π.φ. Τμήματος Ιστορίας-Αρχαιολογίας ΑΠΘ
Αφιερώνεται σε όλους εκείνους που έχυσαν δάκρυα, ιδρώτα και αίμα, για να είμαστε εμείς 200 χρόνια μετά ελεύθεροι.
Διακόσια χρόνια εθνικής παλιγγενεσίας· διακόσια χρόνια ελεύθερης Ελλάδας. Κι όμως γνωρίζουμε εις
βάθος την ταυτότητά μας με ό,τι αυτό συνεπάγεται; Έχουμε υπόψη μας την ιστορία ενός
ενδύματος-συμβόλου του ελληνισμού και της επανάστασης; Στα πλαίσια λοιπόν της εθνικής
αυτογνωσίας αποφάσισα να δημοσιεύσω αυτό το άρθρο σχετικά με την εξελικτική
πορεία της φουστανέλας διαχρονικά και διαπολιτισμικά.
Και αυτό το σύμβολο, το οποίο στη συνείδησή μας έχει κατεξοχήν
συνδεθεί με τη νεότερη ελληνική παράδοση και τον απελευθερωτικό αγώνα, στην
πραγματικότητα φαίνεται ότι έχει τις ρίζες του στον ρωμαϊκό πολιτισμό. Όλα θεωρείται
ότι ξεκινούν από το επίσημο ένδυμα του Ρωμαίου πολίτη, την τήβεννο (toga στα λατινικά, βλ. εικ. 1 και 2).
Μία απλουστευμένη και κοντύτερη μορφή της τηβέννου ήταν διαδεδομένη στις τάξεις του ρωμαϊκού στρατού. Το ένδυμα αυτό, το οποίο φερόταν κάτω από τον θώρακα, κατέληγε στα γόνατα και καλυπτόταν από δερμάτινους ιμάντες που απέληγαν σε κρόσσια. Αυτοί οι ιμάντες λοιπόν αναμφισβήτητα δημιουργούσαν μία αίσθηση πτυχολογίας, «πολυδιάσπασης» και εντυπωσιασμού.
Δεν αποκλείεται αυτή η εξάρτυση να έλκει την καταγωγή της από τον ετρουσκικό πολιτισμό (άκμασε στο μεγαλύτερο κομμάτι της κεντρικής Ιταλίας από το 700 π.Χ. έως τον 1ο αι. π.Χ. περίπου, όταν και αφομοιώθηκε από τους Ρωμαίους). Στο μπρούντζινο άγαλμα ενός πολεμιστή, γνωστού με τον όνομα «Mars (=Άρης) του Todi» (βλ. εικ. 3), βλέπουμε τις απολήξεις του δερμάτινου θώρακα που φέρει η μορφή να καλύπτουν εν μέρει τον πολύ κοντό χιτωνίσκο, ο οποίος φτάνει μέχρι το ανώτερο σημείο των μηρών. Στην περίπτωση αυτή είναι ευδιάκριτη και η ποικιλία πτυχώσεων στον ίδιο τον χιτωνίσκο, θυμίζοντάς μας περισσότερο τη δική μας φουστανέλα. Πάντως στις παραστάσεις Ρωμαίων στρατιωτικών διακρίνονται ως επί το πλείστον οι ιμάντες που καλύπτουν τους χιτώνες και όχι τόσο οι ίδιες οι πτυχές των χιτώνων (βλ. εικ. 6, 7).
Και εδώ, βέβαια, πρέπει να εκφραστεί ένας προβληματισμός. Παρόμοιες παραστάσεις συναντάμε ακόμα και στην αρχαία ελληνική τέχνη (βλ. εικ. 4, 5). Επομένως, είναι μήπως σωστότερο να μιλάμε για ένα «αντιδάνειο» κατά κάποιο τρόπο; Η αλήθεια είναι πως οι επαφές και οι αλληλεπιδράσεις των μεσογειακών πολιτισμών είναι έντονες, αλλά οι επιδράσεις του αρχαίου ελληνικού, ειδικά στην περίπτωση των Ετρούσκων και των Ρωμαίων, ισχυρότερες. Πάντως, με βεβαιότητα μπορούμε να παρακολουθήσουμε τις προϋποθέσεις που θα οδηγήσουν στη διαμόρφωση της φουστανέλας από τη ρωμαϊκή περίοδο.
Εικόνα 5. Ερυθρόμορφη κύλικα (εσωτερικό) του “ζωγράφου της Πενθεσίλειας”: Ο Αχιλλέας σκοτώνει την Πενθεσίλεια, 460-450 π.Χ. Μόναχο, Staatliche Antikensammlungen (=Κρατικές Συλλογές Αρχαιοτήτων). |
Η επέκταση του ρωμαϊκού κράτους προς τον ψυχρότερο βορρά οδήγησε στην ανάγκη δημιουργίας χονδρότερων ενδυμάτων. Έτσι στον χιτωνίσκο του Ρωμαίου στρατιώτη προστέθηκαν περισσότερες πτυχές. Επιπλέον στις εικονιστικές παραστάσεις είναι ευδιάκριτες και περισσότερες της μίας σειρές δερμάτινων ιμάντων (βλ. εικ. 8).
Η ενδυμασία αυτή πέρασε και στο Βυζάντιο, όπως είναι φυσικό, αφού μιλάμε για την αδιάσπαστη διοικητική συνέχεια της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας (βλ. εικ. 9). Μία συγκεκριμένη κατηγορία έργων κοσμικής βυζαντινής τέχνης πρέπει να μας τραβήξει την προσοχή. Πρόκειται για κεραμικά πινάκια (=πιάτα) που θεωρείται ότι απεικονίζουν σκηνές από τον μύθο του Διγενή Ακρίτη, του θρυλικού αυτού πολεμιστή-φύλακα των ανατολικών συνόρων και ήρωα της βυζαντινής και μεταβυζαντινής λογοτεχνίας και ποίησης (βλ. εικ. 10-13). Έχουν εντοπιστεί διάσπαρτα σε διάφορες θέσεις (π.χ. Κόρινθος, αγορά των Αθηνών, Αργολίδα, Θήβα κ.α.). Βέβαια, η ταύτιση των παραστάσεων είναι προβληματική, καθώς πέρα από την απουσία επιγραφών, οι απεικονίσεις δεν συμβαδίζουν πλήρως με τις μαρτυρούμενες παραλλαγές του μύθου (6 παραλλαγές του έπους και ποικιλία ακριτικών τραγουδιών από διάφορες περιοχές). Σε κάθε περίπτωση, τα κεραμικά που απεικονίζουν πολεμιστές να παλεύουν με δράκους παρουσιάζουν εξαιρετικό ενδιαφέρον. Μας θυμίζουν στίχους από ένα κυπριακό ακριτικό τραγούδι:
Καὶ πὰ ’ς τὰ γλυκοξίφωτα, ποῦ πᾷ νὰ ξημερώσῃ,
σκιαστήκασιν τἀμμάδκια μου κ’ ἕναν μεγάλοφ φίιν
ἑξῆντα κύκλους ἔκαμνεν, βδομηνταδκυὸ καμάραις,
κ’ ἀκόμα δκυὸ κυκλίσματα τὸν Ἕλενον νὰ φάῃ.
Και σε ένα αρκαδικό ακριτικό τραγούδι
διαβάζουμε:
Ξῆντα λοντάρια
σκότωσα καὶ τετρακόσιους δράκους.
Σὰν ἕνα φίδ’
δικέφαλο, φίδι μὲ δυὸ κεφάλια.
Εἶχε τὰ πόδια ἀλοϊνά,
καὶ μάτια σὰν τὸ βόιδι,
κ’ εἶχε καὶ κάτι
κέρατα πὸ μάλαμα καθάριο.
Πέντε κοντάρια τοῦ δωκα καὶ μιὰ σπαθιὰ ’ς τὴ μέση,
μάιδε τὸ βόλι τὸ
κολλᾷ, μάιδε σπαθὶ τὸ παίρνει,
καὶ μόνο μὲ τὸ
δαμασκὶ τὸ τρύπησα μαχαῖρι.
Σε αυτά τα πινάκια οι πολεμιστές φέρουν ένδυμα από τη μέση μέχρι τα γόνατα που έχει ριπιδιόσχημο (εν είδει βεντάλιας) άνοιγμα και μοιάζει πάρα πολύ με τη νεότερη φουστανέλα (βλ. εικ. 15). Ήδη οι ανασκαφείς της αγοράς των Αθηνών είχαν αναγνωρίσει την παρουσία αυτού του ενδύματος (βλ. εικ. 14). Φαίνεται ότι το σχέδιο προδίδει ένα ενιαίο ένδυμα και όχι πολλούς διαφορετικούς ιμάντες, καθώς και ότι απουσιάζουν κρόσσια. Στις περισσότερες των περιπτώσεων μάλιστα πιθανόν η φουστανέλα να αποτελεί ένα ξεχωριστά εφαρμοστό ένδυμα. Βέβαια, πρέπει να λαμβάνουμε υπόψιν πως πρόκειται για μία αφαιρετική (μη ρεαλιστική) τέχνη. Η φουστανέλα, λοιπόν, αναμφισβήτητα αποτελεί ένα είδος ενδύματος που εξασφαλίζει ευκινησία και ευελιξία. Συνεπώς, ταιριάζει σε ένα περιβάλλον, όπως τα ανατολικά σύνορα της βυζαντινής αυτοκρατορίας, όπου οι ληστρικές επιδρομές των Αράβων είναι ένα σύνηθες φαινόμενο, καθώς και στα απόκρημνα βουνά της ηπειρωτικής Ελλάδας, στην περίπτωση των κλεφτών και των αγωνιστών του ’21. Έτσι από τη ρωμαϊκή τήβεννο μέσα από ένα συναρπαστικό ταξίδι φτάσαμε στο επίσημο ένδυμα της ελληνικής εθνικής φρουράς!
Εικόνα 14.
Κάρτα ανασκαφικής καταγραφής του πινακίου της εικ. 8. |
Βιβλιογραφία
- Βουτυράς Μ. & Γουλάκη-Βουτυρά Α., Η αρχαία ελληνική τέχνη και η ακτινοβολία της, Θεσσαλονίκη 2011.
- Frantz A., «Digenis Akritas. A
Byzantine epic and its illustrators», Byzantion 15 (1940/1941), 87-91.
- Hamblin W.J., «The Roman Army in the First Century», Brigham Young University Studies 36:3 (1996-97), 337-349.
- Hanfmann G.M.A., «A New Trajan», American Journal of Archaeology 61:3 (1957), 223-253.
- Hӧlscher T., Κλασική Αρχαιολογία: Βασικές
Γνώσεις, μτφρ. Παπαγεωργίου Π., Θεσσαλονίκη 2005.
- Notopoulos J.A., «Akritan Ikonography on Byzantine Pottery», Hesperia 33 (1964), 108-133.
- Ramage A. & Ramage N.H., Ρωμαϊκή Τέχνη, μτφρ. Ιωακειμίδου Χ., Θεσσαλονίκη 2000.
- Τζώνου-Herbst I., «Πινάκιο», στο Παπανικόλα-Μπακιρτζή Δ. (επιμ.), Βυζαντινά εφυαλωμένα κεραμικά: η τέχνη των εγχαράκτων, Αθήνα 1999, 176-177, αρ. 203.
- Τζώνου-Herbst I., «Μεγάλο πινάκιο», στο Παπανικόλα-Μπακιρτζή Δ. (επιμ.), Βυζαντινά
εφυαλωμένα κεραμικά: η τέχνη των εγχαράκτων, Αθήνα 1999, 179, αρ. 206.
- Vassiliou A., «Aspects of Medieval
Secular Imagery: Representations of Warriors in Byzantine Glazed Pottery from
Argos and Nauplio (12th-13th centuries)», στο Arvaniti S., Diamanti Ch., Vassiliou
A. (επιμ.), Ἐν Σοφίᾳ μαθητεύσαντες: Essays in Byzantine Material Culture in Honour of
Sophia Kalopissi-Verti, Οξφόρδη 2019, 227-245.
- Χαραλαμπίδης Κ.Π., Τα μνημεία της Ραβέννας, Θεσσαλονίκη 2002.
- «Augustus from Prima Porta», Musei Vaticani. Ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης η
27.2.2020. https://www.museivaticani.va/content/museivaticani/en/collezioni/musei/braccio-nuovo/Augusto-di-Prima-Porta.html
- «Mars of Todi», Musei Vaticani. Ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης η
27.2.2020. https://m.museivaticani.va/content/museivaticani-mobile/en/collezioni/musei/museo-gregoriano-etrusco/sala-iii--bronzi/marte-di-todi.html
- «P 9396: Plate with Sgraffito
Decoration», American School of Classical Studies at Athens. Ημερομηνία
τελευταίας πρόσβασης η 2.3.2021. https://www.ascsa.edu.gr/resources-landing/details?source=dc&id=Agora:Object:P%209396
- Ζώης Ν., «Πώς γίνεται συναρπαστικό το 1821;», Η Καθημερινή (1.3.2021). Ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης η 3.3.2021. https://www.kathimerini.gr/culture/books/561278335/pos-ginetai-synarpastiko-to-1821/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου