15 Ιουλίου 2025

Η πρόσληψη του Νίτσε από τα φασιστικά καθεστώτα του Μεσοπολέμου

Ἀπόσπασμα ἀπὸ τὸ βιβλίο τοῦ Ἰωάννη Σαρρῆ "Στὴν Αὐγὴ τῶν Εἰδώλων: ὁ Φρειδερῖκος Νίτσε ὡς προφήτης τοῦ μηδενός", Ἐκδόσεις Ἔξοδος 2025, σελ.101-120. 

[...] Ἡ σχετικὴ μὲ τὸν Νίτσε βιβλιογραφία βρίθει -ἀπὸ τὴν μία πλευρά- ἀναλύσεων ποὺ τὸν χαρακτηρίζουν ὡς πρόδρομο τοῦ φασισμοῦ καί, ἀπὸ τὴν ἄλλη πλευρά, φωνῶν ποὺ τὸν ὑπερασπίζονται διαχωρίζοντάς τον ἀπὸ τὴν ναζιστικὴ καπηλεία τοῦ ἔργου του. Αὐτὴ ἡ κατηγορία «ὑπερασπιστῶν» τοῦ Νίτσε, ποὺ ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἀποτελοῦν ἐνθέρμους θαυμαστές του, παρουσιάζει ἰδιαίτερο ἐνδιαφέρον. Ὁ ἴδιος ὁ Ἀδόλφος Χίτλερ ἐνεχείρισε στὸν Μουσσολίνι ὡς δῶρο γενεθλίων τὰ ἅπαντα τοῦ Νίτσε τὸ 1943 [163] καὶ μερίμνησε, ὥστε νὰ διανεμηθοῦν 150.000 ἀντίτυπα τοῦ «Τάδε ἔφη Ζαρατούστρα» σὲ Γερμανοὺς στρατιῶτες κατὰ τὸν Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο [164]. Ἀμφότεροι οἱ δικτάτορες ἐκτιμοῦσαν ἰδιαίτερα τὸν Νίτσε -δὲν χωρεῖ ἀμφιβολία περὶ αὐτοῦ [165]. Ὡστόσο, οἱ «ὑπερασπιστές» τοῦ Νίτσε ἰσχυρίζονται ὅτι οἱ φασιστὲς καὶ οἱ ἐθνικοσοσιαλιστὲς παραποίησαν τὶς ἰδέες τοῦ Νίτσε, γιὰ νὰ τὶς ἐκμεταλλευθοῦν πολιτικά. Κατὰ τὴν γνώμη τοῦ γράφοντος, πάντως, αὐτοὶ οἱ καλοπροαίρετοι ὑπερασπιστὲς ἀφορμῶνται ἀπὸ ἕνα ἠθικὸ ἐφαλτήριο, καθὼς στὴν πλειονότητά τους ἔχουν ἀναγνωρίσει τὸν φασισμὸ σὰν τό «κακό» στρατόπεδο τῆς ἱστορίας καὶ τὴν δημοκρατία σὰν τό «καλό». Ὑπ’ αὐτῆς τῆς θεωρήσεως «ἀγχώνονται» νὰ ἀποκαταστήσουν ἠθικὰ τὸν «ἀνηθικιστή» Νίτσε. Κατ’ αὐτὸν τὸν τρόπο, βέβαια, ἀψηφοῦν ἀθέλητα τήν, ἀορίστου κυριολεξίας, νιτσεϊκὴ ἐπιταγὴ περὶ ὑπερβάσεως τοῦ καλοῦ καὶ τοῦ κακοῦ. 

Τὸ βασικό τους ἐπιχείρημα εἶναι ὅτι οἱ ἀνωτέρῳ στηρίχθηκαν στὸ βιβλίο «Θέληση γιὰ Δύναμη», ποὺ δῆθεν ἐκδόθηκε «παραχαραγμένο» ἀπὸ τήν «ναζίστρια» ἀδελφὴ τοῦ Νίτσε μετὰ τὸν θάνατο ἐκείνου [166]. Βέβαια, αὐτὴ ἡ δημοφιλὴς θεωρία, ποὺ ἀναπτύχθηκε μεταπολεμικά, ὕστερα ἀπὸ τὴν πολιτικὴ δαιμονοποίηση τῶν ἐξεταζόμενων ἰδεολογιῶν, σκοντάφτει σὲ μία σημαντικὴ λεπτομέρεια. Τὸ Der Wille zur Macht ἐκδόθηκε ἀπὸ τὸν C. G. Naumann τὸ 1901, ὅταν ὁ Χίτλερ ἦταν 12 ἐτῶν. Τὸ χιτλερικὸ κόμμα NSDAP ἱδρύθηκε τὸ 1920. Βεβαίως, ὑπῆρχαν καὶ πρωτύτερα ἀκροδεξιοὶ ἀντι-σημῖτες ποὺ προλείαναν τὸ ἔδαφος τοῦ ναζισμοῦ, καὶ ὁ ἀπεχθὴς στὸν Νίτσε ἄνδρας τῆς Ἐλίζαμπετ, Λούντβιχ Μπέρνχαρντ Φέρστερ (1843-1889), φαίνεται νὰ ἦταν ἕνας ἐξ αὐτῶν [167]. Ἐὰν ὅμως ἴσχυε ἡ μομφὴ κατὰ τῆς Ἐλίζαμπετ, τότε αὐτὴ θὰ εἶχε τὸ κίνητρο καὶ τὴν δυνατότητα νὰ ἐξαφανίσει ἀπὸ τὸ βιβλίο κάθε δηκτικὴ ἀναφορὰ τοῦ Νίτσε εἰς βάρος τῶν Γερμανῶν ἀντισημιτῶν. Δὲν τὸ ἔπραξε [168]. Στὴν πραγματικότητα, τὰ περιεχόμενα τοῦ βιβλίου ἔχουν κριθεῖ ἀπὸ εἰδικοὺς [169] ὡς ἀπολύτως σύμφωνα μὲ τὸ ὕφος καὶ τὶς ἰδέες ποὺ ἔχει ἐκφράσει ὁ Νίτσε στὰ ὑπόλοιπα ἔργα του. Ἐν τούτοις, πρὸς ἀποφυγὴ συγχύσεων, στὴν παροῦσα ἑνότητα θ’ ἀποφευχθεῖ ἡ περαιτέρῳ παραπομπὴ σὲ ἀφορισμοὺς τοῦ ἐπιμάχου βιβλίου. Καὶ πάλι, ἡ εἰκόνα ποὺ ἀποκρυσταλλώνεται δὲν διαφoροποιεῖται ἀπὸ ἐκείνους. 

Ἕνα ἕτερο θεμελιῶδες ἐπιχείρημα τῶν προαναφερθέντων «ὑπερασπιστῶν» εἶναι ἡ ἐναντίωσή τοῦ Νίτσε στούς «ἀντισημῖτες» καὶ τούς «ἐθνικιστές» τῆς ἐποχῆς του. Εἰς ὅ,τι ἀφορᾶ τοὺς ἀντισημῖτες, πράγματι τοὺς λοιδορεῖ σὰν χριστιανοὺς θιασῶτες τῆς «ἠθικῆς τῶν δούλων», οἱ ὁποῖοι παριστάνοντας τὰ θύματα μεταθέτουν τὶς εὐθύνες τους καὶ κατηγοροῦν ζηλόφθονα τοὺς πλούσιους Ἑβραίους, γιὰ νὰ δικαιολογήσουν τὴν δική τους ἀνεπάρκεια κι ἀδυναμία (Θέληση γιὰ Δύναμη, §864). Τούτη ἡ αἰτίαση ὅμως δὲν αὐξάνει τὴν συμπάθειά του γιὰ τοὺς Ἑβραίους, ἔναντι τῶν ὁποίων ἐξωτερικεύει μία ἀμφίθυμη στάση [170]. Ἀφενός, στὴν Γενεαλογία τῆς Ἠθικῆς, καὶ ὄχι μόνο, τοὺς κατονομάζει ὡς προπάτορες τῆς ἠθικῆς τῶν δούλων [171] καὶ δημιουργοὺς τοῦ Χριστιανισμοῦ. Καὶ ἤδη ἀπὸ τὴν Γέννηση τῆς Τραγωδίας, μάλιστα, ἀντιπαραβάλλει συχνὰ τὸ πνεῦμα τῶν «Σημιτῶν» μὲ αὐτὸ τῶν «Ἀρίων» [172]. Ἀφετέρου, δὲν διστάζει νὰ ἐκφράσει τὸν θαυμασμό του γιὰ τὶς προσαρμοστικὲς ἀρετὲς ποὺ ἀνέπτυξαν ὕστερα ἀπὸ αἰῶνες ἐξοριῶν καὶ περιπλανήσεων, γιὰ τὴν εὐφυΐα, τὴν ἰσχυρὴ συναίσθηση τῆς συλλογικῆς ταυτότητάς τους καὶ τὴν ἐπακόλουθη ἀκλόνητη θέληση ποὺ ἐκφράζουν ὡς λαός [173]. Παρὰ ταῦτα, ἡ ἀποστασιοποίηση τοῦ Νίτσε ἀπὸ τὸν πολιτικὰ ἐκφραζόμενο ἀντισημιτισμὸ δὲν ἀρκεῖ γιὰ ν’ ἀποκόψει τὴν ἐπιρροή του ἀπὸ τά «ἀντιδραστικά» κινήματα τοῦ Μεσοπολέμου. Ἐξάλλου, οὔτε ὁ Φασισμὸς στὴν Ἰταλία ἦταν ἀντισημιτικός, τοὐλάχιστον μέχρι νὰ εἰσαγάγει ὁ Μουσσολίνι τοὺς φυλετικοὺς νόμους τῆς Νυρεμβέργης τὸ 1938 [174]. Κι ὅπως θὰ δοῦμε παρακάτω, ὁ Νίτσε ἴσως νὰ ἦταν περισσότερο «φυλετιστής» ἀπὸ τοὺς Ἰταλοὺς θεωρητικοὺς τοῦ συντεχνιακοῦ κράτους.

Εἰς ὅ,τι ἀφορᾶ τὴν σχέση τοῦ Νίτσε μὲ τὸν ἐθνικισμό, τὰ δεδομένα περιπλέκονται περισσότερο. Σὲ νεαρὴ ἡλικία, ὅταν ἀκόμη ἐκτιμοῦσε τὸν παγανιστικῆς ὑφῆς ῥομαντικὸ ἐθνικισμὸ τοῦ Βάγκνερ, ὁραματιζόταν τὴν ἀναγέννηση τοῦ «γερμανικοῦ μύθου» καὶ τὴν διονυσιακὴ ἀφύπνιση τοῦ λαοῦ του ὑπὸ τὴν στιβαρὴ καθοδήγηση ἑνὸς πεφωτισμένου ἡγέτη (Führer):

«Ἴσως διαβλέπουν στὴ νικηφόρο ἀνδρεία καὶ τὴν αἱματοβαμμένη δόξα τοῦ τελευταίου πολέμου [175] μιὰ ἐξωτερικὴ παρότρυνση κι ἕνα κέντρισμα […] Αὐτὸ ποὺ δὲν πρέπει ποτὲ νὰ πιστέψουμε εἶναι πὼς τέτοιοι ἀγῶνες μποροῦν νὰ ὁδηγηθοῦν σὲ νίκη χωρὶς τὴν παρουσία τῶν ἐφέστιων θεῶν τῆς μυθικῆς πατρίδας, χωρὶς μιά “ἀνοικοδόμηση” κάθε γερμανικοῦ στοιχείου. Κι ἂν ὁ δισταχτικὸς Γερμανὸς γυρεύει μὲ τὸ βλέμμα του ἕναν ὁδηγό (Führer) ποὺ νὰ τὸν ξαναφέρει στὴν ἐδῶ καὶ τόσον καιρὸ χαμένη πατρίδα του, ποὺ μόλις θυμᾶται ἀκόμη τὶς προσβάσεις της καὶ τοὺς δρόμους της, ἂς ἀκούσει τουλάχιστον τὸ ὑπέροχο καὶ γοητευτικὸ κελάηδημα τοῦ διονυσιακοῦ πουλιοῦ, ποὺ φτερουγίζει πάνω ἀπ’ τὸ κεφάλι του καὶ μπορεῖ νὰ τοῦ δείξει τὸν δρόμο».[176]

Αὐτές του οἱ πεποιθήσεις του δὲν φαίνεται ν’ ἄλλαξαν ῥιζικὰ ἀκόμη καὶ μετὰ τὴν ῥήξη του μὲ τὸν Βάγκνερ, παρότι ἐκφράσθηκε οὐκ ὀλίγες φορὲς ὑποτιμητικὰ καὶ εἰρωνικὰ γιὰ τὴν θεσμικὴ ἔκφραση τοῦ γερμανικοῦ ἐθνικισμοῦ, ὅπως αὐτὴ ἀποτυπωνόταν στὴν ἐξωτερικὴ πολιτικὴ τοῦ καγκελαρίου Βίσμαρκ καὶ τῆς νεότευκτης Γερμανικῆς Αὐτοκρατορίας. Στό «Λυκόφως τῶν Εἰδώλων» ἀναφέρεται μὲ σκληρὰ λόγια στούς «ἀποβλακωμένους ἀπὸ τὸ ἀλκοὸλ καὶ τὸν προτεσταντισμό» [177] συμπατριῶτες του, ἀλλὰ ταυτόχρονα ἐξαίρει τίς «ἀρσενικές» ἀρετές τους [178] καὶ δείχνει εἰλικρινὲς ἐνδιαφέρον γιὰ τὸ μέλλον τους. Στό «Πέραν τοῦ Καλοῦ καὶ τοῦ Κακοῦ» (§240) γράφει ὅτι ἡ γερμανικὴ ψυχή «εἶναι ταυτόχρονα νεαρὴ καὶ γερασμένη, ὑπερώριμη καὶ ἀκόμη πολὺ πλούσια σὲ μέλλον» κι ὅτι οἱ Γερμανοί «εἶναι προχθεσινοὶ καὶ μεθαυριανοί, δὲν ἔχουν ἀκόμη σήμερα» [179]. Ἑπομένως, μέσα ἀπὸ τὸν λόγο του θάλλει μία προσδοκία γιὰ τὸ πεπρωμένο τῆς γερμανικῆς φυλῆς [180].

Ὁ Νίτσε, μολαταῦτα, θαυμάζοντας συνάμα τὴν γερμανικὴ πυγμή, τὴν γαλλικὴ λεπτότητα, τὴν ἑλληνορωμαϊκὴ κληρονομιὰ καὶ τὴν Μεσόγειο, ὑποστήριζε ὅτι τὰ εὐρωπαϊκὰ ἔθνη θ’ ἀναγκασθοῦν νὰ ὑπερβοῦν τίς (ἐθνικιστικές) διαφορές τους, γιὰ νὰ συμπτύξουν ἕνα ἑνιαῖο πανευρωπαϊκὸ οἰκοδόμημα μὲ δυναμικὴ πλανητικῆς κατισχύσεως [181, 182]. Κατ’ αὐτὸν τὸν τρόπο, προέβλεψε ὅτι οἱ οἰκουμενιστικὲς τάσεις τῶν Εὐρωπαίων ἀστῶν θὰ γεννήσουν ἕνα εἶδος πολιτικῆς συνενώσεως. Κατὰ τὴν πορεία τους αὐτή, ὅμως, στὰ πλαίσια τῆς «μεγάλης πολιτικῆς» ἐνδέχεται νὰ γνωρίσουν καὶ πολέμους τῶν ὁποίων τὴν ἔνταση δὲν ἠδύναντο νὰ φαντασθοῦν [183]. Σὲ κάθε περίπτωση, ὁ «εὐρωπαϊσμός» τοῦ Νίτσε δὲν τὸν ἀπομακρύνει ἀπαραίτητα ἀπὸ τοὺς ἐθνικοσοσιαλιστὲς θαυμαστές του. Ὅπως καὶ σὲ ὁποιαδή-ποτε ἄλλη αὐτοκρατορικὴ πρόταση, σημασία ἔχει ποιός θὰ διαφεντεύει τὴν ἡνωμένη Εὐρώπη καὶ πῶς. Κατὰ τὸν δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο, φερ’ εἰπεῖν, ἡ γερμανικὴ προπαγάνδα διαφήμιζε τὴν «Νέα Τάξη» (Neuordnung) ποὺ σκόπευε νὰ ἐπιβάλει στήν «Ἡνωμένη Εὐρώπη» [184], ἐνῷ τὰ διαβόητα σώματα ἀσφαλείας SS (Schutzstaffel) ἐξελίχθηκαν σταδιακὰ σὲ μία πολυεθνικὴ μισθοφορικὴ ἑταιρεία ποὺ διέθετε παραρτήματα σὲ πολλὰ εὐρωπαϊκὰ ἔθνη (εἶχε παραρτήματα ἀκόμη καὶ γιὰ Ἀλβανοὺς καὶ Βοσνίους μουσουλμάνους) [185]. Δὲν χρειάζεται κἄν ν’ ἀναλύσουμε τὴν πανευρωπαϊκὴ δικτύωση τῶν νεοναζιστικῶν ὀργανώσεων μεταπολεμικά, καθὼς στὴν πλειονότητά τους ὑπερασπίζονται τὴν «ἀπειλούμενη λευκὴ φυλή» κι ὄχι πάντοτε συγκεκριμένα ἔθνη. 

Κατὰ συνέπεια, τὸ ὅραμα μιᾶς εὐρωπαϊκῆς αὐτοκρατορίας οὔτε ἀντίκειται σὲ ὅλα τὰ εἴδη «ἐθνικισμῶν» οὔτε ἀποσοβεῖ τὸ ἐνδεχόμενο φυλετικῶν διαβαθμίσεων καὶ ἱεραρχιῶν ἐντός της. Ὁ Νίτσε, συγκεκριμένα, ὄχι μόνο πίστευε στὴν ἀνισότητα τῶν φυλῶν, ἀλλὰ καὶ ἀναφερόταν συχνὰ στὴν μυθικὴ φυλὴ τῶν ξανθῶν Ἀρίων [186], ποὺ κατέκτησε κι «ἐκπολίτισε» πλῆθος πρωτόγονων λαῶν στὴν προϊστορία, ἐπαναλαμβάνοντας τίς -δημοφιλεῖς στὸν 19ο αἰῶνα- ῥατσιστικὲς ἀπόψεις τοῦ Ἀρτὺρ ντὲ Γκομπινῶ (1816-1882) [187]. Περαιτέρῳ, ὁ Νίτσε πίστευε πὼς τυχὸν ἀλλαγὲς στὸ φυλετικὸ ὑπόστρωμα μιᾶς περιοχῆς μεταβάλλουν δραστικὰ τὸν πολιτισμικὸ καὶ ἰδεολογικό της χαρακτῆρα. Ἐπὶ παραδείγματι, στό «Πέραν τοῦ Καλοῦ καὶ τοῦ Κακοῦ» συνδέει (ἀντιεπιστημονικά) τὴν ἐπικράτηση τῆς δημοκρατίας καὶ τῆς «ἠθικῆς τῶν δούλων» στὴν Εὐρώπη μὲ τὴν δημογραφικὴ ἐνδυνάμωση τῶν «προαρίων» πληθυσμῶν της:

«Τὸ ἴδιο ἰσχύει γιὰ ὅλη σχεδὸν τὴν Εὐρώπη: πράγματι, ἡ ὑποταγμένη φυλὴ κατέληξε νὰ ξαναπάρει τὸ πάνω χέρι, μὲ τὸ χρῶμα της, τὴ βραχύτητα τοῦ κρανίου, ἴσως ἀκόμη καὶ μὲ τὰ διανοητικὰ καὶ κοινωνικὰ ἔνστικτά της: ποιός μᾶς ἐγγυᾶται ὅτι ἡ μοντέρνα δημοκρατία, ὁ ἀκόμη πιὸ μοντέρνος ἀναρχισμὸς καὶ ἰδίως ἐκείνη ἡ τάση γιά “Commune”, γιὰ τὴν πιὸ πρωτόγονη κοινωνικὴ μορφή, τάση κοινὴ σήμερα σὲ ὅλους τοὺς σοσιαλιστὲς τῆς Εὐρώπης, δὲν εἶναι κατ’ οὐσίαν μιὰ φοβερὴ ἀντεπίθεση –καὶ ὅτι ἡ φυλὴ τῶν κατακτητῶν καὶ τῶν κυρίων, ἡ φυλὴ τῶν Ἀρίων, δὲν εἶναι ἕτοιμη νὰ ὑποκύψει ἀκόμη καὶ ἀπὸ ἄποψη φυσιολογίας;».[188]

Στὸ ἴδιο κείμενο ἀποδίδει καὶ μὲ σαφέστερα, ἀκραιφνῶς ῥατσιστικὰ λόγια τὴν ἠθικὴ τῶν δούλων στὴν ἀνάμειξη τῶν φυλῶν καὶ τήν «δηλητηρίαση τοῦ αἵματος»: «Οἱ “κύριοι” καταργήθηκαν, ἡ ἠθικὴ τοῦ κοινοῦ ἀνθρώπου νίκησε. Μπορεῖ νὰ ἐκλάβει κανεὶς αὐτὴν τὴν νίκη καὶ σὰν δηλη-τηρίαση τοῦ αἵματος (πέτυχε τὴν ἀνάμειξη τῶν φυλῶν)».[189]

Γι’ αὐτοὺς τοὺς λόγους, ἤδη ἀπὸ τὴν ἐποχὴ τῆς Χαραυγῆς (§272), ὁ Νίτσε ἔδινε ἰδιαίτερη ἔμφαση στήν «καθαρότητα» τῆς φυλῆς. Δυστυχῶς, οἱ ἐθνικοσοσιαλιστὲς θαυμαστές του, διαπλάθοντας μία κοσμοθεωρία πέραν τοῦ καλοῦ καὶ τοῦ κακοῦ, ἐξέλαβαν κυριολεκτικὰ τὸν φυλετικό «ἐξαγνισμό» καὶ τὸν δοκίμασαν στὴν πράξη, μὲ ἐφιαλτικὰ ἀποτελέσματα.

«Ἡ καθαρότητα εἶναι τὸ ἀποτέλεσμα ἀναρίθμητων ἀφομοιώσεων, ἀπορροφήσεων καὶ ἐξαλείψεων, καὶ ἡ πρόοδος πρὸς τὴν καθαρότητα ἀποκαλύπτεται ἀπὸ τὸ γεγονὸς ὅτι ἡ δύναμη ποὺ ὑπάρχει σὲ μιὰ φυλὴ περιορίζεται ὁλοένα καὶ περισσότερο σὲ μερικὲς διαλεγμένες λειτουργίες, ἐνῷ προηγουμένως ἔπρεπε νὰ ἐκπληρώνει πολλὰ πράγματα ποὺ ἦταν συχνὰ ἀντιφατικά […] γι’ αὐτὸ οἱ ἐξαγνισμένες φυλὲς ἔγιναν ἰσχυρότερες καὶ ὡραιότερες. Οἱ Ἕλληνες μᾶς παρουσιάζουν τὸ πρότυπο μιᾶς φυλῆς καὶ ἑνὸς πολιτισμοῦ ποὺ ἐξαγνίστηκαν ἔτσι: καὶ πρέπει νὰ ἐλπίζουμε ὅτι κάποτε θὰ ἐπιτευχθεῖ ἡ δημιουργία μιᾶς καθαρῆς φυλῆς καὶ ἑνὸς καθαροῦ εὐρωπαϊκοῦ πολιτισμοῦ».[190]

Ἀναμφίβολα, οἱ φυλετιστικὲς αὐτὲς θέσεις βρῆκαν σύμφωνα τὰ περισσότερα μέλη τοῦ ἐθνικοσοσιαλιστικοῦ κόμματος, ὅπως καὶ ὁ θαυμασμὸς τῶν χαρισματικῶν τυράννων-καισάρων ἐκ μέρους τοῦ Νίτσε, ποὺ συνέπλευσε μὲ τήν «ἀρχὴ τοῦ ἀρχηγοῦ» (Führerprinzip). Ὁ Νίτσε ἀπεκάλεσε ἐγκωμιαστικὰ τὸν Ναπολέοντα «σύνθεση ἀπανθρώπου καὶ ὑπερανθρώπου» [191], ἐνῷ στὰ χνάρια ἐκείνου προσπάθησε νὰ βαδίσει καὶ ὁ «καισαριστής» Χίτλερ [192]. Ἐπιπλέον, διέβλεψε ὅτι μέσα ἀπὸ τὰ μαζικὰ κινήματα καὶ τὶς μηδενιστικὲς συνθῆκες ποὺ καλλιεργοῦν τὰ αἰτήματα περὶ ἰσότητας -καὶ χάρη στὸν λαϊκισμό- εἶναι ἐφικτὴ ἡ ἡγεμονικὴ ἐπικράτηση ἰσχυρῶν καὶ πανούργων προσωπικοτήτων: 

«Εἶναι ἡ ἐποχὴ τῶν μαζῶν: κάνουν τεμενάδες μπροστὰ σὲ ὁτιδήποτε μαζικό […] Ἕνας πολιτικὸς ποὺ χτίζει γι’ αὐτὲς ἕναν καινούριο Πύργο τῆς Βαβέλ, κάτι τερατῶδες σὲ αὐτοκρατορία καὶ δύναμη, ὀνομάζεται ἀπ’ αὐτὲς “μέγας” […] Ἂν ὑποτεθεῖ ὅτι ἕνας τέτοιος πολιτικὸς κέντριζε τὰ κοιμισμένα πάθη καὶ τὶς ἐπιθυμίες τοῦ λαοῦ του, μετέτρεπε σὲ στίγμα τὴν προηγούμενη ἀτολμία του καὶ τὴν ἐπιθυμία του νὰ στέκεται παράμερα, καὶ τὴ μυστική του ἀμεταβλητότητα σὲ σφάλμα, ἀφαιροῦσε κάθε ἀξία ἀπὸ τὶς πιὸ ἀγαπητές του κλίσεις μπροστὰ στὰ ἴδια του τὰ μάτια, ἀναποδογύριζε τὴ συνείδησή του, ἔκανε τὸ πνεῦμα του στενὸ καὶ τὸ γοῦστο του “ἐθνικό” –πῶς! ἕνας πολιτικὸς ποὺ θὰ ἔκανε ὅλα αὐτά, ἕνας πολιτικὸς γιὰ τὸν ὁποῖον ὁ λαὸς θὰ ἔπρεπε νὰ ἐξιλεώνεται ὡς τὸ πιὸ μακρινό, στὴν περίπτωση ποὺ ἔχει μέλλον, ἕνας τέτοιος πολιτικὸς δὲν θὰ ἦταν μέγας; Ἀναμφίβολα! […] 

[…] παρόλο ποὺ ἡ συνολικὴ ἐντύπωση ποὺ θὰ προκληθεῖ ἀπὸ τέτοιους μελλοντικοὺς Εὐρω- παίους πιθανὸν νὰ εἶναι ἐκείνη τῶν πολυειδῶν, φλύαρων, ἀδύναμων στὴ θέληση καὶ ἐξόχως χρησιμοποιήσιμων ἐργατῶν, ποὺ χρειάζονται ἕναν κύριο, ἕναν διοικητή, ὅπως τὸ καθημερινὸ ψωμί· παρόλο ποὺ ὁ ἐκδημοκρατισμὸς τῆς Εὐρώπης θὰ ὁδηγήσει στὴ δημιουργία ἑνὸς τύπου προετοιμασμένου γιὰ δουλεία, μὲ τὴ λεπτότερη ἔννοια τῆς λέξης: σὲ μεμονωμένες καὶ ἐξαιρετικὲς περιπτώσεις, ὁ δυνατὸς ἄνθρωπος θὰ γίνει πιὸ δυνατὸς καὶ πλούσιος ἀπὸ ποτὲ ἄλλοτε ἴσως -χάρη στὴ δίχως προκαταλήψεις ἐκπαίδευσή του, χάρη στὴν τρομερὴ πολυειδία τῆς πρακτικῆς ἐξάσκησης, τῆς τέχνης καὶ τῆς μάσκας. Θέλω νὰ πῶ: ὁ ἐκδημοκρατισμὸς τῆς Εὐρώπης εἶναι ταυτόχρονα μιὰ ἀθέλητη διευθέτηση γιὰ τὴ δημιουργία τυράννων -μὲ ὅλες τὶς ἔννοιες τῆς λέξης, ἀκόμη καὶ τὴν πιὸ πνευματική».[193]

Δὲν προξενοῦν καμμία ἔκπληξη, λοιπόν, ἡ ἐναντίωση τοῦ Νίτσε στὴν ἀστικὴ δημοκρατία καὶ τὸν παθητικὸ μηδενισμό της καὶ ἡ ἐπιθυμία του πρὸς κατάλυση αὐτῆς:

«Τὸ νὰ διδάξεις στὸν ἄνθρωπο τὸ μέλλον τοῦ ἀνθρώπου ὡς δική του θέληση, ὡς ἐξαρτώμενο ἀπὸ μιὰ ἀνθρώπινη θέληση, καὶ νὰ προετοιμάσεις μεγάλα ἐγχειρήματα καὶ συλλογικὰ πειράματα πειθαρχίας καὶ καλλιέργειας, ὥστε νὰ πάρει τέλος αὐτὴ ἡ φρικτὴ κυριαρχία τῆς ἀνοησίας καὶ τῆς τύχης, ποὺ ὀνομάζεται μέχρι τώρα “ἱστορία” –ἡ ἀ-νοησία τῆς “πλειοψηφίας” εἶναι ἁπλῶς ἡ τελευταία της μορφή: γι’ αὐτὸ τὸ πρᾶγμα θὰ χρειαστεῖ μιὰ μέρα ἕνα καινούριο εἶδος φιλοσόφων καὶ διοικητῶν».[194]

Ὁ Νίτσε ὡς «ῥιζοσπάστης ἀριστοκράτης» ὁραματιζόταν μία ἀριστοκρατικὴ διαβάθμιση τῆς κοινωνίας, ἡ ὁποία ἀφενὸς μπορεῖ νὰ διαφοροποιεῖται ἀπὸ τὸν ὁριζόντια ἐπιβαλλόμενο μαζικὸ ὁλοκληρωτισμὸ καὶ τοὺς κοινωνικοὺς αὐτοματισμοὺς ποὺ ἑδραίωσαν ὁ φασισμὸς καὶ ὁ ἐθνικοσοσιαλισμός [195], ἀφετέρου ὅμως βρῆκε σύμφωνους μεταγενέστερους παραδοσιοκράτες ποὺ ἐνέπνευσαν πλῆθος (νεο)φασιστῶν, ὅπως τὸν Ἰούλιο Ἔβολα (1898-1974). Ἄλλωστε, μπορεῖ νὰ διατηρηθεῖ καὶ στὸν ὁλοκληρωτισμὸ ἡ ἰδιότητα τοῦ «κυρίου», ἁπλῶς περιορίζεται σὲ ἕναν δεσπότη ἢ καὶ στὸν στενὸ κύκλο του. Σύμφωνα μὲ τὸν Νίτσε, κάθε σπουδαῖος πολιτισμὸς ξεκίνησε μὲ τὴν ἐπιβολὴ μιᾶς δυνατῆς -καὶ μετέπειτα «ἀριστοκρατικῆς»- κάστας πάνω σὲ πιὸ ἀδύναμες ῥάτσες, πεποίθηση ποὺ συμβαδίζει καὶ μὲ τὴν ναζιστικὴ θεώρηση τῆς διεκδικήσεωςπεραιτέρῳ ζωτικοῦ χώρου (Lebensraum) ἀπὸ ἕναν λαὸ ὡς φυσικῆς ἀναγκαιότητας.

«Ἂς ποῦμε στὸν ἑαυτό μας δίχως ἐξωραϊσμοὺς πῶς ἄρχισε μέχρι τώρα κάθε ἀνώτερη κουλτούρα πάνω στὴ γῆ! Ἄνθρωποι μὲ ἀκόμα ἀνθρώπινη φύση, βάρβαροι μὲ κάθε φοβερὴ ἔννοια τῆς λέξης, ἁρπακτικοὶ ἄνθρωποι ποὺ κατεῖχαν ἀκόμη μιὰ ἄθραυστη δύναμη θέλησης καὶ ἐπιθυμία γιὰ δύναμη, ῥίχτηκαν πάνω σὲ πιὸ ἀδύνατες, πιὸ πολιτισμένες, πιὸ φιλειρηνικές, ἐμπορικὲς ἴσως ἢ ποιμενικὲς ῥάτσες ἢ πάνω σὲ γέρικες ὥριμες κουλτοῦρες, τῶν ὁποίων οἱ τελευταῖες ζωτικὲς δυνάμεις ἔσβηναν μέσα σὲ ἕνα πυροτέχνημα πνεύματος καὶ διαφθορᾶς. Ἡ εὐγενὴς κάστα πάντα ἦταν στὴν ἀρχὴ ἡ βάρβαρη κάστα: ἡ ὑπεροχή της ἔγκειτο ὄχι στὴ σωματικὴ δύναμη αὐτῶν τῶν βαρβάρων ἀλλὰ στὴν ψυχική τους δύναμη –ἦταν πληρέστερα ἀνθρώπινα ὄντα (πρᾶγμα ποὺ σημαίνει ἐπίσης σὲ κάθε ἐπίπεδο, “πληρέστερα ζῶα”)».[196]

Οὕτως ἐχόντων τῶν πραγμάτων, εὔλογα κι εὔστοχα ὑποθέτει κανεὶς ὅτι ὁ Νίτσε ἐκτιμοῦσε τὴν προνεωτερικὴ ὀργάνωση τῶν κοινωνιῶν, ὅταν ἀκόμη διήγαγαν ἕναν βίο νοηματοδοτούμενο ἀπὸ τὴν μακραίωνη ἱστορική τους παράδοση. Ὁ Νίτσε ἔδινε ἔμφαση στὴν παράδοση. Κάθε ἠθικὸ σύστημα ἀποτελεῖ προϊὸν μιᾶς παραδόσεως καὶ ἕνας ἄνθρωπος ποὺ χειραφετεῖται ἀπὸ τὴν συλλογικὴ παράδοση (ὅπως ὁ νεωτερικὸς) δὲν χρειάζεται νὰ ὑπακούει σὲ καμμία ἀπολύτως ἠθική. Ἔγραψε χαρακτηριστικὰ στὴν Χαραυγή (§9):

«Ἂν συγκρίνουμε τὸν τρόπο ζωῆς μας μὲ αὐτὸν ποὺ ἔζησε ἡ ἀνθρωπότητα γιὰ χιλιετίες, θὰ διαπιστώσουμε ὅτι ἐμεῖς οἱ σημερινοὶ ἄνθρωποι, ζοῦμε σὲ μιὰ πολὺ ἀνήθικη ἐποχή: ἡ δύναμη τῶν ἠθῶν ἔχει ἐξασθενίσει ἐκπληκτικὰ καὶ ἡ ἠθικὴ ἔννοια ἔχει ἐκλεπτυνθεῖ καὶ ἐξυψωθεῖ τόσο ὥστε μποροῦμε νὰ τὴ θεωρήσουμε ὡς ἐξατμισμένη. […] ἡ ἠθικότητα δὲν εἶναι τίποτα ἄλλο (ἄρα, προπάντων, τίποτα περισσότερο) παρὰ ἡ ὑπακοὴ στὰ ἔθιμα, εἶναι ὁ παραδοσιακὸς τρόπος νὰ ἐνεργεῖς καὶ νὰ ἐξελίσσεσαι».[197]

Ὁ Νίτσε ἐκτιμοῦσε τὴν παράδοση, ἀλλὰ δὲν νοσταλγοῦσε κάποια συγκεκριμένη παράδοση, καὶ δὴ τὴν χριστιανική. Σὲ αὐτὸ τὸ σημεῖο διαφοροποιεῖται ἀπὸ τοὺς ἀντεπαναστάτες-ἀντιδιαφωτιστὲς Ἀντιδραστικοὺς τοῦ 19ου αἰῶνος, ποὺ ἀγωνίζονταν γιὰ τὴν παλινόρθωση τοῦ Ancien Régime (π.χ. Ζοζὲφ ντὲ Μαῖστρ, Ἔντμουντ Μπὲρκ κ.ἄ.). Ὁ Νίτσε δὲν ἀρνιόταν ὁλοκληρωτικὰ τὰ ἐπιτεύγματα τοῦ Διαφωτισμοῦ, παρὰ τὴν καχυποψία του ἀπέναντι σὲ αἰτήματα λογοκρατίας, οἰκουμενισμοῦ καὶ ἰσότητας, ἐνῷ δὲν θεωροῦσε ἐφικτὴ τὴν παλινδρόμηση σὲ ξεπερασμένες ἱστορικὲς καταστάσεις [198]. Καὶ γι’ αὐτὸ ζητοῦσε τὴν ἐπαναστοιχείωση ὅλων τῶν ἀξιῶν. Δὲν ἔβλεπε τὴν ἱστορία ἐσχατολογικά, ὡς ἕνα διάνυσμα ἀκάθεκτης προόδου, ὅπως τουλάχιστον μᾶς ὑπενθυμίζει ἡ σύλληψη τῆς αἰώνιας ἐπιστροφῆς, ἀλλὰ σίγουρα ὀνειρευόταν ἕνα «λαμπρότερο» μέλλον ποὺ θὰ δικαίωνε τὴν φιλοσοφία τῆς θελήσεως γιὰ δύναμη. Ἄλλωστε, τὸ ὅραμα τοῦ Ὑπερανθρώπου, ποὺ ὡς ἀνθρωπολογικὴ πρόταση δὲν ἀντηχεῖ λιγότερο ἐσχατολογικά, ἔχει δεχθεῖ καὶ οὐτοπιστικὲς ἀναγνώσεις ποὺ κατέταξαν ἀβασάνιστα τὸν Νίτσε πλάϊ στοὺς πιὸ αἰσιόδοξους προοδευτικούς. Ἴσως πάλι, σὲ περιπτώσεις σὰν κι αὐτήν, ἡ προσπάθεια ν’ ἀπαλλάξουμε τὸν Νίτσε ἀπὸ τὶς ἐγγενεῖς ἀντιφάσεις καὶ ἀμφιθυμίες του μᾶς εἰσάγει σὲ ἀδιέξοδες σκουληκότρυπες.

Ἡ ἀμφιθυμία του ἔναντι τῆς γραμμικῆς καὶ τῆς κυκλικῆς θεωρήσεως τῆς ἱστορίας, ἔναντι τῆς προόδου καὶ τῆς συντηρήσεως, ἀπαντήθηκε καὶ στὰ βραχύβια φασιστικὰ καθεστῶτα. Καθὼς αὐτὰ πολεμοῦσαν συγχρόνως τὸν ἀτομικισμὸ τοῦ ἀστικοῦ φιλελευθερισμοῦ καὶ τὸν διεθνικὸ οὐνιβερσαλισμὸ τοῦ σοσιαλισμοῦ, ἤγουν τὰ πολιτικὰ τέκνα τοῦ Διαφωτισμοῦ, ἀνακαλοῦσαν προνεωτερικὰ στοιχεῖα αἰσθητικῆς καὶ ῥητορικῆς, ἀλλὰ συχνὰ μὲ μοντέρνο περιτύλιγμα. Ἐπανανακαλύφθηκαν ἀρχαῖα ἔθιμα, ἐνίοτε παγανίζοντα, ἐνῷ στὴν Ἰταλία ἔγινε προσπάθεια ἀναβιώσεως τοῦ συντεχνιακοῦ συστήματος τοῦ Μεσαίωνα καὶ στὴν Γερμανία τὸ Τρίτο Ῥάϊχ φιλοδόξησε νὰ ἐπεκτείνει τὴν κληρονομιὰ τοῦ πρώτου, Ὀθωνικοῦ Ῥάϊχ καθὼς καὶ τῶν Τευτόνων ἱπποτῶν. Σὲ πολλὲς περιστάσεις, μάλιστα, ὁ ῥασιοναλιστικὸς λόγος παραμεριζόταν βιαίως ὑπὲρ τῆς ἐπικλήσεως μύθων ἀλλὰ καὶ περίεργων θεοσοφικῶν μυστικισμῶν (*στὴν Γερμανία ἦσαν γνωστὲς οἱ παραφυσικὲς ἀναζητήσεις τοῦ Χάϊνριχ Χίμλερ καὶ τῆς Ἑταιρείας τῆς Θούλης στὸ Θιβὲτ καὶ ἀλλοῦ, ποὺ εἶχαν ἐπηρεασθεῖ σημαντικὰ ἀπὸ τὴν φυλετιστική «ἀριοσοφία» τοῦ Γκουΐντο φὸν Λίστ) [199].

Ἕνας ἐθνικοσοσιαλιστής, λοιπόν, μποροῦσε τὴν ἴδια στιγμὴ νὰ πιστεύει στὴν γενετική, στὸν ἐπιστημονικὸ καὶ τεχνολογικὸ ἐκσυγχρονισμὸ ἀλλὰ καὶ στὴν μυστηριακὴ καταγωγή του ἀπὸ μυθικοὺς θεοὺς τῆς Ἀτλαντίδος. Δὲν εἶναι δύσκολο νὰ καταλάβει κανεὶς γιατί τέτοιοι ἄνθρωποι λάτρευαν τὴν ποιητικὴ καὶ ἡμι-μεταφυσική, κεραυνοβόλο γραφὴ τοῦ Νίτσε. Ταυτόχρονα, οἱ Ἐθνικοσοσιαλιστὲς μὲ τὸ ἀφήγημα τοῦ «Χιλιόχρονου Ῥάϊχ» καὶ οἱ Φασιστὲς μὲ τὸν ῥιζοσπαστικὸ φουτουρισμὸ καὶ σουρεαλισμό τους ἀτένιζαν τὸ μέλλον μὲ ἔπαρση καὶ σιγουριά, συνδυάζοντας τὴν ἀναβιωμένη τους «παράδοση» μὲ τὶς πιὸ μοντέρνες καινοτομίες, σὲ αἰσθητικό, ἀρχιτεκτονικό, φιλοσοφικὸ καὶ τεχνολογικὸ ἐπίπεδο [200]. Ὡς ἐκ τούτου, παρότι οἱ φασιστὲς ἐπηρεάσθηκαν ἀπὸ τοὺς Ἀντιδραστικούς, ἰδίως στὴν θεωρία τοῦ αὐταρχικοῦ κράτους, διαφοροποιήθηκαν αἰσθητὰ ἀπὸ ἐκείνους, ἀρθρώνοντας ἕναν λόγο πρωτότυπο κι ἀλλόκοτο, ποὺ μοιραζόταν τὶς ἐσχατολογικὲς-οὐτοπιστικὲς διαστάσεις τῶν ἄλλων νεωτερικῶν ἰδεολογιῶν.

Ἡ ἱστορικὴ ἐμπειρία ἔχει δείξει πὼς ὁ Ἐθνικοσοσιαλισμὸς δανείσθηκε ἀπὸ τὸν Νίτσε τήν «θέληση γιὰ δύναμη», προκειμένου νὰ δικαιολογήσει ἠθικά (ἢ ἀν-ἠθικά) τὴν ὠμὴ σκληρότητά του στὸν βωμὸ καθαγιάσεως τῶν «ἀξιῶν» τῆς Νέας Τάξεως· ἀξιῶν ποὺ ὑποτίθεται πὼς θὰ ὑμνοῦσαν τὴν δύναμη, τὴν ὑγεία καὶ τὴν φυλετικὴ πρόοδο τῆς ἀνθρωπότητας. Ἀρκετοὶ ἐθνικοσοσιαλιστές (πιθανῶς καὶ οἱ εἰσηγητὲς τοῦ «θετικοῦ χριστιανισμοῦ»- positives Christentum) [201] συμμερίσθηκαν καὶ τὴν νιτσεϊκὴ κριτικὴ τοῦ «ἰουδαιοχριστιανισμοῦ». Ἐπιπρόσθετα, οἱ ναζὶ τοποθέτησαν τὴν ἀόριστη ἰδέα τοῦ Ὑπερανθρώπου (Übermensch) στὸ πεδίο τῆς φυλετικῆς ἀνωτερότητας τῶν ἀφυπνιζόμενων Ἀρίων. Ἀσφαλῶς, ἦσαν ἐφικτὲς καὶ ἐναλλακτικὲς ἑρμηνεῖες τῆς ἔννοιας (λ.χ. ἡ ἀτομικὴ ψυχολογικὴ αὐτοβελτίωση), ἀλλὰ ἐκεῖνοι ἐπέλεξαν ἢ δημιούργησαν τὴν συγκεκριμένη. Ἄλλωστε, οἱ τοποθετήσεις τοῦ πρὸ δεκαετιῶν θανόντος Νίτσε ἠδύναντο νὰ δικαιολογήσουν τὶς πιὸ ἀπάνθρωπες πρακτικές τους, ὅπως τὸ Πρόγραμμα Εὐθανασίας T-4, στὰ πλαίσια τοῦ ὁποίου θανατώθηκαν μυστικά, «ἀπὸ οἶκτο», περισσότεροι ἀπὸ 200.000 ἀνάπηροι ἄνθρωποι [202] (γιὰ νὰ μὴν ὑπεισέλθουμε καὶ στὸ δαιδαλῶδες θέμα τοῦ Ὁλοκαυτώματος).

Στὸ Λυκόφως τῶν Εἰδώλων (§37) ἔγραψε, ἀναγγέλλοντας τὸν Μένγκελε: «Ὁ ἀνήμπορος εἶναι παράσιτο στὴν κοινωνία. Ἀπὸ μιὰ ὁρισμένη κατάσταση καὶ πέρα εἶναι ἄπρεπο νὰ συνεχίζει κανεὶς νὰ ζεῖ. Τὸ νὰ φυτοζωεῖ κανεὶς σὲ δειλὴ ἐξάρτηση ἀπὸ τοὺς γιατροὺς καὶ τὰ φάρμακα ἀφοῦ ἔχει πλέον χάσει τὸ νόημα τῆς ζωῆς, τὸ δικαίωμα γιὰ ζωὴ θὰ ἔπρεπε νὰ ἐπισύρει τὴν βαθιὰ περιφρόνηση τῆς κοινωνίας. Οἱ γιατροί, μὲ τὴ σειρά τους, ὀφείλουν νὰ εἶναι οἱ ἐκφραστὲς αὐτῆς τῆς περιφρόνησης -ὄχι συνταγές, ἀλλὰ κάθε μέρα μιὰ καινούρια δόση ἀηδίας γιὰ τοὺς ἀσθενεῖς τους… Γιὰ νὰ δημιουργηθεῖ ἔτσι μιὰ νέα ὑπευθυνότητα, ἐκείνη τοῦ γιατροῦ, σ’ ὅλες τὶς περιπτώσεις ὅπου τὰ ὕψιστα συμφέροντα τῆς ζωῆς, τῆς ἀνερχόμενης ζωῆς, ἀπαιτοῦν τὴν πιὸ σκληρὴ σύνθλιψη καὶ ἀπομόνωση τῆς ἐκφυλιζόμενης ζωῆς -γιὰ παράδειγμα στὸν προσδιορισμὸ τοῦ δικαιώματος ἀναπαραγωγῆς, τοῦ δικαιώματος γιὰ γέννηση, τοῦ δικαιώματος γιὰ ζωή… Τοῦ δικαιώματος νὰ πεθαίνει κανεὶς περήφανα […] Δὲν ἔχουμε τὴ δύναμη νὰ ἐμποδίσουμε τὴ γέννησή μας: μποροῦμε ὅμως νὰ ἐξομαλύνουμε αὐτὸ τὸ λάθος […] Ὅταν αὐτοκτονεῖ κανεὶς κάνει τὴν πιὸ ἀξιότιμη χειρονομία ποὺ μπορεῖ νὰ ὑπάρξει: κάνοντας κάτι τέτοιο σχεδὸν κανεὶς ἀξίζει νὰ ζήσει…».[203]

Γιὰ ὅλους τοὺς παραπάνω λόγους, οἱ συνειδητοποιημένοι ἐθνικοσοσιαλιστὲς κάθε γενεᾶς ἐκτιμοῦν τὸν Νίτσε περισσότερο ἀπὸ κάθε ἄλλον φιλόσοφο. Κάποιος μπορεῖ νὰ πεῖ ὅτι ὁ ἀποθανὼν δὲν εὐθύνεται γιὰ τὶς ἑρμηνεῖες ἢ τὶς παρερμηνεῖες ποὺ θὰ τύχει τὸ ἔργο του, ἀκόμη κι ἂν δὲν εἶχε μεριμνήσει καθόλου γιὰ νὰ μὴν παρερμηνευθεῖ. Δεκτό. Ἕνας ἄλλος μπορεῖ ν’ ἀντιλέξει ὅτι τὸ πραγματικὸ ἀποτύπωμα ἑνὸς στοχαστῆ ἰχνηλατεῖται ἐντὸς τῆς ἱστορίας, στὸ πέρας δεκαετιῶν κι αἰώνων. Κι αὐτό, σεβαστό. Σὲ τελικὴ ἀνάλυση ἐξαρτᾶται ἀπὸ τὴν δική μας ὀπτική, ἐὰν ἀποζητοῦμε τὸν ἄνθρωπο Νίτσε ἢ τὸν φιλόσοφο Νίτσε. Σύμφωνα μὲ τὸν ἱστορικὸ τῶν ἰδεῶν Κὰρλ Λέβιτ, ἡ ταύτιση τῶν φασιστικῶν καθεστώτων μὲ τὸν Νίτσε προσιδιάζει στὴν ταύτιση τῶν κομμουνιστικῶν μὲ τὸν Μάρξ [204]. Δὲν μποροῦμε φυσικὰ νὰ γνωρίζουμε ποιά θὰ ἦταν ἡ σχέση τοῦ Νίτσε μὲ τὸ ἐθνικοσοσιαλιστικὸ κίνημα, ἐὰν τὸ προλάβαινε (ὅπως καὶ τοῦ Μὰρξ μὲ τὴν Ε.Σ.Σ.Δ.). Θὰ μποροῦσε νὰ τὸ ἐπιδοκιμάσει, ὅπως ὁ Μάρτιν Χάϊντεγκερ, νὰ διατηροῦσε μιὰ διακριτικὴ σχέση κατόπιν ἀρχικοῦ ἐνθουσιασμοῦ, ὅπως ὁ Κὰρλ Σμίτ, νὰ τὸ ἀποδοκιμάσει ὕστερα ἀπὸ διάψευση τῶν ἀρχικῶν του προσδοκιῶν, ὅπως ὁ Ὄσβαλντ Σπένγκλερ, συνεχίζοντας νὰ ὑμνεῖται ἀπὸ ἐκεῖνο, ἢ νὰ τὸ ἀναθεματίσει ἐξαρχῆς γιὰ τοὺς δικούς του λόγους. Ἀπέναντι σὲ κανένα ἀγαπημένο του πρόσωπο, ἄλλωστε, δὲν τήρησε συνεπῆ στάση. Ὅμως, αὐτὸ τὸ ὑποθετικὸ ἐρώτημα ἔχει ἐλάχιστη σημασία κατὰ τὴν γνώμη μου. Δὲν εἶμαι σίγουρος κατὰ πόσον ἐπιστημολογικὰ δόκιμος θεωρεῖται ὁ χαρακτηρισμὸς τοῦ Νίτσε ὡς προδρόμου τοῦ ναζισμοῦ (ἐξάλλου ὑφίστανται πολλὲς ἐπιστημολογίες), ὅμως εἶναι γεγονὸς ὅτι καμμία ἄλλη ἰδεολογία δὲν προσπάθησε νὰ σταθεῖ πλησιέστερά του, γιὰ νὰ δικαιωθεῖ (ἂν καὶ ἡ μετανεωτερικὴ ἀποδόμηση καταβάλλει φιλότιμες προσπάθειες). [...] 


  *************



ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ

163. Steinberg, J. (2003). All Or Nothing: The Axis and the Holocaust 1941-43. Taylor & Francis, σελ.128. 

164. Magnus, B., & Higgins, K. (1996). The Cambridge Companion to Nietzsche. Cambridge University Press, σελ. 63.

165. Σύμφωνα μὲ δήλωση τοῦ ἰδίου, οἱ τρεῖς ξένοι διανοητὲς ποὺ ἐπηρέασαν περισσότερο τὴν σκέψη τοῦ Μπενῖτο Μουσσολίνι ἦσαν οἱ Φρίντριχ Νίτσε, Γουίλιαμ Τζέιμς καὶ Ζῶρζ Σορέλ, βλέπε: Stewart, W. K. (1928). The Mentors of Mussolini. The American Political Science Review, 22(4), σελ.845.

166. Ὑποτίθεται ὅτι ἡ Ἐλίζαμπετ Φέρστερ Νίτσε ἀφαίρεσε κρίσιμα χωρία ἀπὸ τὸ βιβλίο καὶ προσέθεσε, κατόπιν συρραφῆς, ἄλλα κείμενα, προκειμένου νὰ παρουσιάσει τὸν ἀδελφό της φίλα προσκείμενο στὴν ἀντισημιτικὴ ἀκροδεξιὰ ἰδεολογία ποὺ ἐπρόκειτο νὰ γίνει ὑπόστρωμα τοῦ ναζισμοῦ, βλέπε: Montinari, M. (1998). Νίτσε: τί πραγματικὰ εἶπε. Σαββάλας, σελ. 156.

167. Μάλιστα, ἀποπειράθηκε νὰ ἱδρύσει στὴν Παραγουάη μία ἀποικία ἀντισημιτῶν «Ἀρίων», τὴν Νέα Γερμανία, βλέπε: Woodward, S. T. (2002). Plants and Ghosts. African American Review, 36(1), σελ. 55-64.

168. Θίγοντας ἐκ νέου τὴν σύνδεση τῶν χριστιανῶν ἀντισημιτῶν μὲ τὴν ἠθικὴ τῶν (δῆθεν) «καταπιεσμένων» δούλων, γράφει στὸν ἀφορισμό §864: «Οἱ Ἀντισημῖτες δὲν συγχωροῦν τοὺς Ἑβραίους γιὰ τὴν κατοχὴ πνεύματος καὶ χρήματος. “Ἀντισημῖτες”, ἀκόμα μιὰ ὀνομασία γιὰ τούς “καταπιεσμένους”»., βλέπε: Nietzsche, F. (1968). The Will to Power (μτφρ. W. Kaufmann & R. G. Hollingdale). Vintage Books, σελ. 460.

169. Van Tongeren, P. (2000). An Introduction to Friedrich Nietzsche’s Philosophy. Purdue University Press, σελ. 47-49. Περαιτέρῳ, ὁ Losurdo ἀνασκευάζει τὴν μομφὴ ἐναντίον τῆς Ἐλίζαμπετ τονίζοντας τὴν διακήρυξη τῆς προθέσεώς της νὰ ἀναδείξει τὸ πανευρωπαϊκὸ καὶ μὴ ἀντισημιτικὸ πνεῦμα τοῦ ἀδελφοῦ της, βλέπε: Losurdo, D. (2019). Nietzsche, the Aristocratic Rebel. Brill, σελ. 711-715.

170. Γράφει στό «Πέραν τοῦ Καλοῦ καὶ τοῦ Κακοῦ», §250: «Τί χρωστάει ἡ Εὐρώπη στοὺς Ἑβραίους; –Πολλὰ πράγματα, καλὰ καὶ κακά, καὶ προπαντὸς ἕνα ποὺ εἶναι ταυτόχρονα ἀπὸ τὰ καλύτερα καὶ τὰ χειρότερα: τὸ μεγάλο στὶλ στὴν ἠθική, τὴ φοβερότητα καὶ τὴ μεγαλειότητα τῶν ἀτέλειωτων ἀπαιτήσεων, τῶν ἀτέλειωτων σημασιῶν, ὁλόκληρο τὸν ῥομαντισμὸ καὶ τὴν ἐξοχότητα τῶν ἠθικῶν ἀμφιβολιῶν –καὶ κατὰ συνέπεια ἀκριβῶς τὸ πιὸ ἑλκυστικό, ὕπουλο καὶ διαλεγμένο κομμάτι ἐκείνων τῶν χρωματικῶν παιχνιδιῶν καὶ τῶν σαγηνῶν τῆς ζωῆς ἀπὸ τῶν ὁποίων τὴν τελευταία ἀναλαμπὴ ὁ οὐρανὸς τῆς εὐρωπαϊκῆς κουλτούρας μας, ὁ ἀπογευματινός της οὐρανός, τώρα φλέγεται»., βλέπε: Νίτσε 2004, ὅ.π., σελ. 144.

171. «οἱ Ἑβραῖοι πέτυχαν ἐκεῖνο τὸ θαῦμα τῆς ἀντιστροφῆς ἀξιῶν, χάρη στὸ ὁποῖο ἡ ζωὴ πάνω στὴ γῆ ἀπέκτησε γιὰ δύο χιλιετίες μιὰ καινούρια καὶ ἐπικίνδυνη γοητεία –οἱ προφῆτες τους ἕνωσαν σὲ ἕνα πρᾶγμα τὸ πλούσιο, τὸ ἄθεο, τὸ κακό, τὸ βίαιο, τὸ αἰσθησιακὸ καὶ ἦταν οἱ πρῶτοι ποὺ ἔκαναν τὴν λέξη “κόσμος” νὰ σημαίνει κάτι ἐπονείδιστο […] ἡ σπουδαιότητα τοῦ ἑβραϊκοῦ λαοῦ: μ’ αὐτὸν ἀρχίζει ἡ ἐξέγερση τῶν δούλων στὴν ἠθική.»., βλέπε: Νίτσε 2004, 195, ὅ.π., σελ. 89. 

172. Ἐνδεικτικὴ ἡ ἀντιπαραβολὴ τοῦ «ἀρίου» μύθου τοῦ Προμηθέα μὲ τόν «σημιτικό» μῦθο τοῦ Προπατορικοῦ Ἁμαρτήματος, βλέπε: Νίτσε, Φ. (1995). Ἡ Γέννηση τῆς Τραγωδίας, §9 (μτφρ. Γ. Λάμψας). Κάκτος, σελ. 111-114.

173. «Οἱ Ἑβραῖοι εἶναι ὅμως δίχως ἀμφιβολία ἡ πιὸ δυνατή, πιὸ ἀνθεκτικὴ καὶ πιὸ καθαρὴ ῥάτσα ποὺ ζεῖ σήμερα στὴν Εὐρώπη. Ξέρουν πῶς νὰ ἐπικρατοῦν ἀκόμη καὶ κάτω ἀπὸ τὶς χειρότερες συνθῆκες (καλύτερα ἀπ’ ὅτι κάτω ἀπὸ τὶς καλύτερες συνθῆκες), μέσῳ ἀρετῶν ποὺ οἱ ἄλλοι θὰ ἤθελαν σήμερα νὰ τὶς στιγματίσουν σὰν ἐλαττώματα –χάρη προπαντὸς σὲ μία ἀνυποχώρητη πίστη, ποὺ δὲν χρειάζεται νὰ ντρέπεται μπροστὰ στίς “μοντέρνες ἰδέες” […] Τὸ ὅτι οἱ Ἑβραῖοι θὰ μποροῦσαν, ἂν τὸ ἤθελαν –ἢ ἂν ἀναγκάζονταν ὅπως θέλουν οἱ ἀντισημῖτες– ἀκόμη καὶ τώρα νὰ κυριαρχήσουν σ’ ὁλόκληρη τὴν Εὐρώπη εἶναι σίγουρο. Ἐξίσου σίγουρο εἶναι ὅτι δὲν θέλουν καὶ δὲν κάνουν σχέδια γι’ αὐτὸ τὸ πρᾶγμα.»., βλέπε: Νίτσε 2004, §251, ὅ.π., σελ. 145-146.

174. Bernardini, G. (1977). The Origins and Development of Racial Anti-Semitism in Fascist Italy. The Journal of Modern History, 49(3), σελ. 431-453.

175. Ἀναφέρεται στὸν Γαλλο-Πρωσσικὸ Πόλεμο τοῦ 1870, ποὺ ὁδήγησε στὴν ἑνοποίηση τῆς Γερμανικῆς Αὐτοκρατορίας.

176. Νίτσε 1995, ὅ.π., σελ. 267.

177. Νίτσε 1989, ὅ.π., σελ. 74.

178. «Δὲν πρόκειται γιὰ κάποιο ὑψηλὸ πολιτισμὸ ποὺ κατάφερε ἐδῶ νὰ ἐπιβληθεῖ, καὶ πολὺ λιγότερο δὲν πρόκειται γιὰ ἕνα λεπτὸ γοῦστο, μιὰ εὐγενική “ὀμορφιὰ” τῶν ἐνστίκτων, ἀλλὰ γιὰ μιὰ συσσώρευση περισσότερων ἀντρικῶν ἀρετῶν ἀπ’ ὅ,τι ἔχει νὰ ἐπιδείξει ὁποιαδήποτε ἄλλη εὐρωπαϊκὴ χώρα. Μεγάλο κουράγιο καὶ αὐτοσεβασμός, ἰσχυρὴ αὐτοπεποίθηση στὶς κοινωνικὲς συναλλαγὲς καὶ τὴν ἐκτέλεση ἀμοιβαίων καθηκόντων, ἐργατικότητα καὶ μεγάλη ἀντοχή –καὶ μιὰ φυσικὴ σύνεση ποὺ ζητάει κίνητρο μᾶλλον παρὰ φρένο. Προσθέτω ἀκόμη πὼς ἐδῶ οἱ ἄνθρωποι μποροῦν νὰ ὑπακούουν ἀκόμη χωρὶς νὰ νιώθουν ταπεινωμένοι ποὺ τὸ κάνουν… Καὶ κανεὶς δὲν μισεῖ τὸν ἀντίπαλό του… Θὰ δεῖτε πὼς θέλω νὰ εἶμαι δίκαιος μὲ τοὺς Γερμανούς»., βλέπε: Νίτσε 1989, ὅ.π., σελ. 73.

179. Νίτσε 1994, ὅ.π., σελ. 135.

180. Οὕτως ἢ ἄλλως, ἡ ἀμφίθυμη στάση ἔναντι τοῦ ἰδίου ἔθνους δὲν προεξοφλεῖ ἀπαραίτητα τὴν ἀπόσταση ἀπὸ μία ἰδεολογία οἱονεὶ ἐθνικιστικῶν ἀρχῶν.

181. Γράφει στό «Ἀνθρώπινο, πολὺ ἀνθρώπινο» (§475): «Τὸ ἐμπόριο καὶ ἡ βιομηχανία, ἡ ἀντίληψη τοῦ τραγικοῦ στὰ γράμματα καὶ τὶς τέχνες, ἡ συνάφεια τῶν πιὸ ἐκλεπτυσμένων πολιτισμῶν, οἱ γρήγορες ἐναλλαγὲς ἐντοπιότητας καὶ τοπίων, ὁ σύγχρονος νομαδικὸς τρόπος ζωῆς ὅλων τῶν μὴ γαιοκτημόνων –ὅλες αὐτὲς οἱ συνθῆκες κατ’ ἀνάγκη φθείρουν κι ἐν τέλει καταλύουν τὰ ἔθνη-κράτη ἢ τοὐλάχιστον τὰ εὐρωπαϊκὰ ἔθνη, ἔτσι ὥστε μία μικτὴ φυλή, αὐτὴ τοῦ Εὐρωπαίου ἀνθρώπου, πρέπει νὰ ἀναδυθεῖ μέσα ἀπὸ ὅλες τὶς ἐπιμέρους, ὡς ἀποτέλεσμα συνεχῶν ὠσμώσεων. Ἡ περιχαράκωση τῶν ἐθνῶν, ἐξαιτίας τῶν διακρατικῶν ἐρίδων πρὸς τὸ παρόν, ἀναστέλλει τὴν ἐπιδίωξη αὐτοῦ τοῦ στόχου, συνειδητὰ ἢ ἀσυνείδητα, ἀλλὰ ἡ διαδικασία ἀναμείξεως συνεχίζεται μὲ ἀργοὺς ῥυθμούς, παρὰ τὰ διαλείποντα ἀντίθετα ῥεύματα.»., ἀπόδοση τοῦ ὑποφαινόμενου, βλέπε: Nietzsche 1996, ὅ.π., σελ. 174-175.

182. Περαιτέρῳ, στό «Πέραν τοῦ Καλοῦ καὶ τοῦ Κακοῦ» (§208) πιθανολογεῖ ὅτι ἡ μεγέθυνση τῆς ῥωσικῆς ἀπειλῆς στὸν ἐπικείμενο αἰῶνα τῆς «μεγάλης πολιτικῆς» μπορεῖ νὰ ὁδηγήσει τὴν Εὐρώπη σὲ συσπείρωση: «ἐννοῶ μιὰ τέτοια αὔξηση τῆς ῥωσικῆς ἀπειλῆς ποὺ ἡ Εὐρώπη θὰ ἀναγκαζόταν νὰ ἀποφασίσει νὰ γίνει ἐξίσου ἀπειλητική, δηλαδὴ νὰ ἀποκτήσει μιὰ μόνο θέληση, μέσῳ μιᾶς νέας κάστας ποὺ θὰ εἶναι κυρίαρχη σὲ ὅλη τὴν Εὐρώπη, μιὰ μακρόχρονη φοβερὴ δική της θέληση ποὺ θὰ μποροῦσε νὰ θέσει σκοποὺς γιὰ χιλιετίες μπροστά –ἔτσι ὥστε νὰ βάλει ἕνα τέλος στὴν πολύχρονη κωμωδία τῶν ἀσήμαντων κρατῶν της καὶ στὴ διχασμένη θέληση τῶν δυναστειῶν καὶ τῶν δημοκρατιῶν της. Ὁ καιρὸς τῆς μικροπολιτικῆς πέρασε: ὁ ἑπόμενος αἰῶνας θὰ φέρει τὸν ἀγῶνα γιὰ κυριαρχία σὲ ὅλη τὴ γῆ, τὸν καταναγκασμὸ γιὰ μεγάλη πολιτική»., βλέπε: Νίτσε 2004, ὅ.π., σελ. 106.

183. Γράφει στό «Ecce Homo»: «Γιατὶ ὅταν ἡ ἀλήθεια μπεῖ σ’ ἀγῶνα πρὸς τὸ αἰώνιο ψέμα, θἄχουμε συνταραγμούς, ποὺ δὲν ἔγιναν ποτὲ ὅμοιοί τους, μιὰ κρίση σεισμῶν, ἕνα μετατώπισμα βουνῶν καὶ κοιλάδων, τέτοιο ποὺ οὔτε στ’ ὄνειρο δὲν ἔγινε ποτέ. Ἡ πολιτικὴ ἰδέα τότε θ’ ἀπορροφηθεῖ ἐντελῶς ἀπὸ τὸν ἀγῶνα τῶν διανοιῶν. Ὅλοι οἱ συνδυασμοὶ δυνάμεων τῆς παλιᾶς κοινωνίας θὰ τιναχθοῦν στὸν ἀέρα –ὅλοι τους στηρίζονται πάνω στὸ ψέμα. Θὰ γίνουν πόλεμοι ποὺ ὅμοιοί τους δὲν συνέβησαν ποτὲ στὴ γῆ. Μόνο ἀρχίζοντας ἀπὸ μὲ ὑπάρχει στὸν κόσμο μεγάλη πολιτική»., βλέπε: Νίτσε, Φ. (1924). Ecce Homo (μτφρ. Ι. Ζερβός). Ἐκδόσεις Παπαδημητρίου, σελ. 172-173.

184. Martin, B. (2016). The Nazi-Fascist New Order for European Culture. Harvard University Press, σελ. 1-11.

185. Zaugg, F. (2024). Xhafer Deva: Nationalism, Collaboration and Mass Murder in Pursuit of a ‘Greater Albanian’ State. Journal of Modern European History, 22(2), σελ. 151-168.

186. Στὴν ἐποχὴ τοῦ Νίτσε ὁ μῦθος τῶν Ἀρίων οὐσιαστικὰ ἐξέφραζε, μὲ μία ῥομαντικὴ κι ἐνίοτε μυστικιστικὰ φυλετιστικὴ χροιά, τὴν μετέπειτα γλωσσολογικὴ καὶ ἀνθρωπολογικὴ θεωρία περὶ τῆς προϊστορικῆς ἐξαπλώσεως τῶν Ἰνδοευρωπαίων (τοὺς ὁποίους οἱ σύγχρονοι ἀνθρωπολόγοι ταυτίζουν μὲ τὸν πολιτισμὸ Kurgan, ποὺ ἀρχικὰ ἐμφανίσθηκε στὶς στέππες τῆς Σιβηρίας περὶ τὸ 2000 π.Χ.). Ὡς γνωστόν, τὸ χιτλερικὸ καθεστὼς ταύτισε τοὺς ἀπογόνους τῶν μυθικῶν Ἀρίων μὲ τοὺς Γερμανοὺς καὶ τὴν εὐρύτερη νορδικὴ φυλή, πού «ἐδικαιοῦτο» νὰ κυριαρχήσει ἐπὶ τῶν ἄλλων κατωτέρων.

187. Δρίτσας, Γ. (2022). Ἀλήθειες καὶ ψέματα σχετικὰ μὲ τὴ φιλοσοφικὴ στάση τοῦ Νίτσε. Ἠθική, 15, σελ. 47-51.

188. Νίτσε 2004, ὅ.π., σελ. 40.

189. Νίτσε 2004, ὅ.π., σελ. 45.

190. Νίτσε 1999, ὅ.π., σελ. 232-233.

191. Νίτσε 2005, ὅ.π., σελ. 63.

192. Brinton, C. (1942). Napoleon and Hitler. Foreign Affairs, 20(2), σελ. 213-225.

193. Νίτσε 2004, §241-242, ὅ.π., σελ. 136-138.

194. Νίτσε 2004, §203, ὅ.π., σελ. 96.

195. Δρίτσας 2022, ὅ.π., σελ. 50.

196. Νίτσε 2004, §257, ὅ.π., σελ. 154.

197. Νίτσε 1999, ὅ.π., σελ. 18.

198. Γράφει στό «Λυκόφως» (§43): «μιὰ ἀναστροφή, ἕνα πισωγύρισμα κατὰ ὁποιαδήποτε ἔννοια καὶ βαθμό, εἶναι ἀδύνατο. Ἐμεῖς οἱ φυσιολόγοι τοὐλάχιστον τὸ ξέρουμε αὐτό. Ὅλοι οἱ ἱερεῖς καὶ ἠθικολόγοι ὡστόσο πιστεύουν πὼς ἦταν δυνατό […] Εἶναι κανεὶς ὑποχρεωμένος νὰ προχωρήσει ἐμπρός, ποὺ θὰ πεῖ νὰ προχωρεῖ βῆμα πρὸς βῆμα ὅλο καὶ βαθύτερα στὴν décadence (ἔτσι ὁρίζω ἐγὼ τὴ σύγχρονη “πρόοδο”…) Μπορεῖ νὰ καθυστερήσει κανεὶς αὐτὴ τὴν πορεία καί, χάρη σ’ αὐτὴ τὴν καθυστέρηση, νὰ φράξει καὶ νὰ συγκεντρώσει τὸν ἴδιο τὸν ἐκφυλισμὸ καὶ νὰ τὸν κάνει περισσότερο σφοδρὸ καὶ ξαφνικό: περισσό-τερα κανεὶς δὲν μπορεῖ νὰ κάνει.»., βλέπε: Νίτσε

1989, ὅ.π., σελ. 121-122.

199. Kurlander, E. (2017). ‘One Foot in Atlantis, One in Tibet’: The Roots and Legacies of Nazi Theories on Atlantis, 1890-1945. Leidschrift, 32(1), σελ. 81-101.

200. Σχετικὰ μὲ τὸν φασιστικὸ φουτουρισμό, γιὰ παράδειγμα, βλέπε: Bowler, A. (1991). Politics as Art: Italian Futurism and Fascism. Theory and Society, 20(6), 763-794.

201. Ἐπρόκειτο γιὰ ἕνα κίνημα ἐθνικοσοσιαλιστῶν ποὺ ἐπιζητοῦσαν τόν «ἐξαγνισμό» τῶν χριστιανικῶν δογμάτων ἀπὸ τά «ἰουδαϊκά» τους στοιχεῖα (βλέπε τήν «ἠθικὴ τῶν δούλων»), προκειμένου νὰ δημιουργηθεῖ μία νέα «ἄρια» μορφὴ χριστιανισμοῦ ἀπολύτως σύμφωνη μὲ τὶς χιτλερικὲς θέσεις.

202. Mueller, T., & Beddies, T. (2006). “The Destruction of Life Unworthy of Living” in National Socialist Germany. International Journal of Mental Health, 35(3), σελ. 94-104.

203. Νίτσε 1989, ὅ.π., σελ. 110-111.

204. Löwith, K. (2008). Τὸ Νόημα τῆς Ἱστορίας (μτφρ. Κ. Παπαγιώργης). Γνώση, σελ. 322.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου