
Ο Leo Strauss (1899 - 1973) θεωρείται ως ένας από τους επιδραστικότερους συντηρητικούς πολιτικούς φιλοσόφους του 20ου αιώνα. Μεταξύ των ιδεών του παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον η κριτική που άσκησε στην ιστορική συνείδηση της Νεωτερικότητας. Ο Strauss συμφωνούσε με την δήλωση του Hegel ότι το «τέλος της ιστορίας» θα συνεπαγόταν το τέλος της φιλοσοφίας, τουλάχιστον της πολιτικής φιλοσοφίας, αλλά δεν επιζήτησε κάτι τέτοιο. Παρέμεινε επιφυλακτικός έναντι φωνών που ευαγγελίζονταν κάποια οριστική λύση σε φιλοσοφικά ή πολιτικά προβλήματα και πίστευε πως εάν τελικά οικοδομείτο στο μέλλον ένα οικουμενικό κράτος αυτό θα διολίσθαινε αναπόδραστα σε τυραννία. Συνεπώς, κατήγγειλε τόσο τον φασισμό όσο και τον κομμουνισμό. Δεν χαρίστηκε όμως στον φιλελευθερισμό του 20 ου αιώνα, ο οποίος σε αντίθεση με την κλασική παράδοση που προσανατόλιζε σταθερά την ελευθερία στην επίτευξη της ανθρώπινης αριστείας, προήγαγε έναν τύπο οικουμενικής ατομικιστικής ελευθερίας ως αυταξίας, έναν ηδονιστικό «επιτρεπτικό εξισωτισμό», μία σχετικιστική ανοχή των πάντων που αδιαφορούσε για την αξιολογία των όντων αν δεν την καταδίκαζε κιόλας. Ενώ λοιπόν το ποδοπάτημα της παραδόσεως από τους πολιτικούς ολοκληρωτισμούς εκδηλωνόταν ως βίαιος μηδενισμός, ο φιλελευθερισμός θεμελίωνε έναν «ευγενικότερο» πλην εξίσου αποτελεσματικό αξιακό μηδενισμό. Στις πολιτικές επιστήμες, ειδικότερα, ο Strauss απέρριψε την φιλελεύθερη τάση για διατύπωση «ουδέτερων» κρίσεων δίχως αξιολογικό περιεχόμενο.