21 Δεκεμβρίου 2022

Η Νομική στο Βυζάντιο

Τα κανονιστικά πλαίσια του ρωμαϊκού δικαίου από εποχής Δωδεκαδέλτου απετέλεσαν την βάση του βυζαντινού νομικού πολιτισμού, εμπλουτισμένη με χριστιανικές αρχές και ήθη του ελληνιστικού κόσμου. Κατά την πρότερη περίοδο της λατινικής ρωμαϊκότητος, τα αλληλοδιάδοχα και ενίοτε αντιφατικά, ετεροχρονισμένα ή ελλιπή νομικά κείμενα δεν είχαν τελειωμό. Στην πραγματικότητα, το συγκροτημένο και συνεκτικό σύστημα που σήμερον αποκαλούμε Ρωμαϊκό Δίκαιο περατώθηκε από νομομαθείς γραφειοκράτες στο Βυζάντιο, έως την εποχή του Ιουστινιανείου κώδικος. Ωστόσο, στο Βυζάντιο το ρωμαϊκό δίκαιο είχε μία σαφώς οριοθετημένη κοσμική αποστολή, που ήταν διαφορετική από την ρεπουμπλικάνικη πρόσληψή της στον δυτικό Διαφωτισμό. Το Δίκαιο των νομικών δεν αποτελούσε πηγή ηθικής και αιωνίων αληθειών, αλλά προοριζόταν απλώς να κανονίζει και να διευθετεί διοικητικές, αστικές και ποινικές υποθέσεις. Το Δίκαιο δεν ηδύνατο εν ουδεμία περιπτώσει να υποκαταστήσει τον Λόγο του Ευαγγελίου και τις επιταγές της θείας τάξεως. Εκτός των κοσμικών υπήρχαν και εκκλησιαστικά δικαστήρια, τα οποία όμως εξεδίκαζαν επίσης διαδικαστικές υποθέσεις της Εκκλησίας και χαρακτήριζαν αιρέσεις ως τέτοιες.

Η πρώτη τομή στο βυζαντινό δίκαιο σημειώθηκε το 438 επί Θεοδοσίου Β΄, με την δημοσίευση του Θεοδοσιανού Κώδικος (Codex Theodosianus), ενός μεγάλου Πανδέκτου που συνόψισε και επικαιροποίησε τους προγενεστέρους ρωμαϊκούς νόμους [1977]. Το εγχείρημα αυτό επανελήφθη με μεγαλύτερη επιτυχία και σε μεγαλύτερη έκταση τον 6ο αιώνα επί Ιουστινιανού, δια της καθοριστικής συμβολής του νομικού Τριβωνιανού. Το 529 εξεδόθη ο Ιουστινιάνειος Κώδιξ (Codex Iustinianus), που απεκλήθη «Corpus Iuris Civilis» από τους κατοπινούς σχολαστικούς της Δύσεως. Ο νέος κώδικας αποδελτίωσε όλους τους ρωμαϊκούς νόμους από την εποχή του Αδριανού και εντεύθεν, αφαιρώντας αντιφατικές και παρωχημένες διατάξεις [1978]. Ωστόσο, ο φιλόδοξος Ιουστινιανός τόλμησε να πρωτοτυπήσει στην νομοθεσία, μέσω μιας σειράς μεταρρυθμίσεων εμπνευσμένων και από κανόνες χριστιανικών συνόδων, οι οποίες θωράκισαν την μοναρχία του, ρύθμισαν τις σχέσεις της με την Εκκλησία και διεμόρφωσαν την διοικητική διάρθρωση του δημοσίου. Οι νέες μεταρρυθμίσεις ονομάσθηκαν «Νεαραί» και προσετέθησαν στην ανανεωμένη έκδοση του Κώδικος του 534, γραμμένες στα ελληνικά, εφόσον ο λαός πλέον αδυνατούσε να κατανοήσει την λατινική γλώσσα των νομικών [1979]. Ο Ιουστινιάνειος Κώδιξ έχει διαδραματίσει πολύ σπουδαίο ρόλο στην διαμόρφωση της σύγχρονης δικονομίας.

Τον 8ο αιώνα, ο Λέων Γ΄ ο Ίσαυρος επεδίωξε τον εκσυγχρονισμό κυρίως του αστικού δικαίου και το 739 εξέδωσε την «Ἐκλογή», δια της οποίας εσυνεχίσθη η συναρμογή των κοσμικών νόμων με τις χριστιανικές αξίες. Οι θανατικές ποινές γενικώς αντικατεστάθησαν από ακρωτηριασμό, η κοινω-νική θέση των γυναικών ενδυναμώθηκε και οι ίδιες απέκτησαν ίσα δικαιώματα με τον άνδρα των στην κοινή περιουσία, τα παιδιά χειραφετήθηκαν περισσότερο από την απόλυτη εξουσία του πατρός των και οι νομικώς αναγνωριζόμενες αιτίες διαζυγίου περιορίσθηκαν σημαντικά, παρά την πίεση της Εκκλησίας που ζητούσε την πλήρη κατάργησή του [1980].

Τον 9ο και 10ο αιώνα οι «νομοθέτες» αυτοκράτορες, Βασίλειος Α΄ (867-886) και Λέων ΣΤ΄ (886-912), επεχείρησαν συνειδητά μία επιστροφή στους νόμους του Ιουστινιανού, καθώς και την αποδυνάμωση της θεσμικής Εκκλησίας, αφαιρώντας της το δικαίωμα φροντίδος των ορφανών και καθιστώντας τα διαζύγια ευκολότερα [1981]. Τα σπουδαιότερα νομικά έργα της περιόδου συνίστανται στον «Πρόχειρο Νόμο», στην «Ἐπαναγωγή» και στα «Βασιλικά» (892), που απετέλεσαν τον τελευταίο επίσημο κώδικα της βυζαντινής πολιτείας. Έκτοτε, οι αυτοκράτορες εξέδιδαν μεμονωμένα νομοθετήματα και χρυσόβουλα, ενώ την νομική γραμματεία συμπλήρωναν κυρίως επιτομές, όπως η «Ἐξάβιβλος» του Κωνσταντίνου Αρμενοπούλου (1345).

Το βυζαντινό δικαιικό σύστημα διέπετο υπό τινών πρωτοπόρων ανθρωπιστικών ιδεών, ένεκεν της διαρκούς επιδράσεως του Χριστιανισμού. Έχει ήδη αναφερθεί η τάση για κατάργηση των θανατικών ποινών. Επιπλέον, έως και τον 10ο αιώνα, εξευγενίσθηκε -αν δεν καταργήθηκε ατύπως- ο θεσμός της δουλείας. Ο δούλος, που την περίοδο εκείνη συνιστούσε έναν ισόβιο (παρ)οικιακό βοηθό, ήταν και αυτός εικόνα Θεού και είχε ανεγνωρισμένα ανθρώπινα δικαιώματα, τα οποία γένοντο σεβαστά, ιδίως εάν ήταν Χριστιανός. Σταδιακά, ο δούλος έγινε νομικά υπόλογος απέναντι στο κράτος και όχι στον αυθέντη. Ήδη επί Ιουστινιανού, ο δούλος είχε αποκτήσει νομικό καθεστώς προσώπου και όχι πράγματος [1982]. Ο Αλέξιος Α΄ Κομνηνός, μέσω διαταγμάτων, τους επεκύρωσε επιπρόσθετα δικαιώματα, όπως την ελεύθερη τέλεση χριστιανικού γάμου [1983]. Ωσαύτως, οι περισσότεροι αυτοκράτορες, απευχόμενοι την περαιτέρω ισχυροποίηση των «Δυνατών» μεγαλογαιοκτημόνων, γενικώς επεδίωκαν την κατοχύρωση των δικαιωμάτων μικροκτηματιών, εξασφαλίζοντάς τους μια ζωή πιο υποφερτή από την αντίστοιχη των δουλοπαροίκων στα δυτικά φέουδα [1984]. Βεβαίως, εξ αιτίας αριστοκρατικών καταχρήσεων υπήρξαν και πολλές θλιβερές εξαιρέσεις, με καταπίεση μικροαγροτών και δουλοπαροίκων, οι οποίες δεν ήσαν άσχετες με την τελική κατάρρευση του βυζαντινού κράτους.

Μεταξύ Βασιλέως και Δυνατών εσημειώθησαν αρκετές, άτυπες ή τυπικές και ποικίλης εκβάσεως, νομικές συνομολογήσεις, αιώνες πριν την σύνταξη της -αδικαιολόγητα πολυδιαφημισμένης κατά τον γράφοντα- Magna Carta των Άγγλων. Όχι σπάνια, ο Βασιλεύς εκτελούσε χρέη υπερτάτου δικαστού, καθότι στο Βυζάντιο η διάκριση των εξουσιών ήταν ρευστή και περιστασιακώς ανύπαρκτη. Όπως όμως έχει αναλυθεί σε προηγούμενο κεφάλαιο, ο «ελέω Θεού» εστεμμένος Βασιλεύς δεν κυβερνούσε (όχι πάντα τουλάχιστον) ελέω Θεού, όντας de facto υποκείμενος σε γραπτούς ή αγράφους, κοσμικούς ή θείους νόμους [1985]. Μία από τις αιτίες των ασιγάστων εμφυλίων εντάσεων στην Κωνσταντινούπολη, που ενθυμίζουν αυτές της αρχαίας Αθήνας, είναι ότι στην συνείδηση των Ρωμιών παρέμενε εδραιωμένη η αντίληψη μίας εταιρικής συμφωνίας αρχών μεταξύ κυβερνώντος και κυβερνωμένων, της οποίας κάθε παραβίαση πρέπει να αντιμετωπίζεται.

Στην βυζαντινή ιστορία, δεσπόζουν στιγμές οπόταν η συμπόρευση πολιτικής βουλήσεως και λαϊκής συναινέσεως καρποφόρησε κοινωνικές καινοτομίες. Μερικές εξ αυτών αφορούσαν τους θεσμούς κοινωνικής προνοίας, που αποσκοπούσαν στον περιορισμό των Δυνατών και στην τόνωση των αδυνάτων και της αγροτικής οικονομίας. Οι Μακεδόνες αυτοκράτορες, ειδικότερα, ενίσχυσαν με διαφόρους νόμους την οικονομική ανεξαρτησία των πτωχών αγροτών που πλήρωναν φόρους και στελέχωναν θεματικούς στρατούς, καθώς και τον περιορισμό της εγγείου ιδιοκτησίας Δυνατών και Εκκλησίας, μέσω θεσπίσεως ειδικών προϋποθέσεων στις αγοραπωλησίες και τις μεταβιβάσεις κτημάτων [1986]. Ο Νικηφόρος Α΄ (802-811) και ξανά ο Βασίλειος Β΄ το 1002 νομοθέτησαν το Ἀλληλέγγυον, βάσει του οποίου οι κοινότητες και τα χωριά κατέβαλλαν τους φόρους στο κράτος ως σύνολο, κάτι που σήμαινε ότι οι πλουσιότεροι έπρεπε να καλύπτουν αναλογικά με τον πλούτο τους και τα φορολογικά μερίδια απόρων συντοπιτών τους [1987]. Αυτός ο θεσμός κοινοτικής αλληλεγγύης γνώρισε τόσην επιτυχία, που διετηρήθη ατύπως σε πολλά χωριά και στην Τουρκοκρατία. Τον 12ο αιώνα, οι «Πρόνοιες» αποτελούσαν εκτάσεις καλλιεργήσιμης γης τις οποίες οι Κομνηνοί απένεμαν επιλεκτικά σε στρατιώτες-αγρότες για αξιοποίηση. Αυτές οι εκτάσεις ανήκαν στο κράτος και επεστρέφοντο σε αυτό μετά τον θάνατο του προσωρινού διαχειριστού των [1988]. Ενίοτε απένεμαν την διαχείριση και άλλου είδους ακινήτων, όπως π.χ. δημοσίων βιοτεχνιών και κοινωφελών ιδρυμάτων. Σε κάθε περίπτωση, εξακολουθούσαν να υφίστανται πολλές και μεγάλες ιδιωτικές περιουσίες.




Βιβλιογραφία

1977. Ernst Frederik Bojesen, “A Manual of Grecian and Roman Antiquities”, D. Appleton & Company 1849, σ.73.
1978. Erhard Oeser, “Evolution and Constitution: The Evolutionary Selfconstruction of Law”, Springer 2013, σ.137-138.
1979. Aleksandr Vasiliev, “Ιστορία της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, 324-1453” Τόμ. Α΄ (μτφρ. Δ. Σαβράμη), εκδ. Μπεργάδη 1954, σ.185.
1980. Charles Previté-Orton, “Cambridge Medieval History, Shorter: Volume 1, The Later Roman Empire to the Twelfth Century”, Cambridge University Press 1975, σ.246-247.
1981. Steven Runciman, “Byzantine Civilisation”, Meridian 1959, σ.76.
1982. Youval Rotman, “Byzantine Slavery and the Mediterranean World” (μτφρ. J.M. Todd), Harvard University Press 2009, σ.145-146.
1983. Ruth Mazo Karras, “Unmarriages: Women, Men, and Sexual Unions in the Middle Ages”, University of Pennsylvania Press 2012, σ.81.
1984. Mark C. Bartusis, “The Late Byzantine Army: Arms and Society, 1204-1453”, University of Pennsylvania Press 1997, σ.183.
1985. Όπως είχε δηλώσει ο βασιλεύς Κωνσταντίνος Θ΄ Μονομάχος σε μία Νεαρά του το 1045: «διαφέρειν γὰρ τύρρανον ἐν τούτῳ καὶ βασιλέα, ὅτι ὁ μὲν νόμον ἔχει τὸν τρόπον, βασιλεὺς ἔμπαλιν τρόπον ἔχει τὸν νόμον, ἐπιστασίαν μὲν ἔννομον τὴν ἀρχὴν ἐπιστάμενος, τῆς δ’ ἀρχῆς σοφὸν κυβερνήτην τὸν νόμον ἀσπασίως παραλαμβάνων [...]». Βλέπε: Ιωάννης Μαυρόπους, Iohannis Euchaitorum Metropolitae Quae In Codice Vaticano Graeco 676 Supersunt (ed. P. Lagarde) §187, Gottingae 1882, σ.195-196.
1986. James Francis LePree, Ljudmila Djukic, “The Byzantine Empire: A Histor-ical Encyclopedia” Vol.I, ABC-CLIO 2019, σ.xxv.
1987. Κωνσταντίνος Άμαντος, “Ἱστορία τοῦ Βυζαντινοῦ Κράτους” Τόμ. Β΄, Αθήνα 1947, σ.184.
1988. Νικόλαος Οικονομίδης, Ελισάβετ Ζαχαριάδου, “Social and Economic Life in Byzantium”, Ashgate-Variorum 2004, σ.277.



Από το βιβλίο "ΒΥΖΑΝΤΙΟΝ: Ιστορία, Ταυτότητα, Πολιτισμός" του Ι. Σαρρή, εκδ. Ζήτρος 2022, σελ.354-356.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου