24 Ιουνίου 2022

Η ιστορική εξέλιξη της "βυζαντινής" ταυτότητας και η ελληνική της διάσταση

Aπό το βιβλίο "ΒΥΖΑΝΤΙΟΝ: Ιστορία, Ταυτότητα, Πολιτισμός" του Ιωάννη Σαρρή, που κυκλοφόρησε τον Ιούνιο του 2022 από τις Εκδόσεις Ζήτρος (1ο μέρος κεφαλαίου ΙΒ΄: "Έθνος, γένος και συλλογική ταυτότητα", σελ.267-277).

Ο Δαυίδ συνθέτοντας ψαλμούς, δίπλα στην προσωποποιημένη Μελωδία. Ιστόρηση του 10ου αιώνος από το "Ψαλτήρι των Παρισίων". Bibliothèque Nationale MS. gr. 139, Παρίσι.


   Η αρχαία ελληνική λέξη ἔθνος, είτε αυτούσια (ethno-) είτε δια της λατινογενούς αντιστοίχου της (nation), χρησιμοποιήθηκε επί χιλιετίες για να περιγράψει, σε διάφορες περιστάσεις, έναν ομοιογενή λαό με συγκροτημένη ταυτότητα και συναίσθηση της μοναδικότητός του. Προς το παρόν θα μεταχειρισθούμε αυτόν τον πολύ απλοϊκό και άρα κοινώς αποδεκτό ορισμό, χωρίς να παραγνωρίζουμε ότι έχουν διατυπωθεί πολλοί, ενίοτε αλληλοσυγκρουόμενοι ορισμοί. Η αντίληψη της εθνικής ταυτότητος μεταβάλλεται από εποχή σε εποχή, από πολιτισμό σε πολιτισμό και από έθνος σε έθνος. Γι' αυτόν ακριβώς τον λόγο, εφόσον δεν αντιμετωπίζεται σύμφωνα με τα δεδομένα της εκάστοτε συγκυρίας, τυγχάνει συχνά παρανοήσεων και ιδεολογικής αποχρώσεως στρεβλώσεων. Εν τούτοις, η κριτική εξέταση του τρόπου δια του οποίου εξελίχθηκε η περί έθνους αντίληψη στην υπερχιλιετή ιστορία του Βυζαντίου οδηγεί σε πολύ ενδιαφέροντα συμπεράσματα ιστορικής, εθνολογικής και κοινωνιολογικής φύσεως. Ας δούμε, λοιπόν, ποιος ήταν κάθε φορά ο καθοριστικότερος παράγων που συνέδεε οριζοντίως τους Ρωμιούς.

  Το Βυζάντιο κληρονόμησε τον παγκοσμιοποιημένο κόσμο της ύστερης ρωμαϊκής περιόδου, όπου ετερόκλητα έθνη έπρεπε να υποτάσσονται σε μία υπέρτατη αρχή. Ειδικότερα στους πρώτους αιώνες, το βασικότερο κριτήριο για να γίνει κάποιος θεσμικώς και κοινωνικώς αποδεκτός, απολαμβάνοντας πλήρη πολιτικά δικαιώματα, ήταν η χριστιανική πίστη. Ο Λέων ΣΤ΄, διασώζοντας ακέραιη αυτήν την αρχαία αντίληψη, στα «Τακτικά» του αποκαλούσε τους Ρωμαίους πολίτες «Ἔθνος Χριστιανῶν» [1763]. Κατά την περίοδο της αραβικής παντοδυναμίας, πολλοί εκτός συνόρων Χριστιανοί θεωρούσαν εαυτούς υπηκόους του Αυτοκράτορος, ενώ η αυτοκρατορική αρχή σε κάθε ευκαιρία αντιμετώπιζε την υπεράσπιση των όπου γης ομοθρήσκων ως φυσικό της καθήκον. Εξ άλλου, ο Ηράκλειος πραγμάτωσε την πρώτη καταγεγραμμένη σταυροφορία, μισή χιλιετία πριν την σύνοδο της Κλερμόν και το περίφημο Deus vult. Επί Ηρακλείου (7ος αιών), ολοκληρώνεται και ο γλωσσικός εξελληνισμός των επισήμων εγγράφων της ανατολικής ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, μία διαδικασία που είχε ήδη ξεκινήσει από την εποχή του Ιουστινιανού, καθώς ο λαός δεν κατανοούσε τα λατινικά της παλατινής γραφειοκρατίας [1764].

   Οι λατινόφωνες δυτικές πηγές, από την εποχή της προ Χριστού Ρώμης έως και σήμερον, ουδέποτε έπαυσαν να αποκαλούν το γένος του γεωγραφικού πυρήνος της βυζαντινής κοινοπολιτείας «Γραικούς» (Graeci). Ο όρος αυτός αρύεται την καταβολή του από την αρχαιοελληνική φυλή των Γραικών στην Βοιωτία, οι οποίοι ήσαν εκ των πρώτων αποικιστών της Ιταλίας και, σύμφωνα με την παράδοση, είχαν ως γενάρχη τον μυθικό Γραικό (υιό του Διός και της Πανδώρας). Στον μεταγενέστερο μεσαίωνα, το αντιβυζαντινό μένος Φράγκων και σταυροφόρων επένδυσε με μία μακραίωνη απαξιωτική χροιά τον όρο. Στα σύγχρονα γαλλικά, η λέξη «grigou» σημαίνει άθλιος, τσιγγούνης και θηλυπρεπής [1765]. Στην δυτική Ευρώπη της Νεωτερικότητος, η λέξη Γραικός είχε διττή σημασία, αφενός του αλιτηρίου και αφετέρου του αρχαίου Έλληνος σοφού. Την ονομασία «Γραικός», πάντως, την υιοθέτησαν ως αυτοπροσδιορισμό και ορισμένοι βυζαντινοί λόγιοι. Επί παραδείγματι, εις εκ των αναβιωτών της κλασικής αρχαιότητος του 14ου αιώνος, ο Δημήτριος Κυδώνης, στα γραπτά του έναντι του λατινικού κόσμου αντιπαρέβαλλε το δικό του γένος των «Γραικών».

   Το γεγονός ότι έως και την εποχή του Λέοντος ΣΤ΄ δινόταν πλειότερο βάρος στην πίστη δεν σημαίνει ότι παρέμεναν άγνωστες ή απωθημένες οι υπόλοιπες πτυχές της σημερινής έννοιας της εθνικότητος. Ήδη από τον 5ο και 6ο αιώνα, η έννοια της φυλής, δηλαδή μίας κοινότητος με κοινή καταγωγή, περιγράφεται καλλίτερα με την λέξη «γένος». Ο ιστορικός του 5ου αιώνος Πρίσκος διηγείται την συνάντησή του με έναν έμπορο στα βόρεια Βαλκάνια, τον οποίο νόμισε για «βάρβαρο», καθώς φορούσε σκυθικά ρούχα. Ο Πρίσκος εξεπλάγη με το γεγονός ότι ένας βάρβαρος Σκύθης «ελληνίζει», δηλαδή συμπεριφέρεται σαν Έλληνας, επειδή οι βάρβαροι που αναμείχθηκαν με Ρωμαίους δεν ομιλούν τόσο καλά την ελληνική γλώσσα. Εκείνος, όμως, του είπε γελώντας στα ελληνικά ότι είναι «Γραικός στο γένος» και πήγε εκεί για εμπορικούς λόγους:

«Διατρίβοντι δέ μοι καὶ περιπάτους ποιουμένῳ πρὸ τοῦ περιβόλου τῶν οἰκημάτων προσελθών τις, ὅν βάρβαρον ἐκ τῆς Σκυθικῆς ᾠήθην εἶναι στολῆς, Ἑλληνικῇ ἀσπάζεταί με φωνῇ, "χαῖρε" προσειπών, ὥστε με θαυμάζειν ὅτι γε δὴ ἑλληνίζει Σκύθης ἀνήρ. ξύγκλυδες γὰρ ὄντες πρὸς τῇ σφετέρα βαρβάρῳ γλώττῃ ζηλοῦσιν ἢ τὴν Οὔννων ἢ τὴν Γότθων ἢ καὶ τὴν Αὐσονίων, ὅσοις αὐτῶν πρὸς Ῥωμαίους ἐπιμιξία· [...] ἐγὼ δὲ ἔφην αἰτίαν πολυπραγμοσύνης εἶναί μοι τὴν Ἑλλήνων φωνήν. τότε δὴ γελάσας ἔφη Γραικὸς μὲν εἶναι τὸ γένος, κατ’ ἐμπορίαν δὲ ἐς τὸ Βιμινάκιον ἐληλυθέναι τὴν πρὸς τῷ Ἴστρῳ ποταμῷ Μυχῶν πόλιν.» [1766]

   Ο σύγχρονος του Πρίσκου, Στέφανος Βυζάντιος, εξεπόνησε ένα γεωγραφικό λεξικό τοπωνυμίων και εθνικών προσδιορισμών, ευρύτερα γνωστό ως «Ἐθνικά». Σημαντικό μέρος αυτού του έργου έχει διασώσει ο Κωνσταντίνος Ζ΄ Πορφυρογέννητος, στα βιβλία του «Πρὸς τὸν ἴδιον υἱὸν Ρωμανόν» και «Περὶ τῶν θεμάτων ἀνηκόντων τῇ βασιλείᾳ τῶν Ῥωμαίων». Ο Στέφανος, στο λήμμα «Γραικός», αναφέρει ότι ο (λυρικός ποιητής του 7ου αιώνος π.Χ.) Αλκμάν αποκαλούσε Γραῖκες τις μητέρες των Ελλήνων: «Γραῖκες δὲ παρὰ Ἀλκμᾶνι αἱ τῶν Ἑλλήνων μητέρες καὶ παρὰ Σοφοκλεῖ ἐν Ποιμέσιν» [1767]. Ο δε χρονογράφος του 6ου αιώνος Προκόπιος αναφέρεται στους ημεδαπούς της Ελλάδος εναλλάσσοντας τους χαρακτηρισμούς «Γραικός» και «Ἕλλην» [1768]. Σημειωτέον ότι εκείνην την περίοδο, ο εθνολογικός ορισμός του «Ἕλληνος» συνιστούσε εξαίρεση. Τις περισσότερες φορές, και ιδίως στα εκκλησιαστικά κείμενα, η λέξη «Ἕλλην» δεν εσήμαινε τον ημεδαπό της Ελλάδος αλλά τον ακόλουθο της δωδεκαθεϊστικής θρησκείας. Υπ’ αυτές τις συνθήκες, «Ἕλλην» μπορούσε να χαρακτηρισθεί και ένας Σύρος ή Σκύθης στο «γένος» παγανιστής. Ήδη από την εποχή της παλαιάς ρωμαϊκής Pax, το κατά Μάρκον Ευαγγέλιον (7:26-28) μας πληροφορεί για μία «Ελληνίδα» γυναίκα συροφοινικικού γένους, που ζήτησε βοήθεια από τον Χριστό: «ἡ δὲ γυνὴ ἦν Ἑλληνίς, Συροφοινίκισσα τῷ γένει». Αντιστρόφως, ένας Σύρος ή Σκύθης στο γένος Χριστιανός και υπήκοος του Αυτοκράτορος εθεωρείτο τρόπον τινά «Ρωμαίος», δηλαδή Ρωμαίος πολίτης, αλλά όχι απαραιτήτως και Ρωμαίος στο γένος.

   Το γένος και η καταγωγή, καίτοι γνωστές έννοιες, δεν αποτελούσαν κριτήριο αρνητικής κοινωνικής διακρίσεως. Εάν εξαιρέσουμε τις ολίγες επιβληθείσες υπό αυτοκρατόρων μετακινήσεις πληθυσμών για λόγους στρατηγικής ασφαλείας, οι ομοιογενείς κοινότητες των γενών εσχηματίζοντο οργανικώς και ελευθέρως. Έτσι, λοιπόν, στην αυτοκρατορική επικράτεια συνυπήρχαν, φερ’ ειπείν, επαρχιακές σκλαβηνίες Σλάβων και πολίσματα «παλαιοτέρων Ρωμαίων»-Γραικών. Σε αυτό το σημείο δεν ηδυνάμεθα να παραλείψωμε τον Δημήτριο Κυδώνη, ο οποίος σε επιστολή του προς τον Καντακουζηνό το 1347 έγραψε ότι «...τοῦτο κοῦφον ἀπέδειξεν τὸ τῶν πολιτῶν ἐν τῇ πατρίδι παρὰ τῶν ὁμοφύλων αἷμα ῥυὲν...» [1419] και σε άλλο σημείο, επαναλαμβάνοντας τον Πολύβιο, ότι «αἱ δὲ πόλεις (σ.σ. της Αιτωλο-Ακαρνανίας) καθαρὸν σώζουσι τὸ ἑλληνικὸν γένος» [1420]. Μολονότι οι -ενδεχομένως υπερβολικές- αναφορές του Κυδώνη είναι κατά πολλούς αιώνες μεταγενέστερες του Πρίσκου, το γεγονός ότι έως τον 14ο αιώνα υφίσταντο γένη -και μάλιστα ελληνικό γένος- μας πείθει για την διαχρονία της εννοιολογικής προσλήψεώς των. Απλώς έως την εποχή του Κυδώνη η αξία του γένους στην διαμόρφωση συλλογικών ταυτοτήτων προοδευτικώς ανεβαθμίσθη. Παρά τις επιμέρους προσμείξεις, η ιδιαίτερη παράδοση και ταυτότητα καθεκάστου γένους επιζούσε, στον βαθμό που μπορούσε να αντισταθεί στην μεγάλη αφομοιωτική δύναμη του ελληνο-ρωμαϊκού πολιτισμού. Οι Αρμένιοι, οι Γεωργιανοί και δευτερευόντως οι Βούλγαροι και οι Σερβο-κροάτες διετήρησαν την εθνική ταυτότητά τους. Το εκάστοτε γένος και η ιδιότητα του Ρωμαίου πολίτου ήσαν παράλληλες και μη αλληλοαποκλειόμενες ταυτότητες, τουλάχιστον όποτε οι χρονογράφοι δεν χρησιμοποιούσαν συγκεχυμένες και ανακριβείς εκφράσεις, όπως «ρωμαϊκό γένος». Από τον 8ο αιώνα κι έπειτα, ο όρος «Ῥωμαῖος» εντός της Ρωμαίων Πολιτείας θα προσλαμβάνει εμμέσως και εθνοτικό χαρακτήρα, ως συνώνυμος του «Ελληνο-Γραικού», υπό την έννοια της μη αποδόσεώς του σε εθνοτικές μειονότητες (Βουλγάρους, Τούρκους κ.τ.λ.).

   Μετά την απώλεια των εδαφών της Μέσης Ανατολής και των ιδιοτρόπων λαών της τον 7ο και 8ο αιώνα (εν μέρει εξαιτίας των θεολογικών ερίδων), η Αυτοκρατορία κατέστη πληθυσμιακά ομοιογενέστερη και το γραικικό/ ελληνικό στοιχείο επεβλήθη κατά κράτος. Τούτη η πολιτισμική επιβολή έλαβε χώρα μετά την πάταξη της Εικονομαχίας, τον 9ο αιώνα. Έχει διατυπωθεί από διαφόρους ιστορικούς η άποψη ότι η Εικονομαχία απετέλεσε μία κατά βάση πολιτισμική σύγκρουση, καθ’ ήν ο ακραιφνής ανατολίτικος/ σημιτικός μυστικισμός με τις ανεικονικές αντιλήψεις του αντεπετέθη κατά του φιλοσοφίζοντος ελληνισμού, ο οποίος διετηρούσε μία αρχέγονη παράδοση στην απεικόνιση του σαρκωμένου θείου [1769].

   Ο όρος «Έλλην» άρχισε να απεκδύεται την ειδωλολατρική σημασία του και να αποκτά σταδιακώς πολιτισμική διάσταση, την οποία δια της κλασικής παιδείας ενστερνίσθηκαν υπερηφάνως πολλοί βυζαντινοί λόγιοι. Τον 9ο αιώνα ο Μέγας Φώτιος εδόξασε τα ελληνικά γράμματα. Η σύνθεση των 280 λημμάτων της Μυριοβίβλου του απέδειξε ότι η «θύραθεν» σκέψη των αρχαίων Ελλήνων μπορεί να συνυπάρχει με τους εκκλησιαστικούς συγγραφείς [1770]. Στην πραγματικότητα, τοιαύτη συνύπαρξις ήδη συνέβαινε, έστω με λανθάνοντες τρόπους. Ήδη από τον 4ο αιώνα, οι ευρυμαθέστατοι και γνώστες της κλασικής παιδείας Τρεις Ιεράρχες -Μέγας Βασίλειος, Ιωάννης Χρυσόστομος, Γρηγόριος Ναζιανζηνός- και άλλοι πεφωτισμένοι άγιοι όπως ο Γρηγόριος Νύσσης ήσαν άνθρωποι ανοικτών πνευματικών οριζόντων και μπορούν να χαρακτηρισθούν ως γεφυροποιοί συνδέσαντες την ελληνική με την χριστιανική παιδεία, παρότι ενδέχεται να εννοούσαν την έννοια του «ἕλληνος ἐθνικοῦ» κάπως διαφορετικά. Ειδικότερα, ο Μέγας Βασίλειος πίστευε ότι οι Χριστιανοί οφείλουν να αντλούν προσεκτικά κάθε τι ηθικό και ωφέλιμο από την κλασική παιδεία και όχι μόνον, όπως οι μέλισσες συλλέγουν την καλλίτερη γύρη από κάθε ανθισμένο λέλουδο για την παρασκευή μέλιτος [1771]. Μεταξύ αρχαιοελληνικών και χριστιανικών κειμένων, υφίσταται μία διαλεκτική σχέση που καθίσταται εμφανής στην φιλοσοφική ορολογία της χριστιανικής δογματικής, καθόσον έννοιες όπως η «οὐσία» και η «ὑπόστασις» είχαν μονοπωλήσει το ενδιαφέρον αρχαιοτέρων πραγματειών, σε διαφορετικά ασφαλώς οντολογικά πλαίσια. Επιπλέον, ένα μέρος της χριστιανικής ηθικής ενυπάρχει λογικά διατυπωμένο και σε ορισμένων αρχαίων έργα. Αυτήν την σχέση την ανέδειξε ο εκκλησιαστικός πατέρας Κλήμης ο Αλεξανδρεύς (150-215) στο έργο «Στρωματεῖς», αφότου ο Ιουστίνος Καισαρείας (100-165), χρησιμοποιώντας τον στωικό όρο του «Σπερματικοῦ Λόγου», είχε εξηγήσει πώς οι αρχαίοι σοφοί επέτυχαν μία μερική και ατελή ανεύρεση της αλήθειας του Θεού [1772].

   Μετά τον Άγιο Φώτιο, υπέρ των ελληνικών γραμμάτων έδρασε και ένας έτερος σπουδαίος ιεράρχης, ο μαθητής του και κατοπινός επίσκοπος Καισαρείας Αρέθας (860-935). Ο Αρέθας διέθετε μία ξακουστή βιβλιοθήκη φιλοξενούσα χιλιάδες έργα της κλασικής αρχαιότητος και της πρωτοχριστιανικής περιόδου. Κατά πάσα πιθανότητα, αρκετά εξ αυτών εσώθησαν εκ της λήθης λόγω εκείνου. Ειρήσθω εν παρόδω ότι, ειδικά εκείνην την περίοδο, τα ομηρικά έπη αποτελούσαν αναπόσπαστο κεφάλαιο της βυζαντινής παιδείας των νέων [1773].

   Τον 11ο αιώνα, ο υμνογράφος και Μητροπολίτης Ευχαΐτων Ιωάννης Μαυρόπους σε ένα επίγραμμά του απηύθυνε προσευχή στον Χριστό για την σωτηρία της ψυχής του Πλάτωνος και του Πλουτάρχου, διότι με την ζωή τους και τον νου τους ευρίσκοντο κοντά στον Νόμο Του:

«Εἴπερ τινὸς βούλοιο τῶν ἀλλοτρίων τῆς σῆς ἀπειλῆς ἐξελέσθαι, Χριστέ μου, Πλάτωνα καὶ Πλούταρχον ἐξέλοιό μοι, ἄμφω γὰρ εἰσι καὶ λόγον καὶ τὸν τρόπον τοῖς σοῖς νόμοις ἔγγιστα προσπεφυκότες, εἰ δ’ ἠγνόησαν ὡς Θεὸς εἶ τῶν ὅλων, ἐνταῦθα τῆς σῆς χρηστότητος δεῖ μόνον δι’ ἣν ἅπαντας δωρεὰν σῲζειν θέλεις.» [1774]

   Ο μαθητής του Μαυρόποδος και πανεπιστήμων καθηγητής του Πανδιδακτηρίου, Μιχαήλ Ψελλός, καίτοι δεν εθεωρείτο υπόδειγμα χριστιανού, εθαύμαζε τον Πλάτωνα, τον Ιάμβλιχο, τον Ευκλείδη, τον Νικόμαχο, τον Διόφαντο κ.α. και, μεταξύ άλλων, φιλοδοξούσε να επεκτείνει το φιλοσοφικό και επιστημονικό έργο τους. Ο Ψελλός, έχοντας ασχοληθεί παραλλήλως με ανατολίτικους μυστικισμούς και χαλδαϊκές αστρολογίες, αποτελεί περίεργη περίπτωση, αλλά υπήρξαν και λιγότερο αμφιλεγόμενα παραδείγματα αρχαιοφίλων.

   Τον 12ο αιώνα ο επίσκοπος Θεσσαλονίκης Ευστάθιος, που ήταν έξοχος γνώστης της Ιλιάδος, σε λόγο του σχετικά με την Αγία Τεσσαρακοστή, λέγει τα εξής, ενθυμίζοντας Αριστοτέλη:

«Ὑφέλκομαι τῷ λόγῳ διελεῖν κατ’ ἔθνος τὸν ἄνθρωπον, καὶ ἀφορίζω παχυλῶς εἰς τε τὸν καθ’ ἡμᾶς Ἕλληνα καὶ εἰς βάρβαρον. [...] Εἰ δέ τις ἐνταῦθα ὑποκρούσεται μεμφόμενος, ὅτι ἑαυτὸν ἤγαγεν ὁ λόγος Ἕλληνά τε καὶ βάρβαρον τά γε εἰς τὸ ποτνιᾶσθαι δικαίως, αὐτὸν μὲν ἀφήσω τηνάλλως λαλεῖν, ὑποβαλὼν ἐνθύμησιν τοῦ πάντας ὥσπερ ὁμοδούλους, οὕτω καὶ ὁμογενεῖς εἶναι.» [1775]

   Τον 12ο αιώνα, επίσης, η Ελληνίς στο γένος Άννα Κομνηνή σεμνυνόταν για τις μελέτες περί των πλατωνικών διαλόγων και των βιβλίων του Αριστοτέλους και εν γένει για τις ελληνικές σπουδές της. Αναφερόμενη στο εκπαιδευτήριο που ίδρυσε στην Κωνσταντινούπολη ο πατέρας της, Αλέξιος Α΄, για τα ορφανά κάθε γένους, έγραψε ότι εκεί και οι απλώς «ἑλληνίζοντες» Σκύθες και γενικώς οι «Ρωμαίοι» που ασχολούνται με ελληνικά συγγράμματα και ειδικώς οι αγράμματοι «Ἕλληνες» μαθαίνουν να «ἑλληνίζουν» ορθώς: «Καὶ ἔστιν ἰδεῖν καὶ Λατῖνον ἐνταῦθα παιδοτριβούμενον καὶ Σκύθην ἑλληνίζοντα καὶ Ῥωμαῖον τὰ τῶν Ἑλλήνων συγγράμματα μεταχειριζόμενον καὶ τὸν ἀγράμματον Ἕλληνα ὀρθῶς ἑλληνίζοντα» [1776]. Σε αυτό το χωρίο, η Άννα θίγει τρεις κατηγορίες ανθρώπων, τους ελληνίζοντες στην παιδεία -αλλά όχι Έλληνες- αλλογενείς (βλ. Σκύθες), τους ακαθορίστου γένους δημοσίους υπαλλήλους του ρωμαϊκού κράτους και τους αυθεντικούς Έλληνες του απλού λαού που δεν έτυχε να γνωρίσουν την ελληνική παιδεία.

   Στην αυγή της δευτέρας χιλιετίας, λοιπόν, και ιδίως σε κύκλους μορφωμένων, η λέξη «Ἕλλην» απενοχοποιείται και το νόημά της διευρύνεται τόσον ώστε να συμπεριλάβει ξανά και την έννοια του γένους. Ήδη από τον 10ο αιώνα, ο αυτοκράτωρ Κωνσταντίνος Πορφυρογέννητος, στο «Περὶ τῶν θεμάτων ἀνηκόντων τῇ βασιλείᾳ τῶν Ῥωμαίων», χαρακτήρισε ελληνικές και προερχόμενες από ελληνικές αποικίες τις παραθαλάσσιες πόλεις της Παφλαγονίας (Σινώπη, Ἀμάστρα, Τηῖον και Ἀμινσό): «Ἑλληνίδες εἰσὶ πόλεις, καὶ Ἑλλήνων ἄποικοι». [1777]

   Τον Σεπτέμβριο του 1041, οι Νορμανδοί ευρέθησαν αντιμέτωποι με τα αυτοκρατορικά στρατεύματα στην μάχη του Μοντεπελόσο, στην νότιο Ιταλία. Στα αλλοτινά εδάφη της Magna Graecia, το αρχαιοελληνικό πνεύμα δεν κοιμήθηκε ποτέ. Ο κατεπάνω Βασίλειος Βοϊωάννης ήταν επικεφαλής ενός στρατού αποτελουμένου από Έλληνες της Ιταλίας, Μακεδόνες και Βαράγγους. Πριν την μάχη απηύθυνε στους στρατιώτες του έναν λόγο μεστό ελληνικού εθνικισμού, τον οποίο διέσωσε σε λατινικούς ποιητικούς στίχους ο χρονικογράφος Γουλιέλμος της Απουλίας (Gesta Roberti Wiscardi, 165: IV). Τους κάλεσε να είναι υπερήφανοι και ανδρείοι, ενθυμούμενοι τους προγόνους των που κατέκτησαν όλον τον κόσμο. Τους παραλλήλισε όχι με τους -προπάτορες της αρχαίας Ρώμης- Τρώες, αλλά με τους Έλληνες Αχαιούς που έκαυσαν την Τροία! Τους θύμισε τον ένδοξο θάνατο του Έκτορος, την φήμη του Έλληνος Μακεδόνος Φιλίππου που έφθασε μέχρι την Ινδία και τον υιό του Αλέξανδρο, που με την γενναιότητά του υπέταξε τα μεγαλύτερα βασίλεια στους (Έλληνες) «Πελασγούς» (Pelasgis). Τους ανέφερε ότι τα δυτικά μέρη έτρεμαν τους Γραικούς (Graecorum), πως στο άκουσμά τους ουδέν έθνος τόλμησε να αντισταθεί. Δεν έπρεπε να φοβούνται τους Φράγκους (Francorum populus), διότι ήσαν κατώτεροι σε αριθμούς και ανδρεία:

«Prudentia vestra virili Condicione vigens, non vos permittat habere cor muliebre, viri. Quae vos ignavia semper cogit inire fugam? Memores estote priorum, quorum strenuitas totum sibi subdidit orbem. Hector Achilleis fortissimus occidit armis. Troia Michaenei ruit ignibus usta furoris. Philippi quantus fuerit vigor, India novit; huius Alexander proles fortissima nonne fortia multorum subiecit regna Pelasgis? Partibus occiduis Graecorum fama timori omrubus et mundi regionibus esse solebat. Quae gens audito Graecorum nomine stare audebat campo? Vix oppida, castra, vel urbes Reddebant tutos ab eorum viribus hostes. State, precor, validi, memores virtutis avitae, degeneresque pedum non vos fiducia reddat. Hosti adimit vires, qui stare viriliter audet. Procurate sequi vestigia prima parentum, iam fuga displiceat; totus vos sentiat orbis fortes esse viros. Non est ad bella timendus francorum populus, numeroque et viribus impar» [1778]

   Εκείνην την περίοδο, τέτοιοι λόγοι δύσκολα θα διετυπώνοντο στην συνορεύουσα με την Τροία Κωνσταντινούπολη και στην Μικρά Ασία, αλλά επρόκειτο να διατυπωθούν λίγο αργότερα. Ύστερα από την άλωση του 1204, οι ελληνίζοντες «Ρωμαίοι» της Ανατολής συνειδητοποίησαν το χάσμα που τους διεχώριζε από την φραγκική Δύση και τους λατινοφώνους επιγόνους των πραγματικών Ρωμαίων. Καθώς ανεδύοντο παραλλήλως και οι εθνικισμοί των σλαβικών βαλκανικών λαών [1779], η πολιτισμική κοινοτική συνείδηση του γραικικού γένους ενεσωμάτωσε και φυλετικό χαρακτήρα. Κατά την άποψη πολλών ιστορικών, στον 13ο αιώνα άρχισε να μορφοποιείται η ταυτότητα του Νεοέλληνος, ο οποίος έχει επίγνωση της καταγωγής του και των κατορθωμάτων των αρχαίων προγόνων του.

   Ο ιστορικός Νικήτας Χωνιάτης τελειώνει την διήγηση της αλώσεως του 1204, δηλώνοντας ότι δεν προτίθεται να συνεχίσει την εξιστόρηση, διότι η ιστορία είναι το κάλλιστο εύρημα των Ελλήνων και δεν αρμόζει σε πράξεις βαρβάρων: «Πῶς ἂν εἴην ἐγὼ τὸ βέλτιστον χρῆμα, τὴν Ἱστορίαν, τὸ κάλλιστον εὕρημα τῶν Ἑλλήνων, βαρβαρικαῖς καθ’ Ἑλλήνων πράξεσι χαριζόμενος;» [1133]

   Η εννοιολογική μεταστροφή του όρου «Ἕλλην» καθίσταται πρόδηλη στους λόγους των Βασιλέων της Νικαίας, συγκεκριμένα του Ιωάννου Γ΄ Δούκα Βατάτζη (1193-1254) και του υιού του Θεοδώρου Β΄ Βατάτζη Λασκάρεως (1222-1258). Το 1237, σε επιστολή του προς τον Βατάτζη, ο πάπας Γρηγόριος Θ΄ ζήτησε από «το γένος των Γραικών που ανέβλυζε σοφία» να αναγνωρίσει το παπικό πρωτείο του και απείλησε ευθέως ότι, εάν δεν τερματιζόταν η σύγκρουση με τους Λατίνους της κατεχομένης Κωνσταντινουπόλεως, θα διοργάνωνε σταυροφορία contra Graecos (στα πλαίσια ευρύτερης σταυροφορίας για τους Αγίους Τόπους) [1780].

   Στην απαντητική επιστολή του, που απετέλεσε μνημείο εθνικής αυτογνωσίας και υπερηφάνειας, ο Βατάτζης, εκφράσας την αμφιβολία εάν τέτοιες αυθάδειες είχαν όντως εκπορευθεί από τον ίδιο τον πάπα, απήντησε πως οι σοφοί Έλληνες αναγνωρίζουν τον θρόνο του πάπα ως έναν απλόν αρχιερατικό μεταξύ των υπολοίπων και δεν θα παύσουν να αγωνίζονται υπέρ του ιστορικού των δικαιώματος επί της Πόλεως, αφού αυτοί ήσαν οι κληρονόμοι και διάδοχοι του Μεγάλου Κωνσταντίνου: «...ὁ κλῆρος τῆς ἐκείνου διαδοχῆς ἐς τὸ ἡμέτερον διέβη γένος, καὶ ἡμεῖς ἐσμεν οἱ τούτου κληρονόμοι τε καὶ διάδοχοι» [1781].

   Ο μεν πάπας αναφερόμενος στο γένος του Βατάτζη είχε μεταχειρισθεί, ως συνηθιζόταν από τους δυτικούς, την λέξη «Grecis» [1782]. Ο δε Βατάτζης, όπως διαφαίνεται στην επιστολή του, ήταν μάλλον ο πρώτος βυζαντινός αυτοκράτωρ που χρησιμοποίησε την λέξη «Ἕλληνες» ως εθνοτικό αυτοπροσδιορισμό. Ο ανατέλλων νεοελληνικός εθνισμός που σκιαγραφείται στον λόγο του Βασιλέως δεν έχει μονάχα θρησκευτική διάσταση. Έχει και διάσταση πολιτισμική και μάλιστα συνδεόμενη με την αρχαιοελληνική σοφία: («...ἐν τῷ γένει τῶν Ἑλλήνων ἡμῶν ἡ σοφία βασιλεύει...») [1783] καθώς και φυλετική διάσταση, γιατί, όπως επισημαίνει, οι Κομνηνοί και οι Δούκες (γόνος των οποίων ήταν και ο ίδιος) κατήγοντο από ελληνικά γένη («Αὐτίκα οἱ τῆς βασιλείας μου γενάρχαι, οἱ ἀπὸ τοῦ γένους τῶν Δουκῶν τε καὶ Κομνηνῶν, ἵνα μὴ τοὺς ἑτέρους λέγω, τοὺς ἀπὸ γενῶν ἑλληνικῶν ἄρξαντας») [1784].

   Η οξύμωρη αντιπαραβολή μεταξύ αλλοτρίων «Λατίνων» (ή «Ιταλών» κατά τον Γ. Ακροπολίτη) [1216] και ημετέρων «Ρωμαίων», που συνεχίσθη σε πολλές βυζαντινές χρονογραφίες, προκαλεί στους νεωτέρους μελετητές μία σύγχυση ως προς το νόημα αυτών των λέξεων. Ωστόσο, η σημαινόμενη έννοια του Έθνους έκτοτε εδραιώθηκε με έναν διαφοροποιημένο χαρακτήρα στις βυζαντινές συνειδήσεις.

   Ο υιός και διάδοχος του Βατάτζη, Θεόδωρος Β΄, δεχόμενος την επιρροή του μεγάλου φιλοσόφου Νικηφόρου Βλεμμύδη, χρησιμοποιούσε ακόμη πιο εκτεταμένα τον όρο «Ἕλλην» υπό την εθνολογική του έννοια και μάλιστα θεωρούσε εαυτόν απόγονο των αρχαίων Ελλήνων [1228]. Σε εγκώμιο για τον πατέρα του, ανέφερε ότι ο Μέγας Αλέξανδρος απετέλεσε πρότερο βασιλέα των Ελλήνων, υπονοώντας με σαφήνεια ότι ο Βατάτζης ήταν διάδοχος εκείνου: «ἀλλὰ δεῦρο δὴ ἄναξ Ἑλλήνων Ἀλέξανδρε, ὃς δὴ πρώην βασιλείαν Ἑλλήνων τετίμηκας [...]» [1229]. Εξάλλου, η λατινική κατάκτηση των Γραικών ηδύνατο να παραλληλισθεί με την λατινική κατάκτηση των Ελλήνων στην αρχαιότητα, με τον ίδιο τρόπο κατά τον οποίον οι βυζαντινοί χρονογράφοι αποκαλούσαν τους Τούρκους «Πέρσες» ή «Αχαιμενίδες», συγκρίνοντες εαυτούς με τους Έλληνες των περσικών πολέμων (5ος αιών π.Χ.) [1230,1231]. Ωσαύτως, ο Θεόδωρος αντελήφθη την ανάγκη θεσμίσεως ενός αμιγώς εθνικού στρατού. Σε επιστολή του προς τον Βλεμμύδη, δήλωσε ότι μονάχα σε Έλληνες ηδύνατο να στηριχθεί και όχι σε ξένους μισθοφόρους:

«Κινεῖται γὰρ ἡ ἔχθρα τῷ πλήθει καὶ τὰ ἔθνη μάχεται καθ’ ἡμῶν. Καὶ τίς ὁ βοηθήσων ἡμῖν; Πέρσης [σ.σ. δηλαδή Τούρκος] πῶς βοηθήσει τῷ Ἕλληνι; Ἰταλὸς καὶ μάλιστα μαίνεται, Βούλγαρος προφανέστατα, Σέρβος τῇ βίᾳ βιαζόμενος καὶ συστέλλεται· ὁ δ’ ἡμέτερος τάχα, τάχα δὴ οὐ τῶν ἡμετέρων κατὰ ἀλήθειαν. Μόνον δὲ τὸ Ἑλληνικὸν αὐτὸ βοηθεῖ ἑαυτῷ οἴκοθεν λαμβάνον τὰς ἀφορμάς.» [1785]

   Σε επιστολή του προς τον Νικηφόρο Βλεμμύδη, ο Θεόδωρος δήλωσε υπερηφάνως ότι τα ελληνικά στρατεύματα κράτησαν τους Βουλγάρους μακριά από την Μακεδονία, την ένδοξη γη του Φιλίππου και του Αλεξάνδρου:

«Καλῶς γὰρ ὠκοδομήθη τὰ βουλγαρικὰ παρ’ ἡμῶν καὶ ἡ τούτων ὑπ’ αὐχένος ἔπαρσις διὰ τὰς πρὸς τὰ ὄρη διατριβὰς τοῖς πολλοῖς κειμένη καὶ γέγονε, καὶ κλιτοτράχηλοι οἱ ἀκαμπεῖς τοῖς Ἑλληνικοῖς στρατεύμασιν ἀπεφάνθησαν. Ἀλλ’ ἡ τῶν ἀνόμων ἀνηκοΐα ἐρημώσασα τὸν στρατὸν κατατρέχειν τῶν χώρων ἡμῶν τοὺς Βουλγάρους κύνας ἐποίησε [...] Διὰ ταῦτα τυραννούμενοι τε καὶ μὴ, πρὸς τὴν Φιλίππου κεκατηντήκαμεν καὶ γῆν ἐθεασάμεθα, ἄριστε, τὴν Ἀλεξάνδρου ποτὲ σκυλευομένην καὶ παιζομένην παρὰ Βουλγάρων ὀλιγοστῶν ἀσθενῶν.» [1786]

   Ο Θεόδωρος Β΄ ήταν υπερήφανος για την καταγωγή και την ελληνική κληρονομιά του. Σε μία θεολογική πραγματεία του κατά των λατινικών κακοδοξιών, έγραψε τα εξής:

«Ἁπασῶν τοίνυν γλωσσῶν τὸ ἑλληνικὸν ὑπέρκειται γένος, θέσει καὶ εὐκρασίᾳ καὶ διὰ τοῦτο εὐφυΐᾳ καὶ ἐπιστήμῃ [...] Πᾶσα τοίνυν φιλοσοφία καὶ γνῶσις, ἵνα μὴ κατ’ ὄνομα λέγω τὰς ἐπιστήμας, Ἑλλήνων ἢ εὕρεμα ἢ πρὸς τὸ κρεῖττον ἔκ τινος ὂν ὑπάρχει μεταστοιχείωμα καὶ ὁ τὴν πεῖραν ζητῶν τὴν παμφιλόσοφον διερχόμενος μάθοιεν. [...] Ἡ γὰρ περὶ τὸ δόγμα τῆς ἑλληνικῆς μεγαλονοίας στερρότης, ἐκεῖνο μᾶλλον ἡμᾶς ἠνάγκασε λέγειν τὸ θειότερον ἢ τὸ ἰδιοῦν τὴν φιλοσοφίαν αὐτῇ τίνος γὰρ ἄλλου; Ἀλλὰ ὁ Ἰταλός ἀγνοεῖ καὶ πόθεν μὲν ἔσχε φιλοσοφία, γινώσκει, ὅτι δὲ ἐν τῇ πηγῇ τὸ μᾶλλον ὕδωρ ἀγνοεῖ.» [1787]

   Σε μία άλλη επιστολή του προς τον Γεώργιο Ακροπολίτη, o Θεόδωρος ανέφερε ότι βλέποντας τα μνημεία της Περγάμου αισχύνθηκε για την ανωτερότητα του πατρογονικού πολιτισμού, σε σύγκριση με την μάλλον παρακμιακή εποχή του:

«Ἑλληνικῆς μεγαλονοίας ὑπάρχει ταῦτα μεστὰ, καὶ σοφίας ταύτης ἰνδάλματα· δεικνύει δὲ ταῦτα πρὸς ἡμᾶς ἡ πόλις κατονειδίζουσα, ὥσπερ ἀπογόνους τινὰς, τοῦ πατρώου κλέους τῷ μεγαλείῳ. Σμερδαλέα γὰρ εἰσι ταῦτα πρὸς τὰς νῦν ἀνοικοδομὰς, κἄν Ἀριστοτέλει δοκῇ πάντα σμικρὰ θαυμασμοῦ πρὸς τὸ σύμπαν.» [1788]

  Ωσαύτως, ο Θεόδωρος Β΄ Λάσκαρις Βατάτζης αποκαλούσε το κράτος του «Ἑλληνίδα ἐπικράτεια» [1789] ή απλώς «Ἑλληνικόν», όπως διαφαίνεται σε μία επιστολή του προς τον εν Ευρώπη ταξιδεύσαντα Μητροπολίτη Σάρδεων Φωκά: «ὁπόταν δὲ ὁ Πανιερώτατος Μητροπολίτης Σάρδεων ἐκ τῆς Εὐρώπης ἐπανέλθῃ πρὸς τὸ Ἑλληνικόν.» [1790]

   Τοιαύτες ελληνίζουσες τάσεις εντοπίζονται στους λόγους και άλλων εκπροσώπων των ανωτέρων και όχι μόνο βυζαντινών τάξεων. Ο λόγιος Θεόδωρος Μετοχίτης γράφει για τους ομοεθνείς του: «Ἐκείνῳ τοίνυν γένος μὲν τὸ ἀρχῆθεν ἦσαν καὶ πατέρες Ἕλληνες κατὰ φύσιν ἀκριβῶς ἐκ μακροῦ, καὶ τῆς Ῥωμαϊκῆς δὲ σφίσι εὐγενείας ἐκ διαδοχῆς πάλαι πρότερον ἀεί μετῆν ἀνοθεύτου παντάπασιν καὶ ἀμιγοῦς βαρβαρικῆς ἀλλοτριότητος» [1791]. Ο δε παλαμιστής ιερωμένος Νικόλαος Καβάσιλας παρέθετε διάφορες παρεμφερείς εκφράσεις, όπως «τὸ κοινὸν τοῦ γένους τῶν Ἑλλήνων» και «τὸ κοινὸν τοῦτο πάσης Ἑλλἀδος» [1792].

   Ο νεοελληνικός εθνισμός παγιώθηκε επί Παλαιολογείου Αναγεννήσεως, στο ιστορικό λυκόφως του Βυζαντίου, ιδίως από πλευράς ανθρωποκεντρικών λογίων, που φιλοδοξούσαν να επαναφέρουν στο προσκήνιο -με τον δικό τους τρόπο- τον πλατωνισμό, τον αριστοτελισμό και την φυσική φιλοσοφία. Τότε εσημειώθησαν και πολιτικές διακρίσεις μεταξύ των γνησίων Ρωμαιο-Ελλήνων, των «Μιξελλήνων» ή «Μιξοβαρβάρων» και των εθνοτικών μειονοτήτων, οι οποίες επετηρούντο υπό διοριζομένων «Σεβαστών» [1793]. Μολαταύτα, ορισμένοι συντηρητικοί κληρικοί και η παλατινή γραφειοκρατία συνετήρησαν τυπικώς τους ξεπερασμένους ορισμούς, μαζί με μία αμυδρή ανάμνηση της ρωμαϊκής οικουμενικότητος.

   Τον 15ο αιώνα, ο Ιωάννης Αργυρόπουλος (1415-1487) προσεφώνησε τον Ιωάννη Η΄ Παλαιολόγο με τον εξής εγκωμιαστικό τρόπο: «Οἵαν ἰδέαν ἀπέκρυψε, οἷον ἐξεῖλε κοινὸν τοῖς Ἕλλησιν όφθαλμόν, ὦ τῆς Ἑλλάδος ὀρθότης, ἥλιε βασιλεῦ.» [1794]

   Ο Έλλην Λαόνικος Χαλκοκονδύλης (1430-1490), στον πρόλογο της δεκάτομης Ἱστορίας του, όχι μόνον επιρρωνύει την αδιάσπαστη ιστορική συνέχεια του Ελληνισμού από τους μυθικούς χρόνους έως την εποχή του, αλλά τολμά να απορρίψει το επίσημο αφήγημα του ρωμαιο-ελληνικού γένους και μέμφεται τους Έλληνες του Βυζαντίου, επειδή χρησιμοποιούσαν επί τόσους αιώνες τον όρο «Ρωμαίοι» ως αυτοπροσδιορισμό, παρότι διατηρούσαν τις ελληνικές παραδόσεις και την ελληνική γλώσσα τους:

«Ἕλληνας τε τὸ ἀπὸ τοῦδε Ῥωμαίοις αὐτοῦ ἐπιμιγνύντας, γλῶτταν μὲν καὶ ἤθη διὰ τῷ πολλῷ πλείονας Ῥωμαίων Ἕλληνας αὐτοῦ ἐπικρατεῖν, διὰ τέλους φυλάξαι, τοὔνομα μέν τοι μηκέτι κατὰ τὸ πάτριον καλουμένου, ἀλλάξασθαι, καὶ τοὺς γε βασιλεῖς Βυζαντίου, ἐπὶ τὸ σφᾶς αὐτούς, Ῥωμαίων βασιλεῖς τε καὶ αὐτοκράτορες σεμνύνεσθαι ἀποκαλεῖν, Ἑλλήνων δὲ βασιλεῖς οὐκέτι οὐδαμῇ ἀξιοῦν. [...] Tαῦτα μὲν ἐς τοσοῦτον μοὶ ἀποχρώντως ἔχοντα ἐπιδεδείχθω περὶ τε τῆς τῶν Ἑλλήνων βασιλείας καὶ τῆς ἐς Ῥωμαίους ἐχούσης αὐτῶν διαφοράς, ὡς δὴ οὐκ ὀρθῶς τάγε ἐς βασιλείαν καὶ ἐς τοὔνομα αὔτῳ προσηγορεύετο τούτοις.» [1795]

   Ο Πλήθων Γεμιστός, στο υπόμνημά του Περὶ τῶν ἐν Πελοποννήσῳ πραγμάτων προς τον αυτοκράτορα Μανουήλ Β΄ Παλαιολόγο, έγραψε: «Ἐσμὲν γὰρ οὖν, ὦν ἡγεῖσθέ τε καὶ βασιλεύετε, Ἕλληνες τὸ γένος, ὡς ἤ τε φωνὴ καὶ ἡ πάτριος παιδεία μαρτυρεῖ [...]» [1796]

   Τέλος, δεν γίνεται να εξαιρέσουμε από την παρούσα συλλογή πρωτογενών πηγών ένα απόσπασμα από τον -διασεσωσμένο υπό του Φραντζή- τελευταίο λόγο που παρέθεσε στους συναγωνιστές του ο Βασιλεύς Κωνσταντίνος Παλαιολόγος, ολίγες ώρες πριν αφήσει την στερνή πνοή του στην μάχη της 29ης Μαΐου του 1453. Οι Τούρκοι δεν αντιμετώπιζαν άλογα ζώα σαν τα μούτρα τους, αλλά κυρίους και αυθέντες, απογόνους Ελλήνων και Ρωμαίων:

«Καὶ οὕτως λογίσθητε ὡς ἐπὶ ἀγρίων χοίρων καὶ πληθὺν κυνήγιον, ἵνα γνώσωσιν οἱ ἀσεβεῖς ὅτι οὐ μετὰ ἀλόγων ζῴων ὡς αὐτοί, παράταξιν ἔχουσιν, ἀλλὰ μετὰ κυρίων καὶ αὐθεντῶν αὐτῶν καὶ ἀπογόνων Ἑλλήνων καὶ Ῥωμαίων.» [1797]

   Τον θρήνο του για την άλωση της Πόλεως εξέφρασε αργότερα και ο ανθενωτικός πατριάρχης Γεννάδιος Σχολάριος (1400-1473), κατονομάζοντάς την ως κοινή πατρίδα του γένους των Ελλήνων, προτού αυτοί διασπαρούν σε μικρές τοπικές. Σήμερον, θεωρείται ευρέως γνωστή η φράση του «οὐκ ἂν ποτὲ φαίην ἕλλην εἶναι, διὰ τὸ μὴ φρονεῖν ὡς ἐφρόνουν ποτὲ ἕλληνες [...] καὶ εἴ τις ἔροιτό μοι, τὶς εἰμί, ἀποκρινοῦμαι χριστιανὸς εἶναι» από ένα κείμενό του κατά «τῆς ἰουδαϊκῆς πλάνης» [1798], εις την οποία χρησιμοποιεί την λέξη Ἕλλην υπό την παλαιότερη θρησκευτική/ παγανιστική της σημασία. Ωστόσο, όπως αποκαλύπτεται αναντίρρητα στον θρήνο, ο Γεννάδιος γνωρίζει και την δεύτερη, εθνική σημασία της λέξεως και μάλιστα την χρησιμοποιεί και ο ίδιος για τον προσδιορισμό του ελληνικού βυζαντινού γένους:

«Νῦν ἐφθαρμένης οὕτως ἐλεεινῶς τῆς καλλίστης τῶν ἐν τῇ γῇ πόλεων, ἅμα δὲ καὶ πατρίδος τῷ νῦν ἑλληνικῷ γένει μιᾶς τε καὶ κοινῆς ἀντὶ πολλῶν τῶν ἰδίων οὔσης, ἕως ἐσῴζετο.» [1799]

   Ατυχώς, η μέγγενη της κατοπινής τουρκοκρατίας ακρωτηρίασε τα πτερά του αναβαπτισμένου Ελληνισμού, όμως δεν τον εξόντωσε. Είχαν ήδη τεθεί οι βάσεις για την συγκρότηση μίας εθνικής συνειδήσεως που κράτησε αλώβητη την ταυτότητα του ελληνικού-ρωμαίικου γένους επί ημίσεια χιλιετία. Οι λέξεις Ἕλλην, Ῥωμιός και Γραικός κατέληξαν συνώνυμες και, στην καθομιλούμενη, εξακολουθούν να ορίζουν το εθνολογικό περίγραμμα ενός ενιαίου και αρχεγόνου λαού. Οι δυτικοί συνέχισαν να αποκαλούν τους Έλληνες Γραικούς και την «μεσαιωνική» αυτοκρατορία τους απλώς «Βυζάντιο» και όχι Βασιλεία Ρωμαίων, εφόσον είχαν μία δική των κίβδηλη «Βασιλεία Ρωμαίων», την «Αγία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία» του Γερμανικού έθνους. Ωστόσο, μία μεγάλη μορφή του νέου ελληνισμού, ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, επέχαιρε για την εμμονή των δυτικών να μετονομάσουν την Ρωμαίων Πολιτεία σε Βυζαντινή Αυτοκρατορία, διότι έτσι υπενθυμίζεται η πανάρχαια αποικία του Βύζαντος και αποθεώνεται η ελληνικότητά της [1800].



Παραπομπές

1133.  Νικήτα Χωνιάτου Χρονική Διήγησις P.373, Corpus Scriptorum Historiae Byzantinae 35 (ed. Im. Bekker), Βόννη 1835, σ.768.

1216. Γεωγραφικά μιλώντας, η αρχαία πόλη της Ρώμης ήταν πρωτεύουσα της ιταλικής επαρχίας του Λατίου και γι’ αυτόν τον λόγο η αντιπαραβολή μεταξύ «Ρωμαίων» και «Λατίνων» ακούγεται οξύμωρη. Όσον αφορά τον χαρακτηρισμό των σταυροφόρων ως «Ιταλών», βλέπε: Γεωργίου Ακροπολίτου Χρονική Συγγραφή, “Georgii Acropolitae magni logothetae Historia”, Ex Typographia Bartholomaei Javarina, Βενετία 1729, σ.3,5,15,25,38,84,85,89,94,95 κ.τ.λ.

1228.  Αντώνιος Καλδέλλης, “Hellenism in Byzantium: The Transformations of Greek Identity and the Reception of the Classical Tradition”, Cambridge University Press 2008, σ.373-379.
1229.  “Τοῦ αὐτοῦ Θεοδώρου Δούκα τοῦ Λάσκαρι τοῦ υἱοῦ τοῦ ὑψηλοτάτου βασιλέως κυροῦ Ἰωάννου τοῦ Δούκα ἐγκώμιον εἰς τὸν πατέρα αὐτοῦ τὸν αὐτὸν ὑψηλότατον βασιλέα κυρὸν Ἰωάννην τὸν Δούκαν” (1250 μ.Χ.), Theodorus II Ducas Lascaris Opuscula Rhetorica (ed. A. Tartaglia), In Aedibus K.G. Saur, Μόναχο 2000, σ.53.
1230.  Michael Angold, “A Byzantine Government in Exile: Government and Society Under the Laskarids of Nicaea, 1204-1261”, Oxford University Press 1975, σ.29-30.
1231.  Rustam Shukurov, “The Byzantine Turks, 1204-1461”, BRILL 2016, σ.40.

1419.  Δημητρίου Κυδώνη, “Τῷ βασιλεῖ Καντακουζηνῷ”, Demetrius Cydones Correspondance (ed. R. Loenertz) Vol.I, Bibliotheca Apostolica Vaticana 1956, σ.5.
1420.  Αντωνία Κιουσοπούλου, “Βασιλεύς ή Οικονόμος: πολιτική εξουσία και ιδεολογία πριν την Άλωση”, εκδ. Πόλις 2007, σ.218.

1763.  «Καὶ ἐθίζεσθε πάντες ὁμοῦ οἱ διὰ Χριστὸν τὸν Θεὸν ἡμῶν καὶ ὑπὲρ συγγενῶν καὶ φίλων καὶ πατρίδος καὶ τοῦ ὅλου τῶν Χριστιανῶν ἔθνους ἀγωνιζόμενοι εὐκόλως ὑποφέρειν καὶ δίψης ὅχλησιν [...]», βλέπε: Λέοντος Σοφοῦ Τακτικά, Διάταξις ΙΗ΄, §ιθ΄, Leonis Romanorum Imperatoris Augusti Opera Quae Reperiri Potuerunt Omnia, Patrologiae Graecae CVII, J.-P. Migne Editorem, Παρίσι 1863, σ.949.
1764.  Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος, “Τα διδακτικώτερα πορίσματα της Ιστορίας του Ελληνικού Έθνους- Εταιρεία Ο ‘Ελληνισμός’”, εκδ. Πελεκάνος2015, σ.82.
1765.  Elizabeth Anne Chitwood, “The Miser in La Comédie Humaine”, University of Wisconsin 1943, σ.81.
1766.  Πρίσκου Ἱστορία Βυζαντιακή: Ἱστορία Γοτθική 20, Prisci Fragmenta, Historici Graeci minores Vol. I, Ed. L. Dindorfius, Λειψία 1870, σ.305-306.
1767.  August Meineke, “Stephani Byzantii Ethnicorum quae supersunt” Tomus Prior, Walter de Gruyter GmbH & Co KG, Βερολίνο 2021, σ.212.
1768.  Αικατερίνη Ρεβάνογλου, “Γεωγραφικά και εθνογραφικά στοιχεία στο έργο του Προκοπίου Καισαρείας”, Κέντρο Βυζαντινών Ερευνών Α.Π.Θ. 2005, σ.197.
1769.  Κώστας Σαρδελής, Πέτρος Βαμπούλης, “Theophanes the Greek”, εκδ. Gumas 1978, σ.158.
1770.  Χρυσόστομος Παπαδόπουλος, “Περί της επιστημονικής δράσεως του μεγάλου Φωτίου, Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως”, Τύποις Α. Διαλησμά 1912, σ.18.
1771.  «Ἐν λειμῶνι τῶν Γραφῶν, καθάπερ μέλισσαι σοφοί, προσιπράμενοι ὑμεῖς, περιεθρέψασθε καλῶς καὶ τῶν ἀνθέων τὰ ἄριστα, καὶ τὸ μέλι πᾶσι τοῖς πιστοῖς τῶν διαταγμάτων ὑμῶν προτίθεσθε ὁμοῦ εἰς πανδαισίαν αὐτῶν· Πάρεστε πάλιν καὶ μετὰ πότμον τοῖς ὑμᾶς εὐφημοῦσι, μακάριοι.», βλέπε: Τοῦ ἐν Ἁγίοις Πατρὸς ἡμῶν Βασιλείου Ἀρχιεπισκόπου Καισαρείας Καππαδοκίας, Τὰ εὑρισκόμενα ἅπαντα, PG XXIX, J.-P. Migne, Παρίσι 1857, σ.ccclii.
1772.  π.Γεώργιος Παπαδημητρίου, “Σχέσεις Φιλοσοφίας καὶ Χριστιανισμοῦ παρὰ τῷ Ἰουστίνῳ”, Θεολογία Τόμ. ΝH΄ Τεύχ. 2, Αθήνα 1987, σ.266-269.
1773.  Ναυσικά Κουμπαράκη-Πανσελήνου, “Βυζαντινή ζωγραφική: η βυζαντινή κοινωνία και οι εικόνες της”, εκδ. Καστανιώτη 2000, σ.112.
1774.  Ἰωάννου Μητροπολίτου Εὐχαΐτων (Μαυρόποδος), Ἐπίγραμμα εἰς τὸν Πλάτωνα καὶ Πλούταρχον, Εἰς Πίνακας Μεγάλους τῶν Ἑορτῶν ΜΒ΄ 987-994, Patrologiae Graecae CXX, J.-P. Migne, Παρίσι 1864, σ.1156.
1775.  Εὐσταθίου Θεσσαλονίκης, Τοῦ αὐτοῦ λόγος προεισόδιος τῆς ἁγίας Τεσσαρακοστῆς λζ΄-λη΄, Patrologiae Graecae CXXXV, J.-P. Migne, Παρίσι 1887, σ.708.
1776.  Ἄννης Κομνηνῆς Ἀλεξιάς, Lib. XV.7 P.485, Corpus Scriptorum Historiae Byzantinae 3, Comnena Vol. II (ed. B.G. Niebuhrii), Impensis ed. Weberi, Βόννη 1878, σ.349.
1777.  Κωνσταντίνου Πορφυρογεννήτου Περὶ θεμάτων, Θέμα Ζ΄ τὸ καλούμενον Παφλαγόνων, Patrologiae Graecae CXIII, J.-P. Migne, Παρίσι 1864, σ.92.
1778.  Guilelmus Apuliensis, Poema Storico di Guglielmo Pugliese, Libro Primo, I Normanni: Poema storico: Cronache e diplomi del secolo XI e XII, Tipografia Garibaldi di Flascassovitti e Simone, Lecce 1867, σ.18-19.
1779.  Νίκος Γ. Σβορώνος, “Το ελληνικό έθνος: Γένεση και διαμόρφωση του Νέου Ελληνισμού”, εκδ. Πόλις 2004, σ.66.
1780.  Kenneth Μ. Setton, “The Papacy and the Levant, 1204-1571: The thirteenth and fourteenth centuries”, American Philosophical Society 1976, σ.63-64.
1781.  Η επιστολή αυτή ανευρέθη τον 19ο αιώνα στην Μονή της Πάτμου από τον Ιωάννη Σακελλίωνα και, παρά τις πρώιμες ακαδημαϊκές επιφυλάξεις, η γνησιότητά της έχει επιβεβαιωθεί στον 20ο αιώνα από τον Γάλλο βυζαντινολόγο Venance Grumel. Βλέπε: Ιωάννης Σακελλαρίων, “Ἀθηναῖον: Σύγγραμμα περιοδικὸν κατὰ διμηνίαν ἐκδιδόμενον συμπράξει πολλῶν λογίων” Tόμ.Α, Ἀθήνησιν Ἐκ τοῦ Τυπογραφείου Ἑρμοῦ 1872, σ.373.
1782.  «Nobili viro Vatacio spiritum consilii ronsiliì sanioris. Cum in Grecis. [...]», καταχώρηση νο3693- Registres de Gregoire IX. Βλέπε: Les Registres de Gregoire IX Recueil des Bulles de ce Pape (1235-1239), Vol. II, ed. L. Auvray, Albert Fontemoing, Παρίσι 1907, σ.659-660.
1783.  Ιωάννης Σακελλαρίων, ό.π., σ.373.
1784.  Ιωάννης Σακελλαρίων, ό.π, σ.374.
1785.  Theodori Ducae Lascaris Epistulae CCXVII.: Nunc primum edidit Nicolaus Festa” 44.79-84, tipografia G. Carnesecchi e figli, Φλωρεντία 1898, σ.58.
1786.  Theodori Ducae Lascaris Epistulae CCXVII, ό.π., σ.253.
1787.  Θεοδώρου Β΄Λασκάρεως, Χριστιανικῆς Θεολογίας λόγος ἕβδομος, εκδ. Κρικώνη 1987, σ.138-145.
1788.  Θεοδώρου Β΄Λασκάρεως, Ἐπιστολὴ πρὸς τὸν φιλόσοφον Κυρὸν Γεώργιον τὸν Ἀκροπολίτην, An Anthology of Byzantine Prose (ed. Nigel Wilson), Walter de Gruyter 2013, σ.124.
1789.  Νίκος Γ. Σβορώνος, “Ανάλεκτα Νεοελληνικής Ιστορίας και Ιστοριογραφίας”, εκδ. Θεμέλιο 1995, σ.156.
1790.  Απόστολος Ε. Βακαλόπουλος, “Ιστορία του Νέου Ελληνισμού: Αρχές και διαμόρφωσή του” Τόμ.Α΄, Θεσσαλονίκη 1961, σ.68.
1791.  Θεοδώρου Μετοχίτου, Πρὸς τινὰ φίλον ἐπὶ τῇ τελευτῇ τοῦ φιλοσοφωτάτου καὶ ὁσιωτάτου νέου Ἰωσήφ (ed. Max Treu), Byzantinische Zeitschrift Vol. 8, B.G. Teubner, Λειψία 1899, σ.5.
1792.  Νίκος Γ. Σβορώνος 1995, ό.π., σ.159.
1793.  Ελένη Γλύκατζη-Αρβελέρ, “Γιατί το Βυζάντιο”, εκδ. Μεταίχμιο 2012, σ.188.
1794.  Νίκος Γ. Σβορώνος, “Το Ελληνικό Έθνος: Γένεση και διαμόρφωση του Νέου Ελληνισμού”, εκδ. Πόλις 2004, σ.77-78.
1795.  Λαονίκου Χαλκοκονδύλου Ἀθηναίου, Ἀποδείξεις Ἱστοριῶν Δέκα P.3-4, CSHB 10, ed. Im. Bekkeri, Impensis ed. Weberi, Βόννη 1843, σ.6-8.
1796.  Γεωργίου Γεμιστοῦ τοῦ Πλήθωνος Πρὸς τὸν Βασιλέα Ἐμανουῆλον Περὶ τῶν ἐν Πελοποννήσῳ Πραγμάτων Λόγος Α΄, Patrologiae Graecae CLX, ed. J.-P. Migne, Παρίσι 1866, σ.821.
1797.  Γεωργίου Σφραντζῆ Χρονικὸν τῆς Ἀλώσεως (ed. Im. Bekkeri), Lib III. Cap VI, Imprensis Ed. Weberi, Βόννη 1838, σ.275.
1798.  Γενναδίου Σχολαρίου Ἔλεγχος τῆς ἰουδαϊκῆς νῦν πλάνης 125v, Anecdota Graeca theologica cum prolegomenis, Gennadii Archiepiscopi Cpolitani Dialogus Christiani cum Iudaeo, ed. Deicherti Successorem, Λειψία 1893, σ.2.
1799.  Γενναδίου Σχολαρίου, Ἐπὶ τῇ ἁλώσει τῆς Πόλεως καὶ τῇ παραιτήσει τῆς ἀρχιερωσύνης, Oeuvres complètes de Georges Scholarios Vol.4, Maison de la bonne presse, Παρίσι 1928, σ.211.
1800.  Αναφορικά με τον Παπαδιαμάντη, βλέπε: Πάνος Ευαγγελόπουλος, “Για την Πτώση της Πόλης…”, Καθημερινή 31/5/2016 [https://www.kathimerini.gr/opinion/861853/gia-tin-ptosi-tis-polis/, ανακτήθηκε τον Αύγουστο του 2021]. Σχετικά με το ζήτημα, επιπλέον ενδιαφέρον παρουσιάζει η μεταξύ λογίων αντιπαράθεση για την ονομασία και εν γένει την εθνική ταυτότητα των Ελλήνων/ Ρωμιών που ξέσπασε στις αρχές του 20ου αιώνος. Το 1901, αρκετές δεκαετίες πριν την διατύπωση της ρωμιοκεντρικής θεωρίας του π.Ιωάννη Ρωμανίδη, ο δημοτικιστής Αργύριος Εφαλτιώτης αντέδρασε βιαίως στον δυτικογενή νεοκλασικισμό του 19ου αιώνος, περνώντας στο άλλο άκρο και απορρίπτοντας την αρχαία Ελλάδα προς χάριν της «Ρωμιοσύνης», δια του συγγράμματός του «Ιστορία της Ρωμιοσύνης». Αμέσως κατεφέρθη εναντίον του πλήθος διανοουμένων, ενώ έσπευσε να τον υπερασπισθεί ο, κατά τ’ άλλα ελληνόψυχος πλην ολίγον ασταθής ως προς τις ιδεολογικές του τοποθετήσεις, αμύντωρ της Ρωμιοσύνης Κωστής Παλαμάς, στην εφημερίδα «Το Άστυ» στις 12/10/1901. Ο Νικόλαος Πολίτης, στην εφημερίδα «Αγών» στις 13/10, απήντησε τεκμηριωμένα στον Παλαμά, επιμένοντας στην ορθότητα των όρων «Έλληνες» και «Βυζάντιο». Μία λύση χρυσής τομής στην αντιπαράθεση, που έγινε αποδεκτή τουλάχιστον από τον Παλαμά, δόθηκε από τον επίσης δημοτικιστή Γιάννη Ψυχάρη με την εξής τοποθέτηση στον 1ο τόμο του έργου του «Ρόδα και Μήλα»: «Ο αγαπητός μου ο Ν. Γ. Πολίτης έδειξε στον «Αγών» του Λαμπρίδη πως το όνομα “Ελλην” έχει και στον μεσαίωνα, έχει και στο Βυζάντιο τα περγαμηνά του. Ο Παλαμάς έδειξε στο «Αστυ» πως ο Ρωμιός ήτανε, και στης Επανάστασης τα χρόνια, όνομα άγιο και τιμημένο. Τόσο το καλύτερο λοιπόν αν έχουμε δυο δόξες αντί μια… Δεν είπε κανένας να ξεβαφτίσουμε την Ελλάδα και να την κάνουμε βασίλειο Ρωμαίικο. Κι αν προστεθεί το κοραϊκό Γραικός, οι δόξες γίνονται τρεις. Κι ας πρόκειται για περασμένα μεγαλεία.» Βλέπε: Ανθολόγιο Ψυχάρη, Κέντρο Βυζαντινών, Μεταβυζαντινών, Νεοελληνικών και Κυπριακών Σπουδών, Ιωάννινα 2007, σ.216.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου