18 Μαΐου 2024

H θέση του Leo Strauss για τον σχετικισμό και την ιστορική συνείδηση της νεωτερικότητας

Ο Leo Strauss (1899 - 1973) θεωρείται ως ένας από τους επιδραστικότερους συντηρητικούς πολιτικούς φιλοσόφους του 20ου αιώνα. Μεταξύ των ιδεών του παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον η κριτική που άσκησε στην ιστορική συνείδηση της Νεωτερικότητας. Ο Strauss συμφωνούσε με την δήλωση του Hegel ότι το «τέλος της ιστορίας» θα συνεπαγόταν το τέλος της φιλοσοφίας, τουλάχιστον της πολιτικής φιλοσοφίας, αλλά δεν επιζήτησε κάτι τέτοιο. Παρέμεινε επιφυλακτικός έναντι φωνών που ευαγγελίζονταν κάποια οριστική λύση σε φιλοσοφικά ή πολιτικά προβλήματα και πίστευε πως εάν τελικά οικοδομείτο στο μέλλον ένα οικουμενικό κράτος αυτό θα διολίσθαινε αναπόδραστα σε τυραννία. Συνεπώς, κατήγγειλε τόσο τον φασισμό όσο και τον κομμουνισμό. Δεν χαρίστηκε όμως στον φιλελευθερισμό του 20 ου αιώνα, ο οποίος σε αντίθεση με την κλασική παράδοση που προσανατόλιζε σταθερά την ελευθερία στην επίτευξη της ανθρώπινης αριστείας, προήγαγε έναν τύπο οικουμενικής ατομικιστικής ελευθερίας ως αυταξίας, έναν ηδονιστικό «επιτρεπτικό εξισωτισμό», μία σχετικιστική ανοχή των πάντων που αδιαφορούσε για την αξιολογία των όντων αν δεν την καταδίκαζε κιόλας. Ενώ λοιπόν το ποδοπάτημα της παραδόσεως από τους πολιτικούς ολοκληρωτισμούς εκδηλωνόταν ως βίαιος μηδενισμός, ο φιλελευθερισμός θεμελίωνε έναν «ευγενικότερο» πλην εξίσου αποτελεσματικό αξιακό μηδενισμό. Στις πολιτικές επιστήμες, ειδικότερα, ο Strauss απέρριψε την φιλελεύθερη τάση για διατύπωση «ουδέτερων» κρίσεων δίχως αξιολογικό περιεχόμενο. 

Έναντι του αδιέξοδου σχετικισμού της εποχής του ο Strauss αντιπαρέβαλλε την αναγκαιότητα του Φυσικού Δικαίου. Εάν δεν υφίσταται κάποια αντικειμενική δικαιοσύνη που καθορίζεται από την φύση ή τον λόγο, τότε όλα τα δίκαια είναι θετικά, τουτέστιν αυθαίρετες επινοήσεις νομοθετών. Σε αυτήν την περίπτωση, όμως, δεν θα μπορούσαμε να ομιλούμε περί αδίκων αποφάσεων και αδίκων νόμων, δηλαδή να διακρίνουμε το «δίκαιο» από την θεσμική έκφρασή του. Οι σχετικιστές απαντούν αποδίδοντας το λεγόμενο εθιμικό δίκαιο, όπως γίνεται άτυπα αντιληπτό εντός της κοινότητας, στην προσωρινή πολιτισμική ιδιαιτερότητα αυτής της κοινότητας. Στο βιβλίο του «Natural Right and History» (1953), ο Strauss εξηγεί πώς οι σύγχρονες κοινωνικές επιστήμες απορρίπτουν την έννοια του φυσικού δικαίου, επικαλούμενες είτε την διάκριση μεταξύ αμετάβλητων γεγονότων και μεταβλητών αξιών (όπως διατυπώθηκε από τον Max Weber), είτε την «ιστορική εμπειρία». Ο σχετικισμός, επομένως, αναβλύζει από την ιστορική συνείδηση της νεωτερικότητας, από την μετεξέλιξη του «ιστορικισμού».

Η σημασιολογική ευρύτητα που απέδωσε ο Strauss στον όρο του Ιστορικισμού (Historicism) υπερέβη τον κάπως στενότερο ορισμό που είχε διατυπώσει νωρίτερα ο Karl Popper. Για τον Strauss ο Ιστορικισμός ξεκίνησε με τους ιδεαλιστές ιστορικούς του 19 ου αιώνα (Herder, Hegel κ.α.) αλλά στον 20ο αιώνα εξελίχθηκε και πλέον αναφέρεται γενικά σε προσπάθειες αναλύσεως και ερμηνείας των κοινωνικών και πολιτισμικών φαινομένων μέσα από την μελέτη της ιστορικής διαδικασίας όθεν προέκυψαν. Τον 19ο αιώνα οι «ιστορικιστές» πίστευαν στην ύπαρξη «εθνικών πνευμάτων» και νόμων που διέπουν την ιστορική εξέλιξη. Ωστόσο, ενδίδοντας ταυτόχρονα σε έναν ρομαντικό σχετικισμό που εξήρε το τοπικό και το χρονικό εις βάρος του οικουμενικού, συσκότισαν το γεγονός ότι οι ιστορικοί «κανόνες» μπορούν να είναι έγκυροι μόνο στη βάση καθολικά ισχυουσών αρχών. Εξετάζοντας την διαδοχή των ιστορικών γεγονότων, συμπέραναν ότι κάθε κοινωνία εμφορείται από έναν ιδιαίτερο κώδικα ηθικών αξιών που έπεται και προηγείται πολλών άλλων. Ως εκ τούτου, αμφισβήτησαν την αξίωση της παραδοσιακής φιλοσοφίας στον προσδιορισμό αντικειμενικών και σταθερών αληθειών. Κάθε ανθρώπινη συνείδηση είναι «ιστορική» και άρα δέσμια των ιστορικών συνθηκών που την περιβάλλουν, μη δυνάμενη να επινοήσει ο,τιδήποτε αιώνιο. Ενώ για τους αρχαίους το «φιλοσοφεῖν» παρέπεμπε στην έξοδο από το σπήλαιο του Πλάτωνος, για τους ιστορικούς σχετικιστές της νεωτερικότητας τα «φιλοσοφεῖν» κάθε πολιτισμού και κάθε παιδείας αδυνατούν να διαφοροποιηθούν οντολογικά από τις απλές σκιές που έβλεπαν οι δεσμώτες του σπηλαίου. Ελλείψει αντικειμενικών κριτηρίων, λοιπόν, τίποτε δεν μπορούσε στο εξής να διακρίνει τις καλές από τις κακές επιλογές και ο «ιστορικισμός» μετουσιώθηκε σε μηδενισμό.

Σύμφωνα με τους σχετικιστές, η διαχρονική και διαπολιτισμική ποικιλία των περί δικαίου αντιλήψεων αποδεικνύει την ανυπαρξία αντικειμενικού φυσικού δικαίου, επειδή δίχως αμετάβλητες αρχές δικαίου δεν δύναται να υπάρξει φυσικό δίκαιο και μέχρι στιγμής στην ιστορία δεν έχουν εμφανισθεί τέτοιες ασάλευτες αρχές. Κατά συνέπεια, το «δίκαιο» και η «δικαιοσύνη» συνιστούν απλές -ρητές ή σιωπηρές- συμβάσεις μεταξύ των μελών μίας κοινότητας, που δεν στηρίζονται σε κάτι παραπάνω από ένα είδος κοινής συμφωνίας. Και οι συμφωνίες μπορεί να διασφαλίζουν την ειρήνη, αλλά δεν γεννούν την αλήθεια. 

Επιπρόσθετα, άλλοι εκπρόσωποι του ιστορικισμού απορρίπτουν ως μύθο το αξίωμα ότι η φύση έχει κανονιστική δύναμη και αξία υπέρτερη κάθε ανθρώπινου έργου και κατ’ επέκταση αμφισβητούν το φυσικό δίκαιο. Είτε θεωρούν κάθε ανθρώπινη δράση ως φυσική, είτε διαχωρίζουν την σφαίρα της φυσικής αναγκαιότητας από την σφαίρα της ελεύθερης ιστορικής δραστηριότητας του ανθρώπου, υπονοώντας ότι η δεύτερη υπέρκειται της πρώτης.

Παρά ταύτα, ο Strauss επισημαίνει ότι η συναίνεση ολόκληρης της ανθρωπότητας δεν αποτελεί καθ’ οιονδήποτε τρόπο αναγκαίο όρο για την ύπαρξη φυσικού δικαίου. Άλλωστε, εάν το φυσικό δίκαιο είναι έλλογο, τότε η ανακάλυψή του προϋποθέτει την καλλιέργεια του Λόγου, η οποία αφενός δεν συμβαίνει πάντα και παντού και αφετέρου μπορεί να διέρχεται από αναβαθμούς μέχρι την ολική του εμπέδωση. Επομένως, το φυσικό δίκαιο είναι ανεξάρτητο από τις επιλογές και τις προσπάθειες των ανθρώπων και υπάρχει, χωρίς απαραίτητα να είναι καθολικά γνωστό.

Εν τούτοις, η άρνηση του φυσικού δικαίου οδηγεί μοιραία στον μηδενισμό, στην πεποίθηση ότι το θετικό δίκαιο κάθε πρωτόγονης φυλής κανιβάλων πρέπει να θεωρείται πολιτισμικά «ισότιμο» με αυτό που εμείς χαρακτηρίζουμε φυσικό. Επιπλέον, οι σχετικιστές υποστηρίζουν ότι σε κάθε χρονολογικά και γεωγραφικά οριοθετημένο πολιτισμό η σκέψη ακόμη και των εκλεκτότερων πνευμάτων αδυνατεί να υπερβεί συγκεκριμένους περιορισμούς και άρα λίγη επίδραση μπορεί να έχει σε μεταγενέστερες εποχές που θεωρούν ξεπερασμένους αυτούς τους περιορισμούς. Ο Strauss αποδόμησε αυτήν την θέση με ένα ωραίο παράδειγμα. Για τον Αριστοτέλη ήταν αδύνατη η σύλληψη ενός παγκοσμίου κράτους, διότι ο σχηματισμός του προϋποθέτει μια τεχνολογική ανάπτυξη άγνωστη στην εποχή του. Αυτή η ανάπτυξη προϋπέθεσε μία επιστήμη προσανατολισμένη στην κατάκτηση της φύσεως, καθώς και μία τεχνολογία που προήλθε από την σύζευξη θεωρητικών επιστημών με πρακτικές τέχνες και χειραφετήθηκε από κάθε ηθική και πολιτική επίβλεψη. Ο Αριστοτέλης δεν ήταν προφήτης, δεν γνώριζε τα όσα επρόκειτο να ακολουθήσουν, αλλά με τον φιλοσοφικό του λόγο είχε αντιταχθεί σθεναρά στην αποδέσμευση των επιστημών από τον ηθικό και πολιτικό έλεγχο. Ατυχώς, ο λόγος του αγνοήθηκε και η ανεξέλεγκτη τεχνολογική πρόοδος που ακολούθησε έχει καταστήσει εφικτή την παγκόσμια και αιώνια τυραννία. Ποιος εχέφρων άνθρωπος δύναται να ισχυρισθεί, τελικά, ότι ο λόγος του Αριστοτέλη δεν είναι επίκαιρος και στις μέρες μας; Σύμφωνα με τον Strauss, λοιπόν, η ιστορία και τα κληροδοτήματά της δεν προορίζονται για ουδέτερες παρατηρήσεις που αποφεύγουν την ανάληψη πολιτικής ευθύνης, καθότι δύνανται να θεμελιώνουν ανθρώπινες αξίες και να συνδιαμορφώνουν την αντίληψή μας περί ηθικής.

Μεταξύ των στοχαστών της κλασικής αρχαιότητας ο Strauss υποληπτόταν ιδιαίτερα τον Θουκυδίδη, ο οποίος επιχείρησε να ανακαλύψει φιλοσοφικά καθολικές αρχές, δημιουργώντας ένα «κτήμα ες αεί». Ο Θουκυδίδης θεωρούσε την ανθρώπινη φύση ως το σταθερό υπόστρωμα της ιστορικής αλλαγής, αδιαφορώντας για τις άλλες «κινητήριες δυνάμεις της ιστορίας» που απασχόλησαν τους ιστορικιστές (οικονομία, μέσα παραγωγής κ.λπ.). Οι ιστορικές συνθήκες είναι αποτέλεσμα ανθρώπινων επιλογών που οφείλονται σε λογικές ή άφρονες διεργασίες και, συνεπώς, δεν εξαρτώνται από εξωανθρώπινους παράγοντες, αλλά από την ύπαρξη ή μη της αρετής της Σωφροσύνης. Περαιτέρω, ο Θουκυδίδης παραλλήλισε τις δύο δυνατές ιστορικές καταστάσεις του ανθρώπου, τον πόλεμο και την ειρήνη, με την κίνηση και την ακινησία αντίστοιχα. Η κίνηση επιφέρει φθορά, ενώ η ακινησία πλησμονή. Οι δύο αυτές καταστάσεις αλληλοδιαδέχονται διηνεκώς η μία την άλλη, καθώς η μέγιστη κίνηση ακολουθεί την μέγιστη ακινησία, όμως ευτυχώς η χρονική περίοδος της κινήσεως είναι βραχύτερη.

Ο Strauss θαυμάζει στο έργο του Θουκυδίδη την επιδίωξη της καθολικής εφαρμοσιμότητας των πορισμάτων του. Ο ίδιος επιθυμούσε να ισχύει ανά πάσα στιγμή το νόημα των γραφομένων του. Απεναντίας, οι σύγχρονοι ιστορικοί εστιάζουν αποκλειστικά στην ιστορική στιγμή που περιγράφουν αρνούμενοι το ενδεχόμενο διαχρονικότητας του ιστορικού νοήματος. Βλέποντας κάθε γεγονός με περιγραφική ουδετερότητα και αποσπασματικά, αποσυνδέουν την ιστορική διαδικασία από κάθε σκοπό και τελεολογία. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, παρότι αποδέχονται και εξυμνούν την ιστοριογραφική μέθοδο του Θουκυδίδη, απορρίπτουν εκ προοιμίου τον σκοπό της.

Συμπερασματικά, η πολιτική φιλοσοφία του Leo Strauss, ισαπέχοντας από τα «νεωτεριστικά» άκρα του υπερβατολογικού δογματισμού και του μηδενιστικού σχετικισμού, αποζήτησε με μετριοπάθεια πολιτικώς ωφέλιμα νοήματα στην παραγκωνισμένη κλασική παράδοση. Έκτοτε αρκετοί διανοούμενοι άσκησαν κριτική στις προκείμενες του στοχασμού του, αλλά ουδείς αμφισβήτησε την μετριοπάθειά του. Ατυχώς, όμως, η μετριοπάθεια δεν εκτιμήθηκε ως αρετή στις δεκαετίες που ακολούθησαν. Κατά συνέπεια, την σκυτάλη στην κριτική του νεωτερικού λόγου παρέλαβαν αμετροεπείς «μεταμοντέρνοι» στοχαστές που αποθέωσαν τον σχετικισμό και καταβαράθρωσαν με ιδεοληπτικό μένος την παραδοσιακή φιλοσοφία. Εν τούτοις, κατά την άποψη του γράφοντος, στο έργο του Strauss προοικονομήθηκε εναργώς ότι ο υπερσχετικισμός της μετανεωτερικότητας δεν πρόκειται να δώσει καμία βιώσιμη απάντηση στην νεωτερική σκέψη, διότι συνιστά απλώς το έσχατο σύμπτωμα της.



Ενδεικτική βιβλιογραφία

Βαβούρας, Η. (2023). Ο Θουκυδίδης του Leo Strauss: Από τη βαρβαρότητα στην ελληνικότητα. Περιοδικό Φιλοσοφείν, 27, σελ.7-37.

Βαβούρας, Η., & Μακρής, Σ. (2021). Leo Strauss: Tι είναι η πολιτική φιλοσοφία; Τα τρία κύματα της νεωτερικότητας. Εκδόσεις Ζήτρος.

Strauss, L. (1988). Φυσικό Δίκαιο και Ιστορία (μτφρ. Σ. Ροζάνης, Γ. Λυκιαρδόπουλος). Εκδόσεις Γνώση.

Tarcov, N. (2016). Leo Strauss and American Conservative Thought and Politics. Nomos, 56, σελ.381-401.


Ιωάννης Σαρρής

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου