21 Αυγούστου 2023

Η θεώρηση του Immanuel Kant για την πρόοδο της Ιστορίας


Ο Immanuel Kant (1724 - 1804) υπήρξε ένας σπουδαίος εκπρόσωπος του γερμανικού Διαφωτισμού και, ισορροπώντας μεταξύ Ορθολογισμού και Εμπειρισμού, συνέβαλε αποφασιστικά στην ανάπτυξη της Επιστημολογίας. Θεωρούσε ότι η γνώση των πραγμάτων στηρίζεται στην αισθητηριακή αντίληψή τους, δηλαδή στην εμπειρία, αλλά θα ήταν αδύνατη χωρίς την επεξεργασία τους από την διάνοια, επί τη βάσει προεμπειρικών μορφών αισθητικότητας (λ.χ. χρόνος, χώρος) και καθολικών νόμων, όπως η αναγκαιότητα ύπαρξης αιτιών για κάθε φυσικό φαινόμενο. 

Ένα έτερο ζήτημα που τον απασχόλησε ιδιαίτερα ήταν η Ηθική. Για τον Kant ηθικός είναι ο άνθρωπος που πράττει το σωστό ακόμη και αν δεν του αρέσει και είναι φυσικό να μην του αρέσει, καθότι η ανθρώπινη φύση δεν συμμορφώνεται απρόσκοπτα σε καθολικές ηθικές επιταγές, όπως η τήρηση κανόνων που αναστέλλουν την ατομική ευχαρίστηση. Όμως ο καθορισμός μιας καθολικής ηθικής δεν ήταν εύκολος με αυστηρά λογική μέθοδο. Στην περίφημη «Κατηγορική Προσταγή» του, προέτρεψε τον άνθρωπο με ηθικές αξιώσεις να ενεργεί μόνο βάσει εκείνης της αρχής που επιθυμεί ταυτόχρονα να καταστεί καθολικός νόμος, ισχύων σε κάθε περίπτωση ανεξαρτήτως των ιδιοτελών στόχων του. Επί παραδείγματι, εάν πιστεύει ότι οι άνθρωποι δεν πρέπει να κλέβουν οφείλει να απέχει και ίδιος από την κλοπή, για να θεωρείται ηθικός. Τί γίνεται όμως στην περίπτωση όπου μια συγκεκριμένη κίνηση θεωρείται ευκταία από κάποιον και κατακριτέα από έναν άλλο; Τότε δημιουργούνται δύο αντικρουόμενες ηθικές. Εάν προεκτείνουμε σε όλα τα πράγματα αυτόν τον προβληματισμό, τότε οι ηθικές είναι τόσες όσες και οι άνθρωποι, δηλαδή είναι υποκειμενικές και άρα αυθαίρετες. Για πρώτη φορά στην ιστορία των ιδεών, η Ηθική αποκαθηλώθηκε από το καθολικά σεβαστό βάθρο ενός αντικειμενικού Λόγου για να θρυμματιστεί και να διανεμηθεί σε κάθε άτομο ξεχωριστά. Θα ήταν άδικο να προσάψουμε αυτήν την πρόθεση στις αρχικές σκέψεις του Kant, αλλά η ουσιαστικά και εις βάθος προτεσταντική αντίληψή του οδηγήθηκε μοιραία εκεί. Εν τέλει ήλθε σε σύγκρουση με την κλασική παράδοση και τον Αριστοτέλη, ο οποίος χαρακτήριζε ηθικό όχι όποιον καταναγκάζεται (κατά τρόπο λουθηρανικό) αλλά όποιον απολαμβάνει να εκτελεί ενάρετες πράξεις, θεωρώντας ότι η ηθική ορίζεται από κοινά για όλους και αντικειμενικά κριτήρια. Όπως θα δούμε παρακάτω, το ειλικρινές ενδιαφέρον του για την ηθική επηρέασε την αντίληψή του για την πορεία της Ιστορίας και μάλλον ήταν η αιτία για την εκδίπλωσή της στην πραγματεία «Idee zu einer allgemeinen Geschichte in weltbürgerlicher Absicht» (1784).

Ο Kant απέδιδε στην έννοια της απρόσωπης Φύσεως την λογική και την πρόνοια που αποδίδονταν παλαιότερα στον χριστιανικό Θεό. Για αυτόν τον λόγο, χρησιμοποιούσε τις λέξεις Φύση και Πρόνοια ως εναλλακτικές ταυτόσημες. Καθετί που η Φύση «έπραττε» ή άφηνε να εκτυλιχθεί έπρεπε να εξυπηρετεί έναν λογικό σκοπό, να προάγει ένα σχέδιο. Επομένως, πρότεινε την τελεολογία ως βασική μέθοδο στις βιολογικές επιστήμες και όχι μόνο. Ο Kant δεν έβλεπε κανένα διαχωριστικό φραγμό ανάμεσα στην Φύση και στον χώρο δράσεως του ανθρώπου, εφόσον ο άνθρωπος καθοδηγείτο από την Φύση, και πίστευε επομένως ότι η Φύση κινεί τα νήματα της Ιστορίας εν συνόλω.

Αντικρίζοντας όμως την διαδοχή θλιβερών αν όχι αποκρουστικών συμβάντων στο πέρασμα των αιώνων, παραδέχθηκε ότι η Ιστορία εξυφαίνεται από μωρία, βαναυσότητα, παιδιάστικη ματαιοδοξία και μανία καταστροφής, τουλάχιστον στην επιφάνειά της. Όλα αυτά ασφαλώς θέτουν σε αμφισβήτηση την σοφία της θείας πρόνοιας, μολονότι η πίστη σε αυτήν ή στην «φύση» ή σε κάτι ανάλογο είναι απαραίτητη προκειμένου να διάγουν οι άνθρωποι ηθικό βίο. Ο Kant λοιπόν προσπάθησε να αποκαταστήσει αυτήν την πίστη, δείχνοντας ότι η Ιστορία ακολουθεί ένα λογικό σχέδιο και πλησιάζει έναν στόχο που επιδοκιμάζουν οι ηθικές συνειδήσεις. Η έκβαση της Ιστορίας έπρεπε να είναι ευεργετική για το ανθρώπινο γένος, ακόμη κι αν θυσιάζονται κάποια μεμονωμένα άτομα στο ενδιάμεσο. Υιοθετώντας την διαφωτιστική ιδεολογία της Προόδου, υποστήριξε ότι η Φύση ωθεί το ανθρώπινο γένος προς την τελειοποίηση. Η πρόοδος μπορεί να μην ήταν πάντα συνεχής και ανεμπόδιστη, αλλά έχει σταθερή κατεύθυνση. Λαμβάνοντας ως αξίωμα ότι ο άνθρωπος διαθέτει ορισμένες τάσεις και δυνατότητες προς επίτευξη του ωφέλιμου και του ηθικού, πίστευε ότι δεν γίνεται αυτές να υπάρχουν δίχως να πραγματωθούν ποτέ, διότι η Φύση -που τον προίκισε με αυτές- δεν πράττει τίποτε μάταια. Ο Kant εξήγησε πώς η Φύση εξασφαλίζει την μακρόχρονη ανάπτυξη αυτών των δυνατοτήτων, με την σύλληψη της «ακοινωνικής κοινωνικότητας» (ungesellige Geselligkeit).

Σύμφωνα με αυτήν, από την μία πλευρά ο άνθρωπος έχει την τάση να επικοινωνεί με άλλους ανθρώπους, επειδή έτσι αισθάνεται περισσότερο άνθρωπος καθώς μπορεί να αναβαθμίζει τις φυσικές του δυνατότητες. Από την άλλη πλευρά, έχει και την αντικοινωνική τάση να αποκόπτεται από τους υπόλοιπους ανθρώπους, θέλοντας να ρυθμίζει το καθετί σύμφωνα με τις δικές του ιδέες και προτιμήσεις. Γνωρίζοντας από την εμπειρία του ότι θέλει να ανταγωνίζεται τους άλλους, περιμένει το ίδιο και από εκείνους. Κατά συνέπεια, προετοιμάζεται για αυτόν τον ανταγωνισμό προσπαθώντας να καλλιεργήσει και να επεκτείνει τις δεξιότητές του, προκειμένου να διακριθεί μεταξύ των πολλών κερδίζοντας δόξα και δύναμη. Κοντολογίς, προσδοκά για τον εαυτό του μία θέση που δεν θα βρίσκεται ούτε ακριβώς ανάμεσα ούτε μακριά από τους άλλους ανθρώπους. Έτσι εξασκείται και μαθαίνει να δημιουργεί, να πολεμά, να στοχάζεται, να συνδιαλέγεται, να διοικεί και να εφευρίσκει, θέτοντας τα θεμέλια για την πρόοδο του πολιτισμού. Ο πολιτισμός λοιπόν πηγάζει από τον ανθρώπινο ανταγωνισμό. Όσο βέβαια ο πολιτισμός απομακρύνεται από την πρωτόγονη βαρβαρότητα (και εδώ η καχυποψία του Kant για την «παρθένα» φύση του ανθρώπου θυμίζει Thomas Hobbes), οι άνθρωποι αναπτύσσουν μία σκέψη που τους επιτρέπει να κρίνουν τί είναι δέον για την συνολική πρόοδο της κοινωνίας, μία ηθική σκέψη. Εάν η κοινωνικότητα των ανθρώπων δεν συνδυαζόταν με την αντικοινωνική τους ροπή, τότε θα μπορούσαν να ζουν με αρμονία και αμοιβαία αγάπη, ωσάν ανέμελοι ποιμένες της μυθικής Αρκαδίας, όμως τα ταλέντα τους θα παρέμεναν ακατέργαστα και άχρηστα.

Στην εποχή του Kant είχε ήδη υλοποιηθεί η πρώτη φάση της Προόδου, η μετάβαση από την φυσική στην κοινωνική κατάσταση, αλλά ακόμη εκκρεμούσε η δεύτερη φάση, που επρόκειτο να περιλάβει την αποτίναξη της δεσποτικής κοινωνικής διαρθρώσεως και την παγίωση μίας φιλελεύθερης κοινωνίας, στην οποία (μέσω αυστηρού καθορισμού και εγγυήσεων από την κρατική εξουσία) η ελευθερία κάθε ατόμου θα συνυπήρχε ειρηνικά με την ελευθερία των άλλων. Μία τέτοια κοινωνία θα θεσμοθετούσε την ιδιωτική πρωτοβουλία και τον υγιή-ασφαλή ανταγωνισμό μεταξύ των ανθρώπων.   

Σε μακροσκοπικό επίπεδο, ό,τι ίσχυε για τον ανταγωνισμό των ατόμων εντός της κοινωνίας ίσχυε και για τον ανταγωνισμό των εθνών, ο οποίος γέννησε ακατάπαυστους πολέμους. Η Φύση όμως αξιοποιεί το αναγκαίο κακό των πολέμων για να αναδείξει εφευρέσεις και τεχνολογίες που σε διαφορετικά πλαίσια συντελούν στην συλλογική πρόοδο του ανθρώπινου γένους. Στο τέλος της ιστορικής προόδου, η Φύση θα έχει εξωθήσει τα έθνη-κράτη του κόσμου να συμπηχθούν σε μια παγκόσμια συνομοσπονδία, η οποία θα εξασφαλίζει την δίκαιη-ηθική συνεννόηση μεταξύ τους, χωρίς να εξαλειφθεί τελείως η εθνική ιδιαιτερότητα και ο αναγκαίος για την εγρήγορση του ανθρώπινου πνεύματος ανταγωνισμός τους. Συνεπώς, παρότι η «κατηγορική προσταγή» απομάκρυνε από αυτό το ενδεχόμενο, ο ίδιος Kant επιθυμούσε τόσο την κατίσχυση μίας καθολικής αρχής που θα ρυθμίζει με ενιαίο για όλους τρόπο το δίκαιο, ώστε την οραματίσθηκε στο τέλος του μυστικού σχεδίου της Φύσεως.

Μπορούν να ειπωθούν πολλά για την πλημμελώς ανεπτυγμένη θεωρία του Kant, η οποία δεν παρείχε απλώς τα λογικά εργαλεία για την ανάλυση της ιστορίας, αλλά προέβλεψε (προ-εμπειρικά) και το περιεχόμενό της. Η κριτική της μπορεί να ξεκινήσει από την αμφισβήτηση των πολλών και μάλλον αυθαίρετων γενικεύσεων και βεβαιοτήτων του. Γιατί υπάρχει νομοτελειακή πρόοδος, γιατί τα πάντα έχουν σκοπό, γιατί η Φύση έχει βούληση, είναι ηθική και μάλιστα σκηνοθετεί στο πεδίο της Ιστορίας την συλλογική πρόοδο των ανθρώπων, χρησιμοποιώντας προς ηθικό όφελός τους τις ηθικές αδυναμίες τους; Και πώς μπορεί η Ιστορία να έχει μια ηθική αποστολή εάν απαιτεί τόσες θυσίες; Παρά ταύτα, η περαιτέρω ένταση της κριτικής θα αδικούσε τον μεγάλο Γερμανό φιλόσοφο, ο οποίος είχε την μετριοφροσύνη και την εντιμότητα να αναγνωρίσει τους περιορισμούς των ολίγων σχετικών κειμένων του (εξάλλου η Ιστορία δεν ήταν η κύρια ενασχόλησή του). Παρουσίασε την ευσύνοπτη περί ιστορίας θέση του όχι ως ένα ολοκληρωμένο σύστημα αλλά ως την αρχή ενός ευρετικού εργαλείου, χρήσιμου για την εμπειρική μελέτη της ιστορίας. Οι ιστορικοί βέβαια δεν έδωσαν ιδιαίτερη σημασία στην πρότασή του. Άλλωστε, θα δυσκολεύονταν να βρουν εμπειρικές εφαρμογές σε μια πρόταση που προϋποθέτει και προεξοφλεί ανεμπειρικές παραδοχές, υπό τον κίνδυνο να διολισθήσουν σε ένα απαράδεκτο λογικό σφάλμα «λήψεως ζητουμένου». Η ίδια η Ιστορία, πάντως, έχει εν μέρει δικαιώσει ορισμένες ιδέες του Kant, τουλάχιστον αυτές που αφουγκράστηκαν εύστοχα την τάση για επικράτηση της ελεύθερης οικονομίας και παγκοσμιοποίηση, όπως αυτή δρομολογήθηκε από την ανάπτυξη διεθνών διακρατικών θεσμών (Οργανισμός Ηνωμένων Εθνών, Ευρωπαϊκή Ένωση κ.α.). Ασφαλώς, αυτή η «δικαίωση» οφείλεται και στην εκτίμηση της διαφωτιστικής-καντιανής σκέψεως εκ μέρους όσων προήγαγαν αυτούς τους θεσμούς. Ωστόσο, εξακολουθούν να πλανώνται μεγάλα ερωτηματικά άνωθεν του υποτιθέμενου ηθικού ανύσματος της πολυθρύλητης «προόδου», που πλέον γίνονται αντιληπτά από νεώτερους οπαδούς της, σε μια εποχή όπου η πρόσληψη των ηθικών αξιών είναι περισσότερο σχετική από ποτέ άλλοτε, χωρίς ωστόσο να παραβιάζει την -επίσης πολύ εκτιμημένη- «κατηγορική προσταγή».  

 

 

Ενδεικτική βιβλιογραφία

Καντ, Ιμμάνουελ. Δοκίμια, μτφρ. Ε .Π. Παπανούτσου. Εκδ. Δοδώνης, 1971.

Hill, T. E. (1989). Kantian Constructivism in Ethics. Ethics, Vol. 99(4), σελ.752-770.

Kain, P. J. (1989). Kant's Political Theory and Philosophy of History. CLIO, 18, σελ.325-345.

Walsh, W. H. (1981). Kant and the Philosophy of History. History and Theory, Vol. 20(2), σελ.191-203.


Γιάννης Σαρρής, © Φιλαλήθεια 2023. 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου