31 Ιουλίου 2024

Η προσδοκία της ιστορικής προόδου

Στην εποχή μας, πολλές από τις πλέον αμφιλεγόμενες πολιτικές και κοινωνικές μεταρρυθμίσεις που εφαρμόζονται στην δημόσια σφαίρα γίνονται στο όνομα της «προόδου». Η πρόοδος όταν αναφέρεται στην ιστορία, στις ανθρώπινες δραστηριότητες εν τω χρόνω, συνήθως σημαίνει μία πορεία συνεχούς ανελίξεως μέσα από συγκεκριμένους αναβαθμούς. Αυτή η πορεία μπορεί να είναι τυφλή ή να πλησιάζει το τελευταίο σκαλοπάτι μιας ανοδικής κλίμακας, ένα ηθικώς ευκταίο πέρας. Στην τελευταία περίπτωση, η πίστη και η προσμονή της προόδου λαμβάνει εσχατολογικό χαρακτήρα. Ας θυμηθούμε μονάχα την εν έτει 1992 αφελή διακήρυξη του Francis Fukuyama περί του αισίου «τέλους της ιστορίας», το οποίο είχε συνδυάσει την προοπτική της τελεσίδικης επικρατήσεως του φιλελευθερισμού. Ασφαλώς, δεν ήταν ο πρώτος στοχαστής που οραματίσθηκε την οικουμενική εδραίωση της ιδεολογικής του φαντασιώσεως στο τέλος ενός γραμμικά αναπτυσσόμενου «μυστικού σχεδίου» της ιστορίας. Τον 19ο αιώνα ο Karl Marx είχε «προφητεύσει» την ουτοπία της αταξικής κοινωνίας και νωρίτερα οι φιλόσοφοι Kant και Hegel μία ουτοπία καθολικής εμπεδώσεως της ανθρώπινης ελευθερίας στον μέγιστο βαθμό. Προηγουμένως, στην νεωτερική Ευρώπη, εξαγγελίες για την ηθική τελειοποίηση του ανθρώπου είχαν διατυπωθεί από τους θεωρητικούς του Διαφωτισμού τον 18ο αιώνα και νωρίτερα από τους ουμανιστές της Αναγεννήσεως. Τί είναι όμως αυτό που «σχεδιάζει» την ιστορία παρέχοντάς της λογικότητα; Η Θεία Πρόνοια, ο «ορθός λόγος», η τυχαιότητα; Πόθεν εκπορεύεται τελικά αυτή η μεταφυσική πίστη στην πρόοδο; Σίγουρα δεν ήταν πάντοτε δεδομένη.

Οι Oswald Spengler, Nikolai Berdyaev, Κώστας Παπαϊωάννου και αρκετοί ακόμη στοχαστές ισχυρίσθηκαν ότι οι αρχαίοι Έλληνες διέπονταν από μία ανιστορική συνείδηση, καθότι δεν περίμεναν κάτι από το μέλλον. Τουναντίον, απέστρεφαν την σκέψη τους από τον «Χρόνο-Κρόνο» που καταβροχθίζει τα παιδιά του, διότι τον συνέδεαν με την κίνηση, την φθορά και την λήθη. Μέσα από τις οντολογίες του Παρμενίδη και του Πλάτωνος αναβλύζει μία επιθυμία προσεγγίσεως, διαμέσου της σωφροσύνης, ενός τέλειου και ασάλευτου Είναι σε ένα άχρονο παρόν. Μόνη τους διέξοδος ήταν η συμφιλίωση με τις δυνάμεις και τα όρια του φυσικού κόσμου.

Ο Χριστιανισμός, ωστόσο, έθεσε για πρώτη φορά έναν ορίζοντα τελικού σκοπού στην ιστορία, προαναγγέλλοντας την τελειοποίηση των ανθρώπων με την χάρη του Θεού και την αποκατάσταση του κόσμου στην παραδείσια προπτωτική του κατάσταση μετά την Δευτέρα Παρουσία. Με την ασκητική και την προοπτική διαλογικής σχέσεως με τον Θεό, οι άνθρωποι κατάφεραν να ελέγξουν ιδία βουλήσει τα γήινα ένστικτα και τα ορμέμφυτά τους. Έτσι, διαχώρισαν την σφαίρα της ελευθέρας δράσεως των ανθρώπων μέσα στον χρόνο από τις περιοριστικές αναγκαιότητες του φυσικού κόσμου. Παράλληλα, άρχισαν να ελπίζουν στην τελική λύτρωση.

Στο βιβλίο του «Meaning in History» (1949), ο Karl Löwith υποστήριξε ότι η διαφωτιστική προσδοκία της προόδου και της τελειοποιησιμότητας του ανθρώπινου πνεύματος απλώς επεξέτεινε την βιβλική νομοτέλεια της γραμμικής ιστορίας, όντας όμως απαλλαγμένη από την αναγκαιότητα της Θείας Πρόνοιας. Στον αντίποδα, ο Hans Blumenberg (1920 - 1996) επιχειρηματολόγησε υπέρ της πνευματικής αυτονομίας του Διαφωτισμού, καταλογίζοντας την προσδοκία της αναπόφευκτης προόδου στο έμφυτο ενδιαφέρον όλων των ανθρώπων για απόκτηση θεωρητικών γνώσεων. Ωστόσο, ακόμη κι αν υφίσταται καθολικά ένα τέτοιο ενδιαφέρον, σίγουρα δεν έχει γεννήσει σε όλους τους πολιτισμούς την ακόρεστη επιθυμία της προόδου και το σχετικό με αυτήν άγχος. Αυτό το «άγχος» δεν έχει παρατηρηθεί σε κοινωνίες του Αμαζονίου, της Ινδονησίας, ακόμη και της Κίνας και της Ινδίας μέχρι το 1900, δηλαδή πριν την κατίσχυση της δυτικού τύπου παγκοσμιοποιήσεως. Η «πρόοδος» λοιπόν είναι φαινόμενο του δυτικού κόσμου. Συνεπώς, για την πραγμάτευσή του οφείλουμε να ανατρέξουμε στα ιστορικά και πολιτισμικά του συγκείμενα, που περιλαμβάνουν την χριστιανική γραμματεία πολλών αιώνων.

Με τον Χριστιανισμό ετέθη για πρώτη φορά το πρόταγμα αναβαθμίσεως της ανθρωπίνης φύσεως συν Θεώ. Ωστόσο, οι εσωτερικές αντιφάσεις της δυτικής θεολογίας κατά την ταραγμένη γοτθική περίοδο, όπως εκφράσθηκαν στην σύγκρουση μεταξύ ρεαλιστών και νομιναλιστών για το πρόβλημα της θεοδικίας, καλλιέργησαν την ιδέα ότι είναι μάταιη η ενασχόληση με τις «άγνωστες βουλές» του Κυρίου. Συνακόλουθα, με μια πρόθεση εκκοσμικεύσεως οι ουμανιστές στην Αναγέννηση έστρεψαν την προσοχή τους σε ανθρώπινα-εμμενή πράγματα, αποζητώντας την τελειοποίηση του ανθρώπου διά των ηθικών αρετών του. Σταδιακά, επήλθε αδιαφορία μεταξύ των δυτικών για τον ρόλο του Θεού σε αυτήν την υπόθεση, αλλά το διακύβευμα της τελειοποιήσεως δεν λησμονήθηκε και μετεξελίχθηκε στο δόγμα της κοσμικής προόδου.

Προοδευτικά, ο δυτικός άνθρωπος βάλθηκε να γίνει θεός χωρίς Θεό, επιδιώκοντας -αυτήν την φορά με την δική του θέληση για δύναμη- να καθυποτάξει τον φυσικό κόσμο, αντιμετωπίζοντάς τον σαν εχθρό που πρέπει να ξεπερασθεί ή σαν θήραμα που πρέπει να παγιδευθεί. Τουλάχιστον αυτήν την εντύπωση δίνουν οι σημερινές φωνές που επιζητούν μία φετιχιστική χρήση της γενετικής μηχανικής και άλλων «απαγορευμένων καρπών». Τον 19ο αιώνα, το όραμα της ιστορικής αλλαγής συνοδεύθηκε με ριζοσπαστικές εξαγγελίες που απαιτούσαν επαναστατική δράση εδώ και τώρα. Ωστόσο, στον 20ο αιώνα οι επαναστάσεις απέτυχαν και αντί προόδου ακολούθησαν παγκόσμιοι πόλεμοι, ολοκληρωτισμοί και ατελείωτα λουτρά αίματος. Πιθανότατα, ο ένοχος για αυτήν την αποτυχία δεν ήταν άλλος από τον άνθρωπο, με τις γνωστές του αδυναμίες κατά Θουκυδίδη. Εν τούτοις, κάποιοι δεν παραιτούνται από τα εσχατολογικά όνειρα της δίχως Θεό εμμενούς τελειοποιήσεως. Στον 21ο αιώνα, το ρεύμα των Μετανθρωπιστών (Post-humanism) και διανοούμενοι όμως ο  Yuval Harari υπόσχονται την συνέχιση μίας «προόδου» απαλλαγμένης από τα ανθρώπινα ελαττώματα, η οποία προϋποθέτει την εξελικτική υπέρβαση του ανθρώπου από ένα ανώτερο είδος όντων που θα συνδυάζει τα προτερήματα του ζώου και της μηχανής. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, η αυθυπέρβαση πλέον συμπίπτει με την οντολογική εκμηδένιση και αυτοκατάργηση. Το δυτικό άτομο, λοιπόν, αφού ξεφορτώθηκε τον Θεό πλέον πασχίζει να ξεφορτωθεί και τον εαυτό του…

 


Από το τεύχος 131 του περιοδικού "Ενδοχώρα", Άνοιξη 2024. 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου