16 Αυγούστου 2023

Μία σύνοψη των επιστημολογικών προβλημάτων της Ιστορίας

Προδημοσίευση από το βιβλίο "Αναζητώντας το κλειδί της Ιστορίας: Μελετήματα για την Φιλοσοφία και την Μεταφυσική της Ιστορίας" του Ιωάννη Δ. Σαρρή (Εκδόσεις Ζήτρος, 2024). 


1. Θεωρησιακή και Γνωσιολογική Φιλοσοφία της Ιστορίας

Όπως έχει επισημάνει ο W. H. Walsh (1977), η ιστορία είναι μία αμφίσημη λέξη. Σημαίνει αφενός το σύνολο των ανθρωπίνων καταστάσεων και πράξεων του παρελθόντος και αφετέρου την μεταγενέστερη αφήγησή τους που οικοδομούν οι επαγγελματίες ιστορικοί. Αντιστοίχως, η Φιλοσοφία της Ιστορίας χωρίστηκε σε δύο κατευθύνεις ανάλογες με το ενδιαφέρον και τα ζητούμενα των φιλιστόρων φιλοσόφων, την Θεωρησιακή και την Γνωσιολογική.

Τον φιλοσοφικό στοχασμό επί της Ιστορίας πρώτοι ξεκίνησαν οι Θεωρησιακοί. Οι  Giambattista Vico (1668 - 1744), J. G. von Herder (1744 - 1803), G. W. F. Hegel (1770 - 1831), Karl Marx (1818 - 1883), Oswald Spengler (1880 - 1936) και Arnold Toynbee (1889 - 1975) ήσαν μερικοί εκ των επιφανεστέρων. Καθείς εξ αυτών έχει προτείνει μία θεωρία για την κατανόηση του νοήματος και του σκοπού της εξελίξεως της Ιστορίας στο σύνολό της. Για τους Θωρησιακούς η Ιστορία δεν ήταν ένα παράλογο άθροισμα ασύνδετων γεγονότων, αλλά μία αλληλουχία διαδοχικών καταστάσεων ανιχνεύσιμης αιτιότητας που έχει εσωτερική συνοχή και υπακούει σε κάποιους κρυφούς νόμους, τους οποίους θέλησαν να αποκαλύψουν. Οι περισσότερες από αυτές τις θεωρίες ήσαν λίγο ή πολύ μεταφυσικές, διότι στηρίζονταν σε αξωματικού χαρακτήρα αρχές και παραδοχές που δύσκολα επιδέχονταν τελεσίδικης επιβεβαιώσεως και μάλιστα -πολλές φορές- αρύονταν την ρίζα τους από αρχαιότερες παραδόσεις και έννοιες εκκοσμικευμένης θεολογίας. Γι’ αυτόν τον λόγο δέχθηκαν τα πυρά των αντιμεταφυσικών φιλοσόφων. Επιπλέον, οι Θεωρησιακοί αντιμετώπισαν και την εχθρότητα των επαγγελματιών ιστορικών, που έβλεπαν με καχυποψία την πιθανότητα σφετερισμού των αρμοδιοτήτων τους. Άλλωστε, οι ακαδημαϊκώς αναγνωρίσιμοι ιστορικοί συγγραφείς ανέκαθεν επεδίωκαν από μόνοι τους να πλαισιώνουν την στείρα αφήγηση των παρελθόντων γεγονότων με ερμηνευτικές προσεγγίσεις, δηλαδή να εξηγούν γιατί αυτά συνέβησαν έτσι, εντάσσοντάς τα σε ευρύτερα σύνολα ομοειδών γεγονότων με παρεμφερείς αιτίες. Επειδή το βιβλίο πραγματεύεται κατά κύριο λόγο θεωρησιακές ιδέες, δεν θα ειπωθούν περισσότερα για αυτές στο παρόν κεφάλαιο. Εξαιτίας της κλιμακούμενης αντιμεταφυσικής κριτικής από τον ακαδημαϊκό χώρο, σε συνδυασμό με την αποτυχία των ολοκληρωτικών καθεστώτων του 20ου αιώνος που επικαλέστηκαν την εκπλήρωση «ιστορικών νομοτελειών» (βλ. υπαρκτό σοσιαλισμό), η θεωρησιακή φιλοσοφία της ιστορίας προοδευτικά παραμερίστηκε από την δεύτερη, ακραιφνώς επιστημολογική κατεύθυνση, την γνωσιολογική φιλοσοφία της ιστορίας.

Η γνωσιολογική ή επιστημολογική φιλοσοφία της ιστορίας εκπροσωπεί για την ιστορία ό,τι η επιστημολογία της φυσικής για την φυσική και ό,τι η φιλολογία για την ποίηση. Όπως ο φιλόλογος δεν συνθέτει ποιήματα αλλά αξιολογεί το έργο των ποιητών και την σημασία των ποιημάτων τους, έτσι και ο φιλόσοφος της ιστορικής επιστημολογίας δεν εμπλέκεται στην σύνθεση των ιστορικών αφηγήσεων, αλλά εξετάζει τις προϋποθέσεις τους και εν γένει την φύση της ιστορικής γνώσεως, αξιολογώντας παράλληλα τις μεθόδους των ιστορικών.    

 

2. H φύση της ιστορικής γνώσεως

Όταν τον 19ο αιώνα η Επιστημολογία αυτονομήθηκε ως φιλοσοφικός κλάδος, ξεκίνησαν οι προσπάθειες για τον ορισμό και την οριοθέτηση των ακαδημαϊκών επιστημών. Οι φυσικές επιστήμες θεωρήθηκαν ως το πρότυπο της Επιστήμης (Science), καθώς οι αρχές τους είναι καθολικές και απαράλλακτες κι επειδή οποιοσδήποτε εφαρμόζει σωστά τις αντικειμενικές μεθόδους των οδηγείται στα ίδια -κοινώς αποδεκτά- συμπεράσματα. Η επιστημονική μέθοδος υποδεικνύει αρχικά την συστηματική παρατήρηση ενός φυσικού φαινομένου το οποίο συμβαίνει ανεξάρτητα από τον παρατηρητή. Αφότου ο επιστήμων συλλέξει δια των αισθήσεών του επαρκή δεδομένα, προσπαθεί να τα ταξινομήσει και να αναγνωρίσει μοτίβα λογικής συνδέσεως μεταξύ τους, προκειμένου να εξαγάγει μία θεωρία ή απλώς μία επιστημονική υπόθεση. Μία παρεμφερή διαδικασία ακολουθεί και ο ιστορικός, συλλέγοντας δεδομένα διαφορετικού τύπου, αλλά η ιστορική θεωρία είναι καταδικασμένη να παραμείνει θεωρία μη επιδεχόμενη αδιάψευστης τεκμηριώσεως. Αντιθέτως, καθήκον του φυσικού επιστήμονος είναι η επαλήθευση ή διαφορετικά η απόρριψη και η αναθεώρηση της υποθέσεώς του διαμέσου πειραμάτων, στα οποία εντός ελεγχόμενων συνθηκών προκαλεί επανάληψη του παρατηρημένου φαινομένου για να διαπιστώσει εάν κάθε φορά το αποτέλεσμα είναι συμβατό με την υπόθεσή του. Μία τεκμηριωμένη υπόθεση που επαληθεύεται πάντα και παντού αναβιβάζεται σε νόμο. Τον 20ο αιώνα ο Karl Popper προσέθεσε ότι για να είναι μία υπόθεση επιστημονική πρέπει να μπορεί όχι μόνο να επιβεβαιωθεί αλλά και να διαψευσθεί. Επί παραδείγματι, η υπόθεση ότι το σώμα α έχει μεγαλύτερη μάζα από το σώμα β είναι επιστημονική διότι το ζύγισμα αμφοτέρων θα δώσει μία θετική ή αρνητική απάντηση. Αντιθέτως, η ιστορική υπόθεση ότι ο κύριος παράγων που ωθεί την εξέλιξη της ιστορίας είναι η αναβάθμιση των μέσων οικονομικής παραγωγής δεν είναι επιστημονική, διότι δεν έχουν επινοηθεί πειστικά μέσα για την πειραματική εξέτασή της. Στην Ιστορία, λοιπόν, σπάνια εκλείπει η αμφιβολία.

Ενώ ο φυσικός επισκοπεί με τις αισθήσεις του φαινόμενα του παρόντος, ο ιστορικός δεν διαθέτει την πολυτέλεια να εξετάσει ιδίοις όμμασι τα γεγονότα που πραγματεύεται. Επισκοπεί άμεσα μόνον τις ιστορικές μαρτυρίες, οι οποίες μπορούν να τον οδηγήσουν έμμεσα στην προσέγγιση της ιστορικής αλήθειας. Ως ιστορική μαρτυρία ορίζεται κάθε διασεσωσμένο κατάλοιπο του παρελθόντος που εμπεριέχει πληροφορίες για την εποχή του. Τέτοιες μαρτυρίες συνίστανται σε γραπτά μνημεία, αποτελούμενα από απομνημονεύματα ιστορικών προσώπων, πρωτογενείς περιγραφές γεγονότων και λογοτεχνικά έργα που αποκαλύπτουν την αισθητική, τις αξίες και τις ανησυχίες της εποχής, σε επιζώσες λαογραφικές παραδόσεις με ιστορικές αναφορές, σε κτίσματα που φανερώνουν στοιχεία για τον τρόπο ζωής παλαιότερων κοινωνιών, σε νομίσματα που αποκαλύπτουν πολιτικούς συμβολισμούς και σε πολλά άλλα αρχαιολογικά και μη μνημεία. Οι ιστορικές μαρτυρίες, ακόμη και στο πιο εξειδικευμένο θέμα, είναι υπερβολικά πολλές για να απασχολήσουν στον ίδιο βαθμό τον ιστορικό και να παρουσιασθούν ισότιμα στο συγγραφικό του έργο. Συνεπώς, ο ιστορικός καλείται να επιλέξει εκείνες τις μαρτυρίες που θεωρεί περισσότερο αξιόπιστες και σημαντικές για την ιστόρηση του αντικειμένου του. Εδώ υπεισέρχονται δύο επίπεδα επιστημολογικού προβληματισμού, που αφορούν αφενός την αξιοπιστία του υλικού και αφετέρου την αξιοπιστία και την εγκυρότητα των μεθόδων του ιστορικού.

Όταν οι ιστορικές μαρτυρίες συνίστανται σε απτά αρχαιολογικά αντικείμενα που δύνανται να αναλυθούν διεξοδικά από ειδικούς, η εξαγωγή επιστημονικά τεκμηριωμένων πορισμάτων θεωρείται εφικτή αν όχι αναμενόμενη. Με χημικές δοκιμασίες, φερ’ ειπείν, μπορούν να χρονολογηθούν τα υπολείμματα ενός σκελετού. Όταν όμως οι μαρτυρίες έχουν την μορφή πρωτογενών κειμένων, τότε αξιολογείται και ο συγγραφέας τους. Κατ’ αρχάς, τέτοιες μαρτυρίες πρέπει να κριθούν ως αξιόπιστες και να διαπιστωθεί εάν τυχόν εκπροσωπούν μόνον ορισμένες μονομερείς, υποκειμενικές ή μειοψηφικές απόψεις. Επί παραδείγματι, ο Πλάτων αναφέρθηκε με μελανά χρώματα στην δημοκρατία της αρχαίας Αθήνας. Εάν ο ιστορικός της περιόδου καταγράψει την άποψή του χωρίς να την αντιπαραβάλει με απόψεις δημοκρατικών συγγραφέων, τότε θα έχει συντάξει μία ελλιπή και άρα προβληματική ιστορία. Οι ακραίοι σκεπτικιστές που θεωρούν την απόλυτη γνώση μίας και μοναδικής αλήθειας αδύνατη θα επαφίονταν απλώς στην συμπερίληψη όλων των απόψεων, αλλά όσοι πιστεύουν ότι είναι εφικτή και δέουσα η αποζήτηση αυτής της αλήθειας θα εξέταζαν ωσάν ντετέκτιβ κάθε μαρτυρία ξεχωριστά, αξιολογώντας την αξιοπιστία της και την πιθανότητα να ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα. Ο καθορισμός των κριτηρίων μιας τέτοιας αξιολογήσεως αποτελεί ένα σοβαρό πρόβλημα. Το μόνο βέβαιο, πάντως, είναι ότι για κάθε ιστορικό γεγονός υπάρχουν πολλές αναγνώσεις και οπτικές. Χωρίς την τοποθέτηση των ματιών μας σε μια οπτική γωνία, εξάλλου, είναι αδύνατη η θέαση του αντικειμένου. Βεβαίως, κάποιες οπτικές γωνίες εξασφαλίζουν μεγαλύτερη ορατότητα από άλλες και αυτό μπορεί να φανεί και στην αντιπαραβολή ιστορικών αφηγήσεων. Η εντιμότητα του ιστορικού εκκινείται κατ’ αρχήν από την ειλικρινή παραδοχή της θέσεως και των οπτικών του. Σε κάθε περίπτωση, ο ορισμός της αλήθειας κρίνεται πολύ σημαντικός για την αντίληψη της ιστορικής γνώσεως. 

Οι «ρεαλιστές» θεωρούν ως αληθινό ό,τι ανταποκρίνεται στην ιστορική πραγματικότητα και βλέπουν την ιστορία σαν ένα μωσαϊκό καθορισμένων και παγιωμένων γεγονότων, τα οποία μπορούν να γνωσθούν. Καθήκον του ιστορικού αποτελεί η συλλογή και η συναρμογή κατά το δυνατόν περισσότερων ψηφίδων, δηλαδή ιστορικών μαρτυριών. Αυτή η πεποίθηση ερείδεται σε μία αμφιλεγόμενη παραδοχή, δηλαδή ότι στο παρελθόν υπήρξαν κάποιες αυθεντίες των οποίων τα γραπτά δεν επιδέχονται αμφισβητήσεως. Ωστόσο, ακόμη κι αν αυτές οι «αυθεντίες» είχαν τις ειλικρινέστερες προθέσεις, οφείλουμε να διαχωρίσουμε την αισθητηριακή μνήμη τους από τα φίλτρα που χρησιμοποίησε ακόμη και ασυνείδητα η κρίση τους για να ανακαλέσει και να οργανώσει τα στοιχεία της μνήμης. Τα σοβαρά προσκόμματα που αναδύονται προ της αποζητήσεως μιας βεβαιότητας στην ιστορική γνώση ώθησαν ορισμένους «σκεπτικιστές» να αντιτείνουν μία εκ διαμέτρου αντίθετη άποψη· συγκεκριμένα, υποστήριξαν ότι οφείλουμε να επιλέξουμε ανάμεσα σε ένα παρελθόν τελείως ανεξάρτητο από μας και ένα παρελθόν που μπορεί να γνωσθεί από εμάς με βεβαιότητα, θεωρώντας τις δύο επιθυμίες αντικρουόμενες. Τα γεγονότα του παρελθόντος, η μαρτυρία τους, η αντίληψη αυτής από τον ιστορικό και η δευτερογενής απόδοσή της εκ μέρους του πολύ δύσκολα μπορούν να ταυτιστούν. Επιπλέον, ακόμη κι αν ο ιστορικός γνωρίζει καλά την γλώσσα μίας ιστορικής μαρτυρίας, παραμένει η γλωσσολογική αμφιβολία εάν οι λέξεις που κατανοεί διατηρούν το ίδιο ακριβώς νόημα που είχαν την εποχή καταγραφής της μαρτυρίας ή στο μυαλό του αρχικού δημιουργού της.

Για τους Σκεπτικιστές υπάρχουν μόνο ιστορικά αφηγήματα και όχι μία ιστορία αυτή καθεαυτήν. Και αυτοί βλέπουν το ιστορικό αφήγημα ωσάν μωσαϊκό, αλλά οι ψηφίδες του δημιουργήθηκαν από την λογική του ιστορικού, δεν ανακαλύφθηκαν αυτούσιες. Σύμφωνα με τους σκεπτικιστές, για να θεωρηθεί μία πρόταση «σωστή» ή απλώς αποδεκτή, πρέπει απλώς να βρίσκεται σε σύμπνοια και λογική συνάφεια με τις υπόλοιπες προκείμενες προτάσεις του αφηγήματος. Για παράδειγμα, η αντίληψή μας για την παγκόσμια ιστορία και όλα τα διαθέσιμα στοιχεία που την συνοδεύουν υποδεικνύουν ότι οι άνθρωποι έζησαν και δραστηριοποιήθηκαν αποκλειστικά στην γη. Εάν βρεθούν ποτέ ίχνη ανθρώπινου πολιτισμού σε άλλον πλανήτη, το αφήγημα αυτό θα απειληθεί με κατάρρευση. Σε αυτήν την υποθετική περίπτωση, είτε θα απορριφθεί αμέσως το νέο ρηξικέλευθο εύρημα είτε θα τεθεί σε αναθεώρηση το πρότερο αφήγημα μαζί με όλες τις προκείμενές του. Οι προτάσεις που παρουσιάζονται ως περισσότερο τεκμηριωμένες και αληθοφανείς είναι λιγότερο πιθανό να αναθεωρηθούν. Η Ιστορία λοιπόν αποτελεί ένα δυναμικό σύστημα με γνώσεις συναρτώμενες μεταξύ τους, οι οποίες δεν θεωρούνται ποτέ βέβαιες ή σταθερές. Τέτοια στάση έναντι όλων των ιστορικών μαρτυριών φαντάζει κουραστική και αδιέξοδη και όντως είναι στην ακραία της εκδήλωση, επιβάλλοντας την αμφιβολία ακόμη και στην ίδια την λογική της, όμως αναντίρρητα έχει βρει κάποιες επιτυχείς εφαρμογές στην νεώτερη ιστοριογραφία. Ένα παράδειγμα είναι η αναχρονολόγηση φαραωνικών δυναστειών ύστερα από την μελέτη αστρονομικών παρατηρήσεων της εποχής. Ένα άλλο σύγχρονο παράδειγμα αφορά την συγκλονιστική ανακάλυψη του Göbekli Tepe, ενός προϊστορικού κτίσματος νεολιθικής τεχνοτροπίας στην Ανατολία, το οποίο έχει αναχθεί πρόσφατα στο 9-11.000 π.Χ., καταδεικνύοντας την ανάγκη αναθεωρήσεως όσων γνωρίζουμε για την πολιτισμική εξέλιξη του homo sapiens, τους νεολιθικούς πολιτισμούς, τον «Μεγάλο Κατακλυσμό», την παρα-αρχαιολογία κ.α.   

Στην πραγματικότητα, ο ρεαλισμός και ο σκεπτικισμός συνδυάζονται σε άλλοτε άλλη αναλογία στο έργο των νεώτερων ιστορικών. Ο φιλόσοφος William Henry Walsh, μάλιστα, στο βιβλίο του «An introduction to philosophy of history» (1977) πρότεινε μία συμβιβαστική θεωρία για τον συγκερασμό των δύο αντιθετικών, πλην όμως όχι ριζικώς ασυμβάτων ως φαίνεται, προσεγγίσεων. Οι ιστορικές κρίσεις είναι σχετικές, αλλά αποσκοπούν στον χαρακτηρισμό μίας ανεξάρτητης πραγματικότητας. Κάθε πρόταση πρέπει να τίθεται σε διαρκή έλεγχο, αλλά η ευρύτερη ιστορική αφήγηση πρέπει να θεμελιώνεται σε ορισμένα τεκμηριωμένα και αναμφίβολα δεδομένα (αρχαιολογικής, χρονολογικής ή άλλης φύσεως), δίχως την αποδοχή των οποίων οποιαδήποτε απόπειρα διερευνήσεως και διαφοροδιαγνώσεως των εναλλακτικών εκδοχών της πραγματικότητας θα είναι αίολη και απραγματοποίητη, υστερημένη αρχής και τέλους.

Εκτός από όλα τα προαναφερθέντα, η αντικειμενικότητα της ιστορικής αφηγήσεως εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό και από τον ίδιο τον ιστορικό. Οι διάφοροι ιστορικοί μπορούν να διατηρούν διαφορετικές απόψεις και ιδεολογίες επί πολιτικών, κοινωνικών και οικονομικών ζητημάτων, να έχουν διαφορετικές συμπάθειες και αντιπάθειες, να είναι -συχνά ασυνείδητοι- φορείς διαφορετικών νοοτροπιών και ηθικών αξιών αναλόγως προς το πολιτισμικό περιβάλλον ανατροφής τους και να χρησιμοποιούν διαφορετικές αν όχι αντικρουόμενες μεθοδολογίες και ερμηνευτικές στο έργο τους. Πώς θα μπορούσαν άραγε να καταλήξουν στα ίδια συμπεράσματα ένας μαρξιστής και ένας φιλελεύθερος ιστορικός ή ένας απολογητής της δυτικής αποικιοκρατίας, που θεωρεί λ.χ. θεάρεστο τον «εκπολιτισμό» και τον «εκδημοκρατισμό» ξένων πολιτισμών και ένας κοινωνός αυτών των πολιτισμών που αγωνίζεται για την διατήρηση της ιδιοπροσωπίας και της ανεξαρτησίας τους; Δύναται να υπάρξει λοιπόν αντικειμενικότητα στην ιστορία; Οι ακραίοι σκεπτικιστές θα απαντούσαν όχι, με μια μη σκεπτικιστική κατηγορηματικότητα. Αν υπάρχει όμως -και προσωπικά πιστεύω πως υπάρχει έως ενός σημείου, τότε αφενός είναι σχετικότερη και ασθενέστερη από την αντικειμενικότητα των φυσικών επιστημών και αφετέρου αξιολογείται βάσει συγκεκριμένων κριτηρίων γενικής συναινέσεως μεταξύ των ιστορικών, όπως ο σεβασμός των ιστορικών μαρτυριών και η πιστή μεταφορά τους, η επιλογή μαρτυριών ευρείας αποδοχής, η ειλικρίνεια του αναστοχασμού του ιστορικού σε ό,τι αφορά τις μεθόδους, τις ιδέες και τα εφαλτήριά του, η συνέπεια που τηρεί έναντι των μεθόδων και των προϋποθέσεων που έχει εξαρχής επιλέξει και ο απώτατος σκοπός της δραστηριότητάς του, που ιδανικά πρέπει να είναι η φωταγώγηση της ιστορικής αλήθειας. Εάν αντ’ αυτής επιδιώκει την τελεολογική δικαίωση μίας δύσκαμπτης ιδεολογίας, τότε δεν θα διστάσει να παραχαράξει ή να παραγνωρίσει ιστορικές μαρτυρίες. Εάν επιδιώκει απλώς την ατομική αναγνώριση και την κάλυψη κάποιου ψυχολογικού του κενού, τότε δεν θα διστάσει να επινοήσει ακόμη και φανταστικές μαρτυρίες, μέσω διαδικασιών όχι αυτονόητα συνειδητών. Θαρρώ πως η Ψυχολογία είναι πλέον αρμόδια για την επέκταση τέτοιων προβληματισμών. Εν πάση περιπτώσει, στην ακαδημαϊκή κοινότητα συνήθως πρυτάνευε μία ομοφωνία ως προς το ποιος είναι σοβαρός συγγραφέας και ποιος τσαρλατάνος, ποιος είναι αξιόλογος ιστορικός και ποιος εγκάθετος προπαγανδιστής. Αυτή η ομοφωνία οφειλόταν στην υπόρρητη καθολική υιοθέτηση αυτών των κριτηρίων.  

 

3. Ο ιστορικός θετικισμός και το παράδειγμα του Auguste Comte

Η αδυναμία επιτεύξεως της ιδεατής αντικειμενικότητας και ακρίβειας στην ιστοριογραφία οδήγησε αρκετούς φιλοσόφους, ιδίως τους θετικιστές, στην αμφισβήτηση του επιστημονικού χαρακτήρα της. Για τους Θετικιστές του 19ου αιώνος η επιστημονική μέθοδος και ειδικώς αυτή των φυσικών επιστημών αποτελούσε τον αποκλειστικό τρόπο προσεγγίσεως της αλήθειας, της αντικειμενικής πραγματικότητας. Ό,τι δεν θεμελιώνεται με μαθηματικά ή ορθολογικά επιχειρήματα και δεν αποδεικνύεται συγχρόνως και πειραματικά δεν αξίζει να συζητιέται. Συνεπώς, οι Θετικιστές αντιμετώπισαν την Ιστορία ως μία κατώτερη και ατελή επιστήμη, ενώ άλλοι την χαρακτήρισαν απλώς ως μία πρακτική δραστηριότητα που χρησιμοποιεί την κοινή λογική για να συγκρίνει μαρτυρίες, όπως την χρησιμοποιούν όλοι οι άνθρωποι στην καθημερινότητα. Οι θετικιστές δεν απέρριψαν την δυνατότητα της ακριβούς ιστορικής γνώσεως, αλλά μετέθεσαν την απόκτησή της στο μέλλον, προσπαθώντας πρώτα να εισαγάγουν το θετικιστικό πνεύμα στην ιστοριογραφία. Η Ιστορία δεν ήταν επιστήμη αλλά μπορούσε και έπρεπε να γίνει. Το πρώτο βήμα των θετικιστών ιστορικών ενέκειτο στην αποστασιοποίηση από τις αυθαίρετες ερμηνευτικές και σημασιοδοτικές αφηγήσεις και στην στροφή στις πρωτογενείς πηγές, δηλαδή σε απτά τεκμήρια του παρελθόντος. Δημιούργησαν λοιπόν μία σειρά από πλούσιες συλλογές πρωτότυπων κειμένων, επιγραφών και άλλων πρωτογενών ιστορικών μαρτυριών, οι οποίες εκτιμήθηκαν ιδιαίτερα από τις μεταγενέστερες γενεές ιστορικών. Στο επόμενο βήμα του προγράμματός τους για την «επιστημονικοποίηση» της ιστορίας, οι θετικιστές μέσα από την μελέτη των ιστορικών συμβάντων αποπειράθηκαν να συναγάγουν νόμους για την συμπεριφορά των ανθρώπων εντός της Ιστορίας και για την συνακόλουθη εξέλιξή της. Πίστευαν ότι, εφόσον υφίστανται νόμοι που εξηγούν πάντα και παντού τα φυσικά φαινόμενα, έπρεπε να υπάρχουν αντίστοιχοι νόμοι για τα κοινωνικά και ιστορικά φαινόμενα. Ο μεταφυσικός-προεμπειρικός (a priori) χαρακτήρας αυτής της -όχι απαραιτήτως επιστημονικής- πεποιθήσεως συνέστησε μία από τις πρώτες αντινομίες του θετικιστικού κινήματος. Εν προκειμένω, το όραμα των θετικιστών, ιδιαιτέρως του εμπνευστή του κινήματος Auguste Comte (1798 - 1857), ήταν η θέσπιση μίας νέας επιστήμης που θα εξηγεί βάσει εξακριβωμένων νόμων τα αίτια, την φύση και τις συνέπειες της συμπεριφοράς των ατόμων σε κοινωνικό επίπεδο. Ο Comte ονόμασε τούτη την προσδοκώμενη επιστήμη «Κοινωνική Δυναμική» (Dynamique Sociale). Εάν οι ιστοριογράφοι βασίζονταν ποτέ σε αυτήν την επιστήμη, τότε θα κατηργείτο η διάκριση μεταξύ Ιστορίας και Κοινωνιολογίας. Εκ των υστέρων γνωρίζουμε ότι οι προσπάθειές τους απέτυχαν, οι λίγοι υποψήφιοι νόμοι που πρότειναν άφησαν αδιάφορους τους επαγγελματίες ιστορικούς και οι μετέπειτα αναπτυχθέντες επιστημονικοί κλάδοι της συμπεριφορικής και κοινωνικής ψυχολογίας σεβάστηκαν τα όρια της Ιστορίας. Οι επιστημονικοφανείς αλγόριθμοί τους δεν δυνήθηκαν να εγκιβωτίσουν το χάος της ανθρώπινης ψυχής και η εξαγωγή συμπερασμάτων (περιορισμένης εφαρμοσιμότητας) από ιστορικά συμβάντα παρέμεινε στην διακριτική ευχέρεια και την ποιητική άδεια των ιστορικών.

Επιπλέον, σε ηλικία μόλις 24 ετών, ο Comte παρουσίασε τον «Νόμο των Τριών Σταδίων», που συνέστησε μία ιδεολογικοποιημένη σύλληψη της Ιστορίας. Συγκεκριμένα, χώρισε την ανθρώπινη ιστορία σε τρία στάδια από τα οποία διήλθε το ανθρώπινο πνεύμα στοχαζόμενο τα φαινόμενα, στο θεολογικό, το μεταφυσικό και το θετικό ή επιστημονικό. Στην «θεολογική» περίοδο, που συμπεριέλαβε χρονικά την πρωτόγονη προϊστορία, την αρχαιότητα και τον μεσαίωνα, οι άνθρωποι απέδιδαν τα φαινόμενα αρχικά σε ένα αόριστο πνεύμα που διαπερνά και συνέχει τα όντα του φυσικού κόσμου (ανιμισμός), ακολούθως στην βούληση συγκεκριμένων ανθρωπομορφικών πνευμάτων (πολυθεϊσμός) και τελικά σε έναν λογικό Θεό-Δημιουργό (μονοθεϊσμός). Στην «μεταφυσική» περίοδο, όπου εκτυλίχθηκαν η Αναγέννηση, η ανάπτυξη της Φυσικής και η Βιομηχανική Επανάσταση, οι άνθρωποι μέσω κριτικής και αφηρημένης σκέψεως απέδιδαν τα φαινόμενα σε έννοιες, όπως η βαρύτητα και οι νευτώνειες δυνάμεις. Στην θέση του Θεού τοποθετήθηκε μία απρόσωπη Φύση. Αυτή η «πρόοδος» του ανθρώπινου πνεύματος, που όμως δεν έφθασε ως την ανακάλυψη των απώτατων αιτιών, επισφραγίστηκε και από πολιτικές μεταβολές όπως η Γαλλική Επανάσταση. Ο Comte πίστευε ότι ζούσε στην αυγή της «Θετικής» εποχής όντας διαπρύσιος προφήτης της και ότι στο εγγύς μέλλον όλοι οι άνθρωποι επρόκειτο να κατανοήσουν άμεσα και σε απόλυτο βαθμό την πρώτη αιτία όλων των φαινομένων, «επιστημονικά», δίχως την παρεμβολή μεταφυσικών μανδυών και αγνωστικισμών. Αυτή η νέα χρυσή εποχή, όπου η γνώση θα συνέτριβε ολοκληρωτικά και τελεσίδικα την άγνοια και η λογική τον παραλογισμό, θα είχε τον χαρακτήρα Αποκαλύψεως και παλιννοστήσεως στην «Εδέμ» της πανανθρώπινης αλήθειας των όντων. Δεν χρειάζεται πολύ μελάνι για να δείξουμε ότι η κατά βάθος μεταφυσική αισιοδοξία του, σε συνδυασμό με την πίστη ότι δεν θα επέλθει καμία παλινδρόμηση, δεν υπαγορεύθηκε από το αποτέλεσμα κάποιας εξισώσεως ή ενός πειράματος. Στην πραγματικότητα, η θεωρία του ήταν προϊόν μίας εκκοσμικευμένης θεολογίας, μία εξαγγελία χιλιαστικού τύπου που αντιφάσκει με τις αντιμεταφυσικές αρχές των θετικιστών.

 

4. Ο ιστορικός ιδεαλισμός και το παράδειγμα του R. G. Collingwood

Στον αντίποδα των αυστηρών θετικιστικών επιταγών για την δέουσα λειτουργία της ιστοριογραφίας, Ιδεαλιστές φιλόσοφοι όπως ο Wilhelm Dilthey (1833 - 1911) και ο Benedetto Croce (1866 - 1952) αντιμετώπισαν την Ιστορία ως μία ανεξάρτητη επιστήμη που εφαρμόζει μεθόδους εντελώς διαφορετικές των φυσικών επιστημών. Ενώ ο φυσικός επιστήμων επισκοπεί «από έξω» άψυχα αντικείμενα και συμβάντα του παρόντος χρόνου, ο ιστορικός καλείται να αναστήσει το παρελθόν που κάποτε υπήρξε ζωντανό, να διεισδύσει με συχνά υπέρλογες πρακτικές όπως η διαίσθηση και η ενόραση «μέσα» στο πνεύμα των ιστορικών μαρτυριών, προκειμένου να «αναβιώσει» τα βιώματα ανθρώπων που σφυρηλάτησαν την ιστορία. Συνεπώς, η Ιστορία είναι ιστορία των ανθρώπινων πνευμάτων. Σύμφωνα με τον Dilthey, η αποστολή της έγκειται στην αναβίωση της ανθρώπινης εμπειρίας, στην αναβίωση σκέψεων, διαλογισμών και συγκινήσεων από ιστορικά πρόσωπα. Επομένως, ο ιστορικός πρέπει να είναι προικισμένος με αρκετή φαντασία, ώστε να μπορεί να έρχεται νοερά στην θέση εκείνων (μέσω μιας διαδικασίας που μεταγενέστεροι ψυχολόγοι θα αποκαλούσαν Ενσυναίσθηση), παρότι δεν τα είχε γνωρίσει προσωπικά.

Εκκινώντας εξ αυτής της θέσεως, ο Βρετανός φιλόσοφος Robin George Collingwood (1889 - 1943), στο βιβλίο του «The Idea of History» που εκδόθηκε το 1946 από τον μαθητή του T. M. Knox, πρότεινε μία πλειότερο αφοριστική θεωρία. Ιστορία είναι η ιστορία συγκεκριμένα των σκέψεων και όχι γενικώς των εμπειριών (“All history is the history of thought”). Η σκέψη ως συλλογιστική διαδικασία μπορεί να λειτουργεί εντός ενός πλαισίου συναισθημάτων και συγκινήσεων, το οποίο όμως δεν αφορά τον ιστορικό καθότι δεν δύναται να το αναβιώσει. Εφόσον κάθε άνθρωπος αντιδρά διαφορετικά στις ίδιες περιστάσεις, τα συναισθηματικά βιώματα είναι υποκειμενικά και άρα αξιολογούνται δυσχερώς. Μία συλλογιστική διαδικασία συγκεκριμένης δομής, όμως, μπορεί να επαναληφθεί από διαφορετικά άτομα σε διαφορετικές εποχές, κατά τον τρόπο με τον οποίον εμείς μπορούμε να κατανοήσουμε ομού -επί παραδείγματι- μία γεωμετρική πρόταση του Ευκλείδη ή έναν πολιτικό λόγο του Βίσμαρκ. Και πέραν των διασωζόμενων γραπτών μαρτυριών, μολονότι η ατομική σκέψη συνήθως παραμένει αόρατη, το αποτέλεσμά της, η Πράξη, μνημονεύεται οπωσδήποτε στις ιστορικές μαρτυρίες, σκιαγραφώντας την κινητήρια σκέψη. Σε αυτήν την σκέψη καλείται να διεισδύσει ο ιστορικός. Γνωρίζοντας, φερ’ ειπείν, τί ακριβώς έπραξε ο Οράτιος Νέλσων στην ναυμαχία του Trafalgar, μπορώ να φανταστώ εμένα στην θέση του και να κατανοήσω γιατί ενήργησε έτσι, οικειοποιούμενος τις σκέψεις του.

Παρά ταύτα, η ριζοσπαστική αλλά πλημμελώς στοιχειοθετημένη θεωρία του Collingwood δέχθηκε εύλογη κριτική θετικής υφής. Καταρχάς, ποιος και πώς μπορεί να ορίσει την ποιότητα και την πιστότητα της φαντασίας; Άλλωστε, η φαντασίωση του εαυτού μου σαν ναυάρχου στο Trafalgar δεν θα με οδηγήσει σε κανένα αξιόπιστο συμπέρασμα, εάν δεν διαθέτω ειδικές γνώσεις επί ναυτικών και πολεμικών θεμάτων. Ωστόσο, η αναγκαιότητα αναφοράς σε καθολικώς αναγνωρισμένες παραδοχές αποτελεί στοιχείο θετικίζον παρά ιδεαλιστικό, διότι η (απαράδεκτη για έναν θετικιστή) έννοια της ενσυναισθητικής «ενοράσεως» ανεπαρκεί να παράσχει από μόνη της γενικά συμπεράσματα επί ειδικών θεμάτων. Επιπροσθέτου αμφισβητήσεως επιδέχεται και ο σιωπηρός ισχυρισμός ότι η Ιστορία εκφράζεται από το ατομικό στοιχείο. Ιδίως για την κοινωνική και την οικονομική ιστορία τέτοια θέση δεν μπορεί να σταθεί. Η ταύτιση με ποιου συγκεκριμένου ατόμου την σκέψη, λοιπόν, θα εξηγούσε πειστικά την απαρχή μιας οικονομικής υφέσεως ή μιας ενδυματολογικής μόδας; Ασφαλώς, υφίστανται και άλλες, πρακτικότερες αντιρρήσεις. Ο Collingwood φαίνεται να παρέβλεψε την περίπτωση στην οποία οι ατομικές διαφορές στην προσωπικότητα και την νοημοσύνη των ανθρώπων (είτε ιστορικών είτε ιστορικώς δρώντων) μπορούν να διαφοροποιήσουν το πέρας μίας συλλογιστικής διεργασίας που διεξάγεται ακόμη και επί σταθερών για όλους δεδομένων. Εάν οι ιδεαλιστές ιστορικοί καταλήγουν σε διαφορετικά συμπεράσματα, τότε ποιος και διατί πλησιάζει περισσότερο στην αλήθεια; Και όσον αφορά την αξιολόγηση των πράξεων, ήγουν της εξωτερικής συμπεριφοράς του ιστορικώς δρώντος, αυτές ενδέχεται να μην οφείλονται σε μία αναλυτική και στοχοπροσηλωμένη σκέψη, ως απορρέουσες από κάποια στιγμιαία παρόρμηση ή απόκριση σε περιβαλλοντικές μεταβολές. Η επίδραση των φυσικών δυνάμεων και άλλων αστάθμητων παραγόντων, εντός και εκτός κοινωνίας αλλά πάντως υπεράνω του ελέγχου του υποκειμένου, αποτελεί μία θεματική επίσης εμφατικώς αγνοημένη από τον Βρετανό φιλόσοφο.

Τα παραπάνω και άλλα ακόμη ερωτήματα μπορεί να μην απαντήθηκαν ικανοποιητικά, τουλάχιστον όχι στον δέοντα για τους επιστημολόγους βαθμό, αλλά δεν ακύρωσαν συθέμελα τον στοχασμό του Collingwood και εν γένει της ιδεαλιστικής σχολής, η οποία με την πάροδο του χρόνου δεν υπέστη μεγαλύτερη διάψευση απ’ ότι η θετικιστική. Οι περισσότεροι σύγχρονοι ιστορικοί τείνουν να υιοθετούν περισσότερο σκεπτικές και ισορροπημένες απόψεις, αναγνωρίζοντας αφενός τους «επιστημονικούς» κανόνες της ιστορικής μεθόδου (σεβασμός των μαρτυριών κ.α.) και την ανάγκη περιστασιακής συγκλίσεως με άλλες επιστήμες και αφετέρου την αξία της οξυδέρκειας και της κρίσεως του ιστορικού. Εν τούτοις, οι γνωσιολογικές διερωτήσεις της «Φιλοσοφίας της Ιστορίας» εξακολουθούν να μένουν ανοικτές προς συζήτηση.

 

 


Ενδεικτική βιβλιογραφία

Κιντή, Β. (2021). Φιλοσοφία της Ιστορίας. Πόλις.

Acton, H. B. (1951). Comte's Positivism and the Science of Society. Philosophy Vol. 26(99), σελ.291-310.

Armstrong, P. B. (1988). History and Epistemology: The Example of The Turn of the Screw. New Literary History Vol. 19(3), σελ.693-712.

Collingwood, R. G. (1946). The Idea of History. Clarendon Press.

Comte, A. A general view of positivism. Routledge, 2015.

Nielsen, M. H. (1981). Re-Enactment and Reconstruction in Collingwood’s Philosophy of History. History and Theory Vol. 20(1), σελ.1-31.

Walsh, W. H. (1977). Εισαγωγή στη Φιλοσοφία της Ιστορίας (Γ΄ έκδοση). Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, 1982. 


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου