Προδημοσίευση από το βιβλίο "ΒΥΖΑΝΤΙΟΝ: Ιστορία, Ταυτότητα, Πολιτισμός" του Ιωάννη Σαρρή, από το κεφάλαιο "Ο αιώνας της Εικονομαχίας", ενότητα V ("Η πάταξη των γνωστικιστών").

V. Η πάταξη των γνωστικιστών
Η αυγούστα Θεοδώρα (815-867) δεν αρκέσθηκε στην αναστήλωση των εικόνων. Διέβλεπε με ενάργεια την σημιτική ρίζα των εικονομαχικών τάσεων, την κατίσχυση των ανατολικών θρησκευτικών κι εν γένει πολιτισμικών αιρέσεων, ούσα αποφασισμένη να την ξεριζώσει ολοσχερώς. Στα ανατολικά σύνορα της αυτοκρατορίας είχε παγιωθεί η αιρετική κοινότητα των παυλικιανών, οι οποίοι διεισδύσαντες σε διάφορες πόλεις εξελίσσοντο σε ένα κράτος εν κράτει. Μία πρώιμη απόπειρα εικονομαχίας είχε σημειωθεί από τον αυτοκράτορα Αναστάσιο (491-518), ο οποίος σύμφωνα με τον Θεοφάνη (Θεοφάνους Χρονογραφία, 149) είχε επηρεασθεί από τον Μανιχαϊσμό[464]. Ο Θεοφάνης (Χρονογραφία 488), ο πατριάρχης Φώτιος (PG 102,15) και η Άννα Κομνηνή (Αλεξιάς, 15:8.1) έχουν καταγράψει την μανιχαϊκή προέλευση του παυλικιανισμού. Οι παυλικιανοί που ανέκαθεν εξέφραζαν εικονομαχικές θέσεις απέλαβαν την εύνοια των Λέοντος Γ΄ και Κωνσταντίνου Ε΄[465], παρότι είχαν ταλαιπωρήσει τους πλείονες προγενεστέρους αυτοκράτορες.
Στην πραγματικότητα, τόσο ο μανιχαϊσμός όσο και ο παυλικιανισμός ήσαν
παρακλάδια της αρχαίας αιρέσεως του Γνωστικισμού (όπως επίσης και οι
πρωιμότερες σέκτες των μαρκιωνιτών και μασσαλιανών)[466]. Ο
Γνωστικισμός γεννήθηκε τον 1ο μ.Χ. αιώνα πιθανότητα στην περιοχή του
Ισραήλ από αγανακτισμένους Ιουδαίους[467], οι οποίοι έβλεπαν τον
Δημιουργό Θεό της Παλαιάς Διαθήκης να τους επιφυλάσσει όλεθρο (βλ. άλωση της
Ιερουσαλήμ το 70 μ.Χ.) αντί για επίγεια βασιλεία. Δεν μπορούσε να είναι καλός
θεός﮲
ήταν μοχθηρός και επεδίωκε την υποδούλωση του ανθρώπου μέσα στην ανυπόφορη παγίδα
της κτιστής ύλης που είχε δημιουργήσει[468]. Απεναντίας υπήρχε ένας αληθινός
θεός έξω από τα όρια της ύλης, ο οποίος αγωνιζόταν για να προσφέρει στον
άνθρωπο την Γνώση, την λύτρωση από τα δεσμά του υλικού κόσμου. Ετούτος ο θεός
θα συνδεόταν από κάποιες ομάδες (π.χ. οφίτες) με τον όφι στην Γένεσι (ως σταλθέντα
εκ του Αιώνος «Σοφία»), ο οποίος προσέφερε στους πρωτοπλάστους τον καρπό από το
δένδρο της γνώσεως του καλού και του κακού[469], ώστε να
επαναστατήσουν κατά του τυραννικού Δημιουργού και να σφετερι
Ο Γνωστικισμός συνιστούσε καρπό του ύστερου ελληνιστικού συγκρητισμού και των ζυμώσεων ανάμεσα σε ερμητισμό, μυστηριακές λατρείες, μιθραϊσμό, νεοπλατωνισμό, νεοπυθαγορισμό και βαβυλωνιακό ιουδαϊσμό[471]. Όπως ήταν επόμενο εισέδυσε με αλληλεπιδράσεις σε πολλές θρησκείες και φιλοσοφίες με τον έναν ή τον άλλον τρόπο. Στους «εθνικούς» έλαβε νεοπλατωνική μορφή, διακηρύττοντας τον δυϊσμό μεταξύ της κακής ύλης και του καλού πνεύματος[472]. Στον χριστιανισμό έλαβε την μορφή αντιδραστικών αιρέσεων, όπως των οφιτών, των καϊνιτών, των σηθιανών και των βορβοριτών (και χαρακτήριζε τον Ιησού «Αιώνα»[473], δηλαδή μικρότερο, φασματικό θεό απεσταλμένο της μεγάλης θεότητος, ο οποίος προσέφερε την «Γνώση» στους δεσμώτες ανθρώπους που είχαν κάποιο υπόλειμμα θεότητος μέσα τους). Μάλιστα οι οπαδοί του κατασκεύασαν και αρκετά πλαστά ευαγγέλια, τα λεγόμενα «απόκρυφα»[474]. Στον περσικό κόσμο έδωσε γένεση στο κίνημα του μανιχαϊσμού[475], ο οποίος με βάση τον προαναφερθέντα δυϊσμό συνέζευξε στοιχεία ζωροαστρισμού, βουδισμού και χριστιανισμού. Όσον αφορά στην σχέση του γνωστικισμού με τον ορθόδοξο ιουδαϊσμό της Παλαιάς Διαθήκης, τα πράγματα περιπλέκονται. Θεωρητικώς είναι εξ ορισμού αντικείμενα ρεύματα. Μόλον τούτο, δεν πρέπει να τρέφουμε αυταπάτες, ταυτίζοντες την απλοϊκή, βουκολική θρησκεία του Μωυσέως με τον μαγικό μυστικισμό νεώτερων «εβραϊκών» μορφών, όπως του Shabbetai Zevi[476] και του Jakub Frank[477]. Άλλωστε είχαν μεσολαβήσει χιλιετίες μεταξύ των. Από πολλούς, με τελευταίο τον μεγάλο Ισραηλίτη φιλόσοφο Gershom Scholem[478], έχει διατυπωθεί η βάσιμη άποψη ότι τα γνωστικά παρακλάδια έχουν επηρεάσει τον αποκρυφιστικό προσανατολισμό της Kabbalah και (δευτερευόντως) ενός μέρους της ταλμουδικής παραδόσεως.
![]() |
Ο "Αβράξας" όπως απεικονιζόταν σε γνωστικά φυλακτά της ρωμαϊκής περιόδου. Ο Αβράξας για τους γνωστικιστές ήταν μάλλον ένας αφηρημένος συμβολισμός παρά απτή θεότητα. Ο γνωστικιστής Βασιλίδης τον ονόμαζε "Μέγα Άρχοντα", ενώ άλλοι τον παραλλήλισαν με "Αιώνα", θεό ακόμη και με τον εωσφόρο. |
Άπασες
οι ανά περιοχή και εποχή εκφάνσεις του γνωστικισμού διήποντο από ένα
χαρακτηριστικό, το αντινομιστικό μίσος για τον (υλικό) κόσμο[479] και
κατ΄επέκταση την φυσική τάξη πραγμάτων, με τις παγιωμένες μορφές και τις ιεραρχικές
συσχετίσεις που έχει παραγάγει. Κατά συνέπεια, οι γνωστικιστές έτρεφαν μία
εγγενή αποδομητική διάθεση για κάθε πολιτισμό στον οποίον παρασιτούσαν.
Απεστρέφοντο -αν δεν πολεμούσαν και φανερά- την εθιμική παράδοσή του, τις
πολιτικές και πολιτιστικές του σταθερές. Αυτή η παθιασμένη εναντίωση μπορούσε
να εκδηλώνεται είτε με πουριτανικό ασκητισμό ως άρνηση των εγκοσμίων είτε με
αχαλίνωτα και παρά φύσιν όργια (π.χ. η διδασκαλία του Καρποκράτη)[480],
διότι οι ολίγοι εκλεκτοί του ανωτέρου θεού[481] δεν υπέκειντο στην
ηθική του καταπιεστικού Δημιουργού που ασπάζεται η μάζα. Πάντως η μυστική
προφορική παράδοση ήταν κοινό γνώρισμα των ετεροκλήτων αυτών κοινοτήτων και γι’
αυτό σήμερα δεν γνωρίζουμε πολλά περί των δοξασιών τους, σε ακαδημαϊκό επίπεδο.
Ειδικότερα,
στην χριστιανοφανή φράξια των παυλικιανών (όνομα προερχόμενο εκ του αποστόλου Παύλου ή εκ του διδασκάλου των Παύλου του Αρμενίου)[482] οι γνωστικιστές πίστευαν ότι ο Χριστός είχε «ουράνιο σώμα», ενώ απέρριπταν τα
Μυστήρια και γενικότερα την Εκκλησία. Παρά ταύτα δεν εδίσταζαν να παριστάνουν
τους ορθοδόξους και να επισκέπτονται ναούς, στοχεύοντες στον προσηλυτισμό ή και
την διάβρωση της Εκκλησίας εκ των έσω[483]. Επί Μιχαήλ Α΄ Ραγκαβή, οι
σχέσεις μεταξύ βυζαντινού καθεστώτος και παυλικιανών εξετραχύνθησαν, με
αποτέλεσμα αρκετοί εξ αυτών να καταφύγουν στον Άραβα εμίρη της Μελιτηνής Ομάρ,
ο οποίος τους παρεχώρησε προς εγκατάσταση μίαν έκταση στο Αργαούν. Στα επόμενα
χρόνια θα οργάνωναν ένα αυτόνομο γνωστικιστικό κράτος με κέντρο την Τεφρική (στην
δυτική Αρμενία)[484]. Από εκεί θα συνέδραμαν κάθε αραβική δύναμη επιτιθέμενη
στην Ρωμανία, ειδικά επί Θεοφίλου[485]. Συγχρόνως οι εναπομείναντες
συνέχισαν να υποσκάπτουν κοινωνικά την βυζαντινή μεθόριο. Αυτούς η αυγούστα
Θεοδώρα απεφάσισε να τους ξεφορτωθεί, υποκινούμενη καταρχάς από ορθόδοξη
ευσέβεια.
Από τα πρώτα κιόλας έτη της βασιλείας της, οι επιτετραμμένοι της αξιωματικοί Ανδρόνικος Δούκας, Λέων Αργυρός και Σουδάλης προέβησαν με ζήλο σε μια γενοκτονία. Οι χρονογράφοι της εποχής κάνουν λόγο για 100.000 νεκρούς παυλικιανούς, εκτίμηση που υιοθετεί και ο Κ.Παπαρρηγόπουλος[486]. Ωστόσο, σημερινοί ακαδημαϊκοί (όπως ο Ι.Αναστασίου[487] και η Α.Χριστοφιλοπούλου[488]) τείνουν να αμφισβητούν αυτόν τον αριθμό ως υπερβολικό και μάλλον απίστευτο. Το 856 ο στρατηγός Πετρωνάς εισέβαλε στο εμιράτο της Μελιτηνής όπου κατήγαγε σημαντικές νίκες κατά γνωστικιστών και μουσουλμάνων. Η συντριπτική νίκη του στις όχθες του ποταμού Λαλακάοντα το 863 συνέστησε σημείο καμπής για την αλλαγή των γεωστρατηγικών ισορροπιών στην Συρία[489].
![]() |
Απεικόνιση δωγμού παυλικιανών επί Θεοδώρας. Χειρόγραφο των Χρονικών του Ιωάννου Σκυλίτζη (12ος-13ος αιών), Εθνική Βιβλιοθήκη της Μαδρίτης |
Παρ’
όλα αυτά, οι γνωστικιστές συντόμως επανέκτησαν ισχύ υπό τον νέο τους ηγέτη
Χρυσόχειρα. Αυτός αναδιοργανώσας το κράτος της Τεφρικής εξεκίνησε έναν κύκλο
καταστροφικών λεηλασιών στην Μικρά Ασία κι έφθασεν έως την Νίκαια, την
Νικομήδεια και την Έφεσο, σπέρνοντας τρόμο και βεβήλωση. Πλέον αξίωνε με θράσος
ολόκληρη την Μ.Ασία από τον νέο βυζαντινό αυτοκράτορα Βασίλειο Α΄[490],
για τον οποίον η λαχτάρα εξοντώσεως του Χρυσόχειρος έλαβε σχεδόν νευρωτική διάσταση.
Στις δύο πρώτες εκστρατείες του δεν τα κατάφερε. Το 872 ο Χρυσόχειρ επέδραμε
ξανά στην Ανατολία. Όμως αυτήν την φορά ο Δομέστικος των Σχολών Χριστόφορος τον
ακολούθησε κατά την επιστροφή του και, ύστερα από μία τακτική παγίδα[491],
μπόρεσε να εξολοθρεύσει τόσο τον Χρυσόχειρα όσο και την στρατιά του. Το 878 το "άνομο" κράτος της Τεφρικής τυπικώς κατελύθη, αλλά κάποιες αναφορές θέλουν τα
υπολείμματα των παυλικιανών να έχουν επιβιώσει για αιώνες και μάλιστα να έχουν
συνταχθεί με Τούρκους και Άραβες στην περίοδο των σταυροφοριών[492].
Ο αυτοκράτωρ Ιωάννης Τσιμισκής (969-976) μετεγκατέστησε πληθυσμό
παυλικιανών από την Μικρά Ασία στην Θράκη[493]. Αρκετοί προκάτοχοί του
(όπως ο Κωνσταντίνος Ε΄[494] φέρονται να επέβαλαν παρεμφερείς
μετεγκαταστάσεις παυλικιανών εκεί, εκτιμώντας τις μαχητικές των ικανότητες και
την χρησιμότητα της διασποράς ενός εν δυνάμει ταραχοποιού στοιχείου. Οι παυλικιανοί
με την σειρά τους μετεφύτευσαν στην περιοχή της σημερινής Βουλγαρίας τον σπόρο
του γνωστικισμού, ο οποίος άνθισε εντυπωσιακά υπό την μορφή μίας νέας μεγάλης
γνωστικιστικής σέχτας, αυτής των Βογομίλων (εκ του κήρυκος Μπογκομίλ)[495].
Οι Βογόμιλοι πίστευαν ότι ο υλικός κόσμος κυβερνάται από τον σατανά και
εστρέφοντο κατά της Εκκλησίας, της κρατικής εξουσίας και των πλουσίων. Με την λαϊκίστικη
ρητορική τους κατάφεραν να ριζώσουν ομαλά μέσα στην λαϊκή παράδοση του νεοπαγούς
βουλγαρικού έθνους και μάλιστα σε τέτοιο βαθμό, ώστε οι ιδέες τους θα διεκινούντο
επί αιώνες στην Βαλκανική χερσόνησο[496]. Αρχικώς το βυζαντινό κράτος
τους ανεχόταν χωρίς σημαντικές προστριβές, αλλά προς το τέλος του 11ου
αιώνος επαναστάτησαν κατά του Αλεξίου Κομνηνού, καλώντας σε βοήθεια τους
Πετσενέγους της Ουκρανίας. Ο συνασπισμός τους ταλαιπώρησε επί δεκαετίες το
Βυζάντιο, ενώ το 1090 προσεπάθησαν εις μάτην να πολιορκήσουν την
Κωνσταντινούπολη[497]. Υπό την
αρωγή των αντιαιρετικών ανακρίσεων της Εκκλησίας (και ειδικότερα του πατριάρχου
Νικολάου Γ΄), ο αυτοκράτωρ Αλέξιος κατέστειλε την στάση και το 1118, εντός του
καταμέστου Ιπποδρόμου, έβαλε αυτοπροσώπως φωτιά στους ηγήτορές των[498].
Αρκετοί Βογόμιλοι είχαν μεταναστεύσει σε διάφορα μέρη της Ευρώπης, επιδρώντες δια της γνωστικιστικής φιλοσοφίας τους στην γένεση νέων αντικληρικαλιστικών και ανατρεπτικών αιρέσεων. Ούτως προέκυψαν η βογομιλική κοινότητα της Βοσνίας[499], οι Βάλδιοι της κεντρικής Ευρώπης[500], οι Καθαροί της νοτίου Γαλλίας[501] και ακολούθως οι Αδαμίτες, οι αδελφοί του Ελευθέρου Πνεύματος κ.α. Αξίζει να σημειωθεί ότι εναντίον των Καθαρών οι Ρωμαιοκαθολικοί Ευρωπαίοι πολεμούσαν επί μία εικοσαετία, κατά την σταυροφορία των Αλβηγινών (1208-1229). Ολίγους αιώνες αργότερα, η γενέτειρα των Καθαρών θα αποτελούσε εστία του καλβινιστικού κινήματος[502]. Μολονότι η άμεση σύνδεση του μεσαιωνικού γνωστικισμού με την μετέπειτα προτεσταντική αντίδραση στην Εκκλησία πολύ δύσκολα μπορεί να τεκμηριωθεί, υπάρχουν κάποιες σαφείς ομοιότητες, που διαφαίνονται στα κοινά αιτήματα περί καταργήσεως των Μυστηρίων και υπονομεύσεως της εκκλησιαστικής παραδόσεως. Εξάλλου, ο πολύς Edward Gibbon έχει χαρατηρίσει τον παυλικιανισμό ως πρόδρομο της προτεσταντικής Μεταρρυθμίσεως[503]. Η δε συνεισφορά θρησκευτικών Μεταρρυθμίσεων μετά την Αναγέννηση στην πορεία της Δύσεως είναι γνωστή, αφού ως πνευματικές εξεγέρσεις διέρρηξαν τον αξιακό κώδικα του παραδοσιακού μεσαιωνικού κόσμου και προλείαναν το έδαφος για την επικράτηση της νεωτερικής σκέψεως. Ακόμη και στην ιταλική αναγέννηση, η αναζωπύρωση του ενδιαφέροντος των λογίων για τον ερμητισμό, όπως και η κατοπινή άνθηση του Ροδοσταυρισμού βορειότερα, δεν αποκλείεται να σχετιζόταν με την υπόγεια δράση παρεμφερών σεκτών και αιρέσεων[504]. Ο φιλόσοφος Eric Voegelin έχει επεξεργαστεί ενδιαφέρουσες πλην σχετικώς αφηρημένες θεωρίες αναφορικά με την επιβίωση του γνωστικιστικού πνεύματος μέσα σε πολιτικές και κοινωνικές ζυμώσεις της Νεωτερικότητος[505]. Πάντως αυτό το «πνεύμα» έχει σίγουρα παρεισφρήσει εν μέρει σε νεώτερες αποκρυφιστικές τάσεις όπως η Θεοσοφία[506] ή το New Age[507] και μάλιστα με την (προ δυτικής εκκοσμικεύσεως) μεταφυσική μορφή του.
![]() |
Λιθογραφία απεικονίζουσα την σύλληψη γυμνιστών νεο-Αδαμιτών στο Άμστερνταμ (Morellon la Cave, 18ος αιών). Οι Αδαμίτες ήταν μια αρχαία γνωστική αίρεση που επανεμφανίσθηκε στην Ευρώπη υπό διάφορες μορφές στον ύστερο μεσαίωνα. Ήσαν αντικληρικαλιστές, απέρριπταν τις έννοιες της αμαρτίας και του γάμου, ζούσαν σαν χίπηδες και οι λατρευτικές πρακτικές τους περιελάμβαναν σεξουαλικά όργια. Όπως αντιλαμβάνεσθε, ελάχιστα διέφεραν από τον μηδενισμό της Σχολής της Φρανκφούρτης και την "σεξουαλική επανάσταση" του 20ου αιώνος. |
Η συναρπαστική ιστορία του Γνωστικισμού φανερώνει
πως, παρότι οι άνθρωποι έρχονται και παρέρχονται, οι ιδέες των δεν τους
ακολουθούν στον τάφο. Απλώς με το ηθικό γδύσιμο των προαγωγών τους τυγχάνει να
θάβονται για κάποιο διάστημα παραδίπλα. Κάποτε ένας επίδοξος τυμβωρύχος του
πνεύματος -ίσως ένα παιδί των θανόντων- θα τις ανασύρει από την λησμονημένη
κρύπτη της ιστορίας, για να αλλάξει την μόστρα τους. Η ιστορία αυτή φανερώνει
πώς κατά την πάροδο χιλιετιών μία αρχέτυπη ιδέα μπορεί να μετασχηματίζεται δίχως
να μετουσιώνεται. Φανερώνει πώς οι ενέργειες κάποιου ανθρώπου ή ομάδος ανθρώπων
γίνεται να παρωθούνται από ένα αρχέγονο ιδανικό, χωρίς απαραίτητα να το
συνειδητοποιεί/ουν. Φανερώνει επίσης το εύρος της διαλεκτικής αλληλεπιδράσεως
μεταξύ ιδεών, πνευμάτων, ιστορικών συνθηκών και φυσικά του χρόνου. Είναι μία
ιστορία εξόχως διδακτική. Ίσως γι’ αυτόν τον λόγο να παραμένει τόσο άγνωστη για
τους περισσότερους.
464. Amedee
Thierry, “Ιστορία του Αττίλα και των διαδόχων αυτού”, εκδόσεις Πελεκάνος 2013,
σ.281
465. N.V. Nersessian, “The Tondrakian Movement:
Religious movements in the Armenian church from the fourth to the tenth
centuries”, Wipf and Stock Publishers 1988, σ.51
466. Willis Barnstone, Marvin Meyer. “The
Gnostic Bible: Revised and Expanded Edition”, Shambhala Publications 2009, σ.787-8
467. Aldo Magris, “Gnosticism from its origins
to the Middle Ages (further considerations)”, in Jones, Lindsay (ed.),
MacMillan Encyclopedia of Religion, MacMillan (2005), σ.3315-7
468. Ismo O. Dunderberg, “Beyond Gnosticism:
Myth, Lifestyle, and Society in the School of Valentinus”, Columbia University
Press 2008, σ.88
469. Charles W. King, “The Gnostics and Their
Remains, Ancient and Mediaeval”, Bell and Daldy 1864, σ.28-33
470. Robert Lima, “Stages of Evil: Occultism in
Western Theater and Drama”, University Press of Kentucky 2005, σ.175
471. Bradley H. McLean, “Origins and
Method--Towards a New Understanding of Judaism and Christianity: Essays in
Honour of John C. Hurd”, Bloomsbury Publishing 1993, σ.71
472. Richard T. Wallis, Jay Bregman,
“Neoplatonism and Gnosticism” (Studies in Neoplatonism) (Studies in
Neoplatonism: Ancient and Modern, Vol.6) State University of New York Press
1992
473. Roelof van den Broek, “Gnostic Religion in
Antiquity”, Cambridge University Press 2013, σ.179
474. James A. Beverley, “Counterfeit Code:
Answering the Da Vinci Code Heresies”, BayRidge Books 2005, σ.39
475. Geo Widengren, “Mesopotamian elements in
Manichaeism (King and Saviour II): Studies in Manichaean, Mandaean, and
Syrian-gnostic religion”, Lundequistska bokhandeln 1946
476. Arthur A. Cohen, Paul Mendes-Flohr, “20th
Century Jewish Religious Thought”, U of Nebraska Press 2010, σ.290
477. Gerald Hanratty, “Studies in Gnosticism and
in the Philosophy of Religion”, Four Courts Press 1997, σ.68
478. Gershom Gerhard Scholem, “Jewish Gnosticism,
Merkabah Mysticism, and Talmudic Tradition”, Jewish Theological Seminary of
America, 1965
479. David Biale, “Gershom Scholem: Kabbalah and
Counter-history”, Harvard University Press 1982, σ.61
480. Joe E. Morris, “Revival of the Gnostic
Heresy: Fundamentalism”, Springer 2008, σ.117
481. The New Encyclopaedia Britannica:
Macropaedia: knowledge in depth. 19 v, Encyclopaedia Britannica, Incorporated,
1981, σ.217
482. Dimitri Obolensky, “The Bogomils: A Study
in Balkan Neo-Manichaeism”, Cambridge University Press 2004, σ.57
483. August Neander, “General History of the
Christian Religion and Church” Τόμος Ε΄, T. & T. Clark 1855, σ.336
484. Seda B. Dadoyean, Seda Parsumean-Tatoyean,
“The Fatimid Armenians: Cultural and Political Interaction in the Near East”,
BRILL 1997, σ.49
485. Warren T. Treadgold, “Byzantium and Its
Army, 284-1081”, Stanford University Press 1995, σ.211
486. Κωνσταντίνος
Παπαρρηγόπουλος, “Ιστορία του Ελληνικού Έθνους” Βιβλίο Δέκατο: Μεσαιωνικός
Ελληνισμός ΙΙ -Μεταρρύθμιση, ΚΑΚΤΟΣ 1992, σ.430
487. Ιωάννης
Ε. Αναστασίου, “Οι Παυλικιανοί”, Εταιρεία Θρακικών Μελετών, Αθήνα 1959, σ.75
488. Αικατερίνη
Χριστοφιλοπούλου, “Βυζαντινή Ιστορία Β1 610-867”, εκδ. Βάνιας 2005, σ.214
489. Romilly Jenkins, “Byzantium: The Imperial
Centuries, AD 610–1071”, University of Toronto Press 1987, σ.162-163
490. Grzegorz Leopold Seidler, “The Emergence of
the Eastern World: Seven Essays on Political Ideas”, Pergamon Press 1968, σ.135
491. Timothy E. Gregory, “A History of
Byzantium”, John Wiley & Sons 2011, σ.247
492. James R. Russell, “Harvard Armenian Texts
and Studies Vol.9: Armenian and Iranian Studies”, Harvard University Press
2004, σ.685
493. Παναγιώτης Χαρανής, “Studies on the
demography of the Byzantine empire: collected studies”, Variorum Reprints 1972,
σ.199
494. Gilles Veinstein, “Syncretismes Et Heresies
Dans L'orient Seldjoukide Et Ottoman: XIV- XVIII Siecle”, Peeters Publishers
2005, σ.78
495. Helmut Koester, “History and Literature of
Early Christianity” 2nd ed., Walter de Gruyter & Co. 2000, σ.9
496. Παναγιώτης Χαρανής, “The Transfer of
Population as a Policy in the Byzantine Empire”, Comparative Studies in Society
and History (1961). 3 (2): σ.142-152
497. Petrus Franciscus Maria Fontaine, “The
Light and the Dark: A Cultural History of Dualism. The dualism in byzantine
history, 638-1453 and in the East-West relationship of the Middle ages”, J.C.
Gieben 2004, σ.84
498. Nadia Miladinova, “The Panoplia Dogmatike
by Euthymios Zygadenos: A study on the first edition published in Greek in
1710”, BRILL 2014, σ.53
499. Janet Hamilton, Bernard Hamilton, Yuri
Stoyanov, “Christian Dualist Heresies in the Byzantine World, C. 650-c. 1450:
Selected Sources”, Manchester University Press 1998, σ.250
500. Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια, Τόμος 9, Πυρσός 1926, σ.796
501. Edward Peters, “The Cathars. Heresy and
Authority in Medieval Europe”, University of Pennsylvania Press 1980, σ.108
502. Mark C. Taylor, “Disfiguring: Art,
Architecture, Religion”, University of Chicago Press 1992, σ.102
503. Edward Gibbon, “The History of the Decline
and Fall of the Roman Empire” Vol. VI, J. B. Bury M. A., Λονδίνο 1902, σ.111-125
504. Frances A. Yates, “Giordano Bruno &
Hermetic Trad”, Routledge 2014, σ.398-431
505. Eric Voegelin, “Wissenschaft, Politik und
Gnosis” (Μόναχο 1959),“Science, Politics
and Gnosticism”, Regnery Publishing Inc., Washington DC 1968
506. Kirsten J. Grimstad, Siegfried Mews, “The
Modern Revival of Gnosticism and Thomas Mann's Doktor Faustus”, Camden House
2002, σ.19
507. April D. DeConick, “The Gnostic New Age: How a Countercultural Spirituality Revolutionized Religion from Antiquity to Today”, Columbia University Press 2016
Καλησπέρα. Το βιβλίο του κ. Σαρρή από που μπορούμε να το προμηθευτούμε; Ευχαριστώ!
ΑπάντησηΔιαγραφήΚαλησπέρα σας. Ευχαριστούμε για το ενδιαφέρον σας. Είναι δύσκολο να εκδοθεί μέσα στο προσεχές έτος, αλλά όταν πλησιάζει προς το τέλος του και εκδοθεί θα κάνουμε και άλλες σχετικές (προ)δημοσιεύσεις με αναλυτικότερες πληροφορίες.
Διαγραφή