῦ νομίσματος τοῦ ἑνὸς φοίνικος, συγκεκριμένα, ἀνεγράφετο πάντοτε τὸ ἔτος ἀπαρχῆς τοῦ ἑλληνικοῦ κράτους, «1828».

   Τὰ νέα νομίσματα ἐτέθησαν σὲ κυκλοφορία τὴν 1η Οκτωβρίου 1829 καὶ τὴν 1η Μαρτίου 1830 τὸ δημόσιο ἔπαυσε νὰ δέχεται πληρωμὲς σὲ ἄλλα νομίσματα[27]. Γιὰ νὰ λάβωμε μία πανοραμικὴ εἰκόνα τοῦ βιοτικοῦ ἐπιπέδου τῆς ἐποχῆς, ἀρκεῖ νὰ ἀναφερθῆ ὅτι τότε, κατὰ μέσον ὅρο, ἕνας ἐργάτης εἰσέπραττεν ἡμερομίσθιον 60 λεπτῶν, ἐνόσῳ μία ὀκὰ (1282 γραμμάρια) ἄρτου στοίχιζε 27 λεπτὰ, μία ὀκὰ ἀρνίσιου κρέατος 26 λεπτὰ καὶ μία ὀκὰ τυριοῦ 35 λεπτά[28]. Τὸ 1831, κατὰ τὸ «ΚΖ´ Ἀριθ. 3851 ψήφισμα τῆς Κυβερνήσεως», ἐξετυπώθησαν καὶ κάποιες χιλιάδες τραπεζογραμματίων ἀξίας 5, 10, 50 και 100 φοινίκων, ποὺ δὲν ἔτυχαν εὐρείας ἀποδοχῆς, καθὼς ἡ κυβέρνησις κατὰ πᾶσα πιθανότητα δὲν διέθετε τὸ ἀντίστοιχο ἀντίκρισμα σὲ κεφάλαια. Ἡ δυσπιστία μερίδος κυβερνωμένων ἀπέβη σοβαρότατο πρόβλημα καὶ δὲν περιοριζόταν μόνο στὴν νομισματικὴ οἰκονομία.     

   Ὁ Καποδίστριας ἐπέδειξεν ἰδιαιτέρα μέριμνα διὰ τὴν ἐνίσχυσιν τῆς πρωτογενοῦς παραγωγῆς, τῆς σχεδὸν ἀποκλειστικῆς πηγῆς παραγωγῆς πλούτου καὶ ἐπισιτισμοῦ προσφύγων στὴν χερσαία Ἑλλάδα, ἱδρύοντας τὸ 1829 τὴν Γεωργικὴν Σχολὴν τῆς Τίρυνθος[29]. Ἐπιπροσθέτως, εἰσήγαγε στὴν Ἑλλάδα τὴν καλλιέργεια τῆς πατάτας καὶ πρωτοποριακὲς ἀγροτικὲς τεχνικές. Μολαταῦτα, ἡ μεγίστη ἄκανθος γιὰ τὴν καποδιστριακὴ πολιτικὴ προσεφύετο στὴν διαχείρισι τῶν «ἐθνικῶν γαιῶν», τῶν καλλιεργησίμων χωραφιῶν ὀθωμανῶν ἅτινα περιῆλθαν στὸν ἔλεγχο τῶν ἐπαναστατῶν. Η β΄ παράγραφος τοῦ Δ΄ ψηφίσματος τῆς ἐν Ἄργει Ἐθνοσυνελεύσεως ἐνέκρινε τὴν στατιστικὴ ἀπογραφὴ τῆς ἀγροτικῆς οἰκονομίας[30], μὲ στόχους σαφεῖς -καὶ διακεκηρυγμένους στὴν Γερουσία- τὴν ἀναδιανομὴ τῶν γαιῶν σὲ ἀναξιοπαθοῦντες ἀκτήμονες καὶ τὴν ἀναμόρφωσι τοῦ φορολογικοῦ συστήματος[31]. Τελικῶς, ἡ ἀπογραφὴ δὲν τελεσφόρησε καὶ τὸ ὀθωμανικὸ κτηματολόγιο ἐξηκολούθησε νὰ ἀποτελῆ τρόπον τινὰ ἰδιοκτησιακὸ ὁδοδείκτη. Ὅμως συνέτρεχαν καὶ ἄλλα κωλύματα δυσχεραίνοντα τὴν ἀναδιανομὴ γῆς στοὺς πτωχούς. Ἀφενὸς, πολλὰ κτήματα εἶχαν ὑποστῆ χρησικτησία ἢ πωληθῆ ἀπὸ ἀποχωρήσαντες Ὀθωμανοὺς σὲ Ἕλληνες προεστοὺς καὶ λοιποὺς πλουσίους, οἱ ὁποῖοι τώρα προέβαλαν σοβαρὲς ἀντιδράσεις, μὴ ἐπιθυμοῦντες τὴν συμπερίληψι τοῦ ἁπλοῦ λαοῦ στὴν διανομή. Ἀφετέρου, τὰ δημόσια κτήματα ποὺ εἶχαν ἀπελευθερωθῆ πρὶν τὸ 1826 (δηλαδὴ ἡ πλειονότης τῶν διαθεσίμων ἐθνικῶν γαιῶν) ὑποθηκεύθηκαν ὡς ἐγγυήσεις γιὰ τὴν λήψι τῶν ληστρικῶν ἀγγλικῶν δανείων[32]. Γι’ αὐτὸν τὸν λόγο, ἡ ἀπόπειρα τοῦ Καποδιστρίου να χρησιμοποιήση τὶς ἐθνικὲς γαῖες ὡς ἀποθεματικὲς ἐγγυήσεις γιὰ τὴν λειτουργία τῆς Χρηματιστικῆς Τραπέζης προσέκρουσε στὴν ἐναντίωσι τοῦ Ἄγγλου ἀντιπρέσβεως Ντῶκινς. Τὸ περὶ δανειακῆς ὑποθήκης ἐπιχείρημα χρησίμευσε καὶ ἐπὶ Βαυαροκρατίας ὡς δικαιολογία γιὰ νὰ μὴν προχωρήση ἡ ἀναδιανομὴ τῶν γαιῶν. Κατὰ συνέπεια, τὸ ὀθωνικὸ κράτος μετεπαναστατικῶς κατέστη ὁ μεγαλύτερος γαιοκτήμων, ἀναγκάζοντας τοὺς μικροκαλλιεργητὲς τῶν ἐθνικῶν γαιῶν νὰ τοῦ πληρώνουν ὡς γαιοπρόσοδο τὸ 15% τοῦ εἰσοδήματός των, ἐπιπλέον τοῦ διατηρηθέντος ἀπὸ τουρκοκρατίας φόρου τῆς δεκάτης[33]. Ἔχει διατυπωθῆ ἡ ἄποψις ὅτι τὴν κατάστασιν αὐτὴν ὑπεδαύλιζε, σὲ ἐναρμόνισι μετὰ τοῦ ἐπιβληθέντος γερμανικοῦ ἀστικοῦ δικαίου, ἡ ἐμπορομεσιτικὴ καὶ δημοσιοϋπαλληλικὴ «ἀστικὴ τάξις», μὲ κύριον ἐκπρόσωπό της τὸν πολιτικὰ φιλελεύθερο Ἀλέξανδρο Μαυροκορδάτο[34].

   Ὁ Ἰωάννης Καποδίστριας μερίμνησε καὶ γιὰ τὴν ἀνάπτυξι τοῦ ἐμπορίου. Ὑπὸ τὴν συνδρομὴ τοῦ ναυάρχου Μιαούλη κατεπολέμησε τὴν πειρατεία (πρὸς δυσαρέσκεια ἐνίων ἐφοπλιστῶν). Ἐπίσης, μέσῳ δανείων χορηγουμένων ὑπὸ τῆς Χρηματιστικῆς Τραπέζης, χρηματοδότησε τοὺς νησιῶτες διὰ ἀπόκτησι πλοίων καὶ δημιούργησε ναυπηγεῖα σὲ Ναύπλιο καὶ Πόρο[35]. Σὲ κάθε περίπτωσι, ἡ συγκέντρωσις ἐξουσιῶν στὴν κεντρικὴ κυβέρνησι καὶ ἡ ἐπακόλουθος περιστολὴ τῶν διοικητικῶν αὐθαιρεσιῶν τοπικῶν ἀρχόντων-κοτζαμπάσηδων-μεγαλοεφοπλιστῶν ἐκρίθησαν ἀναγκαῖα βήματα γιὰ τὴν ἀπόσβεσι τῆς συνεχιζομένης ἀναρχίας στὴν ἐνδοχώρα. Ἡ ἀπόφασις τοῦ Κυβερνήτου νὰ καταργήση τὰ δασμολογικὰ προνόμια τῶν Μαυρομιχαλαίων τῆς Μάνης, ὑπὲρ τῆς θεσπίσεως ἑνιαίου κρατικοῦ τελωνείου, πυροδότησε μία βεντέτα μοιραίας ἐκβάσεως. Τὸ ὅραμά του περὶ κατισχύσεως ἕνὸς ἀξιοπρεποῦς λαοῦ αὐτάρκων μικροϊδιοκτητῶν ἐθορύβησε τὴν ἐντόπιον ὀλιγαρχία, ἑνῷ ἡ προσπάθειά του νὰ θεμελιώση ἕνα ἐθνικῶς κυρίαρχο κράτος, πιστὸ στὴν ἱστορικὴ ἀποστολὴ τοῦ γένους, δυσαρέστησε τὴν Ἀγγλία καὶ τὴν Γαλλία. Ἐτοῦτοι οἱ ἰδιοτελεῖς ὑποεθνικοὶ καὶ ὑπερεθνικοὶ παράγοντες τὸν χαρακτήρισαν (καὶ ἀκόμη τὸν χαρακτηρίζουν) τύραννο, τὸν ἐπολέμησαν καὶ προεκάλεσαν τὴν τραγικὴ δολοφονία του, στὶς 27 Σεπτεμβρίου 1831. Στήν συνέχεια, οἱ Μεγάλες Δυνάμεις ἐπέβαλαν στὴν Ἑλλάδα τὸν ἀνήλικο Ὄθωνα ὡς ἀπόλυτο μονάρχη, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ τὴν διαφεντεύσουν ἐπὶ πολλὰ ἔτη οἱ ξενόφερτοι συμβουλάτορες τῆς καμαρίλας του, ὅντες σὲ πλήρη σύμπνοια καὶ μὲ τὶς ἐντολοδότριες Δυνάμεις καὶ μὲ τοὺς «ἐντοπίους» ὀλιγάρχες. Κατόπιν τῆς δολοφονίας, ὡς φόρος τιμῆς πρὸς τὸν ἀδικοχαμένο Κυβερνήτη, προετάθη ἡ κοπὴ ἑνὸς μεγάλου ἀργυροῦ ἀναμνηστικοῦ νομίσματος ἀναπαριστῶντος τὴν προτομή του, σὲ προδιαγραφὲς ἰσπανικοῦ διστήλου. Τὸ προταθὲν αὐτὸ νόμισμα οὐδέποτε ἐσχεδιάσθη28.

   Οἱ νεοκλασσικιστὲς Βαυαροὶ ἀπέσυραν τοὺς φοίνικες καὶ καθιέρωσαν ὡς κρατικὸ νόμισμα τὴν δραχμὴ, βάρους 4,477 γραμμαρίων καὶ περιεκτικότητος 90% σὲ ἄργυρο, ἥτις ὑποδιηρεῖτο σὲ 100 λεπτά. Ἐπρόκειτο νὰ ἐκδοθοῦν τέσσαρα χάλκινα κέρματα (ἑνός, 2 , 5 καὶ 10 λεπτῶν), τέσσαρα ἀργυρὰ (1/4ου, 1/2ου, μίας δραχμῆς καὶ 5 δραχμῶν) καὶ ἕνα χρυσὸ τῶν 20 δραχμῶν, ὅλα των σύμφωνα μὲ τὰ νομισματικὰ πρότυπα τῶν εὐρωπαϊκῶν μοναρχιῶν. Εἰς ἅπαντα τὰ νομίσματα πλὴν τῶν ἁπλοϊκῶς διακεκοσμημένων χαλκίνων, στὸν ἐμπροσθότυπο ἀπεικονιζόταν ἡ προτομὴ καὶ τὸ ὄνομα τοῦ βασιλέως, ἑνῷ στὸν ὀπισθότυπο ἡ ὀνομαστικὴ ἀξία καὶ ὁ νέος θυρεὸς τῆς «Βασιλείας τῆς Ἑλλάδος». Στὸ ἐπίκεντρο αὐτοῦ τοῦ ἐθνοσήμου εὑρίσκονταν οἱ παράλληλοι ῥόμβοι τοῦ δυναστικοῦ οἰκοσήμου τῶν Βαυαρῶν Βίττελσμπαχ[36].

   Μὲ τὴν καποδιστριακὴ Χρηματιστικὴ Τράπεζα πρὸ πολλοῦ ἀπαξιωθεῖσα, βάσει τοῦ ΦΕΚ ὑπ’ ἀριθμὸν 6/30.03.1841, θὰ ἱδρυόταν ἡ Ἐθνικὴ Τράπεζα τῆς Ἑλλάδος «ἐν εἴδει ἀνωνύμου ἑταιρείας»[37] (ἡ πλειονότης τῶν μετοχῶν της θὰ ἀγοραζόταν ἀπὸ ἰδιῶτες). Τὸν Μάϊο τοῦ 1833, τὸ νέο καθεστὼς συνομολόγησε ἐπισήμως τὴν λήψι δανείου 63.924.559 δραχμῶν ἀπὸ τὶς ἐγγυήτριες Δυνάμεις, μὲ ἐπιτόκιο 5%, ἐτήσιο χρεολύσιο 1% καὶ χρόνο ἀποσβέσεως 36 ἐτῶν[38]. Οἱ ἀδελφοὶ Ῥότσιλντ διεδραμάτισαν καθοριστικὸ ῥόλο στὴν σύναψι τῆς δανειακῆς συμβάσεως. Συντόμως, τὸ 94% τοῦ δανείου ἐξηγοράσθη ὑπὸ ἰδιωτῶν, μὲ προμήθεια 2%. Ἕνα σημαντικὸ ποσοστὸ τῶν δόσεων κατεκρατήθη (ξανὰ) ἀπὸ τοὺς δανειστὲς, καθόσον τὴν ἐποχὴν ἐκείνην τὸ ἐν ἀρχῇ ὁριζόμενο ἐπιτόκιο ἦταν σχετικὰ σταθερὸ γιὰ ὅλους (5%), ἀλλὰ ἐὰν οἱ δανειστὲς διέβλεπαν ὑψηλὸ ῥίσκο στὴν «ἐπένδυσι», μποροῦσαν νὰ κατακρατοῦν μέρος τῶν δόσεων τοῦ δανείου χωρὶς ἡ δανειζόμενη χώρα νὰ καταβάλλη ἀντιστοίχως χαμηλότερα χρεολύσια. Τοιουτρόπως, τὸ χρέος ὡς ποσοστὸ ἐπὶ τῶν παραλαμβανομένων χρημάτων ηὐξάνετο κατὰ βούλησιν τῶν δανειστῶν, ποὺ εἶχαν ἀνὰ πᾶσα στιγμὴ «καὶ τὸ μαχαίρι καὶ τὸ πεπόνι». Τὰ τελικῶς παραληφθέντα χρήματα, ἐν προκειμένῳ, ἐπλήρωσαν τὸν νεοφερμένο βαυαρικὸ στρατὸ καὶ, ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον, κατεσπαταλήθησαν ἀπὸ τὸ καθεστὼς καὶ τοὺς «ἡμετέρους» του. Ἡ μελέτη τῆς συγκεκριμένης ἱστορικῆς περιόδου φωταγωγεῖ τὶς διαχρονικὲς παθογένειες τοῦ συγκυριακοῦ ἐμβαλώματος ποὺ ἀπεκλήθη νεοελληνικὸ κράτος ἢ -κατ’ ἄλλους- «ψευτορωμαίικο». Ἀπ’ ὅτι φαίνεται, τὰ ἔνθεν κακεῖθεν ἐξεταζόμενα οἰκονομικὰ φαινόμενα συνιστοῦν ἁπλὸ σύμπτωμα αὐτῶν τῶν παθογενειῶν.



Τοῦ Ἰωάννου Σαρρῆ. Ἀναδημοσίευση ἀπὸ τὸ ἐπετειακὸ τεῦχος Ι΄ τοῦ περιοδικοῦ "Τὸ Ἔνζυμο", Ἄνοιξη 2021, σελ.50-63. 

[1] Θεόδωρος Θεοδωρίδης, Τάκης Καρατζᾶς, Νομίσματα τῆς Νεότερης Ἑλλάδας, A.Karamitsos 2007, σελ.13.

[2] Ἰωάννης Κοκκινάκης, Νομίσματα καὶ Πολιτικὴ στὴν Ἑλλάδα 1830-1910, ἐκδόσεις Ἀλεξάνδρεια 1999, σελ.73.

[3] Γρηγόρης Ζῶρζος, Revolution 1821 Economics: Greek Modern Economic History, Vol.II,  CreateSpace Imprint 2009, σελ.437.

[4] Ἀνδρέας Ἀνδρεάδης, Ἱστορία τῶν Ἐθνικῶν Δανείων Μέρος Α΄: Τὰ Δἀνεια τῆς Ἀνεξαρτησίας (1824-1825), Τυπογραφεῖον Ἑστίας, ἐν Ἀθήναις 1904, Κεφάλαιον Β΄.

[5] Σπυρίδων Κουβέλης, Διεθνὴς Οἰκονομικὸς Ἔλεγχος ἐν Ἑλλάδι, Δ.Ε. Καλιτσουνάκης 1937, σελ.242.

[6] Τάσος Λιγνάδης, « ξενικὴ ἐξάρτησις κατὰ τὴν διαδρομὴν τοῦ νεοελληνικοῦ κράτους (1821-1945): πολιτικὴ διαμόρφωσις, ἐθνική γῆ, δανειοδότησις», ἐκδ. Μιχάλα, Ἀθῆναι 1975, σελ.96.

[7] Γεὠργιος Δ. Κατσουλῆς, Οἰκονομικὴ Ἱστορία τῆς Ἑλληνικῆς Ἐπαναστάσεως, Τόμ.Α΄, ἐκδ. Δίφρος 1974, σελ.151-2.

[8] Βίκτωρ Δούσμανης, Μεγάλη Ἑλληνικὴ Ἐγκυκλοπαίδεια, Τόμ.10, Πυρσὸς 1926, σελ.353.

[9] Γεὠργιος Δ. Κατσουλῆς, ὅ.π.. σελ.139.

[10] George Cuhaj, Standard Catalog of World Paper Money, 1368-1960 (12th ed.), Krauze Publications 2008, σελ.601.

[11] φράσις «Ἐν τούτῳ νίκα» ἀποτελεῖ ἑλληνικὴ ἀπόδοσι τῆς λατινικῆς «In hoc signo vinces», τὴν ὁποίαν (κατὰ τοὺς Λεύκιο Λακτάντιο καὶ Εὐσέβιο) εἶδε Μέγας Κωνσταντῖνος στὸν οὐρανὸ, ἄνωθεν ἑνὸς θαυμαστοῦ σταυροῦ. Σύμφωνα μὲ τὴν χριστιανικὴ γραμματεία, τὸ 312 μιθραϊστὴς ἀκόμη Κωνσταντῖνος ἀπετύπωσε τὸν σταυρὸ τὸ χριστόγραμμα (σύντμησι τῶν γραμμάτων Χ καὶ ) στὰ λάβαρά του πρὶν τὴν μάχη τῆς Μουλβίας γέφυρας. Ὁ ἀντίπαλός του Μαξέντιος εἶχε φθείρει τὴν γέφυρα, πιθανῶς γιὰ νὰ καταρρεύση  κατὰ τὴν διέλευσι τοῦ Κωνσταντίνου. Τελικῶς, ὁ Μαξέντιος ἔπεσε θῦμα τῆς δικῆς του παγίδος, ἀφοῦ ἡ γέφυρα κατέρρευσε καθὼς ὁ ἴδιος ὑποχωροῦσε, καὶ πνίγηκε στὸν Τίβερι.

[12] Ἀντώνης Λιναρδάκης, «Τὸ Σχέδιο τοῦ Νομίσματος τῶν 5 λεπτῶν τοῦ 1825», στὰ Νομισματικὰ Χρονικά, τεῦχος 17, Ἑλληνικὴ Νομισματικὴ Ἑταιρεία 1998, σελ.115-8.

[13] Ἱστορία τοῦ Ἑλληνικοῦ Ἔθνους, Τόμ.ΙΒ’, Ἐκδοτικὴ Ἀθηνῶν 2000, σ. 407.

[14] Ἀρχεῖα τῆς Ἑλληνικῆς Παλιγγενεσίας 1821-1832: Αἱ Ἐθνικαὶ Συνελεύσεις, Τόμ.Γ΄, Ἐπανέκδοσις Βιβλιοθήκης τῆς Βουλῆς τῶν Ἑλλήνων, Ἀθῆναι 1971, σελ.596.

[15] Πρακτικὰ τῆς ἐν Ἄργει Ἐθνικῆς Τετάρτης τῶν Ἑλλήνων Συνελεύσεως, ἐν Αἰγίνῃι ἐκ τῆς Ἐθνικῆς Τυπογραφίας διευθυνομένης παρὰ Γ. Ἀποστολίδου Κοσμήτου, 1829, σελ.59-61.

[16] Τάκης Σταματόπουλος, Ὁ Ἐσωτερικὸς Ἀγῶνας πρὶν καὶ κατὰ τὴν Ἐπανάσταση τοῦ 1821, Κάλβος 1979, σελ.308.

[17] Σταματόπουλος, ὅ.π., σελ.309.

[18] Τάσος Βουρνάς, Ἱστορία τῆς σύγχρονης Ἑλλάδας, ἐκδ. Πατάκη 1998, σελ.218.

[19] Χρῆστος Κωνσταντινόπουλος, Ἡ Αἴγινα στὰ χρόνια τοῦ Καποδίστρια, Ἀθήνα 1968, σελ.20.

[20] Παντελής Ῥαπτάρχης, Ἱστορία τῆς οἰκονομικῆς ζωῆς τῆς Ἑλλάδος, Τόμ.Α΄, Ἀθήνα 1934, σελ.173-4.

[21] Πρακτικὰ τῆς ἐν Ἄργει Ἐθνικῆς Τετάρτης τῶν Ἑλλήνων Συνελεύσεως, ὅ.π, σελ.80.

[22] Νικόλαος Βασιλόπουλος, Ἡ Νομισματικὴ Ἱστορία τῆς Δραχμῆς: 150 χρόνια δραχμῆς, Ἑλληνικὸ νόμισμα 1983, σελ.13.

[23] Γεώργιος Ἀλογοσκούφης, Σοφία Λαζαρέτου, Ἡ δραχμὴ ἀπὸ τὸν φοίνικα στὸ εὐρώ, ἐκδ. Λιβάνη 2002, σελ.52-53.

[24] Ἰωάννης Κοκκινάκης, ὅ.π., σελ.72.

[25] Παῦλος Πυλαρινός, Τὰ νομίσματα τῆς νεωτέρας Ἑλλάδος, ἐκδ. Πυλαρινὸς 1998, σελ.15.

[26] «Τὸ Ἑλληνικὸν νόμισμα ἀφ’ ἑνὸς μὲν μέρους φέρει τὸν Φοίνικα ἀναζωογονούμενον εἰς τὴν θέαν τῶν ἀκτίνων τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, καὶ ἔχοντα τὸν Σταυρὸν ἐπὶ τῆς κεφαλῆς αὐτοῦ [...]», βλ. στὴν ἀνακοίνωσι τῆς «ἐπὶ τῆς οἰκονομίας Ἐπιτροπῆς», ὑπογραφείσης ὑπὸ τῶν Α.Κοντοσταύλου, Ἰ.Κοντουμᾶ καὶ Ἀ.Παπαδοπούλου, στὸ πρωτοσέλιδο τοῦ ἐντύπου: Γενικὴ Ἐφημερὶς τῆς Ἑλλάδος, Ἀρίθμ. 66 τοῦ ἔτους Δ΄, ἐν Αἰγίνῃι, Σαββάτῳι, 28 Σεπτεμβρίου 1829.

[27] Ἱστορία τοῦ Ἑλληνικοῦ Ἔθνους, ὅ.π., σελ.616.

[28] Θεοδωρίδης-Καρατζᾶς, ὅ.π., σελ.20.

[29] Δημήτριος Ζωγράφος, Ἱστορία τῆς Ἑλληνικῆς Γεωργίας, Τύποις Ἀκροπόλεως, Ἀθῆναι 1921, σελ.293.

[31] Ἱστορία τοῦ Ἑλληνικοῦ Ἔθνους, ὅ.π., σελ.543.

[32] Παῦλος Πετρίδης, Ἑλληνικὴ Πολιτικὴ καὶ Κοινωνικὴ Ἱστορία 1821-1940, Παρατηρητὴς 1986, σελ.67.

[33] Εὐάγγελος Χεκιμόγλου, « Ὄθων...ἡ αὐτοῦ μικρότης;», στὰ Ἰστορικά, τεῦχος 13, Ἐλευθεροτυπία 2000, σελ.37.

[34] Κωνσταντῖνος Bεργόπουλος, Τὸ Ἀγροτικὸ Ζήτημα στὴν Ἑλλάδα, Ἐξάντας 1975, σελ.106.

[35] Γεώργιος Μαραβελέας, Ἡ Ἐπανάσταση τοῦ 1821 σὲ σαράντα μονογραφίες, Γενικὸ Ἐπιτελεῖο Στρατοῦ, Ἀθήνα 1983, σελ.524.  

[36] Alastair Blanshard, Emma Stafford, The Modern Hercules: Images of the Hero from the Nineteenth to the Early Twenty-First Century, BRILL 2020, σελ.249.

[37] Ἐφημερὶς τῆς Κυβερνήσεως τοῦ Βασιλείου τῆς Ἑλλάδος, Ἀριθμ. 6, ἐν Ἀθήναις 30 Μαρτίου 1841: Νόμος περὶ συστάσεως Ἐθνικῆς Τραπέζης, Μέρος Α΄, σελ.59. Ἀνεκτήθη ἐκ τοῦ Ἐθνικοῦ Τυπογραφείου (www.et.gr).

[38] Τάσος Λιγνάδης, ὅ.π., σελ.104.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου