Ιωάννης Σαρρής
Στο παρόν δοκίμιο παρατίθεται βιβλιογραφική ανασκόπηση και συστηματική αντιπαραβολή των ερευνητικών επιτευγμάτων της Γλωσσολογίας, της Νευροεπιστήμης και της Γνωστικής Ψυχολογίας στη μελέτη της γλώσσας. Σύμφωνα με την Αμερικανική Ψυχολογική Εταιρεία (American Psychological Association) (2022), η Γλώσσα (Language) ορίζεται ως σύστημα επικοινωνίας και έκφρασης σκέψεων και συναισθημάτων μέσα από ήχους ομιλίας και γραπτά σύμβολα και ως συγκεκριμένο σύστημα επικοινωνίας που χρησιμοποιείται από μια ορισμένη ομάδα ομιλητών, με χαρακτηριστική φωνολογία, λεξιλόγιο και γραμματική. Μέσω της Νευρογλωσσολογίας και της Γνωστικής Ψυχολογίας, η Γλωσσολογία πλέον μοιράζεται πεδία διεπιστημονικής σύγκλισης με την Ψυχολογία. Ωστόσο, πριν την ανάπτυξη των νευροεπιστημών, ήδη από τον 19ο αιώνα αποσκοπούσε στη διερεύνηση της φύσης και της δομής της γλώσσας, όπως και της σχέσης της με τον ανθρώπινο νου και την κοινωνία, με αποτέλεσμα να αποκρυσταλλώσει από νωρίς θεμελιώδεις έννοιες και ερευνητικούς κλάδους για τη γλώσσα που μέχρι σήμερα έχουν αξιοποιηθεί από διάφορες επιστήμες (Zohuri & McDaniel, 2022).
Η
Φωνητική (phonetics) διερευνά αντικειμενικά τους φυσικούς ήχους της γλώσσας,
κυρίαρχα την άρθρωση των φθόγγων και τη μεταξύ τους σχέση, καθώς και την
ακουστική αντίληψη (Boobier, 2022). Η Φωνολογία (phonology) διερευνά τη
διακριτική λειτουργία των γλωσσικών ήχων ως ηχητικών σημάτων που συνδέονται με
συγκεκριμένα νοήματα και, συνεπώς, δεν έχει καθολική εφαρμογή αλλά εστιάζει
κάθε φορά σε συγκεκριμένη γλώσσα ή εξελικτικό στάδιό της. Στον προφορικό λόγο
κάθε λέξη αποτελεί ένα άθροισμα αφηρημένων φωνολογικών μονάδων που καλούνται φωνήματα
(phonemes)
(Wilcox, 2017). Η Mορφολογία (morphology) διερευνά τη δομή, τους
τρόπους και τους κανόνες σύνθεσης των λέξεων από μικρότερα συστατικά. Οι
μικρότερες μορφολογικές μονάδες με σημασιολογικό περιεχόμενο που συγκροτούν τις
λέξεις καλούνται μορφήματα (morphemes) (Seken, 2021). Η Σύνταξη (syntax) αφορά την
οργάνωση των λέξεων σε συγκεκριμένες αλληλουχίες σύμφωνα με τη γραμματική δομή
της γλώσσας για το σχηματισμό προτάσεων ή φράσεων με λογικό νόημα (Rosman et al., 2017). Η Σημασιολογία (semantics) διερευνά
το νοηματικό περιεχόμενο λέξεων και συνδυασμών λέξεων (Haverkamp, 2021). Η Πραγματολογία
(pragmatics) διερευνά την επίδραση των συνθηκών χρήσης της γλώσσας, όπως οι
πολιτισμικές στάσεις και τα εξωγλωσσικά μηνύματα των ομιλητών, στη
σημασιολογική ανάλυση των προτάσεών της, όπως αυτές διατυπώνονται σε ορισμένο
χώρο και χρόνο (Gibbs & Colston, 2020). Τέλος, η Προσωδία (prosody) αναφέρεται
στον επιτονισμό των λέξεων ως συνάρτηση της συναισθηματικής κατάστασης του ομιλητή
(Anatol, 2020).
Στη
μελέτη των ανώτερων επιπέδων οργάνωσης της γλώσσας, υπεισέρχονται προβληματισμοί
για τις ενδεχόμενες διαπολιτισμικές διαφορές στους μηχανισμούς παραγωγής της. Με
τη θεωρία της Καθολικής γραμματικής (Universal grammar), ο Chomsky (2007) από
τη δεκαετία του 1960 υποστήριξε πως όλοι οι άνθρωποι διαθέτουν εγγενώς και
ανεξαρτήτως διδαχής την ικανότητα χρήσης γλώσσας και γλωσσικών κανόνων, οι
οποίοι είναι περιορισμένοι αλλά επιτρέπουν τη σύνθεση απεριόριστων προτάσεων.
Υπό την επίδραση περιβαλλοντικών παραγόντων οι γλώσσες του κόσμου εμφανίζουν
λειτουργικές διαφοροποιήσεις, όμως όλες τους διατηρούν κοινές δομικές ιδιότητες.
Μέσω μίας «εσωτερικής γραμματικής» (internal grammar), οι άνθρωποι έχουν εκ
φύσεως την ικανότητα να αναγνωρίζουν αφενός εάν μία πρόταση έχει νόημα και
αφετέρου εάν είναι γραμματικά ορθή (Chomsky, 1957). Αρκετοί ψυχολόγοι συμπεριφοριστικού
προσανατολισμού άσκησαν επί δεκαετίες κριτική στη θεωρία του, προκρίνοντας ότι η
γνώση της δομής και η κατανόηση της γλώσσας επιτυγχάνονται εμπειρικά, ύστερα
από στατιστικούς συσχετισμούς ακροώμενων γλωσσικών ήχων, φράσεων και προτάσεων
με συγκεκριμένες σημασίες (Bainbridge, 2012). Ωστόσο, οι Ding et
al. (2016) διεξήγαγαν ένα πείραμα όπου καταγράφηκε μέσω μαγνητικής
εγκεφαλογραφίας η νευρωνική δραστηριότητα των υπεύθυνων για την κατανόηση
γλώσσας περιοχών του εγκεφάλου των συμμετεχόντων, ενόσω άκουγαν προτάσεις στην
αγγλική και την κινεζική γλώσσα. Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι ο εγκέφαλός τους παρακολουθούσε
διακριτά και ταυτόχρονα τη διαδοχή των αφηρημένων γλωσσικών δομών, ιεραρχώντας
τες στα επίπεδα των λέξεων, των φράσεων και των προτάσεων, γεγονός που
συνηγορεί υπέρ της εσωτερικής γραμματικής.
Η
εξέλιξη των Νευροεπιστημών έφερε μία επανάσταση στη Γνωστική Ψυχολογία
εμπλουτίζοντας τις ερευνητικές της δυνατότητες, συμπεριλαμβανομένης της μελέτης
της γλώσσας. Ειδικότερα η γνώση για τις γλωσσικές λειτουργίες του ανθρώπινου
εγκεφάλου προήλθε από τη διερεύνηση παθολογικών καταστάσεων όπως η αφασία και
την αναζήτηση υπεύθυνων παραμορφωμένων δομών εντός αυτού. Πλέον η Αφασία (Aphasia)
ορίζεται ως αδυναμία κατανόησης (αισθητική) ή εκφοράς (κινητική) της γλώσσας
εξαιτίας βλαβών αγγειακής, μηχανικής ή νευροεκφυλιστικής αιτιολογίας σε
νευρωνικές δομές ή διασυνδέσεις συγκεκριμένων εγκεφαλικών περιοχών (Meechan et al., 2021). Το 1861 ο Paul Broca,
παρατηρώντας τον εγκέφαλο ενός ανθρώπου που δεν μπορούσε να μιλήσει, είχε
προτείνει ότι το κέντρο γλωσσικής επεξεργασίας εντοπίζεται στον αριστερό
μετωπιαίο λοβό (Rouse, 2019). Διάφοροι νευροανατόμοι συνέχισαν τις έρευνες
τέτοιου τύπου και το 1874 ο Karl Wernicke ανακάλυψε ότι στην κατανόηση του
λόγου συμβάλλει ο οπίσθιος άνω κροταφικός λοβός (Robeck & Wallace, 2017).
Οι
νεότερες έρευνες επιβεβαίωσαν το συμπέρασμα των δύο ανδρών. Πράγματι, η
κινητική περιοχή του λόγου ή αλλιώς Περιοχή Broca εντοπίζεται στην καλυπτρική
μοίρα της κάτω μετωπιαίας έλικας και η βλάβη της προκαλεί μη ρέουσα κινητική
αφασία, δηλαδή αδυναμίες στην άρθρωση του λόγου όπως αργός ρυθμός, διακοπές,
δυσπροσωδία, γραμματικά λάθη, παραλείψεις λέξεων, αγραμματισμό κ.α., ενώ η
νοερή προπαρασκευή του δεν διαταράσσεται (Flemming, 2021). Η αισθητική περιοχή
του λόγου ή αλλιώς Περιοχή Wernicke
εντοπίζεται
στην οπίσθια άνω κροταφική έλικα και η βλάβη της προκαλεί ρέουσα αισθητική
αφασία, δηλαδή αδυναμίες στην κατανόηση και στην νοερή προπαρασκευή του λόγου, που
εκδηλώνεται με ασύνδετες λέξεις, επαναλήψεις ή αντικαταστάσεις λέξεων, φράσεις
με ακατανόητη σύνταξη και χωρίς νόημα, φωνημικές παραφασίες, νεολογισμούς κ.α.,
ενώ δεν διαταράσσονται τα φυσικά χαρακτηριστικά της άρθρωσής του (Thompson et al., 2015). Σύμφωνα με το κλασικό
μοντέλο "Wernicke-Lichtheim-Geschwind", οι νευρικές ώσεις
άγονται από την περιοχή Wernicke στην Broca μέσω των νευρώνων της τοξοειδούς
δεσμίδας (arcuate fasciculus) ύπερθεν του κροταφικού λοβού, μεταφέροντας
πληροφορίες για την παραγωγή ομιλίας (Tremblay & Dick, 2016). Το απλουστευτικό
αυτό μοντέλο σήμερα θεωρείται ξεπερασμένο, καθόσον έχουν προσδιοριστεί
περισσότερο εξειδικευμένα νευρωνικά δίκτυα. Οι ραχιαίες οδοί της γλώσσας (dorsal pathway) συνδέουν την άνω
κροταφική έλικα με τον προκινητικό φλοιό του μετωπιαίου λοβού μέσω της
τοξοειδούς και της άνω διαμήκους δεσμίδας (superior longitudinal fasciculus)
και σχετίζονται με την χαρτογράφηση ήχων ακουστικής ομιλίας σε (κινητικές) αναπαραστάσεις
λεκτικής άρθρωσης και γενικά με την φωνημική επεξεργασία της γλώσσας (Ries et al., 2019). Οι κοιλιακές οδοί (ventral pathway) συνδέουν τον μέσο
κροταφικό λοβό με τον κοιλιακό προμετωπιαίο φλοιό μέσω της έξω κάψας (capsula
extrema) και σχετίζονται με την σημασιολογική επεξεργασία της ομιλίας και
ανώτερα στάδια οργάνωσης του λόγου (Weiller et al., 2021).
Εν
τούτοις, η διερεύνηση του πώς και του πότε αναπτύσσονται και λειτουργούν αυτά
τα νευρωνικά δίκτυα επιδέχεται περαιτέρω διαλόγου. Οι Moon et al. (2013) διεξήγαγαν ένα πείραμα σε
Η.Π.Α. και Σουηδία στο οποίο νεογνά άκουσαν φράσεις της μητρικής τους και ξένης
γλώσσας ενώ είχαν πιπίλα. Κατά την ακρόαση της μητρικής τους γλώσσας,
παρατηρήθηκε αύξηση του πιπιλίσματος, γεγονός που έδειξε αυξημένο ενδιαφέρον εκ
μέρους τους και υποστήριξε την υπόθεση ότι η γλώσσα του περιβάλλοντος στην
οποία εκτίθενται από την ενδομήτριο ζωή επιδρά στην αντίληψή τους για αυτήν από
φωνητικής πλευράς. Σύμφωνα με τις αναθεωρημένες οδηγίες των αναπτυξιολογικών
δοκιμασιών του Denver
(Denver Developmental Screening Tests), παιδιά βρεφικής ηλικίας 4 μηνών μπορούν
να αναπαράγουν ακροώμενους ήχους, στους 6 μήνες να ανταποκρίνονται με τυχαίους
ήχους στην ομιλία και την προσφώνηση του ονόματός τους, στους 12 μήνες να
λέγουν «μαμά»/ «μπαμπά» και να αποκρίνονται σε απλές οδηγίες, στους 18 μήνες να
αρθρώνουν λίγες απλές λέξεις, στα 2 έτη να αρθρώνουν προτάσεις έως 4 λέξεων, σε
νηπιακή ηλικία 3 ετών να εμπλέκονται σε διαλόγους αρθρώνοντας 2-3 προτάσεις και
στα 5 έτη να ομιλούν ευκρινώς και να αφηγούνται μία ολοκληρωμένη ιστορία (Lissauer
& Carroll, 2017).
Όσον
αφορά την αντίληψη της γλώσσας, κατά τον 20ο αιώνα διατυπώθηκαν
αρκετές θεωρίες Γνωστικής Ψυχολογίας. Αρχικά ο Whorf (1956) ισχυρίστηκε πως τα
όρια της σκέψης συμπίπτουν με τα όρια της μητρικής γλώσσας, καθώς αυτή
επηρεάζει καθοριστικά τον τρόπο με τον οποίο τα άτομα αντιλαμβάνονται τον
κόσμο. Τη σημασία της γλωσσικής ομιλίας τόνισε και ο Liberman (1957), δείχνοντας
πειραματικά ότι η ικανότητα της ανθρώπινης αντίληψης για αξιόπιστη διάκριση
γλωσσικών φθόγγων, ακόμη και σε θορυβώδες περιβάλλον, δεν επιτυγχάνεται με
άλλου είδους ήχους. Επιπλέον, με την έννοια της Κατηγορικής αντίληψης (Categorical
perception) υποστήριξε πως η αντίληψη των φθόγγων δεν καθορίζεται από τις
φυσικές τους ιδιότητες, καθώς κατηγοριοποιεί τους ήχους σε γνωστά πρότυπα
φθόγγων της γλώσσας, ώστε να γίνονται έτσι αντιληπτοί ακόμη κι όταν δεν
προφέρονται με ακρίβεια (Liberman et al., 1957). Μεταγενέστερα, αναπτύσσοντας τη θεωρία περί
αντιληπτικού φαινομένου του Μαγνήτη (perceptual magnet effect), οι Iverson και
Kuhl (1995) έδειξαν ότι ακόμη και στην αντίληψη εξάμηνων βρεφών τα ατύπως
προφερόμενα φωνήεντα τείνουν να κατατάσσονται μαζί με τυπικούς φθόγγους
φωνητικών κατηγοριών, με αποτέλεσμα να ακούγονται σαν όμοια.
Αναφορικά
με τους παράγοντες που επηρεάζουν την επεξεργασία προφορικών λέξεων, οι Meyer
και Schvaneveldt (1971) βρήκαν πειραματικά ότι η αναγνώριση μίας σειράς
γραμμάτων ως λέξης συντελείται ταχύτερα όταν έχει προηγηθεί η αναγνώριση μίας σημασιολογικά
σχετικής λέξης και χαρακτήρισαν αυτό το φαινόμενο Προέγερση (Priming). Αργότερα, μέσα από μια
παρεμφερή έρευνα των Feldman και Soltano (1999) φάνηκε πως μία λέξη
αναγνωρίζεται ταχύτερα όταν έχει προηγηθεί η αναγνώριση μίας ετυμολογικά συγγενούς,
με κοινό μόρφημα. Περαιτέρω, σε πείραμα των MacDonald και McGurk (1976) φάνηκε
πως η αντίληψη των φωνημάτων καθορίζεται από ακουστικές αλλά και από οπτικές
πληροφορίες όπως η κίνηση των χειλέων και δεν είναι φωνολογικά ορθή όταν αυτές
συγκρούονται. Με τη βοήθεια και των παραπάνω ευρημάτων, οι McClelland και Elamn
(1986) διασυνέδεσαν τη γλωσσολογία με την πληροφορική δημιουργώντας το
υπολογιστικό Μοντέλο Trace, που διεξάγει προσομοιώσεις και προβλέψεις για την
αντίληψη των ήχων ομιλίας από τον ανθρώπινο νου όπως ακούγονται σε πραγματικό
χρόνο.
Την
ίδια περίοδο, ο Marslen-Wilson (1989) ανέπτυξε το μοντέλο Κοόρτης (Cohort model),
σύμφωνα με το οποίο η αντιληπτική επεξεργασία της ομιλίας συντελείται
συνεχόμενα και κάθε στιγμή διαμορφώνει ένα σύνολο εναλλακτικών υποθέσεων για
τους ήχους που πρόκειται να ακολουθήσουν, με βάσει το σύνολο των λέξεων που
έχουν αρχειοθετηθεί στη μνήμη. Το κρίσιμο σημείο αναγνώρισης της λέξης είναι
εκείνο όπου αποκλείονται οι εναλλακτικές και όχι το πέρας της εκφοράς της. Όσον
αφορά τη διαδικασία επιλογής εναλλακτικών λέξεων, οι Dell και O’Seaghdha (1991)
περιέγραψαν το λεξικό των απομνημονευμένων λέξεων ως ένα δίκτυο, στο οποίο η
ενεργοποίηση από έναν κόμβο μεταδίδεται σε σημασιολογικά και φωνολογικά
σχετικούς λεκτικούς κόμβους.
Για
το ζήτημα παραγωγής της ομιλίας, μία από τις επιδραστικότερες θεωρίες παραμένει
αυτή των Levelt
et al. (1999), που σταδιοποιεί σε τρεις
διαδοχικές φάσεις την παραγωγή λόγου. Κατά τη Σύλληψη (Conceptualization), οι έννοιες που θα
συγκροτήσουν το μήνυμα ενεργοποιούνται και αναπαρίστανται. Έπειτα, κατά τη Διαμόρφωση
(Formulation),
ενεργοποιούνται οι λέξεις της πρότασης του μηνύματος και συγκροτείται η
συντακτική δομή της. Τελικά, κατά την Εκτέλεση (Execution), προγραμματίζονται οι
κατάλληλες κινήσεις των μυών της άρθρωσης για το σχηματισμό των σωστών λεκτικών
φθόγγων στη σωστή σειρά. Βάσει αυτής της σειριακής επεξεργασίας εννοιών,
λημμάτων, μορφημάτων, φωνημάτων και συλλαβών, δημιουργήθηκε το υπολογιστικό
μοντέλο WEAVER++,
το οποίο εκτός από την αγγλική έχει εφαρμοστεί επιτυχώς και σε άλλες γλώσσες,
όπως η γερμανική, η κινεζική και η ιαπωνική (Roelofs, 2015).
Όσον
αφορά τη γραφή της γλώσσας, ως Ορθογραφία (Orthography) ορίζεται η γραπτή απόδοση
των λέξεων με την αλληλουχία γραμμάτων που θεωρείται συμβατικά αποδεκτή για αυτήν
(Pollatsek & Treiman, 2015). Η Ορθογραφία βασίζεται στη φωνολογική επίγνωση
(phonological awareness), δηλαδή στη συνειδητοποίηση ότι οι λέξεις δομούνται
από επιμέρους πεπερασμένα στοιχεία, τους φθόγγους και στην εκμάθηση των
γραμμάτων ως γραπτών συμβόλων που αντιστοιχίζονται με αυτούς κατά την
αλφαβητική αρχή (alphabetic
principle)
(Paul et
al.,
2017). Η αυτο-διδασκαλία (self-teaching) της ορθογραφίας επιτυγχάνεται με
επαναλαμβανόμενη ανάγνωση των λέξεων και αποσκοπεί στην προσθήκη και της
ορθογραφικής μορφής των λέξεων, πέραν της φωνολογικής και της σημασίας τους, στο
νοητικό λεξικό (mental
lexicon)
(Li
& Wang,
2022). Έρευνα των Protopapas και Kapnoula (2013) για την αναγνωστική ικανότητα
ελληνόφωνων ενηλίκων έδειξε πως οι μεγαλύτερες σε αριθμό γραμμάτων λέξεις
αναγνωρίζονται βραδύτερα, ενώ αυτές που εμφανίζονται με μεγαλύτερη συχνότητα
στον καθημερινό λόγο ταχύτερα. Από τη σειριακή σημασιολογική αποκωδικοποίηση
των λέξεων μίας πρότασης γίνεται κατανοητό το νόημά της, ενώ καθώς
αναγιγνώσκεται συνολικά ένα κείμενο στον νου συντελείται μία αναπαράσταση των
περιεχόμενων νοημάτων του, μέσω αφηρημένων γνωστικών διεργασιών (Bar-On et al., 2018).
Παρά
ταύτα, η μελέτη της γλώσσας ως ενός πολιτισμικού και κοινωνιολογικού φαινομένου
προσκρούει σε κάποιους φιλοσοφικούς προβληματισμούς που έχουν επαναληφθεί στην
ιστορία και δεν επιδέχονται εύκολα επιστημονικής διαψευσιμότητας. Η διερώτηση
εάν η γλώσσα αποτελεί έκφραση μίας αντικειμενικής πραγματικότητας ή εάν απλώς
κατασκευάζει με αυθαίρετα κριτήρια πολλές εναλλακτικές αντιλήψεις χωρίς να
είναι καμία απόλυτη, στην αρχαιότητα απασχόλησε τους Σοφιστές, στον μεσαίωνα
τους Νομιναλιστές και τον 20ο αιώνα επανεμφανίστηκε από τους θεωρητικούς του Κοινωνικού
Κονστρουκτιβισμού (Social Constructivism)
(Barnham, 2022). Σύμφωνα με αυτούς, η γνώση που εκφράζεται με λόγο δεν πηγάζει
από μία αναλλοίωτη υπερβατική αλήθεια αλλά μέσα από την αλληλεπίδραση φορέων διαφορετικών
και σχετικών απόψεων εντός ενός κοινωνικού πλαισίου (Schreiber & Valle, 2013).
Μολονότι
οι προαναφερθείσες επιστημονικές έρευνες συγκλίνουν στην ύπαρξη κάποιων κοινών,
πανανθρώπινων μηχανισμών παραγωγής και αντίληψης του λόγου, στην πλειονότητά
τους διενεργήθηκαν υπό τις κοινωνικές, γλωσσικές και πολιτισμικές συνθήκες του δυτικού
κόσμου και της νεοτερικότητας. Συνεπώς, δεν μπορεί να αποκλειστεί η ενδεχόμενη
αναθεώρησή των κατευθύνσεών τους στο μέλλον, ύστερα από νέες ανακαλύψεις,
πολιτισμικές ή γλωσσικές μεταβολές. Επιπλέον, μέχρι στιγμής δεν έχουν διεκπεραιωθεί
καθολικά αποδεκτές έρευνες που αποδεικνύουν εάν και σε τί ποσοστό η γλωσσική
ικανότητα καθορίζεται από γονιδιακούς, κοινωνικούς και περιβαλλοντικούς ή
επιγενετικούς παράγοντες και αν αυτό το ποσοστό μεταβάλλεται σε διαφορετικούς
πολιτισμούς ή εποχές. Όσο προοδεύει η λειτουργική χαρτογράφηση των νευρωνικών
κυκλωμάτων, οι σχετικές γνώσεις και ερευνητικές δυνατότητες θα πληθαίνουν, αλλα
οι ιδέες των πρωταρχικών φιλοσοφικών προβληματισμών εξακολουθούν να καθοδηγούν
τις εκάστοτε διερωτήσεις. Σε κάθε περίπτωση, οι γλώσσες του κόσμου έχουν
παραμείνει δυναμικές στο πέρασμα του χρόνου και ως τέτοιες δεν παύουν να
νοηματοδοτούν νέες θεωρίες και έρευνες για την παραγωγή και την εξέλιξή τους.
Βιβλιογραφία
American Psychological Association. (2022). Language. APA Online Dictionary
of Psychology. https://dictionary.apa.org/language
Bainbridge, W. S. (2012). Leadership in Science and Technology: A
Reference Handbook, Vol. 1
(1st ed., pp.14–15). SAGE Publications.
Barnham, C. (2022). The Natural History of the Sign: Peirce, Vygotsky
and the Hegelian Model of Concept
Formation (1st ed., pp. 23–30). Walter de Gruyter GmbH.
Bar-On, A., Ravid, D., & Dattner, E. (2018). Handbook of
Communication Disorders: Theoretical,
Empirical, and Applied Linguistic Perspectives (1st ed., pp. 514–518). Walter de Gruyter GmbH & Co KG.
Boobier, T. (2022). AI and the Future of the Public Sector (1st ed.,
pp. 98). John Wiley & Sons.
Chomsky, N. (1957). Syntactic Structures (1st ed.). Mouton &
Co.
Chomsky, N. (2007). Approaching Universal Grammar from Below. In H.
Gärtner, & U. Sauerland (Eds.), Interfaces
+ Recursion = Language? Chomsky's Minimalism and the View from Syntax-Semantics. Studies in Generative Grammar (1st
ed.). Mouton de Gruyter.
Dell, G. S., & O'Seaghdha, P. G. (1991). Mediated and convergent
lexical priming in language
production: A comment on Levelt et al (1991). Psychological Review, 98(4), 604–614. https://doi.org/10.1037/0033-295X.98.4.604
Ding, N., Melloni, L., Zhang, H., Tian, X. & Poeppe, D. (2016). Cortical
tracking of hierarchical
linguistic structures in connected speech. Nature Neuroscience, 19, 158–164. https://doi.org/10.1038/nn.4186
Feldman, L. B., & Soltano, E. G. (1999). Morphological priming: The
role of prime duration, semantic
transparency, and affix position. Brain and Language, 68(1-2), 33–39. https://doi.org/10.1006/brln.1999.2077
Flemming, K. D. (2021). Mayo Clinic Neurology Board Review (2nd
ed., pp. 186–188). Oxford University
Press.
Gibbs, R. W., & Colston, H. L. (2020). Pragmatics Always Matters: An
Expanded Vision of Experimental
Pragmatics. Frontiers in Psychology, 11, 1619. https://doi:10.3389/fpsyg.2020.01619
Haverkamp, Ν. (2021). Semantic theories, linguistic essences, and knowledge of
meaning. Synthese, 199,
14459–14490. https://doi.org/10.1007/s11229-021-03429-5
Iverson, P., & Kuhl, P. K. (1995). Mapping the perceptual magnet
effect for speech using signal detection
theory and multidimensional scaling. Journal of the Acoustical Society of America, 97(1), 553–562. https://doi.org/10.1121/1.412280
Levelt, W. J. M., Roelofs, A., & Meyer, A. S. (1999). A theory of
lexical access in speech production.
Behavioral and Brain Sciences, 22(1), 1–38. https://doi.org/10.1017/S0140525X99001776
Li, Y. & Wang, M. (2022). A systematic review of orthographic
learning via self-teaching. Educational
Psychologist. https://doi.org/10.1080/00461520.2022.2137673
Liberman, A. M. (1957). Some results of research on speech perception. Journal
of the Acoustical Society of America,
29, 117–123. https://doi.org/10.1121/1.1908635
Liberman, A. M., Harris, K. S., Hoffman, H. S., & Griffith, B. C.
(1957). The discrimination of
speech sounds within and across phoneme boundaries. Journal of Experimental Psychology, 54(5), 358–368. https://doi.org/10.1037/h0044417
Lissauer, T., & Carroll, W. (2017). Illustrated Textbook of
Paediatrics (5th ed., pp. 37–42). Elsevier
Health Sciences.
Lüdtke, U. M. (2015). Emotion in Language: Theory, research,
application (1st ed., pp. 176). John
Benjamins Publishing Company.
MacDonald, J., & McGurk, H. (1978). Visual influences on speech
perception processes. Perception &
Psychophysics, 24(3), 253–257. https://doi.org/10.3758/BF03206096
Marslen-Wilson, W. (1989). Access and integration: Projecting sound onto
meaning. In W. Marslen-Wilson
(Ed.), Lexical representation and process (pp. 3–24). The MIT Press.
McClelland, J. L., & Elman, J. L. (1986). The TRACE model of speech
perception. Cognitive Psychology,
18(1), 1–86. https://doi.org/10.1016/0010-0285(86)90015-0
Meechan, R. J. H., McCann, C. M., & Purdy, S. C. (2021). The
electrophysiology of aphasia: A
scoping review. Clinical Neurophysiology, 132(12), 3025–3034. https://doi:10.1016/j.clinph.2021.08.023
Moon, C., Lagercrantz, H., & Kuhl, P. K. (2013). Language
experienced in utero affects vowel
perception after birth: a two-country study. Acta Paediatrica, 102(2), 156–160. https://doi:10.1111/apa.12098
Meyer, D. E., & Schvaneveldt, R. W. (1971). Facilitation in
recognizing pairs of words: Evidence of
a dependence between retrieval operations. Journal of Experimental Psychology, 90(2), 227–234. https://doi.org/10.1037/h0031564
Paul, R., Norbury, C., & Gosse, C. (2017). Language Disorders
from Infancy Through Adolescence:
Listening, Speaking, Reading, Writing, and Communicating (5th ed., pp. 434). Elsevier Health Sciences.
Pollatsek, A., & Treiman, R. (2015). The Oxford Handbook of
Reading (1st ed., pp. 451). Oxford
University Press.
Protopapas, A., & Kapnoula, E. C. (2013). Exploring word recognition
with selected stimuli: The case for
decorrelated parameters. Proceedings of the Annual Meeting of the Cognitive Science Society, 35(35), 1169–1174. https://escholarship.org/uc/item/1f2883gp
Ries, S. K., Piai, V., Perry, D., Griffin, S., Jordan, K.,
Henry, R., Knight, R. T., & Berger, M. (2019).
Roles of ventral versus dorsal pathways in language production: an awake language mapping study. Brain and Language,
191, 17–27. https://doi:10.1016/j.bandl.2019.01.001
Robeck, M. C., & Wallace, R. R. (2017). The Psychology of
Reading: An Interdisciplinary Approach
(2nd ed., pp. 168–169). Routledge.
Roelofs, Α. (2015). Modeling of phonological encoding in spoken word production:
From Germanic languages to
Mandarin Chinese and Japanese. Japanese Psychological Research, 57(1), 22–37. https://doi.org/10.1111/jpr.12050
Rouse, Μ.
Η. (2019). Neuroanatomy for Speech-Language
Pathology and Audiology (2nd ed.,
pp. 15). Jones & Bartlett Learning.
Rosman, A., Rubel, P. G., & Weisgrau, M. (2017). The Tapestry
of Culture: An Introduction to
Cultural Anthropology (10th ed., pp. 51). Rowman & Littlefield.
Schreiber, L. M., & Valle, B. E. (2013). Social constructivist
teaching strategies in the small group
classroom. Small Group Research, 44(4), 395–411. https://doi.org/10.1177/1046496413488422
Seken, K. (2021). Introduction to Linguistics: A Reference For
Language Teachers (2nd ed., pp.
186). Rajagrafindo Persada.
Thompson, Η. Ε.,
Robson, Η., Ralph, M. A. L., & Jefferies, E. (2015). Varieties
of semantic ‘access’ deficit in
Wernicke’s aphasia and semantic aphasia. Brain, 138(12), 3776– 3792. https://doi:10.1093/brain/awv281
Tremblay, P., & Dick, A. S. (2016). Broca and Wernicke are dead, or
moving past the classic model of
language neurobiology. Brain and Language, 162, 60–71. https://doi:10.1016/j.bandl.2016.08.004
Weiller, C., Reisert, M., Peto, I., Hennig, J., Makris, N., Petrides,
M., Rijntjes, M., & Egger, K.
(2021). The ventral pathway of the human brain: A continuous association tract system. NeuroImage, 234, 117977. https://doi.org/10.1016/j.neuroimage.2021.117977
Whorf, B. L. (1956). Language, thought, and reality: selected
writings (1st ed.) Technology Press
of Massachusetts Institute of Technology.
Wilcox, S. (2018). Ten Lectures on Cognitive Linguistics and the
Unification of Spoken and Signed
Languages (1st ed., pp. 36–42). Brill.
Zohuri, B., McDaniel, P. J. (2022). Transcranial Magnetic and Electrical Brain Stimulation for Neurological Disorders (1st ed., pp. 327). Elsevier.
Μελέτη του Ιωάννη Σαρρή, ©Φιλαλήθεια 2022-2023.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου