30 Σεπτεμβρίου 2022

1922: Ο ακρωτηριασμός της Μεγάλης Ιδέας

Τὸ ἐπάρατον ἔτος 1922, ὁ Ἑλληνισμός ὑπέστη ἕναν ὀλέθριο ἀκρωτηριασμό, ἀνάλογο τοῦ 1071 καὶ τοῦ 1453. Τὸ εὐγενέστερο ὄνειρο τῶν Ἑλλήνων αἴφνης κατέστη ἐφιάλτης, ποὺ ἐξακολουθεῖ νὰ στοιχειώνει σχεδόν παραληρητικὰ τὸ συλλογικὸ φαντασιακό των. Ἐντὸς ὀλίγων μηνῶν, ἡ Μεγάλη Ἰδέα, ὁ ἀχαλίνωτος πόθος γιὰ τὴν παλινόρθωση τοῦ Ῥωμαίικου στὶς ἱστορικές του διαστάσεις, ἐπεσκιάσθη ἀπὸ τὸν θρῆνο μίας γενοκτονίας, ἀπὸ τὴν δραματικὴ συρρίκνωση καὶ συμπύκνωση τοῦ ἑλληνικοῦ κόσμου. Ἀτυχῶς, ὅμως, δὲν ἀπηλλάγημεν εἰσέτι ἀπὸ τὴν νοσηρὰ σκιὰ καὶ ἡ ἀπαλλαγὴ θὰ στοιχίσει κάτι περισσότερο ἀπὸ μοιρολόγια.

Μετὰ τὴν ἡμιτελῆ Ἐθνεγερσία, τὸ Πρωτόκολλο τοῦ Λονδίνου τοῦ 1830 καὶ τὴν δολοφονία Καποδίστρια, στὸν ἑλλαδικὸ χῶρο ἐγκαθιδρύθη ἕνα μικρὸ κράτος ὑπὸ τὴν πλήρη κηδεμονία τῆς Ἀγγλίας. Τὸν ἔλεγχο κομβικῶν ὑποδομῶν αὐτοῦ τοῦ κράτους τὸν ἀνέλαβε μία παρασιτικὴ τάξη -δουλοπρεπῶν ἔναντι τῶν Μεγάλων Δυνάμεων- κομπραδόρων, οἱ ὁποῖοι ἀναπαράγονται μέχρι τούδε ἐντὸς ἑνὸς ὀλιγαρχικοῦ συστήματος, κλειστοῦ πρὸς τὸν λαὸ καὶ ἀνοικτοῦ πρὸς τὶς ἀγγλοσαξωνικὲς πρεσβεῖες καὶ διάφορες λέσχες, καταλαμβάνοντες οὐκ ὀλίγους πρωθυπουργικοὺς θώκους. Κατὰ τὸν 19ο αἰῶνα, τὸ Βασίλειον τῆς Ἑλλάδος, ἀνεξαρτήτως τῶν ἑκάστοτε κρατούντων του, ἀπετέλει ἕνα ἐξαίσιο ἐργαλεῖο τῆς ἀγγλοσαξωνικῆς γεωστρατηγικῆς καὶ ἔπρεπε νὰ παραμείνει ὡς τέτοιο ἄνευ οἱασδήποτε ἀξιώσεως γιὰ οὐσιαστικὴ ἀνεξαρτησία κινήσεων. Ἡ στρατιωτικὴ κατάληψη τοῦ Πειραιῶς ἀπὸ ἀγγλικὲς καὶ γαλλικὲς δυνάμεις στὸν Κριμαϊκὸ Πόλεμο (1854-1857) ἀπεκάλυψε στὸν καλοπροαίρετο Ὄθωνα τὰ πραγματικὰ ὅρια τῆς ἑλληνικῆς πολιτικῆς. Ἐξ ἄλλου, τὰ ἀλλεπάλληλα καὶ μεθοδικῶς χορηγούμενα δάνεια πρὸς τὴν Ἑλλάδα διησφάλισαν τὴν ἀπόλυτη ἐξάρτησή της. Ὅπως θὰ ἐξηγοῦσαν ἀργότερα μὲ ὅρους γεωπολιτικῆς οἱ H. Mackinder καὶ N. Spykman, ἡ Ἑλλὰς ἀνήκει στὴν ἀνασχετικὴ ζώνη κατὰ τῆς μείζονος χερσαίας δυνάμεως τῆς Εὐρασίας (ἥγουν τῆς Ῥωσίας), τῆς ὁποίας ἡ κάθοδος στὴν Μεσόγειο καὶ ἡ συνακόλουθος δημιουργία ναυτικοῦ ἀπειλοῦντος τὴν παγκόσμιο ἀτλαντικὴ ὑπεροχὴ ἔπρεπε νὰ ἀποτραποῦν. Ὄφειλε, συνεπῶς, νὰ μένει στὴν θέση της καὶ νὰ ἐκπληρώνει τὸν περιορισμένο ῥόλο της. Ἀξίζει νὰ σημειωθεῖ πὼς τὸ Ἀγγλικὸ Κόμμα τοῦ Ἀ. Μαυροκορδάτου ἀνέκαθεν ἠναντιοῦτο στὴν Μεγάλη Ἰδἐα, ἀντιπροτείνοντας τὴν -ὁμολογουμένως ὀρθολογικὴ- προτεραιότητα τῆς οἰκονομικῆς ἀναπτύξεως.

Τὸ «Βασίλειον τῆς Ἑλλάδος», ὡς ἕνα δυτικὸ ἐφεύρημα, εὐθὺς ἐξ ἀρχῆς συνέστησε προβολὴ τῆς δυτικῆς φαντασίας διὰ τὸ τί σημαίνει Ἑλλάς, ὅπως ἀποτυπωνόταν στὰ φιλολογικὰ βιβλία Εὐρωπαίων «διαφωτιστῶν»: Ἑλλάς=Ἀθήνα τοῦ Περικλέους. Τούτη ἡ κοντόφθαλμη καὶ ἰδεοληπτικὴ ὀπτική, ποὺ ἀρχικῶς διοχετεύθηκε καὶ σὲ μερικοὺς ἐγκαθέτους ἀκαδημαϊκοὺς τοῦ νεοσυστάτου Πανεπιστημίου, ἐξοβέλισε ὡσὰν ξένες καὶ «δεσποτικὲς» τὶς ὑπόλοιπες ἱστορικὲς ἐκφάνσεις τοῦ Ἑλληνισμοῦ, τὸ Βυζάντιο, τὴν Ἰωνία, ἀκόμη καὶ τὴν Μακεδονία. Τοιαύτη τοπικιστικὴ ἀθηνοκεντρικὴ ὀπτικὴ τῆς προαναφερθείσης παρασιτικῆς τάξεως ἐλάχιστη σημασία θὰ ἔδινε σὲ ἀλύτρωτες πατρίδες πέραν τοῦ Ὀλύμπου, ὅπως εἶχε προϊδεάσει ἡ προβληματικὴ στάση τῶν «αὐτοχθόνων» ἀπέναντι στοὺς «ἑτερόχθονες». Εὐτυχῶς ὅμως δὲν ἐπεκράτησε. Ἡ Ἱστορία διδάσκει πὼς ὅσα ἐπίπλαστα ἀφηγήματα κι ἂν ἐπιχειρηθοῦν νὰ ἐπιβληθοῦν ἄνωθεν, ἡ συνείδηση τοῦ λαοῦ ἀκολουθεῖ τὸν δικό της, αὐθόρμητο δρόμο, καὶ σὲ βάθος χρόνου παρασύρει τὰ πάντα στὸ διάβα του. Στὰ μέσα τοῦ 19ου αἰῶνος, ἦσαν νωπὲς οἱ ἀναμνήσεις τῶν φοβερῶν ἀγώνων, τῶν θυσιῶν, τῶν συγκινήσεων καὶ τῆς ἀγωνίας γιὰ τὸ μέλλον τοῦ Ἑλληνισμοῦ. Οἱ ταλαίπωροι καὶ -στὴν καλλίτερη περίπτωση- ξεχασμένοι ἀπὸ τὴν Βαυαροκρατία ὁπλαρχηγοὶ κυκλοφοροῦσαν καθημερινὰ μεταξὺ τῶν Ῥωμιῶν, ἐνθυμίζοντες σὲ ὅλους τὸν ἐν πολλοῖς ἀνεκπλήρωτο σκοπὸ τῆς Ἐπαναστάσεως, τὴν ἱστορικὴ ἀποστολὴ τοῦ γένους. «Καὶ τοῦ χρόνου στὴν Πόλι» διεκήρυττε ἡ, μεστὴ ζωντάνιας καὶ ἀδιαλείπτως ἀνακυκλούμενη, λαϊκὴ εὐχή. Σύντομα, ἡ ἐνθύμηση ἐξελίχθηκε σὲ παλλαϊκὸ πολιτικὸ αἴτημα, τὸ ὁποῖο κινητοποίησε ἀβασάνιστα τὴν ῥητορικὴ λαϊκιστῶν καὶ μὴ πολιτικῶν, ὅπως τοῦ Ἰ. Κωλέττη (1774-1847), τοῦ Χ. Τρικούπη (1875-1894), τοῦ Θ. Δηλιγιάννη (1824-1905) καὶ τοῦ Ἐ. Βενιζέλου (1864-1936). Μεσούσης τῆς κατισχύσεως τῶν βαλκανικῶν ἐθνικισμῶν, ἑκατομμύρια ὑποδούλων Ἐλλήνων σὲ Εὐρώπη καὶ Μικρὰ Ἀσία ἀνέμεναν τὴν ἀπελευθέρωσή τους ἀπὸ τὸν ὀθωμανικὸ ζυγὸ ἢ τὴν σωτηρία τους ἀπὸ τὶς βουλγαρικὲς ἐθνοκαθάρσεις. Στὰ τέλη τοῦ 19ου αἰῶνος, λοιπόν, ὁ ῥομαντικὸς ἐθνικισμὸς ποὺ ἐξέφρασαν οἱ Κ. Παπαρρηγόπουλος καὶ Σ. Ζαμπέλιος κατέστη ἐθνικὴ ἰδεολογία. Ἡ ὑπόληψη τῆς ῥωμαίικης αὐτοκρατορίας ἐπιτέλους ἀποκατεστάθη στοὺς κύκλους τῶν διανοουμένων καὶ διάφορες ἀθηναϊκὲς ὁδοὶ ἔλαβαν βυζαντινῆς ἐμπνεύσεως ὀνομασίες.    

Ἡ πτώχευση τοῦ 1893 καὶ ὁ Ἀτυχὴς Πόλεμος τοῦ 1897 γονάτισαν τὸ ἑλλαδικὸ κράτος ἀλλὰ δὲν πτόησαν τὸ ἠθικὸ τῶν Ἑλλήνων, οἵτινες συνέχισαν νὰ ἀγωνιοῦν διὰ τοὺς ἀλυτρώτους ἀδελφούς των. Μὲ τοὺς βαλκανικοὺς πολέμους τῆς περιόδου 1912-3, ἦλθε τὸ πλήρωμα τοῦ χρόνου καὶ ἡ Ἑλλὰς διπλασιάσθηκε σὲ ἔκταση, ἐναγκαλιζόμενη ξανὰ τὴν Μακεδονία καὶ νήσους τοῦ Αἰγαίου. Ἡ ἔναρξη τοῦ πρώτου παγκοσμίου πολέμου βρῆκε τὸν ἑλληνικὸ λαὸ βαθύτατα διχασμένο. Ἀπὸ τὴν μία πλευρά, οἱ ἐθνικιστὲς ὀπαδοὶ τοῦ ἀγγλοφίλου Ἐλευθερίου Βενιζέλου ἐπεζήτουν τὴν ἄμεσον εἴσοδο τῆς Ἑλλάδος στὴν σύρραξη ἐναντίον τῶν Κεντρικῶν Δυνάμεων, ἑνῶ ἀπὸ τὴν ἄλλη πλευρά, οἱ συντηρητικοὶ ὀπαδοὶ τοῦ βασιλέως Κωνσταντίνου ἐπιθυμούσαν τὴν προσώρας οὐδετερότητα καὶ ἐν γένει χρόνο γιὰ τὴν ἀνάρρωση τῶν πληγῶν τῆς ἐξουθενωμένης καὶ ἄρτι διπλασιασθείσης χώρας. Διὰ τῆς ἀρωγῆς καὶ τῶν ἀγγλογαλλικῶν ὅπλων, τελικῶς ἐπεβλήθη ὁ Βενιζέλος καὶ ὁ ἑλληνικὸς στρατὸς, κυνηγῶντας τὴν Μεγάλη Ἰδέα τοῦ Ἑλληνισμοῦ, ἐνεπλάκη σὲ ἕναν νέο κύκλο ἐνδόξων ἀγώνων, ἀπὸ τὸν ὁποῖον ἐξῆλθε θριαμβευτής. Μετὰ τὶς συνθῆκες τοῦ Νεϊγὺ (1919) καὶ τῶν Σεβρῶν (1920), ἡ Θράκη καὶ ἡ ἐπαρχία τῆς Σμύρνης περιῆλθαν στὸν ἔλεγχο τῶν Ἑλλήνων. Ὁ ἑλληνικὸς στρατὸς ἐπάτησε στὸ χῶμα τῆς ἰωνικῆς γῆς μετὰ μισὴ καὶ πλέον χιλιετία, ἐνόσῳ οἱ ἀπανταχοῦ Ῥωμιοὶ ἀτένιζαν μὲ ῥίγος τὴν ἀποστρατιωτικοποιημένη πλέον πρωτεύουσα τοῦ γένους. Ἡ ἀναγέννηση τοῦ Βυζαντίου ποτὲ ἄλλοτε δὲν φάνταζε τόσο πιθανή. Ἐν τούτοις, ὑπὸ τὶς ὕπουλες προτροπὲς ὑποτιθεμένων συμμάχων καὶ δὴ τῶν Ἄγγλων, ποὺ ἐπεδίωκαν τὸν προσωρινὸ ἀποπροσανατολισμὸ τοῦ Μουσταφὰ Κεμὰλ ἀπὸ τὰ πετρέλαια τῆς Μοσούλης, ἡ πολιτικὴ ἡγεσία τῆς Ἑλλάδος ἐξεκίνησε μία παράτολμη καὶ στρατηγικῶς ἄφρονα Μικρασιατικὴ Ἐκστρατεία στὰ βάθη τῆς Ἀνατολίας, δίχως ὀργάνωση καὶ ἐπιμελητεία. Ἐξ αἰτίας τῶν ἐμφυλίων παθῶν, σκαιῶν προδοσιῶν στὰ πεδία τῶν μαχῶν καὶ τῆς ἐχθρικῆς στάσεως ἀπασῶν τῶν εὐρωπαϊκῶν Δυνάμεων ἔναντι τῆς Ἑλλάδος (συμπεριλαμβανομένων τῶν «συμμάχων» της), ἀκολούθησε μία ἀναπόφευκτη τραγωδία, ἡ ὁποία σίγουρα ἀναλύεται πλειότερον ἐπισταμένα σὲ διάφορα κεφάλαια τοῦ παρόντος τόμου. 

Ἡ Μικρασιατικὴ καταστροφὴ ἀκρωτηρίασε τὸν ἀνατολικὸ πνεύμονα τοῦ Ἑλληνισμοῦ. Ἡ Ἰωνία, ἐπωμιζόμενη τὴν μοίρα τοῦ μαρτυρικοῦ Πόντου, ποτίσθηκε ἀπὸ τὸ αἷμα ἑκατοντάδων χιλιάδων σφαγμένων Ἑλλήνων. Κατόπιν τῆς συνθήκης τῆς Λωζάνης, οἱ παλαιο-ἑλλαδίτες ἦλθαν ἀντιμέτωποι κατάματα μὲ τὸ δρᾶμα ἑκατοντάδων χιλιάδων ξεριζωμένων καὶ ἐξαθλιωμένων ὁμοφύλων τους, ποὺ στοιβάχθηκαν κακὴν-κακῶς σὲ προαστιακοὺς προσφυγικοὺς καταυλισμούς. Στὸ μυαλὸ πολλῶν, ἡ Μεγάλη ἰδέα πέθανε. Ζητούμενο πιὰ δὲν ἦταν τὸ κυνήγι φαντασιακῶν μεγαλείων, ἀλλὰ ἡ επιβίωση. Τὰ λογοτεχνικὰ ῥεύματα τῆς μεσοπολεμικῆς περιόδου διήποντο ἀπὸ κατήφεια καὶ αἰσθήματα ματαιότητος. Παραλλήλως, ὅμως, οἱ στυλοβάτες τῆς «Γενιᾶς τοῦ ‘30» ἀνηῦραν πάτημα νὰ ψηλαφήσουν τὶς ῥίζες μας εἰς ἀναζήτησιν αὐθεντικῶν στοιχείων ἑλληνικότητος, μακριὰ ἀπὸ ξενικὲς φόρμες τῶν κάθε λογῆς «-ισμῶν». Μετὰ τὸ ἔπος τοῦ ‘40, ἡ κατοχὴ καὶ ὁ ἐμφύλιος βύθισαν τὴν Ἑλλάδα σὲ περαιτέρῳ μαρασμὸ καὶ μιζέρια. Ὁ ἐκ νέου πολωμένος λαὸς ἀπεμακρύνθη παθητικῶς ἀπὸ τὰ πολιτικὰ δρώμενα τοῦ εἰσέτι δυτικοκινήτου κράτους, ποὺ στὰ πλαίσια τοῦ ΝΑΤΟ δὲν θὰ τολμοῦσε νὰ ἐγείρει ἀξιώσεις καὶ «μεγάλες ἰδέες» κατὰ τῶν «συμμάχων» Τούρκων. Ἔτσι, λοιπόν, ἀνήμπορος λαὸς καὶ δουλικὸ κράτος παρακολουθούσαν τὴν μία σφαλιάρα μετὰ τὴν ἄλλη, χωρὶς νὰ προβάλουν καμία ὑγιᾶ ἀντίδραση οὔτε στὴν ἐξόντωση τοῦ κωνσταντινουπολίτικου Ἑλληνισμοῦ τὸ 1955 οὔτε στὴν βαρβαρικὴ εἰσβολὴ τοῦ 1974 στὴν Κύπρο. Μάλιστα, ἡ προδοσία τῆς Κύπρου ἀπὸ τὸ ΝΑΤΟϊκό πολιτικὸ καὶ στρατιωτικὸ κατεστημένο τῶν Ἀθηνῶν ἀπετέλεσε τὸ γενέθλιον ἄγος τῆς λεγομένης «Μεταπολιτεύσεως». Μέχρι σήμερα, τὸ παράδειγμα τοῦ 1922 ἐχρησιμοποιεῖτο ἀπὸ πάσης φύσεως ψοφοδεεῖς ὡς ἐπιχείρημα ὑπὲρ τῆς ὑποχωρητικότητος ἔναντι τοῦ προαιωνίου ἐχθροῦ καὶ, προοδευτικῶς, κατέστη ἀρχετυπικὸ σύμβολον ἡττοπάθειας.

Κατὰ τὴν Μεταπολίτευση, κράτος καὶ λαὸς συνέπλευσαν γιὰ μία τελευταία φορὰ σὲ ὠκεανοὺς ἀσυδοσίας. Ἡ πολιτικὴ ἡγεσία διέφθειρε συνειδητὰ τὶς λαοθάλασσες τῶν ψηφοφόρων της, γνωρίζουσα ὅτι οἱ ἐπόμενες γενεὲς θὰ πληρώσουν τὰ «σπασμένα». Ἡ μέθη ποὺ ἐπέφερε ὁ ἡδονισμὸς τοῦ δανεικοῦ χρήματος σκέδασε ἐπὶ 2-3 δεκαετίες κάθε μεγάλο ἐθνικὸ ὅραμα. Συγχρόνως, οἱ ἀποδομητικὲς δυνάμεις τοῦ ἀριστεροστρόφου ἐθνομηδενισμοῦ ἄδραξαν τὴν εὐκαιρία νὰ πλήξουν τὰ ἤθη καὶ τὶς παραδοσιακὲς ἀξίες τῆς ἑλληνικῆς κοινωνίας, εὑρισκόμενες σὲ πλήρη σύμπνοια μὲ τὶς φιλελεύθερες παρασιτικὲς ἐλίτ, τῶν ὁποίων οἱ ξένοι ἐντολοδότες ἐπιθυμοῦν ἕναν ἑλληνισμὸ ἐλέγξιμα μικρὸ καὶ ἄρα «βρώσιμο» γιὰ τὶς διάφορες γεωπολιτικές των ἀνάγκες. Τὰ μνημόνια, δηλαδὴ ἡ ἔναρξη τῆς ταραχώδους ἐποχῆς τῶν κρίσεων, ἐσήμαναν ἕνα ὁριακὸ ἐπίπεδο ἐξαχρειώσεως τόσο γιὰ τὸ δοτὸ κράτος ὅσο καὶ γιὰ τὸν ὑποκείμενο λαό, τοῦ ὁποίου ὁ προσανατολισμὸς ὅμως μέσα στὴν δίνη τῶν ἀλλεπαλλήλων συμφορῶν ἔχει ἀρχίσει νὰ διαφοροποιεῖται.    

Κάποιος ἀπαισιόδοξος θὰ μποροῦσε νὰ ἔχει ἢδη προδιαγράψει τὸ «τέλος» τοῦ Ἑλληνισμοῦ, συνεκτιμῶντας τὴν δημογραφικὴ συρρίκνωσή του, τὴν ἀντικατάσταση γηγενῶν ἀπὸ Ἀφροασιάτες, τὴν ὀλιγωρία τοῦ πολιτικοῦ συστήματος, τὴν σήψη τῆς παιδείας καὶ τῶν κοινωνικῶν ἰδανικῶν καὶ τὶς ἐπιθετικὲς διαθέσεις τῶν ἀποθρασυμένων γειτόνων μας. Πράγματι, ἔχουμε ζήσει μία φάση πρωτοφανοῦς παρακμῆς. Ὡστόσο, δὲν πρέπει νὰ λησμονοῦμε ὅτι κάθε μέρα, σὲ κάθε κύκλο τῆς ἱστορικῆς σπείρας, τὸ νυκτερινὸ σκότος διαλύεται μεγαλόπρεπα ἀπὸ τὶς ἡλιαχτίδες τῆς αὐγῆς. Δὲν πρόκειται περὶ ἁπλοῦ σοφίσματος. Τὰ τελευταία ἔτη, παρατηροῦμε μία σταδιακὴ ἀποστασιοποίηση τῆς κρίσιμης μάζας τοῦ λαοῦ ἀπὸ τὸ δοτὸ πολιτικὸ σύστημα, τὸ ὁποῖο ἀποκαλύπτοντας τὴν ἠθικὴ ἔνδειά του ἀπονομιμοποιεῖται στὶς συνειδήσεις τῶν Ἑλλήνων. Ἡ ἀποχὴ ἀπὸ τὶς ἐκλογικὲς διαδικασίες τῆς (κατὰ Κοντογιώργη) «ἐκλόγιμης μοναρχίας» βαίνει αὔξουσα, κομίζοντας ἀνησυχία στὶς δημοσιολογοῦσες θεραπαινίδες της. Τὴν διάσταση μεταξὺ ἀφυπνιζομένου λαοῦ καὶ κατεστημένου τὴν εἴδαμε πεντακάθαρα στὸ Μακεδονικό, ὁπόταν, εἰς πείσμα τῶν ἀτλαντικῶν πρεσβειῶν καὶ τῶν πολιτικῶν ἐντολοδόχων τους, ἑκατομμύρια Ἑλλήνων ξεχύθηκαν στὶς ἀγορὲς τῶν πόλεων καὶ τοῦ διαδικτύου, διαδηλοῦντες πρὸς ὑπεράσπιση τῆς πολιτισμικῆς κληρονομιᾶς τοῦ Μεγάλου Ἀλεξάνδρου. Ἂς σημειωθεῖ πὼς στὶς ἀντιδράσεις εἶχαν πρωταγωνιστήσει ἀκόμη καὶ μαθητικὲς συλλογικότητες, ποὺ διοργάνωσαν -γιὰ πρώτη φορὰ στὴν Μεταπολίτευση- καταλήψεις σχολείων γιὰ ἐθνικὸ ζήτημα. Ἐλάχιστοι δημοσιολογοῦντες ἀνέμεναν ὅτι, κατόπιν τόσων ἐτῶν σκληροῦ μνημονιακοῦ σφυροκοπήματος, οἱ Ἕλληνες θὰ σήκωναν υπερήφανα κεφάλι γιὰ μία ἐθνικὴ ὑπόθεση. Φυσικά, ὅπως ἀναμενόταν, τὸ δοτὸ «κράτος ποὺ ἔχει συνέχεια» ποδοπάτησε τὴν λαϊκὴ βούληση καὶ, ἐν συνεχείᾳ, στὴν ἐποχὴ τῆς πανδημίας ἐφήρμοσε ἀνεπανάληπτα κοινωνικὰ πειράματα, εἰς ἐναρμόνιση μὲ τὶς ντιρεκτίβες τῶν διεθνῶν/ διεθνιστικῶν θεσμῶν. Παρὰ ταῦτα, ὁ λαὸς ἐκείνων τῶν συλλαλητηρίων δὲν ἄλλαξε, ἐξακολουθεῖ νὰ ἀναζητᾶ τρόπους ἐκτονώσεως τῆς δυσφορίας του. Πρὸ μίας νέας «συμφωνίας τῶν Πρεσπῶν» εἰδικῶς γιὰ τὸ Αἰγαῖο καὶ τοὺς ὑδρογονάνθρακές του, θὰ βρεθεῖ ξανὰ στὴν «σωστὴ πλευρὰ τῆς ἱστορίας», διατρανώνοντας σὲ ὑπηρέτες καὶ αὐθέντες ὅτι δὲν προτίθεται νὰ ἐκχωρήσει τὴν ἐθνική του κυριαρχία σὲ κανέναν «σύμμαχο τῆς νοτιοανατολικῆς πτέρυγας τοῦ ΝΑΤΟ». Ὀφείλουμε νὰ συνειδητοποιήσουμε πὼς φαινόμενα σὰν αὐτὸ τοῦ νεαροῦ ἐθνικοῦ μας ζωγράφου, τοῦ «Εὐρύτου», θὰ ἦσαν ἀνέφικτα μία ἢ δύο δεκαετίες πρωτύτερα. Οἱ ἐθνομάχοι ἤδη τὸ ἔχουν συνειδητοποιήσει καὶ ἀγχώνονται.

Ἡ Ἱστορία μᾶς διδάσκει ὅτι οἱ μεγάλες ἀλλαγὲς περαιώθηκαν ἀπὸ ἢ προσέκρουσαν εἰς τὴν βάση, ὄχι τὴν κορυφή. Ἐπομένως, ἂς ἀναθαρρεύσουμε μὲ τὴν σιωπηρὴ ἀφύπνιση τοῦ γένους μας, κι ἂς λυπηθοῦμε μόνον ἐὰν τυχὸν ἐπίδοξοι ἀφυπνιστὲς ἀρθρώσουν φωνὴ βοῶντος ἐν τῇ ἐρήμῳ. Κάποτε ἡ λαϊκὴ βούληση εἶχε καταστήσει τὴν Μεγάλη Ἰδέα πολιτικὸ πρόταγμα καὶ ἡ ἴδια θὰ τὴν ἐπαναφέρει ὡς τέτοια. Θὰ ἐπαναφέρει ἕνα ὅραμα, μιὰ «Μεγάλη Ἰδέα» σαφῶς προσαρμοσμένη στὶς ἀνάγκες τοῦ παρόντος, ποὺ θὰ τοῦ ὑπενθυμίζει τὴν ἀφετηρία καὶ τὸν προορισμό του, στὸν ἀγῶνα γιὰ τὴν δικαίωση τοῦ ἐθνικοῦ μας πολιτισμοῦ μέσα σὲ ἕναν κόσμο πολιτισμικῶν ἐρειπίων καὶ πτωμάτων... Οἱ Ἕλληνες δὲν ἔχουν ἀκόμη ὁλοκληρώσει τὴν ἱστορική των ἀποστολή, ἡ ὁποία ὑπερβαίνει γεωγραφικὰ ὅρια καὶ πολιτικο-οἰκονομικὲς συνθῆκες καὶ ὁ ὑπὲρ αὐτῆς ἀγῶν δὲν γνωρίζει σταματημὸ οὔτε ἀνάπαυση. Αὐτὴ θὰ εἶναι καὶ ἡ ὁριστικὴ γιατρειὰ τοῦ «μικρασιατικοῦ» συνδρόμου, ποὺ θὰ σημάνει τὴν λύση τοῦ ἡττοπαθοῦς ἀρχετύπου μας.   



Του Ιωάννη Σαρρή, από τον επετειακό τόμο του περιοδικού Ενδοχώρα "100 χρόνια μιᾶς ἀτιμώρητης Γενοκτονίας" (Σεπτέμβριος 2022)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου