24 Ιουλίου 2023

Από την παλινορθωτική ιδεολογία των Λασκαριδών στην Μεγάλη Ιδέα

Κείμενο τοῦ Ἰωάννη Σαρρῆ, ἀναδημοσίευση ἀπὸ τὸ τεῦχος ΙΖ΄ (Ἄνοιξη 2023) τοῦ περιοδικοῦ "Τὸ Ἔνζυμο", σελ.20-27. 

    Τὰ δύο παρελθόντα ἔτη προσέφεραν ἀλλεπάλληλες εὐκαιρίες ἀναστοχασμοῦ σὲ ὅσους Ἕλληνες ἀνησυχοῦν γιὰ τὸ ἀβέβαιο μέλλον τῆς πατρίδος τους. Συμπληρώθηκαν δύο αἰῶνες ἀπὸ τὴν πολυθρύλητη ἔναρξη τῆς Ἐθνεγερσίας καὶ ἕνας αἰῶνας ἀπὸ τὴν γενοκτονικὴ ἐκτομὴ τοῦ ἀνατολικοῦ πνεύμονος τοῦ Ἑλληνισμοῦ. Ὕστερα ἀπὸ ἕναν αἰῶνα ἀκατάσχετης καὶ πολυεπίπεδης συρρικνώσεως τοῦ ἔθνους τῶν νέων Ἑλλήνων, ὡς μοναδικὴ διέξοδος πρὸς ὑπερκέραση τοῦ ζοφεροῦ παρόντος φαντάζει ἡ κριτικὴ ἐνατένιση τοῦ παρελθόντος τους, μὲ σκοπὸ τὴν ἐπανανακάλυψη πηγῶν νοήματος. Σὲ προηγούμενα ἄρθρα στὸ φιλόξενο Ἔνζυμο εἴχαμε πραγματευθεῖ τὸν παραδοσιοκεντρικὸ χαρακτήρα τῆς Ἑλληνικῆς Ἐπαναστάσεως, τὰ στοιχεῖα ἑλληνικότητος τῆς Ῥωμαίων Βασιλείας καὶ τὴν προοπτικὴ θεωρήσεως τοῦ Ἑλληνισμοῦ ὡς πολυχιλιετοῦς ὀργανισμοῦ ποὺ ἔτεινε νὰ προσαρμόζεται ἐξελικτικὰ στὶς ἱστορικὲς περιστάσεις. Στὸ παρὸν κείμενο ἐπιχειρεῖται μία ἀντιπαραβολὴ τῶν ἐθνιστικῶν πόθων τῶν ἀνανηψάντων Ἑλλήνων τοῦ 1821 μὲ τὰ βιώματα καὶ τὶς προσδοκίες τῶν ὄχι πολὺ μακρινῶν προγόνων τους.

    Ἡ Ἐπανάσταση τοῦ 1821, παρότι σὲ ὁρισμένες ἐκδηλώσεις της ἐμφάνισε πολιτικὲς ὁμοιότητες μὲ ταυτόχρονες ἐξεγέρσεις τῆς Λατινικῆς Ἀμερικῆς ἀλλὰ καὶ τῆς γηραιᾶς ἠπείρου, προέβαλε ὁπωσδήποτε (καὶ) προνεωτερικὰ αἰτήματα. Σὲ μιὰ ἐποχὴ ὁπόταν τὰ ἐμπνεόμενα ἀπὸ τὴν Γαλλικὴ Ἐπανάσταση φιλελεύθερα ἐθνικιστικὰ κινήματα βυσσοδομούσαν εἰς βάρος τῶν παραδοσιακῶν αὐτοκρατοριῶν, οἱ ὑπόδουλοι Ἕλληνες δὲν αντίκριζαν στὸ παρελθόν τους κάποιον ἀποκρουστικὸ σκοταδισμὸ φεουδαρχικοῦ μεσαίωνος. Ἀπεναντίας, ἀνακαλοῦσαν μία αὔρα οἰκουμενικοῦ μεγαλείου καὶ ἀπωλεσθείσας δόξας, ποὺ τοὺς προσέφερε τὸ ἀνάστημα γιὰ νὰ ζοῦν ὑπερήφανοι, νὰ εὐημεροῦν καὶ νὰ ἀγωνίζονται ἐντὸς καὶ ἐκτὸς συνόρων. Γι’ αὐτὸν τὸν λόγο, ὁ μεγάλος ἐθνικιστικὸς μῦθος τῶν Ἑλλήνων κατὰ τὸν 19ο αἰῶνα, ἡ Μεγάλη Ἰδέα, παρὰ τὴν δημιουργικὴ διάνθισή του ἀπὸ στοιχεῖα τοῦ συγκαιρινοῦ εὐρωπαϊκοῦ ῥομαντισμοῦ, ἀποσκοποῦσε κατηγορηματικὰ στὴν ἀπελευθέρωση τῆς Κωνσταντινουπόλεως καὶ τὴν παλινόρθωση τοῦ Ῥωμαίικου, τῆς Βυζαντινῆς Αὐτοκρατορίας. Τὸ γεγονὸς ὅτι ἕως καὶ στὶς ἀρχὲς τοῦ 20ου αἰῶνος οἱ μοναρχικοί, ἤτοι οἱ ὑποτιθέμενοι θιασῶτες τῆς «μικρᾶς πλὴν ἐντίμου Ἑλλάδος», ἀποκαλοῦσαν τὸν στρατηλάτη βασιλιά τους Κωνσταντῖνο «ΙΒ ́», θεωρῶντες τον ἔτσι διάδοχο τοῦ Παλαιολόγου, δηλώνει ὅτι ἡ ἀντίληψη τῆς συνέχειας καὶ ἡ συνακόλουθη ἱστορικὴ ἀποστολὴ τοῦ γένους ἦσαν διαδεδομένες καθέτως καὶ ὁριζοντίως στοὺς ἐθνικὰ εὐαίσθητους Ἕλληνες. Ὡστόσο, ἐκείνη δὲν ἦταν ἡ πρώτη φορὰ ὅπου Ἑλληνο-Ῥωμιοὶ βίωσαν βαβυλώνια αἰχμαλωσία μακρόθεν τῆς ἱστορικῆς των πρωτεύουσας.

    Τὸ 1204 ἡ Κωνσταντινούπολις ἁλώθηκε ἀπὸ ἕναν «σταυροφορικὸ» στρατὸ Φράγκων καὶ Βενετῶν. Ἀκολούθως, στὸ Βυζάντιο ἐγκαθιδρύθηκε ἡ θνησιγενὴς λατινικὴ αὐτοκρατορία τῆς Ῥωμανίας, ἑνῶ ἡ ὑπόλοιπη ἐπικράτεια τῆς καταλυθείσης Βασιλείας τῶν Ῥωμαίων διανεμήθηκε σὲ μεγάλο ποσοστὸ ὡς λεία μεταξὺ τῶν κατακτητῶν φεουδαρχῶν. Ὡστόσο, δὲν ὑποδουλώθηκαν ὅλα τὰ προπύργια τῶν Ὀρθοδόξων Ῥωμιῶν· κάποια ἀντιστάθηκαν σθεναρὰ στὶς δυνάμεις τοῦ παπισμοῦ καὶ σχημάτισαν ἀνεξάρτητα ἑλληνικὰ κρατίδια, μὲ ἡγήτορες ποὺ διαγκωνίσθηκαν ἐξ ἀρχῆς γιὰ τὴν διεκδίκηση τῆς αὐτοκρατορικῆς κληρονομιᾶς καὶ τὸ προνόμιο τῆς παλινορθώσεως τῆς Βασιλείας στὴν Βασιλεύουσα. Τὰ πιὸ ἐπιτυχημένα ἦσαν ἡ Αὐτοκρατορία τῆς Τραπεζούντος, τὸ Δεσποτάτο τῆς Ἠπείρου καὶ τὸ κράτος τῶν Λασκαριδῶν στὴν δυτικὴ Μικρὰ Ἀσία, ποὺ ὡς πολιτικὸ κέντρο εἶχε ἀρχικὰ τὴν Νίκαια καὶ ἐν συνεχείᾳ τὸ Νυμφαῖον. Ἡ πρώτη ἀποκλείσθηκε σύντομα ἀπὸ τὸν ἀνταγωνισμὸ ἕνεκα γεωγραφικῆς ἀποστάσεως καὶ στρατιωτικῶν συμβάντων. Οἱ Δουκάδες-Ἄγγελοι τῆς Ἠπείρου πρωταγωνίστησαν περισσότερο στὰ στρατηγικὰ δρώμενα, ὅμως ἐξ αἰτίας τῆς εὐαίσθητης τοποθεσίας τους δὲν μποροῦσαν νὰ ἀνοίξουν ἀρραγὲς μέτωπο κατὰ τῶν περιβαλλόντων φραγκικῶν φεούδων καὶ μάλιστα δὲν δίστασαν νὰ συμπλεύσουν μαζί τους καιροσκοπικά. Μόνος σταθερὸς ἀντίπαλός τους ἦσαν οἱ Λασκαρίδες. Τὴν περίοδο 1205-1221, ὁ στρατηγὸς Θεόδωρος Α ́ Λάσκαρις μετὰ πολλῶν δυσκολιῶν ὀργάνωσε ἕνα κράτος μὲ ἐπίκεντρο τὴν Νίκαια Βιθυνίας. Τὴν οὐσιαστικὴ εὐόδωση τῆς ἀπευλευθερώσεως τῆς Πόλεως τὴν πραγμάτωσε ὁ διάδοχος καὶ γαμβρός του, Ἰωάννης Γ ́ Βατάτζης, ὁ ὁποῖος ἀνασυγκροτήσας ἕναν ἐθνικὸ στρατὸ Μικρασιατῶν συνέτριψε οὐκ ὀλίγες φορὲς τὶς συνασπισμένες δυνάμεις τῶν Λατίνων, ἀνακατέλαβε ἐδάφη τῶν βορειοδυτικῶν ἀκτῶν, τῆς Θράκης καὶ τῆς Μακεδονίας καὶ ἐστέφθη Βασιλεὺς τῶν Ῥωμαίων.

    Ἀξίζει νὰ σημειωθεῖ πὼς τὴν αὐτοκρατορικὴ παράδοση διεκδίκησε καὶ ἕνας πολέμιος τῶν Ἑλλήνων, ὁ Βούλγαρος τσάρος Ἰβὰν Ἀσὲν (γνωστὸς στὴν βιβλιογραφία καὶ ὡς «Καλογιάν» ἢ κατὰ τοὺς Ἕλληνες «Σκυλογιάννης»), ὁ ὁποῖος ἀνεκηρύχθη αὐτοκράτωρ καὶ ἀπεπειράθη εἰς μάτην νὰ κυριεύσει τὸ Βυζάντιο. Ὡστόσο, σύμφωνα μὲ τὸν Ἀκροπολίτη, μετὰ τὴν δήωση τῆς θρακομακεδονικῆς γῆς δὲν δίστασε νὰ ἀποκληθεῖ «Ῥωμαιοκτόνος», ὡς ἀπάντηση στὸν Βασίλειο Β ́ τον Βουλγαροκτόνο [1]. Συνεπῶς, τὴν δεδομένη περίοδο ὁ ὅρος «Ῥωμαῖος» γιὰ τοὺς γείτονες τῶν ἑλληνοφώνων πληθυσμῶν ἀπέκτησε μία οἱονεὶ ἐθνοτικὴ διάσταση, καθὼς δὲν ταυτιζόταν οὔτε μὲ τὸν ὀρθόδοξο χριστιανὸ γενικῶς καὶ ἀορίστως οὔτε μὲ τὸν πολιτικὰ ὑπήκοο τοῦ παραδοσιακοῦ καθεστώτος τῆς Κωνσταντινουπόλεως, ἐφόσον αὐτὸ εἶχε καταλυθεῖ καὶ οἱ Λατίνοι ἀντικαταστάτες του ἦσαν ἀπεχθεῖς. Μοιραῖα λοιπὸν ἡ συλλογικὴ συνείδηση τῶν ὀρθοδόξων ἑλληνοφώνων διαφοροποιήθηκε καὶ σφυρηλατήθηκε, προσκρούοντας στὶς ἐπιθετικὲς διαθέσεις τῶν Τούρκων, τῶν ὁμοδόξων καὶ πολιτισμικὰ ὁμόρων Βουλγάρων καὶ πρωτίστως τῶν Φράγκων καὶ Λατίνων τῆς Δύσεως. Πολλοὶ ἐρευνητὲς τοποθετοῦν σὲ αὐτὸ ἀκριβῶς τὸ σημεῖο τῆς προνεωτερικῆς ἱστορίας τὴν ἐκκίνηση τῆς νεοελληνικῆς ἐθνικῆς συνειδήσεως. Οἱ ἑλληνόφωνοι διανοούμενοι τῆς ἐποχῆς ἀνεζήτησαν μὲ ζέση τὶς ἀρχαῖες ῥίζες τους, διαμορφώνοντας μία κλασικιστικὴ τάση στὰ γράμματα. Ἐπὶ παραδείγματι, οἱ χρονογράφοι ἀποκαλοῦσαν τοὺς Τούρκους «Πέρσες» ἢ «Ἀχαιμενίδες», συγκρίνοντες ἑαυτοὺς μὲ τοὺς Ἕλληνες τῶν περσικῶν πολέμων [2]. Ἡ ὀξύμωρη πλέον ἀντιπαραβολὴ μεταξὺ ἀλλοτρίων «Λατίνων» (ἢ «Ἰταλῶν» κατὰ τὸν Ἀκροπολίτη) καὶ ἡμετέρων «Ῥωμαίων» προλείανε τὸ ἔδαφος γιὰ τὴν κλιμακούμενη χρήση τῆς λέξεως Ἕλλην ὡς ἐναλλακτικοῦ ἐθνοτικοῦ ἐνδωνυμίου. Σήμερα θεωρεῖται γνωστὴ ἡ -ἐπιβεβαιωμένη ἀπὸ τοὺς Ἰ. Σακελλίωνα καὶ V. Grumel [3]- ἀπαντητικὴ ἐπιστολὴ τοῦ Βασιλέως Ἰωάννου Βατάτζη στὸν πάπα Γρηγόριο Θ ́, στὴν ὁποία χρησιμοποίησε τὸν ὅρο Ἕλληνες ὡς αὐτοπροσδιορισμὸ μὲ πολιτισμικὴ καὶ γενεαλογικὴ σημασία [4]. Ἔτι περαιτέρῳ, ὁ υἱὸς καὶ διάδοχός του Θεόδωρος Β ́ Λάσκαρις Βατάτζης σὲ διάφορα κείμενα παρουσιάζεται ὡς βασιλέας τοῦ «Ἑλληνικοῦ» καὶ ἐν γένει ἔνθερμος θιασώτης τοῦ Ἑλληνισμοῦ [5].

    Παρὰ ταύτα, ὁ ἀξιοσημείωτος μετασχηματισμὸς τῆς ἐθνικῆς συνειδήσεως ποὺ συνετελέσθη στὴν «Ἑλληνίδα» ἐπικράτεια ὄχι μόνο δὲν ἄμβλυνε τὸν πόθο γιὰ τὴν ἀνάκτηση τῆς κατεχόμενης Βασιλεύουσας, ἀλλὰ συνδυάσθηκε μὲ τὴν γιγάντωση καὶ τὴν πολεμικὴ δικαίωσή του. Ἄλλως τε, ὁ Ἰωάννης Βατάτζης στὴν ἐπιστολή του πρὸς τὸν πάπα διεσαφήνισε πὼς ὁ Μέγας Κωνσταντῖνος εἶχε κληροδοτήσει τὴν ῥωμαϊκὴ αὐτοκρατορία καὶ κληρονομιὰ στὸ (ἑλληνικὸ) γένος του [6], τὸ ὁποῖο δὲν θὰ ἔπαυε ποτὲ τὸν δίκαιο ἀγῶνα γιὰ τὴν ἀπελευθέρωση τῆς Πόλεώς του.

    Πέραν τῆς κοινῆς ἐπιθυμίας καὶ τῆς προσπάθειας γιὰ ἀνάκτηση τῆς ἱστορικῆς τους πρωτεύουσας, μία ἀκόμη ὁμοιότητα μεταξὺ τῶν τότε Νικαέων καὶ τῶν μετεπαναστατικῶν Ἑλλήνων ἦταν ἡ θέαση τῆς Κωνσταντινουπόλεως ὡς κοιτίδος τοῦ γένους καὶ καθοσιωμένου, ἱεροῦ τρόπον τινὰ τόπου. Γιὰ τοὺς πρώτους Ῥωμιοὺς ἦταν ἡ Θεοφύλακτος, ἡ πόλη τῆς Παναγίας, ἡ «Νέα Ἱερουσαλὴμ» ποὺ ἐπέπρωτο νὰ στεγάζει τὸν «νέο Ἰσραήλ», τὸ ποίμνιο καὶ τὸν ἐκλεκτὸ λαὸ τοῦ Θεοῦ. Γιὰ τοὺς Ἕλληνες τοῦ 19ου αἰῶνος ἐξακολουθοῦσε νὰ εἶναι τὸ λίκνο τῆς Ὀρθοδοξίας, ἡ δεσμώτρια πόλη τῆς Ἁγίας Σοφίας, ἡ ὁποία καρτεροῦσε τὸν ἄγγελο ποὺ θὰ ἀφυπνίσει τὸν Μαρμαρωμένο Βασιλιὰ καὶ τὸν παπὰ ποὺ θὰ ξεπροβάλει ἀπὸ τὶς κρύπτες τοῦ ναοῦ γιὰ νὰ ὁλοκληρώσει τὴν θεία λειτουργία. Οἱ ὁμοιότητες μεταξὺ τῶν δύο προσλήψεων καθίστανται ἐμφανεῖς, ἀλλὰ ἡ σχέση τους ἴσως νὰ εἶναι περιπλοκότερη ἀπὸ μιὰ ἁπλὴ ταύτιση.

    Οἱ Ῥωμιοὶ τοῦ 13ου αἰῶνος βίωσαν τὰ γεγονότα ποὺ ἀκολούθησαν τὴν ἅλωση ὡς μία βαβυλώνια αἰχμαλωσία τοῦ «νέου Ἰσραήλ», ὡς μία κατάσταση στὴν ὁποία εἶχαν περιέλθει ἐξαιτίας τῶν ἁμαρτιῶν καὶ τῶν θλιβερῶν λαθῶν τους. Ἡ Θεία Πρόνοια θὰ τοὺς βοηθοῦσε νὰ ἐκπληρώσουν τὴν ἱστορική τους ἀποστολὴ κατόπιν εἰλικρινοῦς μετάνοιας καὶ μεταμέλειας [7]. Ἐπομένως, ὁ στρατιωτικὸς ἀγὼν προϋπέθετε ἕναν παράλληλο πνευματικό. Ὁ εὐσεβὴς Ἰωάννης Βατάτζης, συνδυάζοντας τὶς ἐμβληματικὲς ἐκστρατεῖες του μὲ καθημερινὲς δακρύβρεχτες προσευχές, ἀπεδείχθη ἰδανικὸς ἡγέτης πρὸς διεκπεραίωση τοῦ διττοῦ ἀγῶνος. Ἐξεναντίας, ἡ ῥητορικὴ τῶν πολιτικῶν ὑπερμάχων τῆς Μεγάλης Ἰδέας δὲν διαπνεόταν ἀπὸ τόση χαρμολύπη καὶ ἀπέβη λιγότερο ταπεινὴ ὅσον ἀφορᾶ τὴν πνευματικὴ καὶ πολιτικὴ αὐτοκριτική, ἑνῶ σὲ ἀρκετὲς περιστάσεις προσέδωσε στὴν προοπτικὴ ἀπελευθερώσεως τῆς Πόλεως ἕναν χαρακτήρα «φυσικοῦ δικαιώματος» τοῦ ἑλληνικοῦ ἔθνους-κράτους, τὸ ὁποῖο ὄφειλε νὰ αὐτο-ὁλοκληρωθεῖ ὀντολογικὰ κατ’ αὐτὸν τὸν τρόπο. Μέχρι καὶ τότε πολλοὶ ὀρθόδοξοι ἑλλαδίτες δήλωναν Ῥωμιοὶ στὴν συνείδηση, ἀλλὰ τὸ ἐθνικιστικὸ κίνημα τῆς Μεγάλης Ἰδέας διεμορφώθη ὑπὸ τὴν ἐπίδραση καὶ ἄλλων πολιτικῶν τάσεων. Ἕως τὸ 1922 δὲν ὑπῆρξε πολιτικὴ παράταξη ποὺ ἐναντιώθηκε ῥητὰ στὴν Μεγάλη Ἰδέα. Ἀκόμη καὶ τὰ χλιαρὰ φιλελεύθερα κόμματα των δυτικόφιλων στὸν δημόσιο λόγο ἠδύναντο νὰ συνδέσουν τὴν μακροπρόθεσμη -ἀλλὰ ὄχι ἄμεση- ἐπιδίωξή της μὲ τὴν ἀνάπτυξη τοῦ κράτους καὶ τὴν πλήξη τοῦ ὀθωμανικοῦ δεσποτισμοῦ. Ὅμως ἡ εὐρωπαϊκὴ τάση ποὺ ἐπηρέασε περισσότερο τὴν ἰδεολογία τῆς Μεγάλης Ἰδέας ἦταν ὁ ῥομαντικὸς ἐθνικισμός, ὅπως ἐξεφράσθη ἀπὸ Γάλλους καὶ Γερμανοὺς ἰδεαλιστές. Ἐνδεικτικά, στὸ συγγραφικὸ ἔργο τοῦ ἐθνικιστοῦ καὶ συμπαραστάτου τοῦ Μακεδονικοῦ Ἀγῶνος Ἴωνος Δραγoύμη ἀπαντᾶται πανσπερμία ἀπὸ ἰδέες Εὐρωπαίων διανοουμένων [8]. Σὲ μιὰ ἐποχὴ διαλύσεως αὐτοκρατοριῶν καὶ συμπεριλήψεως ὁλάκερων ἐθνῶν σὲ ἑνιαῖα νεωτερικὰ κράτη, οἱ Ἕλληνες ἐθνικιστὲς δὲν μποροῦσαν νὰ μείνουν ἀνέγγιχτοι ἀπὸ τὶς ἐξελίξεις καὶ τὴν ἐπιθυμία μιμήσεως, παρὰ τὴν προσδοκία πολλῶν ἐξ αὐτῶν γιὰ ἀνασύσταση τοῦ παραδοσιοκρατικοῦ Βυζαντίου. Κοντολογίς, οἱ ἰδεολογίες τῶν νεώτερων Ῥωμιῶν δὲν ἔμειναν «ἀμόλυντες» ἀπὸ νέες ἐπιρροὲς καὶ συνθέσεις καὶ ἔγιναν κάπως λιγότερο χριστιανοκεντρικές.

    Συμπερασματικά, ἡ ἐπιθυμία τῶν Λασκαριδῶν πρὸς παλινόρθωση τῆς «πιστῆς ἐν Χριστῷ Βασιλείας» στὴν Βασιλεύουσα κυοφοροῦσε ἕναν κατηγορηματικὸ ἐθνισμό, ἑνῶ ὁ μεταγενέστερος ἐθνικισμὸς τῆς Μεγάλης Ἰδέας ἀναπολοῦσε μὲ -ἐνίοτε ἀνομολόγητο- ὑπαρξιακὸ πόνο τὰ περασμένα μεγαλεῖα τῆς Ῥωμαίικης Βασιλείας. Ἡ πρώτη ἐξεπληρώθη καὶ ἀποτελεῖ προεικόνιση τῆς δεύτερης, ἡ ὁποία παραμένει ἀνολοκλήρωτη. Κάθε στάδιο τῆς ἱστορικῆς αὐτοσυνειδησίας τῶν Ἑλλήνων, λοιπόν, φαίνεται νὰ ἐμπεριέχει στοιχεῖα τοῦ ἐπόμενου καὶ τοῦ προηγούμενου. Αὐτὴ ἡ δια-χρονικὴ ἀλληλεπικάλυψη -ἂν ὄχι ἐπανάληψη- στοιχειοθετεῖ μία ὀργανικὴ συνέχεια καὶ ἐξέλιξη τοῦ Ἑλληνισμοῦ, ἡ οποία σίγουρα δὲν συνέστησε γραμμικὴ πρόοδο. Ὡστόσο, ἡ πρόοδος εἶναι πολυεπίπεδη καὶ ἀποτελεῖ πάντα συλλογικὴ ἐπιλογή, ὅπως ἄλλως τε καὶ ἡ παραίτηση ἀπὸ τὸν ἱστορικὸ βίο...


ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ

1. Γεωργίου Ἀκροπολίτου, Χρονικὴ Συγγραφὴ P.13, Patrologiae Graecae CXL, ed. J.-P. Migne, Παρίσι 1865, σελ.1017.

2. Rustam Shukurov, “The Byzantine Turks, 1204-1461”, BRILL 2016, σελ.40.

3. Venance Grumel, “Un problème littéraire: l'authenticité de la lettre de Jean Vatatzès, empereur de Nicée, au Pape Grégoire IX”, Échos d'Orient XXIX, Revue des études byzantines 1930, σελ.450-458.

4. Ἰωάννης Σακελλαρίων, “Ἀθηναῖον: Σύγγραμμα περιοδικὸν κατὰ διμηνίαν ἐκδιδόμενον συμπράξει πολλῶν λογίων” Τόμ. Α, Ἀθήνησιν Ἐκ τοῦ Τυπογραφείου Ἑρμοῦ 1872, σελ.372-378.

5. Ἐνδεικτικά, σὲ ἐγκώμιο γιὰ τὸν πατέρα του, ὁ Θεόδωρος Β ́ ἀνέφερε ὅτι ὁ Μέγας Ἀλέξανδρος ἀπετέλεσε πρότερο βασιλέα τῶν Ἑλλήνων, ὑπονοώντας μὲ σαφήνεια ὅτι ὁ Βατάτζης ἦταν διάδοχος ἐκείνου: «ἀλλὰ δεῦρο δὴ ἄναξ Ἑλλήνων Ἀλέξανδρε, ὃς δὴ πρώην βασιλείαν Ἑλλήνων τετίμηκας [...]», βλέπε: Theodorus II Ducas Lascaris Opuscula Rhetorica (ed. A. Tartaglia), In Aedibus K.G. Saur, Μόναχο 2000, σελ.53. Ἐπιπλέον, σὲ ἐπιστολή του πρὸς τὸν ἐπίσης ἑλληνολάτρη δάσκαλό του Νικηφόρο Βλεμμύδη, δήλωσε ὅτι ὁ στρατός του ἔπρεπε νὰ βασισθεῖ σὲ Ἕλληνες καὶ ὄχι σὲ ξένους μισθοφόρους: «Μόνον δὲ τὸ Ἑλληνικὸν αὐτὸ βοηθεῖ ἑαυτῷ οἴκοθεν λαμβάνον τὰς ἀφορμάς.», βλέπε: Theodori Ducae Lascaris Epistulae CCXVII: Nunc primum edidit Nicolaus Festa 44.79-84, tipografia G. Carnesecchi e figli, Φλωρεντία 1898, σελ.58.

6. «ὁ κλῆρος τῆς ἐκείνου διαδοχῆς ἐς τὸ ἡμέτερον διέβη γένος, καὶ ἡμεῖς ἐσμεν οἱ τούτου κληρονόμοι τε καὶ διάδοχοι», βλέπε: Ἰ. Σακελλαρίων, ὅ.π.

7. Michael Angold, “A Byzantine Government in Exile: Government and Society Under the Laskarids of Nicaea, 1204-1261”, Oxford University Press 1975, σελ.29-30. «ὁ κλῆρος τῆς ἐκείνου διαδοχῆς ἐς τὸ ἡμέτερον διέβη γένος, καὶ ἡμεῖς ἐσμεν οἱ τούτου κληρονόμοι τε καὶ διάδοχοι», βλέπε: Ἰ. Σακελλαρίων, ὅ.π.

8 Γιὰ τὴν ἐπίδραση τοῦ Maurice Barrès καὶ ἄλλων Εὐρωπαίων ῥομαντικῶν στὴν σκέψη τοῦ Δραγούμη, βλέπε τὸν πρόλογο τοῦ Σταμάτη Μαμούτου στὸ βιβλίο «ΙΩΝ ΔΡΑΓΟΥΜΗΣ Ο ΜΟΝΑΔΙΚΟΣ ΚΑΙ ΤΟ ΕΘΝΟΣ ΤΟΥ» τοῦ Πέτρου Ὡρολογᾶ, Ἐκδόσεις Ἔξοδος, 2021.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου