3 Φεβρουαρίου 2023

Επιστήμες και τεχνολογία στο Βυζάντιο

Από το βιβλίο "ΒΥΖΑΝΤΙΟΝ: Ιστορία, Ταυτότητα, Πολιτισμός" του Ιωάννη Σαρρή, εκδόσεις Ζήτρος 2022, σελ.363-371.  

Στην νεωτερική βιβλιογραφία, επικρατεί η άποψη ότι στην Ρωμαίικη Πολιτεία οι φυσικές επιστήμες και η τεχνολογία παρέμεναν σε μία φάση στασιμότητος, χωρίς να ξεπεράσουν τα επιτεύγματα της ελληνιστικής εποχής, που απλώς συντηρούσαν. Ο ισχυρισμός αυτός είναι εν μέρει αληθής, αλλά όχι ακριβής.

Το ευτύχημα για τους βυζαντινούς επιστήμονες ενέκειτο στην σχετική ανεκτικότητα της Ορθοδόξου Εκκλησίας, η οποία διέκρινε την θεολογική από την κοσμική-θύραθεν παιδεία. Η έρευνα των φυσικών νόμων που διέπουν τα επίγεια δημιουργήματα του Κυρίου δεν συγχέεται δυσμενώς με την θεολογική-σωτηριολογική αποκάλυψη του Λόγου Του. Σε αντίθεση με τον μετέπειτα σκοταδισμό του ρωμαιοκαθολικού σχολαστικισμού, ο λόγος της Βίβλου εκλαμβανόταν ως συμβολικός, τουλάχιστον από τους πατέρες της «αλεξανδρινής» σχολής, καθόσον είχε μία πνευματική αποστολή που δεν αποσκοπούσε στην ερμηνεία των φυσικών νόμων [2019]. Με αυτήν την «θύραθεν» ερμηνεία επεφορτίζοντο οι επιστήμονες, που ήσαν ελεύθεροι να μελετούν τους αρχαίους εφόσον απείχαν εκ του παγανισμού εκείνων. Πολλοί μορφωμένοι πατέρες της Εκκλησίας καταπιάστηκαν και με την φυσική φιλοσοφία, όπως οι Καππαδόκες άγιοι του 4ου αιώνος, ο Μέγας Βασίλειος, που αποδεχόταν την κοσμολογία του Κλαυδίου Πτολεμαίου και ο Γρηγόριος Νύσσης. Ο δεύτερος, μάλιστα, στο κεφάλαιο Η΄ του Ἀπολογητικού περὶ τῆς Ἑξαημέρου, αναπτύσσει μία πρόταση που δεν συγκρούεται επ’ ουδενί με την δική μας αντίληψη περί Εξελίξεως των Ειδών: «Οὐκοῦν εἰκότως, καθάπερ διὰ βαθμῶν ἡ φύσις, τῶν τῆς ζωῆς λέγω ἰδιωμάτων, ἀπὸ τῶν μικροτέρων ἐπί τὸ τὲλειον ποιεῖται τὴν ἄνοδον» [1862]. Στο ίδιο βιβλίο, επιπλέον, ο άγιος Γρηγόριος Νύσσης εξηγεί πως ο Θεός δημιούργησε το Σύμπαν σε μια στιγμή, εμφυσώντας σε αυτό νόμους, ώστε να συνεχίσει να πορεύεται μόνο του: «...ἡ ἀρχὴ τῆς κοσμογονίας ὑποτίθεται, ὅτι διὰ πάντων τῶν ὄντων τὰς ἀφορμὰς καὶ τὰς αἰτίας συλλήβδην ὁ θεὸς ἐν ἀκαρεῖ κατεβάλλετο...» [1861]. Καθώς η φύση εξελίσσεται, το κάθε τι εμφανίζεται στην ώρα του. Τοιαύτη προσέγγιση συνάδει με το σύγχρονο κοσμολογικό μοντέλο του «Bing Bang».

Η γενικότερη σχετική αδιαφορία των Βυζαντίων για περαιτέρω εμβάθυνση στην επιστημονική γνώση δεν οφειλόταν σε περιορισμούς της Εκκλησίας· το ενδεχόμενο να οφειλόταν σε δεισιδαιμονίες της κοινωνίας εν συνόλω παραμένει συζητήσιμο πλην αναπόδεικτο. Όπως και στην ελληνιστική περίοδο (και σε αυτό το σημείο, ας θυμηθούμε τις «διακοσμητικές» ατμομηχανές του Ήρωνος) [2020], περιστασιακά ξεδιπλώνοντο λαμπρά μυαλά και πρωτοπόρες ιδέες, όμως εξέλιπε η συστηματοποίησή των και η πολιτειακή και κοινωνική βούληση για να αξιοποιηθούν μαζικά σε κάποιο είδος βιομηχανικής επαναστάσεως. Άλλωστε, ο προνεωτερικός κόσμος δεν αγχωνόταν για κανενός είδους πρόοδο. Σε κάθε περίπτωση, όμως, το Βυζάντιο για όσο διετηρούσε την οικουμενική αίγλη του υπερείχε των γειτόνων του και σε θεωρητικό και σε τεχνικό επίπεδο.

Μέχρι τον 6ο αιώνα, οπόταν ο Ιουστινιανός έλαβε μέτρα συρρικνώσεως της πανεπιστημιακής παιδείας, οι αλεξανδρινοί φιλόσοφοι συνέχιζαν με ζέση την σπουδή των ελληνιστικών επιστημών. Ο φυσικός και μαθηματικός Ιωάννης Φιλόπονος (490-570) απετέλεσε τον σπουδαιότερο Έλληνα επιστήμονα της περιόδου και έναν από τους κορυφαίους της παγκοσμίου ιστορίας των επιστημών, καθόσον οι ιδέες του επηρέασαν οπωσδήποτε τους Αβικέννα, Αλ-Βαγδάτι, Αβερρόη, Μαϊμονίδη, Γαλιλαίο και πιθανόν τον Νεύτωνα, παρότι η ατυχής ανάμειξή του και στην θεολογία εθεωρήθη αμφιλεγόμενη. Ο Ιωάννης μελέτησε επισταμένως τον Αριστοτέλη και μέσω σχολίων διόρθωσε ορισμένες λανθασμένες απόψεις του. Μία χιλιετία πριν τον Γαλιλαίο και την ανάδυση της νευτωνείου φυσικής, ο Φιλόπονος ουσιαστικά εισηγήθη τον νόμο της ελευθέρας πτώσεως, παρατηρώντας ότι δύο σφαίρες διαφορετικού βάρους πίπτουν προς την γη ταυτόχρονα [2021]. Η δε θεωρία του Περὶ Ὠθήσεως προοικονομεί τον νόμο της αδρανείας, υποστηρίζουσα ότι ένα σώμα, στο οποίο έχει ασκηθεί μία αρχική κινητήρια δύναμη, κινείται για όσο επιδρά πάνω του μια δεύτερη "ωθητική" δύναμη και επανέρχεται σταδιακά στην αρχική φυσική του κατάσταση [2022]. Επιπλέον, ο Ιωάννης Φιλόπονος συσχέτισε τον χρόνο με τον χώρο, χαρακτηρίζοντας τον χρόνο ως μέτρηση κινήσεως, η οποία καθορίζεται βάσει σημείων αναφοράς που δηλώνουν το παρόν και ονομάζονται «νυν» [1866]. Τα «νυν» διαφοροποιούν το παρόν από το παρελθόν. 

Στους επομένους αιώνες, στο Πανδιδακτήριον της Κωνσταντινουπόλεως, εκτός των τεσσάρων μαθηματικών κλάδων, Αριθμητικής, Γεωμετρίας, Αστρονομίας και Μουσικής, εδιδάσκοντο η Λογιστική και η Γεωδαισία, μολονότι οι πρακτικότερες γεωδαιτικές γνώσεις μετελαμπαδεύοντο σε εργαστήρια εμπείρων μηχανικών και αρχιτεκτόνων. Γενικώς, οι πρακτικές εφαρμογές των μαθηματικών εβασίζοντο κυρίως στην ευκλείδειο γεωμετρία, στην τριγωνομετρία, καθώς και στις εισηχθείσες ιδέες της αραβικής άλγεβρας από τον 9ο αιώνα και εντεύθεν. Στο χαλιφάτο των Αββασιδών, ήσαν περιζήτητοι Έλληνες επιστήμονες όπως ο -αστρονόμος του χαλίφη Αλ-Μαχντί- Θεόφιλος Εδεσσηνός (695-785) και ο πολυπράγμων Λέων ο Μαθηματικός (790-869), για τις υπηρεσίες του οποίου ο χαλίφης Αλ-Μαμούν προετίθετο εις μάτην να πληρώσει στον Βασιλέα Θεόφιλο 2000 λίβρες χρυσού [2023]. Ο Λέων θεωρείται εφευρέτης αρκετών «αυτομάτων» και του Οπτικού Τηλεγράφου (Ωρονόμιον), ενός τηλεπικοινωνιακού συστήματος βασισμένου σε φρυκτωρίες (φάρους), δια του οποίου ένα μήνυμα μπορούσε να διανύσει απόσταση 720 χιλιομέτρων εντός μίας ώρας [2024].

Δεδομένου ότι το ενδιαφέρον των Βυζαντινών προσανατολιζόταν περισσότερο σε φιλολογικές σπουδές, σήμερα δεν διασώζονται πολλά επιστημονικά πονήματα. Το 1008 κυκλοφόρησε ένα ανωνύμου συντάκτου βιβλίο με τίτλο «Τετρακτύς», το οποίο παρέχει πολύτιμες πληροφορίες για τα μαθηματικά, την μηχανική, την φαρμακευτική και την χημεία της εποχής [2025]. Αργότερα, η «Σύνοψις Φυσικῶν» του Συμεώνος Σηθή (11ου αιώνος), η «Ἐπιτομὴ Φυσικῆς» του Νικηφόρου Βλεμμύδη (13ου αιώνος), το βιβλίο σφαιρικής γεωμετρίας «Σφαιρικὰ τινὰ καὶ ἐποπτικά» του Μανουήλ Βρυεννίου (13ου αιώνος), το εγχειρίδιο γεωδαισίας με τίτλο «Σύνοψις περὶ μετρήσεως καὶ μερισμοῦ τῆς γῆς» του Ιωάννου Πεδιασίμου (13ου αιώνος), η «Ψηφοφορία κατ’ Ἰνδούς» του Μαξίμου Πλανούδη (13ου αιώνος) που εισήγαγε στο Βυζάντιο την τυπολογία της άλγεβρας, το βιβλίο αριθμητικής, γεωμετρίας, μουσικής και αστρονομίας του Γεωργίου Παχυμέρη με τίτλο «Σύνταγμα τῶν τεσσάρων μαθημάτων» (1300) και η ανωνύμου συντάκτου «Ἐγκυκλοπαίδεια Μαθηματικῶν» του 15ου αιώνος -ίσως η πρώτη καταγεγραμμένη του είδους- αποτελούν αξιόλογα έργα, που συνέθεσαν την εικόνα μίας καλλιεργημένης κοινωνίας με πολλά ανήσυχα πνεύματα. Έως τον 14ο αιώνα ολοκληρώθηκε η διάκριση μεταξύ των θεωρητικών-ακαδημαϊκών και των εμπορικών μαθηματικών, τα οποία ενδιέφεραν πλήθος πολιτών για την επίλυση πρακτικών προβλημάτων της καθημερινότητος [2026]. 

Όσον αφορά τις μετεωρολογικές γνώσεις, τον 11ο αιώνα ο Κεκαυμένος εξήγησε ικανοποιητικά το φαινόμενο του κεραυνού καθώς και γιατί συμβαίνουν συγχρόνως ο κρότος και η αστραπή [2027], ενώ η Αλεξιάς μας πληροφορεί ότι επί Αλεξίου Κομνηνού δημιουργήθηκε ένας χάρτης της Αδριατικής που συμπεριελάμβανε τα ρεύματα και τους ανέμους της [2028]. Ωσαύτως, η επιστημοσύνη της Άννης Κομνηνής επεξετάθη σε απόπειρες αναλύσεως των φαινομένων της βροχής και του ουρανίου τόξου, καθώς και σε διάφορα ιατρικά ζητήματα. Τον 14ο αιώνα, ο Νικόλαος Καβάσιλας ερμήνευσε τα φαινόμενα του ουρανίου τόξου και των παλιρροιών, ενώ του έχουν αποδοθεί και ενδεχόμενα οπτικά πειράματα διαθλάσεως [2029]. Εν τούτοις, όπως συνέβαινε ανέκαθεν, οι εκλεκτότερες συλλήψεις των επιστημόνων δεν ήσαν a priori συμβατές με τον κοινό νου. Το 1238, φερ’ ειπείν, ο Γεώργιος Ακροπολίτης δυσκολεύθηκε να πείσει την Ειρήνη Δούκαινα ότι η έκλειψη προκύπτει με την παρεμβολή της σελήνης μεταξύ ηλίου και γης [2030].

Η βυζαντινή αστρονομία, κληρονομήσασα την ελληνιστική πτολεμαϊκή και εν μέρει την ανατολική παράδοση, έχει να επιδείξει επίσης σημαντικά επιτεύγματα, μολονότι έως αυτήν την περίοδο δύσκολα διακρινόταν από την αστρολογία, η οποία συγχεόταν με μαγεία, μαντεία και άλλες απαράδεκτες για την Εκκλησία δεισιδαιμονίες. Ωστόσο, ήδη από τον 8ο αιώνα, ο Ιωάννης Δαμασκηνός στα αστρονομικά του έργα αντιμαχόταν την «μαγική» αστρολογία. Οι Βυζαντινοί γνώριζαν την σφαιρικότητα της γης (βλ. την «Ἱστορία περί τῆς Γῆς ἐν συνόψει» του Ν. Βλεμμύδη) [2031] και ορισμένοι εξ αυτών υπερέβησαν ακόμη και τον Κλαύδιο Πτολεμαίο, υποστηρίζοντες την θέση του Αριστάρχου ότι στο κέντρο του σύμπαντος ευρίσκεται ο ήλιος. Κατά την ενθρόνιση του Μανουήλ Κομνηνού το 1143, ο Μιχαήλ Ιταλικός απηύθυνε στον νέο βασιλέα έναν πανηγυρικό λόγο στον οποίο τον παρομοίασε με τον ήλιο, που ήταν το κέντρο των πλανητών [2032]. Τον 13ο αιώνα ο Θεόδωρος Μετοχίτης συνέχισε επαξίως την αστρονομική παράδοση του Συνεσίου Κυρηναίου, ενώ τον 14ο αιώνα ο Νικηφόρος Γρηγοράς διόρθωσε τα λάθη του Ιουλιανού ημερολογίου [2033]. Στον Γρηγορά απεδόθη και μία έκφραση μεγάλης επιστημολογικής αξίας, που δηλώνει ότι η επιστημονική απόδειξη προϋποθέτει εκτός της λογικής και εμπειρισμό: «οὑδέν γὰρ οὕτως εἰς ἐπιστήμης ἁπόδειξιν ἁναντίρρητον ἔτερον ὡς ἐμπειρία καὶ αἴσθησις» [2034]. 

Πέραν των σπουδαίων θεωρητικών έργων του, ο Γρηγοράς συνέγραψε και εγχειρίδιo για την κατασκευή αστρολάβων, εισάγοντάς μας στην εφηρμοσμένη διάσταση των βυζαντινών επιστημών και στην συνακόλουθη τεχνολογία. Οι αστρολάβοι ήσαν αστρονομικά όργανα με γρανάζια που υπελόγιζαν τις θέσεις και τα ύψη ουρανίων σωμάτων, μέσω μετρήσεως των γωνιών που σχημάτιζαν. Ως εκ τούτου, είχαν αστρονομικές, γεωγραφικές και ναυτικές εφαρμογές. Ο βυζαντινός αστρολάβος του 11ου αιώνος που σήμερα φυλάσσεται στο μουσείο Età Cristiana της Μπρέσια συνιστά αντιπροσωπευτικό δείγμα αυτής της τεχνολογίας. Μία παρεμφερής κατηγορία συσκευών με οδοντωτούς τροχούς συνίστατο σε φορητά ορειχάλκινα ηλιακά ωρολόγια, παρόμοια με τον υπολογιστή των Αντικυθήρων, όπως το (δυνάμενο να προσδιορίζει και σεληνιακές φάσεις) ηλιακό ωρολόγιο-ημερολόγιο του 6ου αιώνος, που σήμερα φυλάσσεται στο Science Museum του Λονδίνου [2035]. Άξιο αναφοράς κρίνεται και το -εντοπισθέν εν έτει 1965 στους Φιλίππους Μακεδονίας- ηλιακό ωρολόγιο του 4ου αιώνος, το οποίο εκτιμούσε το γεωγραφικό πλάτος, το αζιμούθιο και τις ζενίθιες αποστάσεις των αστέρων (σε μοίρες) [2036]. Οι βυζαντινοί φαίνεται ότι είχαν αξιόλογη παράδοση και στα μηχανικά ωρολόγια. Τον 10ο αιώνα, ο Κωνσταντίνος Πορφυρογέννητος στο «Περὶ τῆς βασιλείου τάξεως» και ο Άραβας χρονικογράφος Χαρούν Ιμπν Γιαχιά μνημόνευσαν -μεταξύ άλλων- και το περίφημο Ωρολόγιον πλησίον της Αγίας Σοφίας, που διέθετε 24 θυρίδες, καθ’ εκάστη εκ των οποίων αντιστοιχούσε σε μία ώρα, ώστε να ανοίγει και να κλείνει αυτομάτως άμα τη ενάρξει και τη λήξει αυτής [2037]. Το συγκεκριμένο, κατά πάσα πιθανότητα, λειτουργούσε δια μηχανισμού παρομοίου με το ωρολόγιον της Γάζας (5ου-6ου αιώνος).

Η βυζαντινή ιστορία βρίθει θρυλικών εφευρέσεων. Τον 4ο αιώνα, ο επίσκοπος Κυρήνης Συνέσιος είχε περιγράψει το «Βαρύλλιον», ένα εμβολοειδές υδροσκόπιο που προσδιόριζε την πυκνότητα διαφόρων υγρών [2038]. Τον 6ο αιώνα, o Ανθέμιος ο Τραλλιανός εκτός από αρχιτέκτων υπήρξε και φυσικομαθηματικός, ξακουστός για τα παραβολικά κάτοπτρά του. Λέγεται ότι, προκειμένου να διασκεδάσει πειράζοντας τον γείτονά του, προεκάλεσε έναν τοπικό σεισμό διοχετεύοντας ατμό εντός δερματίνων σωλήνων που είχε στερεώσει μεταξύ των δοκών και του δαπέδου του σαλονιού εκείνου [2039]. Μία άλλη φορά, ο πλακατζής Ανθέμιος ενόχλησε τον άτυχο γείτονα παράγοντας τεχνητές βροντές και αστραπές και εξαπολύοντας, μέσω παραβολικού καθρέπτη, ένα εκτυφλωτικό φως πάνω του [2040]. Στον Ανθέμιο έχουν αποδοθεί επίσης και γνώσεις περί εκρηκτικών υλών και πυρίτιδος [2041]. Την ίδια περίοδο, ο -μάλλον σοβαρότερος ως προς την ψυχαγωγία- συνεργάτης του και συναρχιτέκτων της Αγίας Σοφίας, Ισίδωρος ο Μιλήσιος, δημιούργησε ένα γεωμετρικό όργανο για χάραξη παραβολών καμπυλών [2042].

Τα περιβόητα «αὐτόματα» ήσαν μηχανικά ρομπότ που παρήγαγαν κινήσεις και ήχους, με την βοήθεια περιπλόκων συστημάτων οδοντωτών τροχών και της ροής νερού διαμέσου εσωτερικών σωλήνων και κοιλοτήτων [2043]. Τα εντυπωσιακά αυτόματα που αποδίδονται στον (εφευρέτη του Οπτικού Τηλεγράφου) Λέοντα Μαθηματικό (9ος αιών) και στον Ήρωνα Βυζάντιο (10ος αιών) αποκαλύπτουν μεγάλη μαεστρία σε ζητήματα μηχανικής και υδραυλικής, της οποίας όμως οι εφαρμογές δυστυχώς περιορίσθηκαν στην κατασκευή παλατινών παιγνιδίων προς (αποτελεσματικότατο) εντυπωσιασμό επισκεπτών. Αυτά τα αυτόματα ομοίαζαν στις μεγαλοφυείς εφευρέσεις του Ήρωνος του Αλεξανδρέως και ως προς τον σχεδιασμό και ως προς την -όχι σοβαρή- χρήση τους. Αν και η εναλλακτική ιστορία δεν συνιστά ιστορία, η φαντασία μας δεν μπορεί να μην εξάπτεται υποθέτουσα τα αποτελέσματα που θα μπορούσε να έχει η διεύρυνση αυτών των εφαρμογών στις παραγωγικές διαδικασίες και την βιοτεχνία. Αλλά -όπως προείπαμε- οι άνθρωποι της εποχής εκείνης δεν είχαν ως πρώτη προτεραιότητα την μεγιστοποίηση του κέρδους και της οικονομικής αναπτύξεως, και αυτό δεν ίσχυε μόνο για τους Βυζαντινούς.

Στην Τρίκλινο αίθουσα του θρόνου στο Παλάτι της Μαγναύρας, δέσποζε ένας χρυσός πλάτανος, του οποίου τα κλαδιά ήσαν διακοσμημένα με πολυτίμους λίθους και μηχανικά πουλιά. Τα πουλιά εκείνα κελαηδούσαν και με τις κινήσεις των έδιναν την εντύπωση ότι πηδούν από το δένδρο στον θρόνο και τανάπαλιν. Πέριξ του κορμού ίσταντο χρυσοί γρύπες και λέοντες που εβρυχώντο. Με ένα νεύμα του αυτοκράτορος, όλο αυτό το σύστημα ετίθετο σε λειτουργία και πάλι με ένα νεύμα σταματούσε. Στο «Περὶ τῆς βασιλείου τάξεως», ο Κωνσταντίνος Πορφυρογέννητος περιέγραψε σχετικά την διαδικασία εντυπωσιασμού ενός ξένου πρεσβευτού: «καὶ ποιοῦντος τοῦ λογοθέτου τὰς συνήθεις ἐρωτήσεις εἰς αὐτὸν, ἄρχονται βρυχᾶσθαι οἱ λέοντες καὶ τὰ ὄρνεα ἐν τῷ σέντζῳ ὁμοίως καὶ τὰ ἐν τοῖς δένδρεσι, ᾄδειν ἐναρμονίως· τὰ δὲ ζῶα τὰ ἐν τῷ θρόνῳ ἀπὸ τῶν ἰδίων βαθμῶν ἀνορθοῦνται […]» [2044]

Τα παραπάνω τα επιβεβαίωσε στα απομνημονεύματά του (Antapodosis VI, 5:8) και ο απεσταλμένος του Βερεγγαρίου Β΄ της Ιταλίας στον Κωνσταντίνο Πορφυρογέννητο εν έτει 949, επίσκοπος Κρεμόνος Λιουτπράνδος, ο οποίος δεν είχε κανένα συμφέρον να εξωραΐσει τους μισητούς του Γραικούς:

«Μπροστά από τον θρόνο του Αυτοκράτορος, υπήρχε ένα επίχρυσο ορειχάλκινο δένδρο, που τα κλαδιά του ήσαν γεμάτα με πουλιά, πιθανώς από επίχρυσο ορείχαλκο, και αυτά παρήγαγαν ήχους ανάλογα με το είδος τους. Ο θρόνος του Αυτοκράτορος ήταν φτιαγμένος με τόσο επιτήδειο τρόπο, ώστε την μια στιγμή βρισκόταν στο δάπεδο και την άλλη υπερυψωνόταν και έμοιαζε να αιωρείται. Αυτός ο θρόνος ήταν τεραστίου μεγέθους και πλαισιωνόταν από λιοντάρια, φτιαγμένα από ορείχαλκο ή ξύλο με επικάλυψη χρυσού, τα οποία κτυπούσαν την ουρά τους στο πάτωμα κι εβρυχώντο, ανοίγοντας το στόμα και κουνώντας την γλώσσα. Καθήμενος στους ώμους δύο ευνούχων, παρουσιάσθηκα ενώπιον του Αυτοκράτορος. Καθώς πλησίαζα, τα λιοντάρια άρχισαν να βρυχώνται και τα πουλιά να κελαηδούν, το καθένα με τους ήχους του είδους του, αλλά δεν με κυρίευσε ούτε φόβος ούτε έκπληξη, επειδή κάποιος με είχε προειδοποιήσει. Αφού έπεσα κάτω και προσκύνησα τρεις φορές τον Αυτοκράτορα, σήκωσα την κεφαλή μου προς τα πάνω και αντίκρισα τον άνδρα, που πριν καθόταν σε φυσιολογικό ύψος από το δάπεδο, να βρίσκεται τώρα κοντά στο ταβάνι με αλλαγμένη ενδυμασία! Δεν μπορούσα να καταλάβω πώς έγινε αυτό, εκτός κι αν τον ανύψωσε ίσως κάποια μηχανή σαν αυτές που σηκώνουν τα ξύλα σε ένα οινοποιείο.» [2045]

Αρκετές εκλάμψεις της μηχανικής και της πρακτικής ευφυΐας των βυζαντινών άφησαν ανεξίτηλο αποτύπωμα στα αρχιτεκτονικά μνημεία. Μία εκ των πρώτων καινοτομιών της βυζαντινής αρχιτεκτονικής ενέκειτο στην ανέγερση θόλων επί τετραγώνου βάσεως. Αυτή επιτυγχανόταν με δύο τρόπους. Στην μεγάλη τετράγωνο βάση τοποθετούντο τέσσερεις δομές τριγωνικής βάσεως, μία σε κάθε γωνία της μεγάλης βάσεως, που καθώς αυξανόταν το ύψος των εγένοντο καμπυλωτές, ώστε να κλίνουν και να συγκλίνουν μεταξύ των. Εναλλακτικά, στις τέσσερεις γωνίες της τετραγώνου βάσεως εφηρμόζοντο ἡμιχώνια, δηλαδή μικροί αψιδοειδείς θόλοι που μετέτρεπαν το τετράγωνο της κατόψεως της βάσεως σε οκτάγωνο και έτσι καθιστούσαν εφικτή την κατασκευή τρούλου πάνω του [2046]. Η προοδευτική τελειοποίηση του θόλου καταδεικνύεται στην Αγία Σοφία, στο αρχιτεκτονικό θαύμα των Ανθεμίου και Ισιδώρου, συνολικού όγκου 255.800 κυβικών μέτρων [1999].

Επιπροσθέτως, οι Κωνσταντινουπολίτες διέθεταν ένα εξαίρετο σύστημα υδρεύσεως, εξελίξαντες το αντίστοιχο ρωμαϊκό. Απομεινάρια αυτού συναντώνται στο Υδραγωγείο του Ουάλεντος και στην Κινστέρνα του Ίλλου, δηλαδή στην υπόγεια δεξαμενή ύδατος του Ιουστινιανού (6ου αιώνος), η οποία υποστηρίζει το ανώγειο με 336 κίονες ύψους 8 μέτρων και έχει έκταση 9.800 τετραγωνικών μέτρων και συνολική χωρητικότητα 80.000 κυβικών [2047]. Σε αντίθεση με την γαλλική αριστοκρατία του 1700 στο ανάκτορο των Βερσαλλιών, που αφόδευε σε κουβάδες, οι Βυζαντινοί πολλών πόλεων απελάμβαναν ευθύς εξαρχής και ένα υποδειγματικό αποχετευτικό σύστημα. Οι οικίες διέθεταν ιδιωτικά αποχωρητήρια που αποχετεύοντο σε κεραμικούς σωλήνες [2048]. Στην Κωνσταντινούπολη, οι σωλήνες γειτονικών οικιών συμβαλλόμενοι υπογείως εσχημάτιζαν ένα αποχετευτικό δίκτυο με τελικούς αγωγούς που εξέβαλλαν στον Βόσπορο. Τέτοια δίκτυα εχρησιμοποιούντο και για την παροχή καθαρού νερού. Οι Βυζαντινοί διατηρούσαν ιδιαίτερη σχέση με την καθαριότητα και την υγιεινή. Οι οικίες των ευκαταστάτων διέθεταν ιδιωτικά λουτρά, ενώ πάντες οι κάτοικοι είχαν πρόσβαση σε δημόσια λουτρά, όπου υπήρχε και η επιλογή του θερμού μπάνιου με παροχή ύδατος από θερμαινόμενους λέβητες [2049]. Οι επαύλεις των πλουσίων είχαν πρόσβαση και σε μια επιπλέον πολυτέλεια, σε ιδιωτικά συστήματα θερμάνσεως. Η θέρμανση των δωματίων επιτυγχανόταν με ατμολέβητες, ελεγχόμενες καύσεις και αγωγούς που επέτρεπαν την ροή θερμαινόμενου ύδατος και -κυρίως- ατμού, σε χώρους κάτωθεν των δαπέδων ή διαμέσου των τειχών (υποκαύστες) [2050].

Η χημεία, ως σύστημα εμπειρικών κανόνων περί αναμείξεως φυσικών ουσιών προς δημιουργία νέων επιθυμητών, καίτοι πλημμελώς χειραφετημένη από την αλχημική παράδοση, ήταν μία εφηρμοσμένη επιστήμη επίσης γνώριμη στους Βυζαντινούς. Ήδη από τον 6ο αιώνα, ο Βάσσος Κασσιανός χρησιμοποιούσε αζωτούχο (χημικό) λίπασμα σε αγροτικές καλλιέργειες. Στο σύγγραμμά του με τίτλο «Γεωπονικά», που εξεδόθη από αντιγραφείς του 10ου αιώνος, η διαδικασία περιεγράφη ως εξής:

«Ἐὰν πρὸ μιᾶς ἡμέρας τῆς σπορᾶς ὕδατι χλιαρῷ βρεξῆς τοὺς ἐρεβίνθους, μείζονες φύονται. τινὲς δὲ περιεργότερον ποιοῦντες, πολλῷ μείζους εἶναι τοὺς ἐρεβίνθους βουλόμενοι, σὺν τοῖς κελύφοις αὐτοὺς ὁμοίως προβραχέντας μετὰ νίτρου σπείρουσι.» [2051]

Ομιλώντας περί χημείας, υποχρεούμεθα να μνημονεύσωμε και το θρυλικό «ὑγρὸν πῦρ», που οι Λατίνοι το ονόμαζαν «ελληνικό» (ignis graecus). Επρόκειτο περί ενός εκρηκτικού μείγματος, επινοηθέντος το 672 υπό του μηχανικού Καλλινίκου εξ Ηλιουπόλεως, του οποίου η σύσταση διετηρείτο ως κρατικό μυστικό. Σύμφωνα με νεώτερες θεωρίες, είχε πιθανότατα ως βάση το νιτρικό κάλιο [2052]. Εχρησιμοποιείτο κυρίως ως ναυτικό όπλο, καθώς εκσφενδονιζόμενο σε αντίπαλα πλοία τα τύλιγε τάχιστα στις φλόγες και η ουσία του εξακολουθούσε να φλέγεται ακόμη και πάνω στην επιφάνεια της θαλάσσης. Το ὑγρὸν πῦρ έσωσε αρκετές φορές την Κωνσταντινούπολη, μετατρέποντας τον Βόσπορο σε πλωτή πύρινη κόλαση. Εκσφενδονιζόταν ως πύρινη μάζα μέσα από φλογοβόλους σίφωνες προσαρμοσμένους σε βυζαντινούς δρόμωνες ή εγκλειόταν εντός υαλίνων χειροβομβίδων προς χειροκίνητη ρίψη κατά αντιπάλων [2053]. 

Μία ακόμη εφηρμοσμένη επιστήμη στην οποία διέπρεψαν οι Βυζαντινοί ήταν η Ιατρική, η οποία κληρονόμησε την παράδοση του Ιπποκράτους και του Γαληνού και ενεκολπώθη το χριστιανικό πνεύμα φιλαλληλίας. Πράγματι, η έννοια της περιθάλψεως και της ιατρικής φροντίδος -πέραν της όποιας πνευματικής- ήταν εγγεγραμμένη στον χριστιανικό βίο, καθώς τα πρώτα οργανωμένα νοσοκομεία άνοιξαν σε χώρους μοναστηρίων. Τον 4ο αιώνα στην Καισάρεια, ο επίσκοπος Βασίλειος ο Μέγας δημιούργησε μία ολόκληρη πολιτεία με φιλανθρωπικά ιδρύματα, ορφανοτροφεία, πτωχοκομεία, γηροκομεία και νοσοκομεία [2054]. Σύμφωνα με την αγιολογική παράδοση, έναν αιώνα νωρίτερα, οι Άγιοι Ανάργυροι Κοσμάς και Δαμιανός είχαν πραγματοποιήσει ετερόλογη μεταμόσχευση κάτω άκρου σε έναν άνθρωπο που έπασχε από γάγγραινα, λαμβάνοντας το πόδι από έναν Άραβα που είχε μόλις αποθάνει [2055]. Το θέμα αυτό ήταν προσφιλές σε διαφόρους μεσαιωνικούς καλλιτέχνες, που το απαθανάτισαν σε πίνακες και χειρόγραφα. Ανεξαρτήτως της αμφισβητουμένης ιστορικότητος αυτού του θαύματος, και μόνον η ύπαρξη μιας τέτοιας ιδέας προσφέρει πολύτιμες πληροφορίες για τις χειρουργικές και βιοηθικές αντιλήψεις των Βυζαντινών.

Αναφορικά με την βυζαντινή χειρουργική, ο Συμεών Μάγιστρος έχει καταγράψει στην Χρονογραφία του (136:82) ένα συγκλονιστικό περιστατικό. Στην Κωνσταντινούπολη του 10ου αιώνος, επεχειρήθη ο χειρουργικός διαχωρισμός δύο σιαμαίων αδελφών (με συγγενώς ενωμένα σώματα), αφότου ο ένας απεβίωσε. Η παράτολμη αυτή ιατρική πρωτοβουλία υποδεικνύει ότι υπήρχε μία στοιχειώδης εικόνα για τους μηχανισμούς σήψεως στον άνθρωπο και, κατ’ επέκταση, η γνώση πως ο επιζών αδελφός θα πέθαινε σίγουρα χωρίς την επέμβαση: «ἐπειδὴ δὲ ὁ ἕτερος αὐτῶν ἐτεθνήκει, ἰατροί τινες ἔμπειροι τὸ συγκεκολλημένον μέρος διέτεμον εὐφυῶς, ἐλπίδι τοῦ τὸν ἕτερον ζήσεσθαι» [2056]. Στο τεχνικό σκέλος της, η επέμβαση εστέφθη με επιτυχία, αλλά ο αδελφός απεβίωσε λίγες ημέρες αργότερα.

Οι Αέτιος Αμιδηνός και Αλέξανδρος Τραλλιανός τον 6ο αιώνα και οι Θεόφιλος Πρωτοσπαθάριος και Παύλος Αιγινήτης τον 7ο αιώνα ήσαν διάσημοι ιατροί. Το ενδιαφέρον για τις ιατρικές γνώσεις φαίνεται να ξεπερνούσε τους κύκλους των επαγγελματιών ιατρών, εφόσον τέτοιες διέθεταν ο Μιχαήλ Ψελλός και η Άννα Κομνηνή, ενώ τον 12ο αιώνα ο αυτοκράτωρ Μανουήλ Κομνηνός εθεράπευσε προσωπικώς τον άρρωστο Γερμανό αυτοκράτορα Κορράδο Γ΄, όταν τον φιλοξένησε στην Κωνσταντινούπολη [2057]. Η ιατρική γραμματεία των Βυζαντινών, όπως τα πλέονα γραμματειακά των είδη, αφορούσε κυρίως επιτομές και εγκυκλοπαιδικά συγγράμματα με ελάχιστες πρωτοτυπίες, τουλάχιστον μέχρι την υστεροβυζαντινή περίοδο. Τον 13ο αιώνα ο Νικόλαος Μυρεψός συνέγραψε το «Δυναμερόν», ένα βιβλίο που ανέλυε περισσότερες από 2600 φαρμακευτικές συνταγές και το οποίο απετέλεσε τον επίσημο φαρμακολογικό οδηγό της ιατρικής σχολής του Πανεπιστημίου των Παρισίων έως το 1651 [2058]. Τον 14ο αιώνα εφάμιλλη επιτυχία γνώρισαν και τα ιατρικά συγγράμματα του Ιωάννου Ζαχαρίου Ακτουαρίου («Ἰατρικὴ μέθοδος», «Περὶ οὔρων λόγοι» κ.α.), ο οποίος καινοτόμησε σε ζητήματα φαρμακολογίας, θεραπειών και διαγνωστικής αξιολογήσεως των ούρων [2059].

Οι επιστημονικές γνώσεις και οι εφαρμογές των στο Βυζάντιο εντάσσονται σε μία, παραμελημένη τολμώ να πω, θεματική, που μέχρι στιγμής δεν έχει εισπράξει το ιστορικό ενδιαφέρον που της αρμόζει. Είμαι αισιόδοξος πως αυτό θα αλλάξει στο προσεχές μέλλον, ενόσω η μέχρι πρότινος σπιλωμένη υπόληψη του Βυζαντινού Πολιτισμού θα αποκαθίσταται συνολικώς από τις νέες γενεές φιλαλήθων ερευνητών. Άλλωστε, το πολιτισμικό υπόδειγμα της ανατολικής ρωμαίικης πολιτείας έχει να διδάξει πολλά στην μετέωρη εποχή μας...




Βιβλιογραφικές παραπομπές

1861. «...ἡ ἀρχὴ τῆς κοσμογονίας ὑποτίθεται, ὅτι διὰ πάντων τῶν ὄντων τὰς ἀφορμὰς καὶ τὰς αἰτίας συλλήβδην ὁ θεὸς ἐν ἀκαρεῖ κατεβάλλετο...», βλέπε: Γρηγορίου Ἐπισκόπου Νύσσης, Ἀπολογητικὸς πρὸς Πέτρον τὸν ἀδελφὸν αὐτοῦ, περὶ τῆς Ἑξαημέρου PG 44, Patrologiae Graecae XLIV, ed. J.-P. Migne, Παρίσι 1863, σ.72. 
1862. Γρηγορίου Ἐπισκόπου Νύσσης, ό.π., σ.148. 

1866. Κωνσταντίνος Καλαχάνης, Ευστράτιος Θεοδοσίου, Ευαγγελία Πάνου, Βασίλειος Μανιμάνης, “Η αντίληψη του χρόνου από τον άνθρωπο κατά την διδασκαλία του Ιωάννη Φιλοπόνου και η συσχέτισή της με την Ειδική και τη Γενική Θεωρία της Σχετικότητας”, Physics News 4o τεύχος (Δεκέμβριος 2012), σ.13-17.

1999. Bissera Pentcheva, “Aural Architecture in Byzantium: Music, Acoustics, and Ritual”, Taylor & Francis 2017, σ.177

2019. Ανδρέας Θεοδώρου, “Απαντήσεις σε ερωτήματα συμβολικά», εκδ. Αποστολική Διακονία 2006, σ.97-98.
2020. Τον 1ο αιώνα μ.Χ. ο Ήρων ο Αλεξανδρεύς, βασιζόμενος σε αρχές θερμοδυναμικής, είχε κατασκευάσει την περίφημη «Αἰολόσφαιρα», που θεωρείται από πολλούς ως η πρώτη καταγεγραμμένη ατμοτουρμπίνα αντίδρασης στην ιστορία. Επρόκειτο περί μίας σφαίρας που περιστρεφόταν δια της ενεργείας ατμού παραγομένου από νερό σε βράση, η οποία ήταν προσαρμοσμένη σε μία βάση και, ως προς την χρήση της, μάλλον είχε χαρακτήρα παιχνιδιού, παιγνιώδους πειράματος ή διακοσμητικό. Βλέπε: Mike Gruntman, “Blazing the Trail: The Early History of Spacecraft and Rocketry”, American Institute of Aeronautics and Astronautics 2004, σ.1.
2021. Don S. Lemons, “Drawing Physics: 2,600 Years of Discovery From Thales to Higgs”, Massachusetts Institute of Technology Press 2017, σ.80.
2022. Helaine Selin (ed.), “Encyclopaedia of the History of Science, Technology, and Medicine in Non-Westen Cultures”, Springer Science 2013, σ.821.
2023. Benson Bobrick, “The Caliph's Splendor: Islam and the West in the Golden Age of Baghdad”, Simon and Schuster 2012, σ.207.
2024. Clive Foss, “Beacon”, The Oxford Dictionary of Byzantium (ed. Alexander Kazhdan), Oxford University Press 1991, σ.273-274.
2025. Ευθύμιος Νικολαΐδης, “Science and Eastern Orthodoxy: From the Greek Fathers to the Age of Globalization”, Johns Hopkins University Press 2011, σ.42-43.
2026. Jean Christianidis, “Classics in the History of Greek Mathematics”, Springer Science & Business Media 2013, σ.368-369.
2027. «ἀλλ’ αἱ βρονταὶ γίνονται, ὡς φασίν, ἐκ τοῦ νέφους, ὁπόταν τὸ νέφος νοτισθὲν ἐξ ὑγρότητος ἐλαυνόμενον δὲ ὑπὸ τοῦ πνεύματος ἤτοι τοῦ ἀνέμου ὀγκωθῇ· ἐλθόντος γὰρ ἔνδον αὐτοῦ πνεύματος καὶ ῥήξαντος αὐτὸ ἀποτελεῖται ὁ ἦχος, καὶ ἡ μὲν ἄνωθεν κραυγὴ λέγεται βροντή, εἰ δὲ ὑπὸ τοῦ πνεύματος βιαζόμενον εἰς τὴν γῆν κατενεχθῇ, λέγεται κεραυνός. [...]», βλέπε: Κεκαυμένου Στρατηγικόν σλβ΄, Περὶ βροντῶν, Cecaumeni strategicon: et incerti scriptoris de officiis regiis libellus, ed. Adolf Hakkert, Άμστερνταμ 1965, σ.83.
2028. Ἄννης Κομνηνῆς Ἀλεξιάδος Λόγος ΙΓ΄, Patrologiae Graecae CXXXI, ed. J.-P. Migne, Παρίσι 1864, σ.981.
2029. Ευάγγελος Σπανδάγος, Δεσποινα Τραυλου, Ρουλα Σπανδαγου, “Οι θετικοί επιστήμονες της Βυζαντινής εποχής: Βιογραφικά στοιχεία και εργασίες των θετικών επιστημόνων της Βυζαντινής Εποχής από τον 4ο έως και τον 15ο αιώνα”, εκδ. Αίθρα 1996, σ.139-140.
2030. Ruth Macrides (ed.), “George Akropolites: The History: Introduction, translation and commentary”, Oxford University Press 2007, σ.212-213.
2031. «καὶ περὶ τούτου ὅτι σφαιροειδής ἐστὶ, πολλαὶ ἀποδείξεις εἰσί. Πρῶτον μέν, ὅτι πρότερον ἐπιλάμπει ὁ ἥλιος ἐν τοῖς μέρεσι τῆς ἀνατολῆς, εἶτα κατὰ μικρὸν ἐν τοῖς δυτικοῖς μέρεσι· καὶ διὰ τοῦτο προλαμβάνει [...]», βλέπε: Νικηφόρου Βλεμμύδη, Ἑτέρα ἱστορία περὶ τῆς γῆς ἐν συνόψει τοῦ αὐτοῦ Νικηφόρου φιλοσόφου τοῦ Βλεμμίδους πρός τινα βασιλέα ὀρθόδοξον, Nicephori Blemmidae duo opuscula geographica, Libraria Weidmannia, Λειψία 1818, σ.18-19.
2032. «ὁ γὰρ πατὴρ ἐπιλάμψας αὐτοῖς ὥσπερ ἥλιος, ἀμαυροὺς φωστῆρας πάντας ἀπέδειξε· καὶ καθάπερ τινὲς τῶν φιλοσόφων φασὶ τὸν ἥλιον μέσον τὸ κέντρον τῶν πλανωμένων πηξάμενον ἅμα καὶ τὰς ἀνωτέρας καὶ τὰς περιπεζίους σφαίρας εὐτονίας ἀποπληροῦν [...]», βλέπε: Μιχαὴλ Ιταλικοῦ, Λόγος βασιλικὸς εἰς τὸν βασιλέα κὺρ Μανουὴλ τὸν Κομνηνὸν καὶ πορφυρογέννητον, Michel Italikos: Lettres et Discours (ed. Paul Gautier), Institut français d'études byzantines, Παρίσι 1972, σ.278. Για μία ανάλυση περί ηλιοκεντρικών αντιλήψεων στο Βυζάντιο, βλέπε: Bruce Eastwood, Hubert Martin, “Michael Italicus and Heliocentrism”, Greek, Roman and Byzantine studies Vol. 27, Duke University Press 1986, σ.223-230.
2033. Edmund Fryde, “The Early Palaeologan Renaissance (1261 - c.1360)”, BRILL 2021, σ.361.
2034. Νικηφόρου τοῦ Γρηγορᾶ Ῥωμαϊκῆς Ἱστορίας Λόγος Θ΄, Historiae Byzantinae Vol. I, Cap. IX: 11, Impensis Ed. Weberi, Βόννη 1829, σ.452.
2035. Francis Maddison, “Early mathematical wheelwork: Byzantine calendrical gearing”, Nature Vol. 314 (6009), Springer Nature 1985, σ.316-317.
2036. Χρήστος Λάζου, “Μηχανική και Τεχνολογία στο Βυζάντιο”, εκδ. Αίολος 2005, σ.64-70.
2037. Χρήστος Ζερεφός, Μαριάννα Βαρδινογιάννη, “Hellenistic Alexandria: Celebrating 24 Centuries – Papers presented at the conference held on December 13-15 2017 at Acropolis Museum, Athens”, Archaeopress Publishing Ltd 2019, σ.222.
2038. John Beckmann, William Johnston, William Francis, John William Griffith, “A History of Inventions, Discoveries, and Origins” Vol. II, ed. Henry G. Bohn, Λονδίνο 1846, σ.164.
2039. Vincenzo Vullo, “Gears: Volume 3: A Concise History”, Springer Nature 2020, σ.70.
2040. Edward Gibbon, “The History of the Decline and Fall of the Roman Empire” Vol. III, B. F. French, Φιλαδέλφεια 1830, σ.22.
2041. Thomas Little Heath, “Anthemius”, Encyclopaedia Britannica Vol. II (ed. Hugh Chisholm), Cambridge University Press 1911, σ.98.
2042. Nigel Guy Wilson, “Scholars of Byzantium”, Duckworth 1996, σ.46.
2043. Rodney Peppé, “Automata and Mechanical Toys”, Crowood Press 2002, σ.10.
2044. Κωνσταντίνου Ζ΄ Πορφυρογεννήτου Περὶ βασιλείου τάξεως, De ceremoniis aulae Byzantinae Cap. II: 15, M.192, Corpus Scriptorum Historiae Byzantinae, Impensis Ed. Weberi, Βόννη 1829, σ.568-569.
2045. Liudprandi Cremonensis Antapodosis VI: 5, The Complete Works of Liudprand of Cremona, (ed. Paolo Chiesa), Catholic University of America Press 2007, σ.197-198.
2046. Χριστίνα Αγγελίδη, “Ἡ περιγραφὴ τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων ἀπὸ τὸν Κωνσταντῖνο Ρόδιο: Ἀρχιτεκτονικὴ καὶ συμβολισμὸς”, Βυζαντινά Σύμμεικτα Τόμ. Ε΄, Ινστιτούτο Βυζαντινών Ερευνών 1983, σ.91-119.
2047. Chris Fitch, “Subterranea: Discovering the Earth's Extraordinary Hidden Depths”, Hachette UK 2020, σ.94.
2048. Ανδρέας Ν. Αγγελάκης, Joan B. Rose, “Evolution of Sanitation and Wastewater Technologies through the Centuries”, International Water Association Publishing 2014, σ.124-128.
2049. Charles Texier, Richard Popplewell Pullan, “Byzantine Architecture: Illustrated by Examples of Edifices Erected in the East During the Earliest Ages of Christianity, with Historical & Archaeological Descriptions”, Day & Son, Λονδίνο 1864, σ.158-164.
2050. Doreen Yarwood, “The Architecture of Europe: The ancient classical and Byzantine world, 3000 B.C.-A.D. 1453”, Batsford 1992, σ.65.
2051. Βάσσου Κασσιανοῦ Γεωπονικά Κεφ. Λς΄, “Περὶ ἐρεβίνθων”, Geoponicorum Sive de re Rustica Lib. XX, Sumtu Caspari Fritsch, Λειψία 1781, σ.184.
2052. James R. Partington, “A History of Greek Fire and Gunpowder”, Johns Hopkins University Press 1999, σ.322-323.
2053. Brian Lukey, James Romano, Harry Salem, Brian Lukey, “Chemical Warfare Agents: Chemistry, Pharmacology, Toxicology, and Therapeutics”, CRC Press 2007, σ.2-3.
2054. David Dockery, “Faith and Learning: A Handbook for Christian Higher Education”, B&H Publishing 2012, σ.421-422.
2055. Robert E. Greenspan, “Medicine: Perspectives in History and Art”, Ponteverde Press 2006, σ.132.
2056. Συμεῶνος Μαγίστρου Χρονικόν 136:82, Corpus Fontium Historiae Byzantinae Vol. XLIV (ed. Staffan Wahlgren), Walter de Gruyter 2006, σ.339.
2057. Piers D. Mitchell, “Medicine in the Crusades: Warfare, Wounds and the Medieval Surgeon”, Cambridge University Press 2004, σ.36.
2058. Κωνσταντίνος Γιαννακόπουλος (Deno John Geanakoplos), “Byzantine East and Latin West: Two Worlds of Christendom in Middle Ages and Renaissance”, Barnes & Noble 1966, σ.31.
2059. Plinio Prioreschi, “A History of Medicine: Byzantine and Islamic medicine”, Horatius Press 1996, σ.91-98. 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου