Ὁ Φρειδερῖκος Νίτσε θεωρεῖται πολέμιος καὶ ἐμπνευστὴς διαφόρων ἰδεολογιῶν, ἀτομικῶν καὶ μαζικῶν. Τὸ παρὸν κεφάλαιο, ποὺ ἀποτελεῖ προδημοσίευση ἀπὸ τὸ βιβλίο «Στὴν Αὐγὴ τῶν Εἰδώλων» (Ἐκδόσεις Ἔξοδος, 2025), ἑστιάζει στὴν ἐπιρροὴ ποὺ ἄσκησε τὸ ἔργο του στοὺς μεταδομιστὲς καὶ τοὺς πρώτους μεταμοντέρνους. Στὸν χῶρο τῶν ἰδεῶν, ἡ δεκαετία τοῦ 1960 ἀποκλήθηκε «νιτσεϊκὴ ἀναγέννηση», καθὼς ἐπιφανεῖς διανοητὲς τῆς μεταδομιστικῆς–μεταμαρξιστικῆς ἀριστερᾶς στὴν Γαλλία προσπάθησαν νὰ ἐπανερμηνεύσουν τὸν Νίτσε μὲ κριτήρια ὑπαρξιστικά, σχετικιστικὰ καὶ πολιτικῶς ἀναρχίζοντα. Χάρη σ’ αὐτὴν τὴν οἰκειοποίηση, τὸ «ναζιστικὸ» στίγμα τοῦ Νίτσε προοδευτικὰ ἐξασθένισε κι ὁ ἴδιος κατέστη ἐκ νέου προσβάσιμος στὸ εὐρὺ κοινὸ καὶ ἰδιαίτερα στοὺς ῥιζοσπάστες τῆς μετανεωτερικότητας.
Α. Ὁ Νίτσε καὶ οἱ ἑτερόκλιτοι
ἀναγνῶστες του
Δύσκολα μπορεῖ κανεὶς ν’ ἀνακαλέσει
ἄλλον στοχαστή, ποὺ νά ‘χει χαρακτηρισθεῖ ταυτόχρονα πρόδρομος τόσο τοῦ φασισμοῦ,
ὅσο καὶ τῆς μετανεωτερικῆς ἀποδομήσεως. Οὐδενὸς ἑτέρου τὰ βιβλία δέχθηκαν στὸ
πέρας δεκαετιῶν τόσες ποικιλόμορφες καὶ μεταξύ τους ἀσυμβίβαστες ἀναγνώσεις καὶ
μεθερμηνεῖες. Τὰ ἔργα τοῦ Νίτσε συναπαρτίζουν ἕνα ἀχανὲς -χωρὶς ἀρχή, μέση καὶ
τέλος- σῶμα ἀφορισμῶν, ἐνστικτωδῶν, εὑρηματικῶν, ἀλληλεπικαλυπτόμενων κι ἐνίοτε
ἀντιφατικῶν. Κρίνεται ἀμφίβολο ἐὰν ὁ ἴδιος συνειδητοποιοῦσε με βεβαιότητα τὸ
ψυχολογικὸ βάθος, τὸν βαθμὸ τῆς κυριολεξίας ἢ τὴν δυνατότητά τους πρὸς
γενίκευση. Ἄλλωστε, ὁ Νίτσε ἀντιμετώπιζε
κάθε μεγάλο πρόβλημα σὰν κρύο λουτρό, ἔμπαινε γρήγορα κι ἔβγαινε γρήγορα (Εὐφρόσυνη
Γνώση, §381)[1].
Συνεπῶς, δὲν ἐνδιαφερόταν γιὰ τὴν ἀντικειμενικότητα κι οὔτε ἐπεδίωκε νὰ γίνει ἀκαδημαϊκὰ
εὔπεπτος καὶ κατανοητός σὲ ὅλους. Ἔγραψε χαρακτηριστικά: «Κάθε βαθὺς στοχαστὴς
φοβᾶται περισσότερο μὴν τὸν καταλάβουν παρὰ μὴν τὸν παρεξηγήσουν. Μὲ τὸ δεύτερο
μπορεῖ ἴσως νὰ ὑποφέρει ἡ ματαιοδοξία του· μὲ τὸ πρῶτο ὅμως ὑποφέρει ἡ καρδιά
του, ἡ συμπάθειά του, ποὺ λέει πάντα: “ἂχ, γιατὶ θέλετε κι ἐσεῖς νὰ περνᾶτε
τόσο δύσκολα ὅσο ἐγώ;”»[2]
Ὡστόσο, οἱ ἄνθρωποι ἀπὸ τὴν φύση τους μαγνητίζονται ἀδήριτα ἀπὸ τὰ σκοτεινότερα παράδοξα. Εἰδάλλως, ὁ Νίτσε θὰ γινότανε διάσημος προτοῦ διαγνωσθεῖ ἡ φρενοβλάβειά του. Πολλοί, ἐπιπροσθέτως, ἕλκονται ἀπ’ τοὺς μεγαλορρήμονες, θέλοντας νὰ ταυτισθοῦν φαντασιωτικὰ μὲ τὸν ξεχειλίζοντα αὐτοπεποίθηση λόγο τους. Κι ὁ συγγραφέας Νίτσε, παρότι διεχώρισε τὸν ἑαυτό του ἀπὸ τὸ ἔργο του[3],
πλὴν τῆς σιβυλλικῆς κρυπτότητας φλέρταρε συχνὰ καὶ μὲ τὴν μεγαλομανία[4]. Ὁ προφητικός του στόμφος ἔπειθε
καὶ πείθει. Οἱ νιτσεϊκοὶ χρησμοί, παραχωμένοι στὸν βυθὸ μιᾶς λίμνης μὲ
κινούμενη ἄμμο, θέλγουν διαχρονικὰ κάθε λογῆς τυμβωρύχο τοῦ πνεύματος. Κάποιοι ἐρωτεύονται
σὰν Nάρκισσοι
τὸ πρόσωπό τους στὶς ἀνταύγειες τοῦ νεροῦ καὶ ἄλλοι φέρνουν τὸ καλάμι τους γιὰ
νὰ ψαρέψουν. Συνήθως ἁλιεύουνε αὐτὸ ποὺ περισσότερο ποθοῦν, ἀνακαλύπτοντας
μεγάλες προφητεῖες, ἴσως κι αὐτοεκπληρούμενες. Γι’ αὐτοὺς τοὺς λόγους, ὁ Φρειδερῖκος Νίτσε παραμένει ἐμπνευστὴς καὶ δήμιος πολλῶν
εἰδώλων καὶ ἰδεολογιῶν, ἀτομικῶν ἢ μαζικῶν.
Τὸ
παρὸν κεφάλαιο ἑστιάζει στὴν ἐπιρροὴ ποὺ ἄσκησε τὸ ἔργο του στοὺς μεταδομιστὲς
καὶ τοὺς πρώτους «μεταμοντέρνους». Στὸν χῶρο τῶν ἰδεῶν, ἡ δεκαετία του 1960 ἀποκλήθηκε
«νιτσεϊκὴ ἀναγέννηση», καθὼς ἐπιφανεῖς διανοητὲς τῆς μεταδομιστικῆς–μεταμαρξιστικῆς
ἀριστερᾶς στὴν Γαλλία[5] προσπάθησαν νὰ ἐπανερμηνεύσουν τὸν
Φρειδερῖκο Νίτσε μὲ κριτήρια ὑπαρξιστικά, σχετικιστικὰ καὶ πολιτικῶς ἀναρχίζοντα.
Χάρη στὴν οἰκειοποίηση τοῦ Νίτσε ἀπὸ ἐκείνους τοὺς πρώτους «μεταμοντέρνους», τὸ
«ναζιστικό» του στίγμα ἐξασθένισε βαθμηδὸν κι ὁ ἴδιος κατέστη ἐκ νέου
προσβάσιμος στὸ εὐρὺ κοινὸ καὶ ἰδιαίτερα στοὺς ῥιζοσπάστες τῆς
μετανεωτερικότητας.
Β. Ντελέζ
Ὁ Ζὺλ Ντελὲζ (1925-1995) ἦταν
ἕνας ἀπὸ τοὺς ἐπιδραστικότερους ἀνακαινιστὲς τῆς νιτσεϊκῆς ἐργογραφίας, τὴν ὁποία
κι ἔστρεψε ἐναντίον τῆς ἑγελιανῆς διαλεκτικῆς[6]. Ὁ Ντελὲζ ἀπέδιδε στὸ σχήμα
θέση-ἀντίθεση-σύνθεση καὶ στὴν ἱστορικὴ νομοτέλεια ποὺ πηγάζει ἀπὸ αὐτὸ τὸν μεταφυσικὸ
(ἐκ)μηδενισμὸ τοῦ ἐμμενοῦς κόσμου, ἐνῶ διέβλεπε στὴν νιτσεϊκὴ θεώρηση τῶν «δυνάμεων»
ἕναν τρόπο ὑπερβάσεως τοῦ ἀρνητισμοῦ ποὺ εἰσάγει αὐτὸ τὸ σχῆμα στὴν ζωή[7]. Σύμφωνα μὲ τὴν ντελεζιανὴ
ἑρμηνευτική[8],
ἡ νιτσεϊκὰ ἰδωμένη «δύναμη» ἐπιβάλλει συγκεκριμένα νοήματα στὰ ἀντικείμενα τοῦ κόσμου,
ἀντικαθιστῶντας ἀφενὸς τὴν μεταφυσικὴ διάκριση μεταξὺ οὐσίας καὶ φαινομένου κι ἀφετέρου
τὴν ὀρθολογικὴ σχέση μεταξὺ αἰτίου καὶ ἀποτελέσματος. Κάθε δύναμη ὁρίζεται σὲ
σχέση μὲ τουλάχιστον μία ἄλλη. Οἱ δυνάμεις διαφέρουν (δὲν ταυτίζονται ποτὲ) καὶ
ἀνταγωνίζονται μεταξύ τους γιὰ τὴν κυριαρχία. Ἐπὶ τῇ βάσει αὐτοῦ τοῦ
πλουραλισμοῦ τῶν δυνάμεων ποὺ κυριαρχοῦν κάθε φορά, ὁ Ντελέζ δικαιολογεῖ καὶ τὴν
διαβόητη «ἀντιφατικότητα» τῶν νιτσεϊκῶν ἀφορισμῶν, διότι καθένας ἐπιχειρεῖ αὐτόνομα
μία νοηματοδότηση τῆς πραγματικότητας ὡς «δύναμη». Ἀποκαλεῖ κάθε κυριαρχοῦσα
δύναμη ὡς πρὸς τὴν ποιότητά της «ἐνεργό», ἐνῶ κάθε κυριαρχούμενη «ἀντενεργό». Ἡ
ἐνεργὸς δύναμη εἶναι πάντα ἀσυνείδητη, ἐνῶ ἀντιθέτως οἱ ἰδιότητες ποὺ ἐξιδανικεύθηκαν
ἀπὸ τὴν παραδοσιακὴ δυτικὴ φιλοσοφία κι ἐπιστήμη (συνείδηση, αὐτοσυντήρηση, ἀναπαραγωγὴ
κ.ἄ.) ἁπλῶς ἐκφράζουν λειτουργίες ἀντενεργῶν δυνάμεων, οἱ ὁποῖες ὑπακοῦν καὶ ὑποτάσσονται
στὶς ἐνεργοὺς δυνάμεις, ἐκτὸς κι ἂν ἐκδηλώνουν κάποια ἀντίδραση. Μιὰ ἀντενεργὸς
μπορεῖ νὰ δεχθεῖ τόσα νοήματα ὅσες εἶναι καὶ οἱ ἐνεργοὶ δυνάμεις ποὺ μποροῦν νὰ
κυριαρχήσουν πάνω της, καθιστώντας την ἰδιοποιήσιμη. Τὸ λάθος τῆς παραδοσιακῆς
μεταφυσικῆς ἦταν ὅτι ἀψηφοῦσε τὶς ποσοτικὲς διαφορὲς καὶ τὶς κυριαρχικὲς
σχέσεις μεταξὺ δυνάμεων, κατασκευάζοντας αὐθαίρετα θεωρητικὲς σχέσεις ἰσοδυναμίας.
Ἡ ποσοτικὴ διαφορὰ μεταξὺ τῆς ἐνεργοῦ καὶ τῶν ἀντενεργῶν δυνάμεων ἀναλογεῖ στὴν
«θέληση γιὰ δύναμη», ἡ ὁποία ταυτίζεται μὲ τὸ γίγνεσθαι. Χάρη
στὴν γενεαλογικὴ μέθοδο, λοιπόν, ἡ οὐσιοκρατικὴ διερώτηση περὶ τῆς καθεαυτὸ
φύσεως ἑνὸς πράγματος ἀντικαθίσταται ἀπὸ τὴν προσπάθεια ἀναγωγῆς τοῦ πράγματος
σὲ ἕναν τύπο θελήσεως γιὰ δύναμη. Οἱ ἀξίες μποροῦν νὰ μεταβάλλονται στὴν πάροδο
τοῦ χρόνου ἐπειδὴ γεννῶνται ἀπὸ ἀσταθεῖς συσχετισμοὺς δυνάμεων, ποὺ κινοῦνται
καὶ μετασχηματίζονται διαρκῶς. Ἡ ποιοτικὴ καὶ ποσοτικὴ διαπάλη τῶν σχετιζόμενων
δυνάμεων ἐκτυλίσσεται τυχαία, χωρὶς ν’ ἀκολουθεῖ κάποια λογικὴ τελεολογία ὅπως ἤθελε
ὁ Χέγκελ. Ὅταν ὅμως μία δύναμη ἀποκόπτεται ἀπὸ τὴν προοπτικὴ τῆς αὐτοπραγματώσεώς
της, τότε στρέφεται κατὰ τοῦ ἑαυτοῦ της. Μιὰ τέτοια αὐτοκαταστροφικὴ δύναμη
γίνεται ποιοτικὰ ἀντενεργός, ἀλλὰ ἡ ποσότητά της δὲν μεταβάλλεται ἀπαραίτητα καὶ
τὸ ἀποτέλεσμα τῆς αὐτοεπιθέσεως μπορεῖ νὰ ἐξωτερικευθεῖ ἀπὸ τὸ ὑποκείμενο ὡς
«δουλικὴ» ἰδιοσυγκρασία καὶ μηδενισμός. Ὁ μηδενισμὸς εἶναι ἡ ἐπικράτηση
δυνάμεων τοῦ ἀρνεῖσθαι, ὁ θρίαμβος τῶν ἀντενεργῶν δυνάμεων[9].
Γ. Ντεριντᾶ
Παραπλήσια τῆς ντελεζιανῆς
ὑπῆρξε καὶ ἡ προσέγγιση τοῦ θεωρητικοῦ τῆς Ἀποδομήσεως, Ζὰκ Ντεριντᾶ (1930-2004).
Ὁ Ντεριντᾶ ἔδωσε ἔμφαση στὴν πολλαπλότητα τῶν ἑρμηνειῶν, στὴν ῥευστότητα τῶν
σημασιῶν καὶ συνακόλουθα στὴν κατ’ αὐτὸν ἀνυπαρξία μιᾶς ἀλήθειας καθαρῆς καὶ
στέρεης στὸν χρόνο. Ἡ ἐργαλειακή του ἀνάγνωση δύναται νὰ συνοψισθεῖ στὴν ῥήση
τοῦ Νίτσε ὅτι «δὲν ὑπάρχουν γεγονότα παρὰ μόνον ἑρμηνεῖες»[10]. Μέσῳ τῶν διακειμενικῶν
του ἀναλύσεων, ὁ Ντεριντᾶ ἔδειξε ὅτι βρίθουν ἀντιφατικῶν νοημάτων ὄχι μόνο τὰ ἔργα
αὐτοῦ τοῦ ῥιζοσπάστη πειραματιστῆ τῶν λέξεων[11], ἀλλὰ κι ἐκεῖνα τῶν
συστηματικότερων φιλοσόφων τῆς δυτικῆς παραδόσεως (Πλάτων, Ἀριστοτέλης,
Καρτέσιος, Κὰντ κ.λπ.). Αὐτὸ συμβαίνει διότι ἡ γλώσσα οὔτε δύναται ν’ ἀποκρυσταλλώνει
συνεκτικὲς ὁλότητες οὔτε ἐπιτρέπει τὴν πιστὴ ἀναπαραγωγὴ νοημάτων στὸ διηνεκές.
Συνεπῶς, ὁ ἀλληλένδετος μὲ τὴν νοησιαρχία «λογοκεντρισμὸς» συστήνει ἁπλῶς μιὰ ἰδεολογικὴ
κατασκευὴ χωρὶς καθολικὴ ἢ διαχρονικὴ ἰσχύ. Ἡ μέθοδος ἀποδομήσεώς του ὑπεδείκνυε
πὼς «τὸ ἴδιο τὸ κείμενο ἔχει ἀποσυναρμολογήσει τὸν ἑαυτό του». Ἀπορρίπτοντας ὡς
μεταβλητοὺς κι ἀνυποστάτους τοὺς δυϊσμοὺς τῆς παραδοσιακῆς μεταφυσικῆς (καλὸ-κακό,
ἀλήθεια-ψεῦδος, βεβαιότητα-ἀβεβαιότητα κ.ἄ.)[12], ὁ Ντεριντᾶ προσπάθησε νὰ
δείξει -μὲ ἀμφιλεγόμενα μέχρι τοῦδε ἀποτελέσματα- ὅτι σὲ κάθε «ἀλήθεια» ἐμφιλοχωρεῖ
τὸ «ψέμα» κι ἀντιστρόφως. Ἔβλεπε τὰ πάντα σὰν ἕνα «παιχνίδι» γραφῆς καὶ ὑποκειμενικῆς
ἑρμηνείας. Παρὰ ταῦτα, ὁ γλωσσολόγος καὶ κριτικὸς τοῦ Ντεριντᾶ, Νόαμ Τσόμσκυ (1928-σήμερα),
μὲ τὴν ἀνακάλυψη τῆς νευροεπιστημονικὰ ἐπαληθευμένης «ἐσωτερικῆς γραμματικῆς» (Internal
Grammar), ἔδειξε ὅτι ὅλοι οἱ ἄνθρωποι τείνουν νὰ ταξινομοῦν καὶ νὰ ἐπεξεργάζονται
τὶς γλωσσικὲς πληροφορίες βάσει κοινῶν (πανανθρώπινων) μοτίβων ποὺ ὑπερβαίνουν
τὶς γλωσσικές τους διαφοροποιήσεις[13]. Τὸ συντακτικὸ ὄχι μόνο δὲν
εἶναι αὐθαίρετο ἀλλὰ ἐρείδεται στὴν «ἀνθρώπινη φύση», δηλαδὴ στὸν γενετικὰ
προκαθορισμένο ἐγκέφαλο. Ἄρα ὁ «Λόγος» φαίνεται πὼς μπορεῖ νὰ λάβει οἰκουμενικὲς
διαστάσεις, παρὰ τὶς μηδενιστικὲς ἀντιρρήσεις τῶν ἀποδομητῶν. Ἴσως τελικὰ ὁ
Ντεριντᾶ ν’ ἀνακάλυπτε ἀντιφάσεις στὴν λογικὴ τῶν «κλασικῶν» ἐπειδὴ σκόπευε νὰ
τὶς ἀνακαλύψει, κι αὐτὴ ἡ ὑπόθεση ἐργασίας ἔχει ἤδη ἀναπτυχθεῖ ἀπὸ ῥεαλιστὲς σὰν
τὸν Τσόμσκι[14].
Ἀπὸ τὴν ἄλλη πλευρά, οὐδεὶς ῥεαλιστὴς ἐγγυᾶται ὅτι κάποιος παντεπόπτης λόγος εἰσχωρεῖ
στὸ «ἐνεργοῦν» ἀνήλιαγο ὑπόγειο τοῦ καθενός. Οὔτε ἡ δυνατότητα τῆς ἀντικειμενικότητας καταργεῖ αὐτόματα τὶς ὑποκειμενικὲς πραγματικότητες, οὔτε τὸ ἀντίστροφο.
Δ. Φουκῶ
Σὲ παρόμοια συμπεράσματα
περὶ τῆς γλώσσας ὁδηγήθηκε καὶ ὁ Μισὲλ Φουκῶ (1926-1984), ποὺ ἦταν ἐνδεχομένως ὁ
ῥιζοσπαστικότερος κι ἐπιδραστικότερος μεταξὺ τῶν Γάλλων μεταδομιστῶν. Ὁ Φουκῶ
πίστευε ὅτι οἱ λέξεις δὲν ἔχουν πρωτογενὲς σημαινόμενο, καθὼς ἐπινοοῦνται ἀπὸ τὴν
ἑκάστοτε κυρίαρχη τάξη. Ἡ ἐξουσία ἐπιβάλλει τὶς ἑρμηνεῖες της καὶ οἱ λέξεις δὲν
ἐκφράζουν κάτι παραπάνω ἀπὸ αὐθαίρετες ἑρμηνεῖες. Σύμφωνα μὲ αὐτόν, στὸν 19ο
αἰῶνα ὁ Νίτσε, ὁ Μάρξ καὶ ὁ Φρόϋντ κήρυξαν τὴν «μεγάλη ὑποψία» ἔναντι τοῦ ἀκαδημαϊκῶς
καθεστηκότος ὀρθολογισμοῦ, ἀνατρέποντας τὶς μεταφυσικὲς τεχνικὲς ἑρμηνείας ποὺ
κυριαρχοῦσαν στὸ γνωσιοθεωρητικὸ πεδίο τῆς δυτικῆς κουλτούρας. Αὐτὲς οἱ τεχνικὲς
πρέσβευαν τὴν παντοδυναμία τῆς ἀνθρωπίνης συνειδήσεως, τὴν ὁποίαν ὅμως ὁ Νίτσε
συνέδεσε μὲ τὸ μασκάρεμα, τὴν ὑποκρισία καὶ τὴν παραίτηση ἀπὸ τὴν ἀναζήτηση τοῦ
πραγματικοῦ, ἀνορθολογικοῦ βάθους τῆς ὑπάρξεως. Ὅσο ἀναπτύσσεται μιὰ ἑρμηνεία,
τόσο περισσότερο πλησιάζει τὸ σημεῖο τῆς ἀναστροφῆς της, κινδυνεύοντας
ταυτόχρονα ν’ ἀφανισθεῖ ἐντελῶς. Ὅπως ἐξηγεῖ ὁ ἀντιουσιοκράτης Φουκῶ, ἡ ἑρμηνεία
δὲν ὁλοκληρώνεται ποτὲ καθότι στὴν πραγματικότητα δὲν ὑφίσταται καμμία
πρωταρχικὴ οὐσία ποὺ χρήζει ἑρμηνείας[15]. Ἡ ἑρμηνεία ὡς ἐξουσιαστικὴ
πράξη ἀπορρέει ἀπὸ μία διαρκῆ πάλη τοῦ ἑρμηνεύοντος μὲ τὸ ἑρμηνευόμενο κι οἱ ῥόλοι
τους μποροῦν ν’ ἀντιστραφοῦν. Συνεπῶς, κάθε ἑρμηνεία καταλήγει νὰ ἑρμηνεύει ἡ ἴδια
τὸν ἑαυτό της ἀναπαράγοντάς τον ἐπ’ ἄπειρον. Κατ’αὐτὸν τὸν τρόπο, ἡ ἑρμηνευτικὴ
ἐκφράζει ἕναν οὐροβόρο ὄφι παγιδευμένο στὸν βρόχο τῆς αἰώνιας ἐπιστροφῆς.
Σημασία δὲν ἔχει τὶ ἑρμηνεύεται, ἀλλὰ ποιὸς ἑρμηνεύει. Ἕνα ἀπὸ τὰ σπουδαιότερα ἐπιτεύγματα
τοῦ Νίτσε ἦταν ὅτι μᾶς δίδαξε νὰ αὐτοερμηνευόμαστε.
Τὸ «Πέραν τοῦ Καλοῦ καὶ τοῦ
Κακοῦ» καὶ ἡ «Γενεαλογία τῆς Ἠθικῆς» ἦσαν τὰ δύο βιβλία ποὺ ἐπηρέασαν περισσότερο
τὴν ἀνηθικιστικὴ σκέψη τοῦ Φουκῶ, ὁ ὁποῖος ἔστρεψε τὴν γενεαλογικὴ μέθοδο ἐνάντια
στὸν ἱστορικισμὸ καὶ στὴν παραδοσιακὴ ἀντίληψη μίας λογικῆς καὶ ντετερμινιστικῆς
ἱστορίας. Τὸ ξετύλιγμα τῶν ἀνθρώπινων πράξεων μέσα στὸν χρόνο δὲν ἔχει θεία
καταγωγὴ οὔτε ἰδανικὸ προορισμό. Ἀναγιγνώσκοντας τὴν ἱστορία, ὁ Φουκῶ
συμπεραίνει ὅτι τὰ πράγματα δὲν κρύβουν κάποιο ἀχρονικὸ καὶ οὐσιῶδες μυστικό· τὸ
μόνο μυστικό τους εἶναι πὼς ἡ χαρακτηριζόμενη ὡς «οὐσία» τους συγκροτήθηκε
βαθμηδὸν ἀπὸ ξένα πρὸς αὐτὴν σχήματα. Ἐρχόμενος σὲ σύγκρουση μὲ τὸν Θουκυδίδη, ὁ
Φουκῶ ὑποστηρίζει πώς, ἐφόσον ἡ ἱστορία δὲν βασίζεται σὲ καμμία σταθερά, ἡ ἀνθρώπινη
φύση δὲν εἶναι ἀμετάβλητη καί, ὡς ἐκ τούτου, δὲν μποροῦμε οὔτε νὰ κατανοοῦμε
πραγματικὰ τοὺς ἄλλους οὔτε ν’ ἀναγνωρίζουμε τοὺς ἑαυτούς μας σὲ αὐτούς.
Γράφει χαρακτηριστικά: «[…]
ἡ ἱστορικὴ αἴσθηση θὰ διαφύγει τῆς μεταφυσικῆς καὶ θὰ γίνει προνομιακὸ ἐργαλεῖο
τῆς γενεαλογίας, μὲ τὴν προϋπόθεση ὅτι θὰ πάψει νὰ ἐρείδεται ἐπὶ τοῦ ὁποιουδήποτε
ἀπολύτου. Ἡ ἱστορικὴ αἴσθηση ὀφείλει νὰ εἶναι μονάχα ἐκείνη ἡ ὀξυδέρκεια τοῦ
βλέμματος ποὺ διακρίνει, ἐπιμερίζει, διασπείρει, ἀφήνει νὰ εἰσέλθουν στὸ
παιχνίδι οἱ ἀποστάσεις καὶ τὰ περιθώρια –ἕνα εἶδος ἀποδιαρθρωτικοῦ βλέμματος ἱκανοῦ
νὰ ἀποδιαρθρώσει ἀκόμη καὶ τὸν ἴδιο του τὸν ἑαυτὸ καὶ νὰ ἐξαλείψει τὴν ἑνότητα ἐκείνου
τοῦ ἀνθρώπινου ὄντος ποὺ ὑποτίθεται ὅτι ἀτενίζει κυριαρχικὰ τὸ παρελθόν του.
[…] Ἡ ἱστορία θὰ γίνει “πραγματικὴ” στὸ μέτρο ποὺ θὰ εἰσαγάγει τὸ ἀσυνεχὲς στὸ ἴδιο
μας τὸ εἶναι. Θὰ διαιρέσει τὰ συναισθήματά μας, θὰ δραματοποιήσει τὰ ἔνστικτά
μας, θὰ πολλαπλασιάσει τὸ σῶμα μας καὶ θὰ τὸ στρέψει ἐναντίον τοῦ ἴδιου τοῦ ἑαυτοῦ
του.»[16]
Ἄλλωστε, τὸ περὶ ἱστορίας
ἐνδιαφέρον ἀφυπνίσθηκε τὸν 19ο αἰῶνα, σὲ μιὰ ἐποχὴ πνευματικῆς
παρακμῆς. Μὴ δυνάμενοι νὰ δημιουργήσουν κάτι νέο καὶ πρωτότυπο, οἱ ἄνθρωποι ἀναζήτησαν
στήριγμα στὸ παρελθόν. Αὐτὴ ἡ ἀποτελμάτωση τῶν πνευματικῶν λειτουργιῶν τοὺς ὁδήγησε
στὸν «ἀσκητικὸ» βίο. Ὅταν μία «δύναμη» ἐξασθενεῖ κι ἐκφυλίζεται, τότε μπορεῖ ν’
ἀντιδράσει στρεφόμενη κατὰ τοῦ ἑαυτοῦ της, γιὰ ν’ ἀνακτήσει τὴν ἰσχύ της μὲ ἀνεστραμμένο
πρόσημο. Σύμφωνα μὲ τὸν Νίτσε, «τὸ ἀσκητικὸ ἰδεῶδες πηγάζει ἀπὸ τὸ ἔνστικτο ἄμυνας
καὶ προστασίας μιᾶς ἐκφυλιζόμενης ζωῆς, ποὺ προσπαθεῖ μὲ κάθε μέσο νὰ κρατηθεῖ
καὶ νὰ ἀγωνιστεῖ γιὰ τὴν ὕπαρξή της […] ἡ νοσηρότητα τοῦ μέχρι τοῦδε τύπου ἀνθρώπου
[…] μὲ τὴν ἀηδία μὲ τὴν ζωή, μὲ τὴν κόπωση, μὲ τὴν ἐπιθυμία γιὰ “τέλος”. Ὁ ἀσκητικὸς
ἱερέας εἶναι ἡ ἐνσαρκωμένη ἐπιθυμία γιὰ μιὰ διαφορετικὴ ὕπαρξη, γιὰ μιὰ ὕπαρξη
κάπου ἀλλοῦ […] αὐτὸς ὁ φαινομενικὰ ἐχθρὸς τῆς ζωῆς, αὐτὸς ὁ ἀρνητὴς –ἀνήκει ἀκριβῶς
στὶς μεγάλες δυνάμεις τῆς ζωῆς ποὺ διατηροῦν καὶ δημιουργοῦν τὸ Ναί»[17]. Στὴν Γερμανία τοῦ 16ου
αἰῶνος, γιὰ παράδειγμα, ὁ ῥωμαιοκαθολικισμὸς εἶχε ἀποδυναμωθεῖ ἀλλὰ διατηροῦσε
μία στοιχειώδη δύναμη γιὰ νὰ μπορέσει νὰ στραφεῖ κατὰ τοῦ ἑαυτοῦ του, νὰ
τιμωρήσει τὸ σῶμα καὶ τὴν ἱστορία του, ὥστε νὰ ἐκπνευματισθεῖ σὲ μία καθαρὴ
θρησκεία τῆς συνειδήσεως (προτεσταντισμός). Ἑπομένως, ἡ «ἀσκητικὴ» ἀπόπειρα
διαφυγῆς ἐντὸς ἱστορικόμορφων φαντασιώσεων πηγάζει ἀπὸ ἕνα ἔνστικτο αὐτοσυντηρήσεως
τῆς ζωῆς, μπροστὰ στὸν κίνδυνο ἐκφυλισμοῦ κι ἐκμηδενισμοῦ της.
Ὁ Φουκῶ χρησιμοποιεῖ τὴν
γενεαλογικὴ μέθοδο προκειμένου νὰ καθυποτάξει τὴν ἱστορία καὶ νὰ τὴν στρέψει ἐναντίον
τῆς γεννήσεώς της, διαμέσου τριῶν ἀτραπῶν ἀποδομήσεως[18]. Πρῶτον, ἡ «ἱστορία» παρῳδεῖ
τὴν «πραγματικότητα» ὡς ἀνάμνηση ἢ ἀναγνώριση. Στὴν Γαλλικὴ Ἐπανάσταση ἀνακλήθηκε
τὸ ῥωμαϊκὸ πρότυπο, ὁ Ῥομαντισμὸς φόρεσε τὴν πανοπλία τοῦ ἱππότη καὶ ὁ
Βαγκνερισμὸς ἄδραξε τὴν σπάθη τοῦ Γερμανοῦ ἥρωα. Ὅλες αὐτὲς οἱ νόθες μορφὲς καὶ
φαντασιώσεις συνιστοῦν ἁπλῶς μάσκες καὶ μεταμφιέσεις ποὺ ἐπαναλαμβάνονται ἀέναα
σὰν φάρσες, στὸ «μεγάλο καρναβάλι τοῦ χρόνου»[19]. Δεύτερον, ἡ «ἱστορία»
διαλύει τὴν ταυτότητα τοῦ μεταφυσικοῦ Ἐγώ, ὕστερα ἀπὸ τὴν (νιτσεϊκὴ καὶ
ψυχαναλυτικὴ) διαπίστωση ὅτι στὸ ἐσωτερικὸ τοῦ καθενὸς ἐρίζουν διαρκῶς κι ἀσυνειδήτως
ἀναρίθμητες θελήσεις. Καθεμία ἐπιδιώκει ἐξουσία ἐπὶ τῶν ὑπολοίπων. Τὸ σῶμα δὲν ἐνοικεῖται
ἀπὸ μία ἀθάνατη ψυχὴ ἀλλὰ ἀπὸ «πλῆθος θνητῶν ψυχῶν». Τρίτον, ἡ «ἱστορία»
λοιδορεῖ τὸ γιγνώσκειν τοῦ ὑποκειμένου. Παρὰ τὴν πολυειδία τῶν μεταμφιέσεών
της, ἡ θέληση γιὰ γνώση συνδέεται πρωταρχικὰ μὲ τὸ ἔνστικτο, τὸ πάθος, τὴν
βάναυση ἐκλέπτυνση, τὴν κακία καὶ τὴν ἀδικία. Κατὰ τὸν Φουκῶ, τὸ ἔνστικτο τῆς
γνώσεως ἐνέχει κάτι κακὸ κι ἐγκληματικό, καθὼς, ἀντὶ νὰ προάγει τὴν κατάφαση καὶ
τὴν εὐτυχία τοῦ ὑποκειμένου, προκαλεῖ τὸ ξέσπασμα μιᾶς «διαρκῶς αὐξανόμενης
μανιώδους ὁρμῆς»[20].
Ἐντὸς τῆς γνώσεως προσαυξάνεται ἡ ἐνστικτώδης βία τοῦ ἑρμηνεύοντος ἐπὶ τοῦ ἑρμηνευομένου.
Ὅπως οἱ θρησκεῖες ἀπαιτοῦσαν κάποτε τὴν θυσία τοῦ ἀνθρωπίνου σώματος, ἔτσι κι ἡ
γνώση θυσιάζει τὸ ὑποκείμενό της[21]. Τὸ πάθος γιὰ γνώση κι ἄρα
ἑρμηνευτικὴ ἐξουσία γεννᾶ ἐσωτερικὲς κι ἐξωτερικὲς συγκρούσεις, πολέμους,
θυσίες καὶ αὐτοθυσίες. Ἡ γνώση διψᾶ γιὰ αἷμα, οὐδεμία θυσία φοβᾶται παρεκτὸς τοῦ
ἀφανισμοῦ της. Κάποτε μπορεῖ νὰ θυσιάσει κι ὁλάκερη τὴν ἀνθρωπότητα. Ἄραγε εἶναι
προτιμότερο ἡ ἀνθρωπότητα ν’ ἀφανισθεῖ ἀπ’ αὐτὴν ἐπιδεικνύοντας μιὰ θέληση γιὰ
δύναμη στὴν ἀποζήτησή της ἢ ἀπὸ τὴν ἀδυναμία ποὺ συνεπιφέρει τὴν παθητικὴ ἀποφυγή
της; «Θέλουμε νὰ χαθεῖ ἡ ἀνθρωπότητα μέσα στὴ φωτιὰ καὶ στὸ φῶς ἢ μέσα στὴν ἄμμο;»[22]
Ἡ διαδικασία τῆς
«κατανοήσεως», ποὺ γεννᾶ ἡ θέληση γιὰ γνώση, οὔτε ἀποδίδει στὸ πρᾶγμα τὸ καθαυτὸ
εἶναι του οὔτε τὸ πλησιάζει γιὰ νὰ ταυτισθεῖ μαζί του, ἀλλὰ ἀπομακρύνεται ἀπὸ αὐτὸ
καὶ τὸ συντρίβει. Βασικά, ἐκκινεῖται ἀπὸ τρία πάθη. Μὲ τὸ «γέλιο» ὁ ἑρμηνεύων ἀπωθεῖ
τὸ ἀντικείμενο, μὲ τὸν «οἰκτιρμὸ» τὸ ἀπαξιώνει καὶ μὲ τὸ «μίσος» τὸ καταστρέφει[23]. Συνεπῶς, ἡ γνώση δὲν ἐναρμονίζει
ἀλλὰ στοιχειοθετεῖ συστήματα ἐξουσίας καὶ ὁρίζεται καλύτερα ἀπὸ πολιτικοὺς παρὰ
ἀπὸ φιλοσόφους. Γιατὶ ἡ ἐξουσία ὁρίζει τὴν «ἀλήθεια», διανέμοντας τὸ δικαίωμα τῆς
πραγματεύσεώς της. Τὰ συστήματα καὶ οἱ θεσμοί της ἐπιβάλλουν δικαιώματα καὶ ὑποχρεώσεις,
συστήνοντας κανόνες καὶ διαδικαστικὲς πρακτικές. Στὸ πεδίο τῆς ἱστοριογραφίας, ἡ
ἐξουσία ἐγχαράσσει ἀναμνήσεις στὰ πράγματα, ἀκόμη καὶ στὰ σώματα. Ἐπιπλέον, ἐπιβάλλει
στοὺς ὑποτελεῖς χρέη προσφέροντάς τους ταυτόχρονα μεθόδους ἐξοφλήσεως, τιμωρία
κι ἐξιλέωση. Κι ὄχι μόνο καταστέλλει, ἀλλὰ καὶ σχηματοποιεῖ τὰ ἄτομα ὡς ὑποκείμενα,
διαμέσου τῶν πειθαρχικῶν θεσμῶν της (σχολεῖα, φυλακές, ψυχιατρεῖα).
«Ὁ κανόνας εἶναι ἡ ὑπολογισμένη
ἀπόλαυση τῆς ἀγριότητας, ἡ ὑπεσχημένη αἱματοχυσία. Ἐπιτρέπει τὴν ἀκατάπαυστη ἀναζωπύρωση
τοῦ παιχνιδιοῦ τῆς κυριαρχίας· σκηνοθετεῖ τὴν ἐπαναλαμβανόμενη μὲ ἀκρίβεια βία.
Ἡ τάση γιὰ εἰρήνη, ἡ γλυκύτητα τοῦ συμβιβασμοῦ, ἡ σιωπηρὴ ἀποδοχὴ τοῦ νόμου,
πόρρω ἀπέχουν ἀπὸ ἐκείνη τὴ μεγάλη ἠθικὴ μεταστροφὴ ἢ ἐκεῖνον τὸν χρήσιμο ὑπολογισμὸ
ποὺ θὰ γεννοῦσε, ὑποτίθεται, τὸν κανόνα. Στὴν πραγματικότητα, εἶναι ἁπλῶς τὸ ἀποτέλεσμα
τοῦ κανόνα ἤ, ἀκόμα καλύτερα, ἡ διαστροφή του […] Ἡ ἀνθρωπότητα δὲν προοδεύει ἀργὰ
βαίνοντας ἀπὸ μάχη σὲ μάχη, μέχρις ὅτου καταλήξει σὲ ἕνα καθεστὼς καθολικῆς ἀμοιβαιότητας,
ὅπου οἱ κανόνες θὰ ὑποκαταστήσουν μιὰ γιὰ πάντα τὸν πόλεμο. Τουναντίον, ἐγκαθιστᾶ
μία πρὸς μία τὶς βιαιοπραγίες της σὲ ἕνα σύστημα κανόνων, βαίνοντας ἔτσι ἀπὸ
κυριαρχία σὲ κυριαρχία.»[24]
Ε. Ἀπὸ τὸν Φουκῶ στὸν ἀντινομισμὸ
τῆς Μετανεωτερικότητας
Οἱ κανόνες ποὺ νομιμοποιοῦν
τὴν βία τῆς ἐξουσίας βασίζονται σὲ κάποιον ἐπινοημένο κώδικα ἠθικῆς. Ὁ Φουκῶ διὰ
τῆς γενεαλογικῆς μεθόδου δείχνει πὼς ἡ καταγωγὴ τῆς ἠθικῆς, ἐφόσον δὲν χρήζει
σεβασμοῦ, εἶναι ἄξια κριτικῆς. Ἀντιμετωπίζει τὴν ἠθικὴ ὡς ἐργαλεῖο καθυποτάξεως
σωμάτων κι ἐπιθυμιῶν, ποὺ ὡς τέτοιο διαχέεται κι ἀνευρίσκεται σὲ ὅλες τὶς
κοινωνικὲς σχέσεις. Ὁ Φουκῶ ὡς γνήσιος «ἰμμοραλιστὴς» ἀψηφοῦσε ἐν τοῖς πράγμασι
κάθε ἠθικὸ κέλευσμα τῆς κοινωνίας του. Ὡς ὁμοφυλόφιλος συζοῦσε ἀνοικτὰ μὲ τὸν ἐραστή
του, ἦταν δεδηλωμένος σαδομαζοχιστὴς (sic)[25] καὶ μάλιστα ζητοῦσε τὴν ἀποποινικοποίηση
τῆς παιδεραστίας, ὑποστηρίζοντας ὅτι ἡ ὑπεύθυνη καὶ σύννομη συναίνεση στὴν
σεξουαλικὴ πράξη ἀποτελεῖ μία κατασκευασμένη «συμβατικὴ ἔννοια», ποὺ ἀδυνατεῖ νὰ
προσδιορίσει ἐὰν βλάπτεται τὸ σεξουαλικὰ ἐμπλεκόμενο παιδί[26]. Σὲ μία ἀμφιλεγόμενη
συνέντευξή του, ὁ Γαλλο-Ἀμερικανὸς φιλόσοφος Guy Sorman ἰσχυρίσθηκε ὅτι εἶδε τὸν
Φουκῶ στὴν Τυνησία νὰ προσφέρει χρήματα σὲ ὀκτάχρονα ἀγόρια μὲ σκοπὸ ν’ ἀσελγήσει
σεξουαλικὰ εἰς βάρος τους ἐντὸς ἑνὸς νεκροταφείου[27]. Κάποιοι ὑποστηρικτὲς τοῦ
Φουκῶ ἔσπευσαν ν’ ἀμφισβητήσουν αὐτὴν τὴν δήλωση[28], φανερώνοντας ἔτσι μία ἀντι-φουκωϊκὰ
ἠθικὴ διάθεση ἔναντι τοῦ καλοῦ καὶ τοῦ κακοῦ (ὅπως οἱ νιτσεϊκοὶ ποὺ βάλθηκαν νὰ
διαχωρίσουν τὸν Νίτσε ἀπὸ τὶς ἐθνικοσοσιαλιστικὲς ἀναγνώσεις του), ἀλλὰ ἡ
θεωρητικὴ δικαιολόγηση τῆς παιδεραστίας ἐκ μέρους τοῦ Φουκῶ δὲν ἀμφισβητεῖται.
Χωρὶς νὰ ὑπεισέλθουμε στὶς ἠθικὲς κατηγοριοποιήσεις αὐτοῦ τοῦ σοδομικοῦ ἐγκλήματος,
πρέπει νὰ τονίσουμε ὅτι ἀκόμη καὶ σύμφωνα μὲ τὴν ψυχοδυναμικὴ θεωρία, τὴν ὁποία
οἱ μεταμοντέρνοι τὴν ἐπικαλοῦνται ἐὰν κι
ὅποτε τοὺς συμφέρει, ἡ σεξουαλικὴ ἐκμετάλλευση τῶν παιδιῶν βλάπτει τὴν
ψυχοσυναισθηματική τους ἀνάπτυξη. Τὰ παιδιὰ διέρχονται ἀπὸ καθορισμένα στάδια (στοματικό,
πρωκτικό, φαλλικὸ κ.ἄ.) κατὰ τὴν ψυχοσεξουαλική τους ὡρίμανση, ἡ ὁποία ἀναστέλλεται
ἀπὸ πρόωρες σεξουαλικὲς ἐμπλοκὲς (πρὶν τὴν ἔλευση τῆς ἐφηβείας). Ἑπομένως, ὁ
βιασμὸς ἑνὸς παιδιοῦ (ἡ ἐμπλοκή του σὲ μιὰ διαδικασία ποὺ δὲν γνωρίζει καὶ γιὰ
τὴν ὁποία δὲν εἶναι ἕτοιμο) τὸ τραυματίζει καὶ συνήθως τὸ καθηλώνει γιὰ ὅλη του
τὴν ζωὴ σὲ μία κατάσταση ψυχοσεξουαλικῆς ἀνωριμότητας[29]. Αὐτὰ βέβαια εἶναι ψιλὰ
γράμματα γιὰ τοὺς ἀνήθικους κι ἄρα ἀνεύθυνους «ντετερμινιστές», ποὺ ἁπλῶς
βιώνουν στὸ ἐσωτερικό τους τὴν ἐπικράτηση μιᾶς (καταστροφικῆς) καύλας πάνω στὶς
ὑπόλοιπες «θνητὲς ψυχές» τους. Ἔτσι σκεπτόταν ὁ Μαρκήσιος ντὲ Σάντ. Τὸ ἴδιο
μπορεῖ νὰ σκέπτονταν καὶ οἱ ἀρχιτέκτονες τοῦ Ὁλοκαυτώματος ὅταν σχεδίαζαν τὴν
«τελικὴ λύση», ἀψηφῶντας τὸ, τελικὰ ἀνέγγιχτο ἀπὸ περαστικοὺς -ισμούς, ἠθικὸ αἴσθημα
τῆς «πλέμπας». Ἡ Διαστροφὴ συνίσταται στὴν ἐκλογίκευση μίας μισάνθρωπης ἐνορμήσεως.
Ἡ ἄνευ ὅρων ἐκπλήρωση
κάθε ναρκισσικῆς ἐπιθυμίας ὅσο σκοτεινὴ κι ὰν φαντάζει, ἡ ἄρση κάθε ὁρίου καὶ
φραγμοῦ, ἡ περιπαθὴς κραυγὴ «ναὶ σὲ ὅλα» ποὺ ἀρθρώνουν ὁ Φουκῶ κι οἱ ὅμοιοί του
ὁδηγοῦν μοιραία στὸν κανιβαλισμὸ καὶ τὴν ἀποκτήνωση. Ἄλλωστε, ἕνα «ἔξυπνο ζῶο»
εἶναι ὁ ἄνθρωπος γι’ αὐτοὺς. Παρὰ τὶς πρόδηλες ὁμοιότητές τους, ὁ Φουκῶ διέφερε
ἀπὸ τὸν Νίτσε ὡς πρὸς τὸ ὅτι ἀγκάλιασε τὴν πιὸ ὁλοκληρωμένη μορφὴ μηδενισμοῦ
χωρὶς ὅμως νὰ ἐνδιαφέρεται γιὰ τὸ τὶ ἕπεται. Προφανῶς καὶ δὲν κήρυξε καμμία νέα
ἀξία, καθότι δὲν πίστευε σὲ ἀξίες. Ἡ ἐπίθεση σὲ καθετὶ ἱερὸ καὶ ὅσιο, ἡ ἀποδόμηση
τῆς συλλογικῆς παραδόσεως –ἢ τουλάχιστον ὅ,τινος πιστεύεται ὡς τέτοια καὶ ἡ ἀνένδοτη
ἄρνηση τῶν ἠθικῶν κανόνων ποὺ φύλασσε ἡ κοινωνία, διότι φύλασσαν ἐπὶ μακρόν τὴν
κοινωνία, ὁδηγεῖ ἀναπόδραστα στὴν διάρρηξη τῶν κοινωνικῶν δεσμῶν, στὸν ἐξοβελισμὸ
ἐκείνων τῶν στοιχείων ποὺ συγκρατοῦν τὴν δομὴ τῆς κοινωνίας. Τόσο ἁπλὰ
διαλύεται ὁ πολιτισμός.
Ἐπακόλουθα, τὸ δυτικὸ ὑποκείμενο
«χειραφετήθηκε» ἀπὸ κάθε σταθερὴ συλλογικὴ καὶ προσωπικὴ ταυτότητα, ξεριζώθηκε
κι ἐλάφρυνε, σκόρπισε στὸν ἄνεμο σὰν κόκκος ἄμμου, καθόσον ἀπὸ ὂν μὲ οὐσία ὑποβιβάσθηκε
σὲ ἀνώνυμο, εὐπίεστο, ἀναλώσιμο καὶ προπαντὸς ἀνούσιο σημεῖο. Δὲν ὑπάρχουν πιὰ
σταθερὲς φύσεις, παραδόσεις, ἔθνη, θρησκεῖες, φυλές, φύλα, εἴδη…ξεπεράσθηκαν ὡσεὶ
αὐθαίρετες κι ἀχρείαστες κοινωνικὲς κατασκευές. Ἐὰν κάποιος θέλει νὰ γίνει Ἀμερικάνος
ἁπλῶς μεταναστεύει στὴν Ἀμερική. Ἂν θέλει νὰ γίνει ἀπὸ Χρῆστος Χριστίνα ἁπλῶς
προβαίνει σὲ ἕναν αὐτοακρωτηριασμὸ καὶ μιὰ ληξιαρχικὴ δήλωση. Γιὰ νὰ γίνει κανεὶς
ἀπὸ ἄνθρωπος σκυλί, ἀρκεῖ νὰ περπατήσει στὰ τέσσερα φορῶντας μιὰ στολή, νὰ ἐνταχθεῖ
στὴν κουλτούρα τoῦ
«furry»
καὶ νὰ ἀπαιτήσει ἀπὸ ὅλους τοὺς ἄλλους σὰν «δικαίωμά» του, λὲς κι ὁ
δικαιωματισμὸς ἑδράζεται σὲ κάποια τάχα ἀνώτερη «οὐσία», ν’ ἀναγνωρίσουν σὰν «ἔγκυρη»
τὴν νέα του κατάσταση, τουλάχιστον μέχρι νὰ διαλέξει τὴν ἑπόμενη. Κι ὅλα αὐτά,
μάλιστα, πρέπει νὰ εἶναι ἐπιτρεπτὰ καὶ προσβάσιμα στὰ μικρὰ παιδιά[30], γιὰ νὰ μὴν ἐνηλικιωθοῦν
ποτέ. Ὡς συνελόντι εἰπεῖν, ὁ ἀτομικὸς αὐτοπροσδιορισμὸς κατέστη καταναλωτικὴ
προτίμηση, μία διαδικασία ἀγορᾶς ἀπὸ τὸ φιλελεύθερο παζάρι τῶν «ταυτοτήτων». Καὶ
στὴν ἐποχὴ τοῦ μετανεωτερικοῦ καπιταλισμοῦ, οἱ ἄνθρωποι «εἶναι» ὅ,τι ἀγοράζουν,
καθότι δύνανται νὰ δοκιμάζουν τὰ πάντα. Ὁ καθένας εἶναι ἐλεύθερος νὰ ἰδιοποιηθεῖ
τὸ ὁ,τιδήποτε διαπλάθοντας μιὰ ἐξατομικευμένη κοσμοθεωρία, ἐφόσον παραμένει ἀποτραβηγμένος
ἀπὸ τὴν δημόσια σφαίρα. Καὶ ποιοὶ θεσμοὶ ἀναπληρώνουν τὸ κενὸ συμμετοχῆς κι ἐξουσίας
ποὺ ἐγκαταλείπεται στὴν δημόσια σφαίρα; Οἱ ὑπερσυσσωρεύσεις κεφαλαίου ποὺ
σπονσοράρουν τὰ lgbtqia+
prides,
ἀγκαλιάζοντας συνάμα κάθε ἀτομικὴ παρέκκλιση καὶ παραφωνία, ἀρκεῖ αὐτὴ νὰ μὴν ἐκφράζει
μιὰ δική της βούληση γιὰ δύναμη καὶ δημιουργία ἐντὸς τῆς δημόσιας σφαίρας.
Θὰ περίμενε κανεὶς ὅτι μιὰ
τέτοια κοινωνία τῆς χειραφετήσεως θὰ γινόταν περισσότερο ἐλεύθερη. Ὡστόσο, ἡ
συλλογική μας ἐμπειρία δείχνει πὼς ὅσο τὰ ἄτομα περιχαρακώνονται σὰν ἀδύναμα
σημεῖα στὰ φαντασιακά τους ἀερόστατα, τόσο περιορίζονται οἱ κοινωνικὲς καὶ
πολιτικὲς ἐλευθερίες ποὺ μποροῦν νὰ ἐξασκήσουν γιὰ ν’ ἀλλάξουν τὸ ὁ,τιδήποτε
γύρω τους. Ἔτσι, λοιπόν, τὰ τελευταῖα χρόνια ἡ αὐθαιρεσία τοῦ αὐτοπροσδιορισμοῦ
συνοδεύθηκε ἀπὸ «ἀντιρατσιστικοὺς» νόμους ποὺ οὐσιαστικὰ καταργοῦν τὴν ἐλευθερία
τοῦ (δημοσίου) λόγου καὶ ἀπὸ τὶς σκληρότερες μορφὲς λογοκρισίας στὰ μέσα
κοινωνικῆς δικτυώσεως (ἀπαγόρευση ἀναφορῶν σὲ ἀνεπιθύμητα θέματα στὸ Facebook[31],
ἐξωστρακισμὸς πρώην Προέδρου τῶν ΗΠΑ ἀπὸ τὸ Twitter[32], διώξεις πολιτῶν στὴν
Βρετανία τοῦ Κῆρ Στάρμερ ἐξαιτίας χιουμοριστικῶν ἀναρτήσεων στὸ διαδίκτυο[33] κ.ἄ.). Καὶ σημαντικὸ
ποσοστὸ τοῦ πληθυσμοῦ, μάλιστα, ποὺ ἔχει ἐνδοβάλει τὴν woke ἰδεολογία,
φαίνεται πεπεισμένο πὼς ὁ συνδυασμὸς αὐτῶν τῶν δύο εἶναι ἀπολύτως λογικός,
χειροκροτῶντας μ’ ἐνθουσιασμὸ (ὅπως στὸ Cancel culture) τὸν αὐταρχικὸ ἀποκλεισμὸ
τοῦ ἑκάστοτε «Ἄλλου» ἀπὸ ἑταιρεῖες καὶ πολιτικοὺς διαχειριστὲς (κρατικὲς
κυβερνήσεις) τοῦ μεγάλου κορπορατιστικοῦ κεφαλαίου. Πλέον τιμωροῦνται ὅσοι ὑποψιάζονται
τὴν ἀναγκαιότητα μιᾶς ἀξιολογικῆς κανονιστικῆς ἀρχῆς καὶ ἠθικῆς, ὄχι οἱ εἰσηγητὲς
τῆς αὐθαίρετης ἀποδομήσεως. Συνεπῶς, τὰ νέα «δικαιώματα» συνεπιφέρουν καὶ νέες ὑποχρεώσεις,
ποὺ ὅμως δὲν ἀποσκοποῦν στὴν διαιώνιση ἀλλὰ στὴν βίαιη ἐξάρθρωση τῆς
παραδόσεως. Ἐτοῦτοι οἱ πολιτικοὶ διαχειριστὲς καὶ CEOs ξεκίνησαν
τὴν σταδιοδρομία τους ἐμφορούμενοι ἀπὸ τὰ μετανεωτερικὰ-φουκωϊκὰ ἰδανικὰ τοῦ
«Μάη του ‘68», τῆς «ἀνοικτῆς κοινωνίας» καὶ τῆς ἀπροϋπόθετης ἐλευθεριακότητας.
Καὶ ἰδοῦ ἡ «βελούδινη» δυστοπία ποὺ πασχίζουν νὰ ἐγκαθιδρύσουν, ἕνα καθεστὼς
κοινωνικοῦ αὐτοματισμοῦ[34] ποὺ τελικὰ τοποθετεῖ τὴν ὑπ’
αὐτῶν ἐννοιολογημένη «πρόοδο» ὑπεράνω τῆς ἐλευθερίας.
Ποιὸ εἶναι τελικὰ τὸ
κίνητρο τῶν μεταμοντέρνων ποὺ προάγουν τὸν ὀντολογικὸ μηδενισμό; Γιατὶ ἀγχώνονται
νὰ διαλύσουν τὶς οὐσίες καὶ τὶς κοινωνίες; Ἡ ἀπάντηση σὲ τούτο τὸ ἐρώτημα, ἡ ὑπαρξιακὴ
ῥοπὴ πρὸς τὸ μηδέν, εἶναι μεταφυσική, ἴσως καὶ θεολογική. Ἡ μετανεωτερικότητα δὲν
ἀπαλλάχθηκε ἀπὸ τὴν ἀνάγκη τῆς μεταφυσικῆς. Πάντως, ὀφείλουμε νὰ εὐχαριστήσουμε
τὸν Φουκῶ γιὰ τὰ χειρουργικὰ ἐργαλεῖα ποὺ μᾶς προσέφερε, διότι μὲ αὐτὰ μποροῦμε
νὰ διατομήσουμε τὴν νέα «βιοπολιτικὴ» καὶ τὸν ἀνεστραμμένο ὁλοκληρωτισμὸ τῶν
γηρασμένων-boomer ὀπαδῶν του, τῶν παιδιῶν
τῶν (μαραμένων) λουλουδιῶν, ποὺ συστήνουν μία «αὐτοερμηνευόμενη ἑρμηνευτικὴ» ἐπάγουσα
τραγικῷ τῷ τρόπῳ τὴν ἐξάρθρωσή της. Μὲ νιτσεϊκοὺς ὅρους, ἡ ἀνεπιτυχῶς ἠθοθετοῦσα
ἐξουσία τους ἐκφράζει ἁπλῶς μία «ἐκφυλισμένη» βούληση γιὰ δύναμη.
[1] Nietzsche,
Friedrich (2001). The Gay Science (J. Nauckhoff). Cambridge University
Press, σελ.245.
[2] Φρίντριχ, Νίτσε (2004). Πέρα ἀπὸ τὸ Καλὸ καὶ τὸ Κακό, §290 (μτφρ. Ζ. Σαρίκας). Νησῖδες, σελ.175.
[3] «Εἶμαι ἕνα πρᾶγμα ἐγώ, τὸ ἔργο μου εἶναι ἄλλο.»,
βλέπε:
Νίτσε,
Φρειδερῖκος
(1924). Ecce Homo (μτφρ.
Ι.
Ζερβός).
Ἐκδόσεις Παπαδημητρίου,
σελ.76.
Ὡστόσο,
ἀλλοῦ ἀντιφάσκει βεβαιώνοντας ὅτι ὄχι μόνο τὰ βιβλία, ἀλλὰ κι ὁλόκληρη ἡ φιλοσοφία ἑνὸς στοχαστοῦ ἀποτελεῖ μία προκαθορισμένη συνάρτηση τῆς ἀτομικῆς του ἰδιοσυγκρασίας καὶ ψυχολογίας: «Μοῦ ἔγινε σταδιακὰ ξεκάθαρο ἀπὸ τὶ συγκροτεῖται ἡ κάθε μεγάλη φιλοσοφία ἴσαμε τώρα· εἶναι ἡ ὁμολογία τοῦ δημιουργοῦ της καὶ ἕνα εἶδος ἀκούσιας καὶ ἀσυνείδητης αὐτοβιογραφίας.
[…]», βλέπε:
Nietzsche, Friedrich (2022). Beyond Good and Evil. Culturea, σελ.12.
[4] Ὁλόκληρο τὸ Ecce Homo
(1888) ἀποτελεῖ ἕνα σύνολο αὐτοαναφορικῶν καὶ ἀλαζονικῶν ἀφορισμῶν. Γράφει στὸ τελευταῖο κεφάλαιο
«ΓΙΑΤΙ ΕΙΜΑΙ ἝΝΑ ΠΕΠΡΩΜΕΝΟ», §1: «Γνωρίζω τὸ πεπρωμένο μου. Μιὰ μέρα θὰ
συνδεθεῖ μὲ τ’ ὄνομά μου ἡ ἐνθύμηση τῆς πιὸ βαθειᾶς σύγκρουσης συνειδήσεων, ἡ ἐνθύμηση
μιᾶς ἀπόφασης ἀπαγγελμένης ἐναντίον ὅλων ἐκείνων ποὺ ὣς τὰ τώρα πιστεύθηκαν, ἀπαιτήθηκαν,
καθιερώθηκαν. Ἐγὼ δὲν εἶμαι ἄνθρωπος, εἶμαι δυναμίτης», βλέπε: Νίτσε 1924, ὅ.π.,
σελ.171.
[5] Ἢδη ἀπὸ τὸν δεύτερο παγκόσμιο
πόλεμο, εἶχε προηγηθεῖ ἡ προσπάθεια τῶν Georges Bataille, Jean Wahl καὶ Pierre
Klossowski στὰ πλαίσια τῆς ἐπιθεωρήσεως Acéphale νὰ ἐπαναγνωσθεῖ ὁ Νίτσε μὲ «ἀνθρωπιστικότερα»
κριτήρια, προκειμένου ν’ ἀποκαθαρεῖ ἀπὸ τὸ «ναζιστικὸ» στίγμα του.
[6] Τερζάκης, Φώτης (2004). Νιτσεϊκὲς
μεταμορφώσεις: γιὰ τὴν πρόσληψη τοῦ Νίτσε στὴν ἐποχὴ τοῦ τεχνικοποιημένου
καπιταλισμοῦ. Futura,
σελ.37-64.
[7] Στὴν ἱστορία τῶν ἰδεῶν, ὁ Νίτσε εὔλογα
θεωρεῖται πολέμιος τοῦ ἰδεαλισμοῦ τοῦ Χέγκελ. Ὡστόσο, ἀμφότεροι οἱ στοχαστὲς θεωρεῖται
ὅτι ἄσκησαν ἐπιρροὴ στὴν ἐθνικοσοσιαλιστικὴ ἰδεολογία. Ὁ Κὰρλ Πόππερ, στὸ
βιβλίο του The
Open
Society
and Its Enemies (1945), ἰσχυρίζεται ὅτι ὁ ἑγελιανὸς
ἰδεαλισμὸς τοῦ «ἀπολύτου σκοποῦ τοῦ Πνεύματος», τὸ ὁποῖο χρησιμοποιεῖ ἐκλεκτὲς
προσωπικότητες καὶ ἔθνη χωρὶς ἐκεῖνα νὰ τὸ συνειδητοποιοῦν γιὰ τὴν νομοτελειακὴ
ἱστορική του αὐτοπραγμάτωση, δικαιολογεῖ τοὺς ὁλοκληρωτισμοὺς τῶν φασιστικῶν
καθεστώτων. Στὸν ὁλοκληρωτισμό, ὁ δικτάτορας σὰν «ἐκλεκτὸς τῆς πρόνοιας»
δικαιολογεῖ τὰ ἐγκλήματά του χαρακτηρίζοντάς τα ἀναγκαῖα γιὰ τὴν ἐκπλήρωση τῶν ἀπώτατων
σκοπῶν τῆς ἱστορίας (λ.χ. τὴν θεμελίωση τοῦ χιλιόχρονου ῥάϊχ στὸν ναζισμὸ ἢ τὴν
ἔλευση τῆς ἀταξικῆς οὐτοπίας στὸν κομμουνισμό).
[8] Deleuze, Gilles (2002). Ὁ Νίτσε
καὶ ἡ φιλοσοφία (μτφρ. Γ. Σπανός). Πλέθρον.
[9] Καραγιάννης, Θωμᾶς (2022). Ὁ
Νιτσεϊκὸς Μηδενισμός: Ἑρμηνευτικὲς προσεγγίσεις μὲ ἀφορμὴ τὴ σύγχρονη συγκυρία.
Θεσσαλονίκη: Τμήμα Πολιτικῶν Ἐπιστημῶν Α.Π.Θ., σελ.107-122.
[10] Diethe, Carol (2013). Historical
Dictionary of Nietzscheanism. Scarecrow Press, σελ.261.
[11] Derrida,
Jacques (2002). Ἔμβολα:
τὰ ὕφη τοῦ Νίτσε (μτφρ. Γ. Φαράκλας). Ἑστία.
[12] Βεβαίως, οἱ διχότομες κατηγοριοποιήσεις τοῦ πρωτότυπου Νίτσε, τὶς ὁποῖες ἐπηύξησε ὁ Ντελέζ, δὲν ἦσαν λιγότερες: διονυσιακὸ-ἀπολλώνιο, εὐγενὴς-δοῦλος, κατάφαση-ἄρνηση κ.ἄ.
[13] Ding, N.,
Melloni, L., Zhang, H., Tian, X., & Poeppel, D. (2016). Cortical tracking
of hierarchical linguistic structures in connected speech. Nature
Neuroscience, 19(1), 158-164.
[14] Murphy,
Paul Austin (2023). Chomsky on the Pretentiousness and Political Impotence
of Postmodern Philosophy. Medium.com.
https://medium.com/paul-austin-murphys-essays-on-philosophy/chomsky-on-the-pretentiousness-and-political-impotence-of-postmodern-philosophy-2da0b8a6f62b
(ἀνακτήθηκε τὸν Ἰανουάριο τοῦ 2025).
[15] Foucault,
Michel (2011). Τρία κείμενα γιὰ τὸν Νίτσε (Δ. Γκινοσάτης). Πλέθρον, σελ.15-36.
[16] Foucault
2011, «Ὁ Νίτσε, ἡ Γενεαλογία, ἡ Ἱστορία», ὅ.π., σελ.63-65.
[17] Νίτσε, Φρίντριχ (2005). Ἡ Γενεαλογία τῆς Ἠθικῆς, III 13 (μτφρ. Ζ. Σαρίκας). Νησῖδες, σελ.125.
[18] Foucault
2011, ὅ.π., σελ.77-78.
[19] Παρόμοια, ὁ Ὄσβαλντ Σπένγκλερ στὴν Παρακμὴ τῆς Δύσεως
(1918-1922) εἶχε χρησιμοποιήσει τὸν ὅρο «Ψευδομόρφωση»
(Pseudomorphose), γιὰ νὰ περιγράψει τὴν νόθα οἰκειοποίηση ξεπερασμένων ἱστορικῶν μορφῶν ἀπὸ ἕναν πολιτισμὸ (π.χ. τὸν αἰσθητικὸ Νεοκλασσικισμὸ στὴν Εὐρώπη τοῦ καὶ τὸν «ἐκδυτικισμὸ» στὴν Ῥωσία τοῦ Μεγάλου Πέτρου). Αὐτὲς οἱ μεταμφιέσεις κατὰ βάθος δὲν ἀνταποκρίνονται στὰ ἰδανικὰ καὶ τὴν οὐσία τοῦ πολιτισμοῦ ποὺ τὶς υἱοθετεῖ καὶ γι’ αὐτὸ εἶναι παροδικές.
[20] Foucault
2011, ὅ.π., σελ.84-86.
[21] «[…] μπορεῖ νὰ ἀνήκει στὴ θεμελιώδη φύση τῆς ὕπαρξης τὸ ὅτι θὰ καταστρεφόταν ἐκεῖνος ποὺ θὰ ἔφτανε στὴν πλήρη γνώση της»,
βλέπε:
Νίτσε,
Φρίντριχ
(2004). Πέραν τοῦ Καλοῦ καὶ τοῦ Κακοῦ, §39 (μτφρ. Ζ. Σαρίκας). Νησῖδες, σελ.45.
[22] Νίτσε, Φρίντριχ (1999). Αὐγή,
§429. Δαμιανός, σελ.291.
[23] Foucault
2011, «Ἀλήθεια καὶ οἱ μορφὲς τοῦ Δικαίου», ὅ.π., σελ.112.
[24] Foucault 2011, ὅ.π., σελ.59-60.
[25] Ἔβλεπε τὸν σαδομαζοχισμὸ ὡς ἕνα παιχνίδι
ποὺ τοῦ ἐπέτρεπε νὰ βιώνει τὴν ἐξουσία ὡς πηγὴ ἡδονῆς. Ἐντός του ἡ κυριαρχία μποροῦσε
νὰ κυριαρχηθεῖ, μέσῳ τῆς ἠθελημένης παραδόσεως στὸν πόνο, τοῦ ἐλέγχου τῆς ἐντάσεώς
του καὶ τῆς ἀνταλλαγῆς ῥόλων, βλέπε: Τερζάκης 2004, ὅ.π., σελ.104.
[26] Foucault,
M., Hocquenghem, G., & Danet, J. (1988). «Sexual Morality and the Law», στὸ Kritzman,
L. (ed.), Politics, Philosophy, Culture: Interviews and Other Writings,
1977-1984 (μτφρ.
A. Sheridan). Routledge, σελ.271-285.
[27] Campbell,
Matthew (2021). French philosopher Michel Foucault 'abused boys in Tunisia'.
The Sunday Times.
https://www.thetimes.com/article/french-philosopher-michel-foucault-abused-boys-in-tunisia-6t5sj7jvw
(ἀνακτήθηκε τὸν Ἰανουάριο τοῦ 2025).
[28] Bloch,
Lena (2023). Michel Foucault and pedophilia: the hoax of “tunisian boys”.
Medium.com.
https://lenabloch.medium.com/michel-foucault-and-the-hoax-of-tunisian-boys-35e3035ea693
(ἀνακτήθηκε τὸν Ἰανουάριο τοῦ
2025).
[29]
Thomson-Salo, F., & Tognoli Pasquali, L. (2018). When a Child Has Been
Abused: Towards Psychoanalytic Understanding and Therapy. Taylor &
Francis.
[30] Russo, Barbara (2023). Exploring the Furry Trend: Kids Who
Identify as Animals. New York Family. https://www.newyorkfamily.com/exploring-furry-trend-identify-as-animals/
(ἀνακτήθηκε τὸν Ἰανουάριο τοῦ 2025).
[31] Μετὰ τὴν ἐπανεκλογὴ τοῦ Ντόναλντ Τράμπ, ὁ ἰδιοκτήτης τοῦ Facebook Μὰρκ
Ζάκερμπεργκ ἀναγκάσθηκε νὰ παραδεχθεῖ ὅτι ἡ λογοκρισία κατὰ τῆς «παραπληροφορήσεως»,
ποὺ ἐφήρμοζαν στὴν πλατφόρμα οἱ ἐντεταλμένοι του κριτὲς ἀληθείας-«fact
ckeckers», ἦταν πολιτικὰ μεροληπτικὴ καὶ ἀποσκοποῦσε στὴν προώθηση τῆς woke ἀτζέντας, βλέπε: McMahon,
L., Kleinman, Z., & Subramanian, C. (2025). Facebook and Instagram get
rid of fact checkers. BBC.com. https://www.bbc.com/news/articles/cly74mpy8klo
(ἀνακτήθηκε τὸν Ἰανουάριο τοῦ 2025).
[32] Noor,
Poppy (2021). Should we celebrate Trump’s Twitter ban? Five free speech
experts weigh in. The Guardian.
https://www.theguardian.com/us-news/2021/jan/17/trump-twitter-ban-five-free-speech-experts-weigh-in
(ἀνακτήθηκε τὸν Ἰανουάριο τοῦ 2025).
[33] Standing
for Freedom Center (2024). “Think before you post”: The U.K. is now jailing
people for social media comments.
https://www.standingforfreedom.com/2024/08/think-before-you-post-the-u-k-is-now-jailing-people-for-social-media-comments/
(ἀνακτήθηκε τὸν Ἰανουάριο τοῦ 2025).
[34] Στὴν περίοδο τῆς πανδημίας τοῦ COVID-19, οἱ φανατικότεροι ὑποστηρικτὲς τῶν πιὸ δρακόντειων κρατικῶν κατασταλτικῶν μέτρων ἀνὰ τὴν ὑφήλιο (βλέπε τοὺς Democrats στὶς ΗΠΑ) ἔτειναν νὰ ὑποστηρίζουν ταυτόχρονα τὸ ἔργο τῶν fact
ckeckers καὶ τὴν woke ἀτζέντα, καθόσον αὐτὴ δικαιολογεῖτο ἀπὸ «εἰδικούς». Οἱ ἴδιοι ἄνθρωποι, ποὺ στὴν διαδικτυακὴ μιμιδιακὴ ἀργκὸ χαρακτηρίσθηκαν ὡς ὀπαδοὶ τοῦ «The
Current Thing», ἀργότερα ὑποστήριζαν μὲ τὸν ἴδιο φανατισμὸ τὴν ἀποστολὴ ὅπλων στὸν Ζελένσκυ, τὰ χάρτινα καλαμάκια, τὰ «πράσινα» ἠλεκτρικὰ αὐτοκίνητα καὶ γενικὰ ὁ,τιδήποτε ἐπιβάλλεται ἄνωθεν στὴν κοινωνία ὡς ἀποτέλεσμα κεντρικοῦ σχεδιασμοῦ. Τουτέστιν, πρόκειται γιὰ οἱονεί χειροκροτητὲς ὁλοκληρωτισμῶν,
γιὰ ἄτομα ποὺ ἐμπιστεύονται ἀδιερώτητα τὸ Τεχνοσύστημα,
καὶ εἶναι πολλὰ αὐτά.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου