15 Μαρτίου 2021

Οι ρίζες της ελληνικής φουστανέλας

 Γράφει ο Αθανάσιος Κουκόπουλος, 
π.φ. Τμήματος Ιστορίας-Αρχαιολογίας ΑΠΘ

Αφιερώνεται σε όλους εκείνους που έχυσαν δάκρυα, ιδρώτα και αίμα, για να είμαστε εμείς 200 χρόνια μετά ελεύθεροι.

Διακόσια χρόνια εθνικής παλιγγενεσίας· διακόσια χρόνια ελεύθερης Ελλάδας. Κι όμως γνωρίζουμε εις βάθος την ταυτότητά μας με ό,τι αυτό συνεπάγεται; Έχουμε υπόψη μας την ιστορία ενός ενδύματος-συμβόλου του ελληνισμού και της επανάστασης; Στα πλαίσια λοιπόν της εθνικής αυτογνωσίας αποφάσισα να δημοσιεύσω αυτό το άρθρο σχετικά με την εξελικτική πορεία της φουστανέλας διαχρονικά και διαπολιτισμικά.

Και αυτό το σύμβολο, το οποίο στη συνείδησή μας έχει κατεξοχήν συνδεθεί με τη νεότερη ελληνική παράδοση και τον απελευθερωτικό αγώνα, στην πραγματικότητα φαίνεται ότι έχει τις ρίζες του στον ρωμαϊκό πολιτισμό. Όλα θεωρείται ότι ξεκινούν από το επίσημο ένδυμα του Ρωμαίου πολίτη, την τήβεννο (toga στα λατινικά, βλ. εικ. 1 και 2). 

Εικόνα 1. Σχεδιαστική αναπαράσταση Ρωμαίου ιερέα και λαϊκού πολίτη με τήβεννο. Την τήβεννο αρχικά αποτελούσε ένα ημικυκλικό κομμάτι υφάσματος. Από την εποχή του Αυγούστου (βλ. επόμενη εικόνα για χρονολόγησή της) προστέθηκε στην ευθύγραμμη άκρη ένα επιπλέον κομμάτι. Μια ογκώδης δέσμη υφάσματος σχηματιζόταν κάτω ή μπροστά από το στήθος (balteus) και καλυπτόταν εν μέρει από έναν μικρό κόλπο (umbo). Μπροστά από το δεξιό πόδι σχηματιζόταν ένας μεγαλύτερος κόλπος (sinus). Οι μυτερές απολήξεις του υφάσματος ονομάζονταν laciniae. Από τα τέλη του 2ου αι. μ.Χ. ο umbo εξελίχθηκε σε μία μακρά ταινία (contabulatio).

Εικόνα 2. Ο Αύγουστος (πρώτος Ρωμαίος αυτοκράτορας από το 27 π.Χ. μέχρι το 14 μ.Χ.) ως Pontifex Maximus (=Μέγας Αρχιερέας). Το κεφάλι του καλύπτεται με την τήβεννο και αυτό το χαρακτηριστικό υποδηλώνει την ιερατική του ιδιότητα. Μαρμάρινος ανδριάντας του 1ου αι. μ.Χ. από τη Via Labicana. Ρώμη, Εθνικό Ρωμαϊκό Μουσείο Θερμών.  

     Μία απλουστευμένη και κοντύτερη μορφή της τηβέννου ήταν διαδεδομένη στις τάξεις του ρωμαϊκού στρατού. Το ένδυμα αυτό, το οποίο φερόταν κάτω από τον θώρακα, κατέληγε στα γόνατα και καλυπτόταν από δερμάτινους ιμάντες που απέληγαν σε κρόσσια. Αυτοί οι ιμάντες λοιπόν αναμφισβήτητα δημιουργούσαν μία αίσθηση πτυχολογίας, «πολυδιάσπασης» και εντυπωσιασμού.

     Δεν αποκλείεται αυτή η εξάρτυση να έλκει την καταγωγή της από τον ετρουσκικό πολιτισμό (άκμασε στο μεγαλύτερο κομμάτι της κεντρικής Ιταλίας από το 700 π.Χ. έως τον 1ο αι. π.Χ. περίπου, όταν και αφομοιώθηκε από τους Ρωμαίους). Στο μπρούντζινο άγαλμα ενός πολεμιστή, γνωστού με τον όνομα «Mars (=Άρης) του Todi» (βλ. εικ. 3), βλέπουμε τις απολήξεις του δερμάτινου θώρακα που φέρει η μορφή να καλύπτουν εν μέρει τον πολύ κοντό χιτωνίσκο, ο οποίος φτάνει μέχρι το ανώτερο σημείο των μηρών. Στην περίπτωση αυτή είναι ευδιάκριτη και  η ποικιλία πτυχώσεων στον ίδιο τον χιτωνίσκο, θυμίζοντάς μας  περισσότερο τη δική μας φουστανέλα. Πάντως στις παραστάσεις  Ρωμαίων στρατιωτικών διακρίνονται ως επί το πλείστον οι ιμάντες που καλύπτουν τους χιτώνες και όχι τόσο οι ίδιες οι πτυχές των χιτώνων (βλ. εικ. 6, 7). 

    Και εδώ, βέβαια, πρέπει να εκφραστεί ένας προβληματισμός. Παρόμοιες παραστάσεις συναντάμε ακόμα και στην αρχαία ελληνική τέχνη (βλ. εικ. 4, 5). Επομένως, είναι μήπως σωστότερο να μιλάμε για ένα «αντιδάνειο» κατά κάποιο τρόπο; Η αλήθεια είναι πως οι επαφές και οι αλληλεπιδράσεις των μεσογειακών πολιτισμών είναι έντονες, αλλά οι επιδράσεις του αρχαίου ελληνικού, ειδικά στην περίπτωση των Ετρούσκων και των Ρωμαίων, ισχυρότερες. Πάντως, με βεβαιότητα μπορούμε να παρακολουθήσουμε τις προϋποθέσεις που θα οδηγήσουν στη διαμόρφωση της φουστανέλας από τη ρωμαϊκή περίοδο.

Εικόνα 3. Ετρουσκικό άγαλμα πολεμιστή, γνωστό ως «Mars του Todi» (ανακαλύφθηκε το 1835 στη θέση Todi, εξ ου και η ονομασία), τέλη 5ου- αρχές 4ου αι. π.Χ., ύψος 1,41 m, Μουσεία Βατικανού. Στο δεξί χέρι κρατούσε φιάλη για σπονδή (patera), ενώ στο αριστερό δόρυ.

Εικόνα 4Επιτύμβια στήλη του Αριστίωνα από τη Βελανιδέζα της Αττικής, γύρω στο 510 π.Χ. Αθήνα, Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο. Διακρίνονται οι απολήξεις του δερμάτινου θώρακα και από κάτω αμυδρά ο χιτωνίσκος με πλούσια πτυχολογία (αποδίδεται με εγχαράξεις).  

Εικόνα 5Ερυθρόμορφη κύλικα (εσωτερικό) του “ζωγράφου της Πενθεσίλειας”: Ο Αχιλλέας σκοτώνει την Πενθεσίλεια, 460-450 π.Χ. Μόναχο, Staatliche Antikensammlungen (=Κρατικές Συλλογές Αρχαιοτήτων).

Εικόνα 6. Ανδριάντας του Αυγούστου με στρατιωτική εξάρτυση από την έπαυλη της συζύγου του Λιβίας στην Prima Porta, αρχές 1ου αι. μ.Χ., ύψος 2,03 m, Μουσεία Βατικανού. Διακρίνονται οι ιμάντες με τα κρόσσια και από κάτω η απόληξη του χιτωνίσκου με πτυχές. Ο μανδύας που πέφτει από το αριστερό του χέρι ονομάζεται paludamentum

Εικόνα 7. Ανδριάντας του Ρωμαίου αυτοκράτορα Τραϊανού (98-117 μ.Χ.) με στρατιωτική εξάρτυση από τη συλλογή των μουσείων του πανεπιστημίου του Harvard, ύψος με τη βάση 1,91 m, χωρίς τη βάση 1,815 m, μάρμαρο Καρράρας κατά βάση (έχει δεχθεί και επιδιορθώσεις). Διακρίνονται οι δερμάτινοι ιμάντες με τα κρόσσια και η απόληξη του χιτωνίσκου. Οι ιμάντες αυτοί κατά πάσα πιθανότητα προσκολλιούνταν σε δερμάτινη επένδυση που φερόταν κάτω από τον μεταλλικό θώρακα.

    Η επέκταση του ρωμαϊκού κράτους προς τον ψυχρότερο βορρά οδήγησε στην ανάγκη δημιουργίας χονδρότερων ενδυμάτων. Έτσι στον χιτωνίσκο του Ρωμαίου στρατιώτη προστέθηκαν περισσότερες πτυχές. Επιπλέον στις εικονιστικές παραστάσεις είναι ευδιάκριτες και περισσότερες της μίας σειρές δερμάτινων ιμάντων (βλ. εικ. 8). 

Εικόνα 8. Η μαρμάρινη σαρκοφάγος Ludovisi (από την περιοχή της Ρώμης), γύρω στο 250 μ.Χ., ύψος 1,52 m, Ρώμη, Εθνικό Ρωμαϊκό Μουσείο Θερμών. Στη δεσπόζουσα έφιππη κεντρική μορφή διακρίνονται επικαλυπτόμενες σειρές από ιμάντες. Ίσως οι περισσότερες της μίας σειρές να είναι και διακριτικό εξουσίας.

    Η ενδυμασία αυτή πέρασε και στο Βυζάντιο, όπως είναι φυσικό, αφού μιλάμε για την αδιάσπαστη διοικητική συνέχεια της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας (βλ. εικ. 9). Μία συγκεκριμένη κατηγορία έργων κοσμικής βυζαντινής τέχνης πρέπει να μας τραβήξει την προσοχή. Πρόκειται για κεραμικά πινάκια (=πιάτα) που θεωρείται ότι απεικονίζουν σκηνές από τον μύθο του Διγενή Ακρίτη, του θρυλικού αυτού πολεμιστή-φύλακα των ανατολικών συνόρων και ήρωα της βυζαντινής και μεταβυζαντινής λογοτεχνίας και ποίησης (βλ. εικ. 10-13). Έχουν εντοπιστεί διάσπαρτα σε διάφορες θέσεις (π.χ. Κόρινθος, αγορά των Αθηνών, Αργολίδα, Θήβα κ.α.). Βέβαια, η ταύτιση των παραστάσεων είναι προβληματική, καθώς πέρα από την απουσία επιγραφών, οι απεικονίσεις δεν συμβαδίζουν πλήρως με τις μαρτυρούμενες παραλλαγές του μύθου (6 παραλλαγές του έπους και ποικιλία ακριτικών τραγουδιών από διάφορες περιοχές). Σε κάθε περίπτωση, τα κεραμικά που απεικονίζουν πολεμιστές να παλεύουν με δράκους παρουσιάζουν εξαιρετικό ενδιαφέρον. Μας θυμίζουν στίχους από ένα κυπριακό ακριτικό τραγούδι:

Καὶ πὰ ’ς τὰ γλυκοξίφωτα, ποῦ πᾷ νὰ ξημερώσῃ,

σκιαστήκασιν τἀμμάδκια μου κ’ ἕναν μεγάλοφ φίιν

ἑξῆντα κύκλους ἔκαμνεν, βδομηνταδκυὸ καμάραις,

κ’ ἀκόμα δκυὸ κυκλίσματα τὸν Ἕλενον νὰ φάῃ.

Και σε ένα αρκαδικό ακριτικό τραγούδι διαβάζουμε:

Ξῆντα λοντάρια σκότωσα καὶ τετρακόσιους δράκους.

Σὰν ἕνα φίδ’ δικέφαλο, φίδι μὲ δυὸ κεφάλια.

Εἶχε τὰ πόδια ἀλοϊνά, καὶ μάτια σὰν τὸ βόιδι,

κ’ εἶχε καὶ κάτι κέρατα πὸ μάλαμα καθάριο.

Πέντε κοντάρια τοῦ δωκα καὶ μιὰ σπαθιὰ ’ς τὴ μέση,

μάιδε τὸ βόλι τὸ κολλᾷ, μάιδε σπαθὶ τὸ παίρνει,

καὶ μόνο μὲ τὸ δαμασκὶ τὸ τρύπησα μαχαῖρι.

Σε αυτά τα πινάκια οι πολεμιστές φέρουν ένδυμα από τη μέση μέχρι τα γόνατα που έχει ριπιδιόσχημο (εν είδει βεντάλιας) άνοιγμα και μοιάζει πάρα πολύ με τη νεότερη φουστανέλα (βλ. εικ. 15). Ήδη οι ανασκαφείς της αγοράς των Αθηνών είχαν αναγνωρίσει την παρουσία αυτού του ενδύματος (βλ. εικ. 14). Φαίνεται ότι το σχέδιο προδίδει ένα ενιαίο ένδυμα και όχι πολλούς διαφορετικούς ιμάντες, καθώς και ότι απουσιάζουν κρόσσια. Στις περισσότερες των περιπτώσεων μάλιστα πιθανόν η φουστανέλα να αποτελεί ένα ξεχωριστά εφαρμοστό ένδυμα. Βέβαια, πρέπει να λαμβάνουμε υπόψιν πως πρόκειται για μία αφαιρετική (μη ρεαλιστική) τέχνη. Η φουστανέλα, λοιπόν, αναμφισβήτητα αποτελεί ένα είδος ενδύματος που εξασφαλίζει ευκινησία και ευελιξία. Συνεπώς, ταιριάζει σε ένα περιβάλλον, όπως τα ανατολικά σύνορα της βυζαντινής αυτοκρατορίας, όπου οι ληστρικές επιδρομές των Αράβων είναι ένα σύνηθες φαινόμενο, καθώς και στα απόκρημνα βουνά της ηπειρωτικής Ελλάδας, στην περίπτωση των κλεφτών και των αγωνιστών του ’21. Έτσι από τη ρωμαϊκή τήβεννο μέσα από ένα συναρπαστικό ταξίδι φτάσαμε στο επίσημο ένδυμα της ελληνικής εθνικής φρουράς!  

Εικόνα 9. Ο Χριστός με αυτοκρατορική στρατιωτική εξάρτυση κρατάει σταυροφόρο ράβδο και ανοιχτό κώδικα που γράφει στα λατινικά: "Εγώ είμαι η οδός, η αλήθεια και η ζωή" (=Ego sum via, veritas et vita). Αντίγραφο ψηφιδωτού από το παλαιοχριστιανικό αρχιεπισκοπικό παρεκκλήσιο της Ραβέννας (το πρωτότυπο χρονολογείται γύρω στο 500 μ.Χ.). Εκτέθηκε στη Ροτόντα της Θεσσαλονίκης. Η φωτογραφία ελήφθη τον Αύγουστο του 2019 (προσωπικό αρχείο αρθρογράφου). Διακρίνεται το άνω τμήμα των ιμάντων κάτω από τον θώρακα.

Εικόνα 10. Τμήμα λεπτεγχάρακτου πινακίου με παράσταση πολεμιστή με σγουρά μαλλιά και δράκοντα, του οποίου το σώμα στριφογυρίζει. Διακρίνονται οι γραμμές που υποδηλώνουν μάλλον τη θήκη του σπαθιού, καθώς και η φουστανέλα. Κρατάει ασπίδα και κεφαλοθραύστη, ενώ φοράει ψηλό κωνικό κάλυμμα κεφαλής. Δεξιά του εικονίζεται γεράκι. Θεωρείται ότι εικονίζεται ο Διγενής Ακρίτης. Βρέθηκε στην αγορά των Αθηνών και χρονολογείται στον 12ο αιώνα. Εκτιμώμενη διάμετρος: 0,290 m, ύψος: 0,071 m.

Εικόνα 11. Τμήμα αδρεγχάρακτου πινακίου από την Κόρινθο με πολεμιστή που θεωρείται ότι πρόκειται για τον Διγενή Ακρίτη, 1180-1210. Διακρίνεται ο εσωτερικός διάκοσμος (και η φουστανέλα) και η εξωτερική επιφάνεια με την δακτυλιόσχημη βάση. Μέτρια λεπτόκοκκος κόκκινος πηλός με αρκετά τραχιά κόκκινα και λευκά εγκλείσματα. Κίτρινη εφυάλωση (εξωτερικά εμφανίζεται καστανή). Εκτιμώμενη διάμετρος χείλους: 26,5 cm, διάμετρος βάσης: 10,1 cm, ύψος: 4,6 cm

Εικόνα 12. Τμήμα πινακίου από την Κόρινθο με πολεμιστή (μάλλον κι εδώ πρόκειται για τον Διγενή) με σγουρά μακριά μαλλιά, φουστανέλα, σπαθί και χαμηλό κάλυμμα κεφαλής να επιτίθεται σε δράκοντα, 1170-1200. Φωτογραφία του εσωτερικού διακόσμου και σχεδιαστική αποκατάσταση του προφίλ μαζί με το πάχος των τοιχωμάτων. Λεπτόκοκκος ανοιχτοκόκκινος πηλός με λιγοστά μικρά λευκά και μαύρα εγκλείσματα. Άχρωμη εφυάλωση. Εκτιμώμενη διάμετρος χείλους: 22 cm, εκτιμώμενη διάμετρος βάσης: 12,8 cm, ύψος: 3,5 cm.

Εικόνα 13. Τμήμα αδρεγχάρακτου πινακίου από την Αργολίδα με τμήμα του σώματος ενός πολεμιστή με φουστανέλα και στιλιζαρισμένα φυλλώματα, τελευταίο τέταρτο 12ου-πρώτο τέταρτο 13ου αιώνα. Φωτογραφία του εσωτερικού διακόσμου και σχεδιαστική αποκατάσταση του προφίλ μαζί με το πάχος των τοιχωμάτων του. Λευκό επίχρισμα, ελαφρώς κιτρινωπή εφυάλωση. Εκτιμώμενη διάμετρος χείλους: 24,6 cm, διάμετρος βάσης: 10,2 cm, ύψος 5,1 cm.

Εικόνα 14. Κάρτα ανασκαφικής καταγραφής του πινακίου της εικ. 8. 

Εικόνα 15. Αριστερά: Η Πτώσις της Κωνσταντινούπολης (λεπτομέρεια). Στο μέσον: Η Πολιορκία των Αθηνών (λεπτομέρεια). Δεξιά: Πρώτη μάχη των Ελλήνων κατά των Τούρκων κατά την Γέφυραν της Αλαμάνας και θάνατος του αρχηγού Διάκου και Ησαΐου αρχιεπισκόπου Σαλώνων και επιλοίπων γενναίων αξιωματικών (λεπτομέρεια). Εικόνες από τις υδατογραφίες που φιλοτέχνησε ο Δημήτριος Ζωγράφος υπό την καθοδήγηση του ήρωα της επανάστασης του ’21 Μακρυγιάννη. Είναι φανερές οι ομοιότητες της ναΐφ (απλοϊκής) απόδοσης της φουστανέλας με αυτές των πινακίων, ιδιαίτερα αυτού της εικ. 11. 




Βιβλιογραφία

  • Βουτυράς Μ. & Γουλάκη-Βουτυρά Α., Η αρχαία ελληνική τέχνη και η ακτινοβολία της, Θεσσαλονίκη 2011. 
  • Frantz A., «Digenis Akritas. A Byzantine epic and its illustrators», Byzantion 15 (1940/1941), 87-91.
  • Hamblin W.J., «The Roman Army in the First Century», Brigham Young University Studies 36:3 (1996-97), 337-349.
  • Hanfmann G.M.A., «A New Trajan», American Journal of Archaeology 61:3 (1957), 223-253.
  • Hӧlscher T., Κλασική Αρχαιολογία: Βασικές Γνώσεις, μτφρ. Παπαγεωργίου Π., Θεσσαλονίκη 2005.
  • Notopoulos J.A., «Akritan Ikonography on Byzantine Pottery», Hesperia 33 (1964), 108-133.
  • Ramage A. & Ramage N.H., Ρωμαϊκή Τέχνη, μτφρ. Ιωακειμίδου Χ., Θεσσαλονίκη 2000.
  • Τζώνου-Herbst I., «Πινάκιο», στο Παπανικόλα-Μπακιρτζή Δ. (επιμ.), Βυζαντινά εφυαλωμένα κεραμικά: η τέχνη των εγχαράκτων, Αθήνα 1999, 176-177, αρ. 203.
  • Τζώνου-Herbst I., «Μεγάλο πινάκιο», στο Παπανικόλα-Μπακιρτζή Δ. (επιμ.), Βυζαντινά εφυαλωμένα κεραμικά: η τέχνη των εγχαράκτων, Αθήνα 1999, 179, αρ. 206.
  • Vassiliou A., «Aspects of Medieval Secular Imagery: Representations of Warriors in Byzantine Glazed Pottery from Argos and Nauplio (12th-13th centuries)», στο Arvaniti S., Diamanti Ch., Vassiliou A. (επιμ.), ν Σοφίᾳ μαθητεύσαντες: Essays in Byzantine Material Culture in Honour of Sophia Kalopissi-Verti, Οξφόρδη 2019, 227-245.
  • Χαραλαμπίδης Κ.Π., Τα μνημεία της Ραβέννας, Θεσσαλονίκη 2002. 

            Δικτυογραφία

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου