Σελίδες

14 Αυγούστου 2025

Βυζάντιο και Ρώμη: Οι πολιτικές περιπέτειες των ονομάτων

Τοῦ Ἰωάννη Σαρρῆ, ἀναδημοσίευση ἀπὸ τὸ τεῦχος KE΄ τοῦ περιοδικοῦ "Τὸ Ἔνζυμο", Άνοιξη 2025, σελ.12-23. 

«Μία μεγάλη μορφὴ τοῦ νεώτερου ἑλληνισμοῦ, ὁ Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης, ἐπέχαιρε γιὰ τὴν «ἐμμονὴ» τῶν δυτικῶν νὰ ἀποκαλοῦν Βυζαντινὴ Αὐτοκρατορία τὴν τῶν «Ρωμαίων Ἀρχή», διότι ἔτσι ὑπενθυμίζεται ἡ πανάρχαια ἀποικία τοῦ Βύζαντος καὶ ἄρα ἀποθεώνεται ἡ ἑλληνικότητά της. Βυζάντιο τὴν ἀποκαλοῦσε καὶ ὁ, στυλοβάτης τῆς ρωμαίικης παράδοσης, Φώτης Κόντογλου. Εἶναι λοιπὸν ὁ ὅρος «Βυζάντιο» ἐπινοημένος ἀπὸ μεταγενέστερους ἱστορικούς; Ὄχι ἀκριβῶς. Ὡστόσο, ἡ χρήση καὶ τὸ πεδίο ἐφαρμογῆς του σίγουρα ἐπηρεάσθηκαν ἀπὸ τὴν ἱστοριογραφία τῶν νεώτερων χρόνων. [...] Ὁ καθένας (πρέπει νὰ) εἶναι ἐλεύθερος νὰ χρησιμοποιεῖ τὶς λέξεις ποὺ θεωρεῖ ὀρθότερες. Τὸ ζητούμενο εἶναι μία κοινὴ πρόσβαση στὴν οὐσία τοῦ νοήματος. Σημασία δὲν ἔχει ἂν ἀποκαλοῦμε Ρωμανία, Βυζάντιο ἢ ὁπωσδήποτε ἀλλιῶς τὴν ἀνατολικὴ χριστιανικὴ αὐτοκρατορία τῶν μέσων χρόνων, ἀλλὰ πῶς εἰσπράττουμε τὸν πολιτισμὸ τῶν ἀνθρώπων της, τί φανερώνει γιὰ ἐμᾶς καὶ πῶς ἐπιδρᾶ στὸ παρὸν καὶ τὸ μέλλον μας. Σὲ κάθε περίπτωση, πρόκειται γιὰ μία ἀποστολὴ ἐθνικῆς καὶ πολιτισμικῆς εἰς βάθος αὐτογνωσίας, ποὺ ὑπερβαίνει τὶς ἐτυμολογίες. [...]»

Χρυσὸ ἰστάμενον, Βασίλειος Β΄ (976-1025), πηγή: moneymuseum.com.

Τὸ 2020 ἡ διαβόητη συνδρομητικὴ πλατφόρμα Netflix προέβαλε τὸν πρῶτο κύκλο τῆς σειρᾶς δραματοποιημένων ντοκιμαντὲρ «Rise of Empires: Ottoman», ποὺ πραγματευόταν τὴν ἅλωση τοῦ 1453. Σὲ μία σειρὰ μὲ Τούρκους παραγωγοὺς καὶ ἠθοποιούς, οἱ μεροληπτικὲς, ἂν καὶ ὁμολογουμένως ὀλιγάριθμες, ἱστορικὲς ἀνακρίβειες δὲν ἐξέπληξαν. Σὲ κάποιες σκηνές, μάλιστα, ὁ Κωνσταντῖνος Παλαιολόγος ἐμφανίσθηκε νὰ ὁμιλεῖ, αὐθόρμητα, τὴν λατινικὴ γλῶσσα ἀντὶ γιὰ ἑλληνικά [1]. Δὲν ἐπρόκειτο περὶ ἀθώου σφάλματος. Τὶς τελευταῖες δεκαετίες ἡ τουρκικὴ προπαγάνδα προωθεῖ μεθοδικὰ τὴν διάκριση ἀνάμεσα στοὺς «Ρωμαίους» (Ροῦμ) κατοίκους τῆς Βυζαντινῆς Αὐτοκρατορίας καὶ τοὺς Ἕλληνες (Γιουνᾶν) τῆς ἀντίπερα ὄχθης τοῦ Αἰγαίου, σὲ μιὰ ἀπόπειρα ἱστορικῆς οἰκειοποίησης τῶν πρώτων. Ἄλλωστε, ὑπὸ τὴν ὀπτικὴ ἑνὸς οὐδέτερου ξένου, ἂν οἱ Κωνσταντινουπολῖτες τοῦ 15ου αἰῶνος θεωρηθοῦν νέτα σκέτα, δίχως ἀστερίσκους, «κανονικοὶ Ρωμαῖοι», τότε δὲν εἶναι περίεργο νὰ ὁμιλοῦν καὶ τὴν γλῶσσα τῶν κανονικῶν Ρωμαίων. Στὸ ἴδιο μῆκος κύματος, οἱ τουρκικὲς ἀρχὲς χαρακτηρίζουν τὰ ἀρχαιοελληνικὰ μνημεῖα τῆς Μικρᾶς Ἀσίας σὰν «ρωμαϊκά», ἀποσιωπῶντας μὲ κάθε τρόπο τὴν ἀρχέγονη παρουσία τοῦ Ἑλληνισμοῦ ἐκεῖ. Δυστυχῶς, οἱ θέσεις τους ἐνισχύονται ἀναπάντεχα καὶ ἀπὸ ὁρισμένες φωνὲς στὴν Ἑλλάδα.

Τὶς τελευταῖες δεκαετίες στὴν χώρα μας, τόσο ἀπὸ ἀκαδημαϊκοὺς κύκλους, ἐνίοτε μὲ μία δόση ἀναθεωρητικῆς ὑπεροψίας, ὅσο καὶ ἀπὸ ἕνα εὐρύτερο ρεῦμα καλοπροαίρετων νοσταλγῶν τῆς Ρωμιοσύνης, ἀπορρίπτεται κατηγορηματικὰ ὁ ὅρος «Βυζάντιο» ὡς ψευδεπίγραφος καὶ παραπλανητικός. Οἱ ἐπίμονοι ἀρνητές του ὑπερθεματίζουν ὅτι τὸ λεγόμενο Βυζάντιο ὀνομαζόταν Ἀνατολικὴ Ρωμαϊκὴ Αὐτοκρατορία ἢ «Ρωμανία», ἐνῷ οἱ συγγραφεῖς του αὐτοπροσδιορίζονταν ὡς Ρωμαῖοι. Ἰσχυρίζονται, ὡσαύτως, ὅτι ὁ ὅρος «Βυζάντιο» ἐπινοήθηκε ἀπὸ τὸν Γερμανὸ λόγιο Ἱερώνυμο Βὸλφ (1516-1580), μέσα ἀπὸ τὸ Corpus Historiae Byzantinae. Ἐπιπρόσθετα, ἀρκετοὶ καταλογίζουν στὴν ἐκ μέρους τῶν Εὐρωπαίων υἱοθέτηση αὐτοῦ τοῦ ὅρου μία πρόθεση σφετερισμοῦ τῆς ρωμαϊκῆς κληρονομιᾶς τῆς Ἀνατολῆς πρὸς νομιμοποίηση τῆς «Ἁγίας Ρωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας», δηλαδὴ τοῦ μεσαιωνικοῦ κράτους ποὺ σχημάτισαν Φράγκοι καὶ Γερμανοὶ ἡγεμόνες, ἀφ’ ὅτου ὁ πάπας Λέων Γ ́ ἔστεψε τὸν Καρλομάγνο αὐτοκράτορα τὸ 800 [2].

Ἐν τούτοις, ὁ Βὸλφ δὲν βίωσε τὴν σφοδρὴ διαμάχη τοῦ Νικηφόρου Φωκᾶ μὲ τὸν Ὄθωνα Α ́, οὔτε -ἀπὸ τὴν ἄλλη πλευρά- τὴν πρόταση συμμαχίας τοῦ Θεοφίλου στὸν «Ἅγιο Ρωμαῖο» Λουδοβίκο Α ́, τὸν ὁποῖον εἶχε χαρακτηρίσει ὡς ὁμότιμό του αὐτοκράτορα [3] ἢ τὴν συμμαχία τοῦ Ἰωάννη Γ ́ Βατάτζη μὲ τὸν Φρειδερῖκο Β ́ (μιᾶς καὶ ἡ πολιτικὴ συχνὰ ὑπερβαίνει τὶς μανιχαϊκὲς ἀντιπαραθέσεις γηπεδικοῦ χαρακτῆρα). Στὴν ἐποχὴ τοῦ Βὸλφ οὕτως ἢ ἄλλως δὲν ὑπῆρχε «Βυζάντιο». Ὁ τελευταῖος καὶ ἀξιοθρήνητος, «τιτουλάριος» κληρονόμος τοῦ βυζαντινοῦ θρόνου, Ἀνδρέας Παλαιολόγος (1453-1502), εἶχε ἤδη κυριολεκτικὰ πουλήσει τὸ «δικαίωμα τῆς διαδοχῆς» του στὸν βασιλιᾶ τῆς Γαλλίας Κάρολο Η ́ καὶ στὸν Ἰωάννη Β ́ τῆς Ἀραγωνίας [4], ἀφ’ ὅτου προσκύνησε τὸν πάπα. Ἐξ ἄλλου, τὸν 16ο αἰῶνα οἱ Γερμανοὶ δὲν εἶχαν κάποιο συμφέρον νὰ ὑπονομεύσουν ἐνεργητικὰ τὴν ἱστορία τῆς Ἀνατολικῆς Αὐτοκρατορίας πρὸς ὄφελος τοῦ λατινικοῦ παπισμοῦ, μὲ τὸν ὁποῖον διατηροῦσαν τεταμένες σχέσεις. Ἀκόμη καὶ πρὶν τὴν ἑδραίωση τῆς λουθηρανικῆς Μεταρρύθμισης, ὁ αὐτοκράτορας Κάρολος Ε ́ δὲν δίστασε νὰ ἁλώσει τὴν Ρώμη τὸ 1527 καὶ νὰ αἰχμαλωτίσει τὸν πάπα Κλήμεντα Ζ ́ ἕνεκεν ἰδιοτελοῦς σκοπιμότητας [5]. Αὐτὸ ποὺ ὀνομαζόταν τυπικὰ «Heiliges Römisches Reich» τότε δὲν ἦταν κάτι παραπάνω ἀπὸ μία χαλαρὴ καὶ εὔθραυστη ὁμοσπονδία αὐτόνομων κρατιδίων, πόλεων καὶ φέουδων, μὲ τὸν ἑκάστοτε ἐκλεγόμενο ἀπὸ πρίγκιπες αὐτοκράτορα νὰ διατηρεῖ περιορισμένες ἐξουσίες. Στὴν ταραγμένη ἐκείνη ἐποχὴ ἐλάχιστοι πολιτικῶς δρῶντες ἐνδιαφέρονταν πραγματικὰ γιὰ τὴν ὑπεράσπιση κάποιας «ρωμαϊκῆς ταυτότητας», καθόσον οἱ Γερμανοὶ ἀντιμετώπιζαν αὐτὸν τὸν τίτλο σὰν ἁπλὸ τύπο. Σὲ ἀντίθεση μὲ τοὺς πολῖτες τῆς πα-ρελθούσας Ἀνατολικῆς Αὐτοκρατορίας, οἱ Γερμανοὶ δὲν θεωροῦσαν τοὺς ἑαυτούς τους καθ’ οἱονδήποτε τρόπο «Ρωμαίους». Παρομοίως, διὰ τοῦ ἀφηγήματος τῆς «Τρίτης Ρώμης», τὴν πολιτικὴ κληρονομιὰ τῆς Ρωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας διεκδίκησαν περίπου τὴν ἴδια ἐποχὴ καὶ οἱ Ρῶσσοι, ποὺ ἐπίσης ἀπέφυγαν νὰ αὐτοπροσδιοριστοῦν ὡς ἐθνικὰ Ρωμαῖοι. Ἑπομένως, ἡ ἀπόδοση κινήτρου πολιτικῆς ἰδιοτέλειας στὸν Βὸλφ θὰ ἦταν ὑποθετικὴ καὶ ἀτεκμηρίωτη. Ὁ ἐκ μέρους του χαρακτηρισμὸς τῆς Ἀνατολικῆς Αὐτοκρατορίας ὡς «Βυζαντινῆς» πιθανῶς νὰ προῆλθε ἀπὸ μία εἰλικρινῆ προσπάθεια σχολαστικῆς ταξινόμησης τῶν ἱστορικῶν αὐτοκρατοριῶν, δηλώνοντας ἔτσι ὅτι τὸ Βυζάντιο διέφερε πολιτισμικὰ κι ἐν γένει ποιοτικὰ ἀπὸ τὸ Imperium τοῦ Αὐγούστου. 

Στὴν πραγματικότητα, ὁ ὅρος Βυζάντιο δὲν ἦταν καινοφανής. Βυζάντιο ἢ Βυζαντὶς ὀνομαζόταν ἡ πόλη ποὺ εἶχαν ἱδρύσει στὴν θέση τῆς μετέπειτα Κωνσταντινουπόλεως Ἕλληνες ἄποικοι ἀπὸ τὰ Μέγαρα τὸν 7ο αἰῶνα π.Χ. Οἱ Λαόνικος Χαλκοκονδύλης, Μιχαὴλ Ψελλός, Μιχαὴλ Χωνιάτης καὶ ἀρκετοὶ ἀκόμη κλασικίζοντες καὶ μὴ πρωτογενεῖς χρονογράφοι μεταχειρίσθηκαν ἐκτενῶς τὸν ὅρο «Βυζάντιον» ὡς ἐνδώνυμο τοῦ γεωγραφικοῦ καὶ πολιτικοῦ κέντρου τῆς Αὐτοκρατορίας, ἀποκαλῶντας συνάμα τοὺς κατοίκους του «Βυζαντίους» [6]. Ἀκόμη καὶ σήμερα, ἡ ἀναφορὰ μίας πρωτεύουσας μπορεῖ νὰ ὑποδηλώνει συνεκδοχικὰ ὁλόκληρο τὸ κράτος ἢ τὴν κυβέρνησή του. Ὅταν ἀκοῦμε τὴν πρόταση «ἡ Μόσχα προέβη σὲ διπλωματικὸ διάβημα», ἀντιλαμβανόμαστε ὅτι ἡ «Μόσχα» σημαίνει κάτι εὐρύτερο καὶ πιὸ ἀφηρημένο ἀπὸ τὴν ὁμώνυμη πόλη. Ἐφόσον αὐτὸ τὸ φαινόμενο ἐπιβιώνει στὴν ἐποχὴ τῶν ἐθνῶν-κρατῶν, μποροῦμε νὰ εἰκάσουμε πὼς ἦταν πιὸ διαδεδομένο σὲ περιόδους ὅπου ὁλόκληρη ἡ Μεσόγειος εἶχε μετατραπεῖ σὲ «Ρώμη». Ἐὰν ἡ Αὐτοκρατορία τῆς Ρώμης ἀποκλήθηκε Ρωμαϊκή, τότε γιατί εἶναι ἀδόκιμος ὁ χαρακτηρισμὸς αὐτῆς τοῦ Βυζαντίου ὡς Βυζαντινῆς; Ἴσως νὰ ἦταν ἀδόκιμος ἐὰν αὐτὲς οἱ δύο ταυτίζονταν ἀπολύτως, ἀλλὰ αὐτὸ τὸ ἐνδεχόμενο θὰ ἐξετασθεῖ παρακάτω. Σὲ κάθε περίπτωση, ἂς διατηρήσουμε ὑπ’ ὄψιν ὅτι, σύμφωνα μὲ τὴν αὐτοκρατορικὴ ἰδεολογία, ἡ Νέα Ρώμη-Κωνσταντινούπολις-Βυζάντιον δὲν ἦταν μία ἁπλῆ πρωτεύουσα, ἀλλὰ ἡ «Θεοπρόβλητος» καὶ «Θεοφύλακτος» Πόλις, τὸ κέντρο τῆς οἰκουμένης, ποὺ ὡς «Νέα Σιῶν» τῶν Χριστιανῶν ἔχαιρε ἐπὶ μία χιλιετία σχεδὸν μεταφυσικῆς αἴγλης. Ἐπακόλουθα, ὁ γραφειοκρατικὸς συγκεντρωτισμὸς στὴν πρωτεύουσα καὶ ἡ μοιραία παραμέληση ἢ ἀκόμη καὶ φορολογικὴ ἀφαίμαξη τῆς ἐπαρχίας σὲ βάθος αἰώνων ἀποδυνάμωσαν τὴν περιφέρεια (καὶ πιθανότατα συνετέλεσαν στὴν ἀπώλεια τῆς Μικρᾶς Ἀσίας, στὶς ἀρχὲς τῆς 2ης χιλιετίας). Συνεπῶς, καθ’ ὅλην τὴν διάρκεια τῆς ἱστορίας του ὁ πολύπλοκος κρατικὸς μηχανισμὸς τῆς τῶν «Ρωμαίων Βασιλείας» ταυτιζόταν κατὰ τὸ μᾶλλον ἢ ἧττον μὲ τὴν κοσμόπολη τοῦ Βυζαντίου, τὴν Κωνσταντινούπολη.

Βεβαίως, ἐφόσον ἐπιδιώκουμε τὴν ἱστορικὴ ἀκρίβεια, ὀφείλουμε νὰ ἀναγνωρίσουμε ὅτι στὰ ἐπίσημα πρωτογενῆ κείμενα αὐτὸ τὸ κράτος συνήθως ἀπεκαλεῖτο «Βασιλεία Ρωμαίων» ἢ «Ἀρχὴ Ρωμαίων» (Ἂν καὶ ὑφίστανται πολλὲς ἐξαιρέσεις καὶ μειοψηφικὲς ἐναλλακτικὲς ὀνομασίες. Ὁ Θεόδωρος Β ́ Λάσκαρις, ἐπὶ παραδείγματι, ἀποκαλοῦσε τὸ κράτος του «Ἑλληνίδα ἐπικράτεια» ἢ «Ἑλληνικόν») [7]. Ὅσον ἀφορᾶ τὸν ὅρο «Ἀνατολικὴ Ρωμαϊκὴ Αὐτοκρατορία», πρόκειται ἁπλῶς περί ἱστοριογραφικῆς κατασκευῆς, ὅπως ὁ ὅρος «Βυζαντινὴ Αὐτοκρατορία». Ὁ δὲ ὅρος «Ρωμανία» ἀπηντᾶτο σπανίως σὲ πρωτογενεῖς πηγές, ἐνῷ ἔγινε δημοφιλὴς κυρίως στὴν δημώδη παράδοση ἀπὸ τὸν 11ο αἰῶνα καὶ ἐντεῦθεν. Ἐκτὸς αὐτοῦ, Romania ἦταν ἡ ἐπίσημη ὀνομασία τῆς λατινικῆς-σταυροφορικῆς Αὐτοκρατορίας τῆς Κωνσταντινουπόλεως τὴν περίοδο 1204-1261. Ἡ ὀνομασία αὐτὴ καθίσταται ἔτι προβληματική, μάλιστα, ἐὰν ἀναλογισθοῦμε ὅτι σὲ πρωτογενεῖς πηγές, ἐνῷ ὁ ὅρος «Ρωμαῖοι» σήμαινε κατὰ κανόνα τοὺς ἑλληνοφώνους κατοίκους τῆς Αὐτοκρατορίας, ὁ ὅρος «Ρωμᾶνοι» ἀναφερόταν στοὺς λατινοφώνους καὶ τοὺς Λατίνους τῆς ἐποχῆς ἢ καὶ στοὺς ἀρχαίους Ρωμαίους [8]. Τὸ ὑπὸ μελέτη χριστιανικὸ κράτος τῆς Ἀνατολῆς πράγματι διατήρησε τὴν διοικητικὴ καὶ πολιτικὴ κληρονομιὰ τοῦ Imperium Romanum -ἢ τοὐλάχιστον σημαντικὸ μέρος της- καὶ οἱ πολῖτες του αὐτοπροσδιορίζονταν ὡς «Ρωμαῖοι», ἀλλὰ δὲν πρέπει νὰ μᾶς διαφεύγει τὸ ἀμιγῶς πολιτικὸ συγκείμενο αὐτοῦ τοῦ ταυτοτικοῦ ἐπιθέτου. Ἦσαν πολῖτες τοῦ «ρωμαϊκοῦ» κράτους, ὄχι Ρωμαῖοι στὴν καταγωγή [9.]

Στὸν 21ο αἰῶνα, ἀκαδημαϊκοὶ ὅπως ὁ Ἀντώνης Καλδέλλης, ἐκδηλώνοντας μία ἀμφιλεγόμενη ἐλαστικότητα στὰ «ἐθνολογικά» τους κριτήρια, ὁμιλοῦν περὶ «ρωμαϊκοῦ ἔθνους» [10]. Μὲ ἐξίσου ἐλαφρὰ κριτήρια καὶ οἱ σύγχρονοι Σκοπιανοὶ ἀναφέρονται σὲ «μακεδονικὸ ἔθνος», ἀλλὰ ἀρκεῖ μόνον ἡ ἐπίκληση μίας συλλογικῆς αὐτοαναφορᾶς σὲ μιὰ δεδομένη στιγμὴ γιὰ νὰ παράξει ἱστορικὲς πραγματικότητες; Οἱ μεταμοντέρνοι ἀπαντοῦν θετικά. Ὡστόσο, δύναται μία αὐτοκρατορικὴ ἰδεολογία μόνη της, ἀκόμη κι ἂν ἀνάγεται σὲ συλλογικὴ πολιτικὴ συνείδηση, νὰ συγκροτήσει ἕνα ἔθνος ἢ ἕναν πολιτισμό; Οἱ «Ρωμιοὶ» τῆς Ἑλλάδος καὶ τῶν μικρασιατικῶν παραλίων μιλοῦσαν ἑλληνικά, διάβαζαν κλασικὴ γραμματεία μετέχοντας τῆς ἑλληνικῆς παιδείας, διατηροῦσαν –ἀκόμη καὶ ὑπὸ χριστιανικὸ μανδύα– πολλὰ ἀρχέγονα ἔθιμα καὶ εἶχαν ἐπίγνωση τῆς ἑλληνικῆς τους καταγωγῆς, ἀφοῦ ζοῦσαν σὲ ἐδάφη ποὺ κατοικοῦντο ἀνέκαθεν ἀπὸ Ἕλληνες [11]. Ἡ πολιτικὴ ταυτότητα ἐξέφραζε μόνο μία πτυχὴ τῆς πολυδιάστατης συλλογικῆς τους συνείδησης, ἡ ὁποία περιστρεφόταν κυρίως γύρω ἀπὸ τὴν ὀρθόδοξη χριστιανικὴ πίστη. Ἐπίσης, ἂς μὴν λησμονοῦμε ὅτι Βούλγαροι, Σέρβοι, Ἀρμένιοι καὶ λοιποὶ ἀλλοεθνεῖς ὑπήκοοι τοῦ Βυζαντίου οὐδέποτε αὐτοπροσδιορίστηκαν ὡς Ρωμαῖοι, ἀκόμη καὶ ὑπὸ τὴν πολιτικὴ σημασία τοῦ ὅρου, διότι προφανῶς εἶχαν συνδέσει αὐτὸ τὸ ὄνομα μὲ τοὺς ἐθνοτικὰ Ἕλληνες (ἢ «Γραικούς», σύμφωνα μὲ τὶς σλαβικὲς καὶ φραγκικὲς πηγὲς) ἐπικυριάρχους των [12]. Οἱ διωκόμενοι μέχρι σήμερα Ρωμιοὶ τοῦ Λεβάντε (ὁρισμένοι ἐκ τῶν ὁποίων δὲν ἀποκλείεται νὰ ἔχουν καὶ ἑλληνικὲς ρίζες) ἀποτελοῦν μία εἰδικὴ περίπτωση, καθ’ ὅσον ὄντες ἀπομονωμένοι καὶ ἀπειλούμενοι διαρκῶς ἀπὸ ἰσλαμιστὲς αἰσθάνονταν τὴν ἀνάγκη νὰ προστρέξουν στὸ πολιτικὸ κέντρο τοῦ Βυζαντίου καὶ νὰ ταυτιστοῦν μὲ αὐτό. Οὕτως ἐχόντων τῶν πραγμάτων, ἡ ἑλληνικότητα τοῦ Βυζαντινοῦ Πολιτισμοῦ ἔχει ὑπογραμμιστεῖ ἀπὸ τοὺς περισσότερους ἔγκριτους βυζαντινολόγους, ἀπὸ τὸν Steven Runciman ἕως τὸν Νῖκο Σβορῶνο [13].

Σὲ τελικὴ ἀνάλυση, ὁ ὁρισμὸς τοῦ σημαινομένου κρίνεται σπουδαιότερος ἀπὸ τὸν καθορισμὸ τῶν σημαινόντων. Μείζονα σημασία ἔχει τί εἶναι καὶ τί πρεσβεύει ἕνας λαός, ἀνεξαρτήτως ἐὰν καὶ κατὰ πόσο δικαιολογημένα ἀπὸ ἱστορικῆς πλευρᾶς τὰ μέλη του αὐτοπροσδιορίζονται ὡς Ἀχαιοί, Δαναοί, Ἕλληνες, Γραικοὶ ἢ Ρωμιοί. Καὶ σήμερα, ἄλλωστε, ὑπάρχουν λαοὶ ποὺ χρησιμοποιοῦν γιὰ τὸν ἑαυτό τους διαφορετικὲς ὀνομασίες ἀπὸ αὐτὲς ποὺ τοὺς ἀποδίδει ὁ ὑπόλοιπος κόσμος (Ἀλβανία-Shqiperia, Γερμανία-Deutschland, Ἰνδία-Bharat κ.ἄ.). Ὅταν ὅμως τὸ πάθος μιᾶς κοινότητας ἀναλώνεται σὲ ὀνοματολογικὲς ἔριδες, χωρὶς νὰ ἐπικεντρώνεται στὴν διάσωση τοῦ σημαινόμενου, αὐτὸ σκιαγραφεῖ στὴν καλλίτερη περίπτωση μία ὑπαρξιακὴ κρίση συλλογικῆς κλίμακας καί, στὴν χειρότερη, ἕναν ὑφέρποντα μηδενισμὸ ποὺ ἀδιαφορεῖ γιὰ τὰ σημαινόμενα. Ἂν, γιὰ παράδειγμα, κάποιος ἀποφασίσει νὰ ἀπαρνηθεῖ τὴν ἰδιότητα τοῦ Ἕλληνα γιὰ νὰ αὐτοπροσδιοριστεῖ ἀποκλειστικὰ ὡς οἰκουμενικὸς πολίτης τῆς (ἀνύπαρκτης, σήμερα) «Ρωμανίας», αὐτὸ δὲν σημαίνει ὅτι ἔχει ἐντρυφήσει βαθύτερα στὶς ρίζες του ἢ σὲ κάποια ἱστορικὴ ἀλήθεια. Πολλὰ πράγματα μπορεῖ νὰ σημαίνει: ὅτι νιώθει ἀπογοητευμένος ἀπὸ τὸ κράτος ποὺ τὸν καταπιέζει ἢ τὴν κοινωνία ποὺ τὸν περιβάλλει, ὅτι παθιάζεται μὲ καὶ «καταναλώνει» μιὰ συγκεκριμένη ἑνότητα τῆς ἱστορίας, ὅτι κατασκευάζει μὲ μεταμοντέρνα αὐθαιρεσία φαντασιακὲς ταυτότητες καὶ διεξόδους ἀπὸ τὴν ἀβάσταχτη ἐπικαιρότητα ἢ ὅτι ἔτσι ἐκφράζει πράγματι ἕνα ὑποκειμενικὸ βίωμα τοῦ ἰδίου ἢ καὶ ὀλίγων ὁμοϊδεατῶν του. Πάντως, ἐὰν δὲν συμμεριστεῖ αὐτὴν τὴν ταυτότητα ἕνας ἱκανὸς πληθυσμὸς καὶ δὲν τὴν ἀναγνωρίσουν ὡς τέτοια ἄλλοι ἱκανοὶ πληθυσμοὶ διακριτῆς ταυτότητας, τότε πιθανότητα θὰ μείνει δέσμια στὴν σφαῖρα τῶν φαντασιώσεων, μὴ δυνάμενη νὰ ἐπηρεάσει τὴν κοινωνικὴ πραγματικότητα. Ἀσφαλῶς, τὰ ἴδια καὶ πολὺ χειρότερα ἰσχύουν γιὰ τοὺς «διαφωτισμένους», ἀντιχριστιανοὺς ἢ ἁπλῶς ἀνοήτους ποὺ φαντασιώνονται ἕναν «ἑλληνισμὸ» ἀποκαθαρμένο ἀπὸ «βυζαντινοὺς σκοταδισμούς» (βγαλμένο κατ’ εὐθεῖαν ἀπὸ τὴν κλασικὴ Ἀθήνα) καὶ νομίζουν ὅτι δύνανται νὰ οἰκειοποιηθοῦν τοὺς προπαπποῦδες ἀποκηρύσσοντας τοὺς γονεῖς τους.

Μία μεγάλη μορφὴ τοῦ νεώτερου ἑλληνισμοῦ, ὁ Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης, ἐπέχαιρε γιὰ τὴν «ἐμμονὴ» τῶν Δυτικῶν νὰ ἀποκαλοῦν Βυζαντινὴ Αὐτοκρατορία τὴν τῶν «Ρωμαίων Ἀρχή», διότι ἔτσι ὑπενθυμίζεται ἡ πανάρχαια ἀποικία τοῦ Βύζαντος καὶ ἄρα ἀποθεώνεται ἡ ἑλληνικότητά της [14]. Βυζάντιο τὴν ἀποκαλοῦσε καὶ ὁ στυλοβάτης τῆς ρωμαίικης παράδοσης Φώτης Κόντογλου [15]. Εἶναι λοιπὸν ὁ ὅρος «Βυζάντιο» ἐπινοημένος ἀπὸ μεταγενέστερους ἱστορικούς; Ὄχι ἀκριβῶς. Ὡστόσο, ἡ χρήση καὶ τὸ πεδίο ἐφαρμογῆς του σίγουρα ἐπηρεάσθηκαν ἀπὸ τὴν ἱστοριογραφία τῶν νεώτερων χρόνων. Καὶ αὐτὸ δὲν εἶναι ἀπαραίτητα μεμπτό, διότι ὡς ὅρος ἀφ’ ἑνὸς κάποτε ἦταν οἰκεῖος στοὺς Κωνσταντινουπολῖτες καὶ ἀφ’ ἑτέρου σήμερον ἀποβαίνει σαφὴς καὶ διακριτικὸς γιὰ τὴν ἱστορικὴ ἑνότητα καὶ τὸν πολιτισμὸ ποὺ περιγράφει. Πῶς ἀλλιῶς θὰ μποροῦσαν οἱ ἱστορικοὶ νὰ περιγράφουν ἐκεῖνο τὸ κράτος χωρὶς συγχύσεις; Ὡς Νέα Ρώμη; Ρώμη τοῦ Ρώμου καὶ τοῦ Ρωμύλου, τοῦ Μαρίου καὶ τοῦ Σύλλα, τοῦ Πομπηΐου καὶ τοῦ Καίσαρος, τοῦ Κάτωνος ἢ τοῦ Κωνσταντίνου; Πρώτη, Δεύτερη, Τρίτη Ρώμη; Ὡς Ρωμαϊκὴ Αὐτοκρατορία; Τοῦ Αὐγούστου, τοῦ Τραϊανοῦ, τῶν Σεβήρων, τῆς Γάλλας Πλακιδίας ἢ τοῦ Ἰουστινιανοῦ; Ὡς Ἀνατολικὴ Ρωμαϊκὴ Αὐτοκρατορία; Τοῦ Μάρκου Ἀντωνίου, τοῦ Διοκλητιανοῦ, τοῦ Ἀρκαδίου ἢ μήπως τοῦ Ἡρακλείου; Ὡς Ρωμανία; Καὶ μὲ τούτη την –ἴσως– ἐλάχιστα «πιστότερη» ὀνομασία πάλι θὰ προέκυπτε σύγχυση μὲ τοὺς λατινόφωνους Ρωμάνους καὶ τὸ σύγχρονο κράτος της Ρουμανίας, μὲ τὴν ἐπαρχία Ἐμίλια-Ρομάνια τῆς Ἰταλίας καὶ μὲ τὸ σταυροφορικὸ κράτος τοῦ «Imperium Romaniae». Δὲν χρειάζεται πολὺ μελάνι γιὰ νὰ δείξουμε ὅτι οἱ Ρωμιοὶ ποὺ περιστοίχιζαν τὸν Κωνσταντῖνο Παλαιολόγο στὶς ἐπάλξεις τῶν Θεοδοσιανῶν Τειχῶν [16] δὲν εἶχαν σχεδὸν καμία σχέση μὲ τοὺς Ρωμαίους/Ρωμάνους λεγεωναρίους τοῦ Καίσαρος, τοὐλάχιστον ὄχι σὲ γενετικό, γλωσσικό, θρησκευτικὸ καὶ πολιτισμικὸ ἐπίπεδο, ἢ μᾶλλον, γιὰ νὰ εἴμαστε ἀκριβέστεροι, ἡ σχέση τους ἦταν τόσο ἀσθενὴς ὅσο αὐτῆς τῶν σημερινῶν Τούρκων μὲ τὸν Μοντοῦ Σάνγιοῦ Χὰν τῆς ἀρχαίας Μογγολίας.

Ἐὰν δὲν γίνουμε ἀκριβεῖς στὸν λόγο μας, σύντομα θὰ ξανακούσουμε τοὺς Ρωμιοὺς προγόνους μας νὰ μιλοῦν λατινικά, καὶ τὴν ἑπόμενη φορὰ δὲν θὰ εὐθύνονται Τοῦρκοι. Στὸν Μεσαίωνα πολλοὶ Δυτικοὶ ὄντως χρησιμοποιοῦσαν ὑποτιμητικὰ τὸν ὅρο «regnum graecorum» [17], ὅμως σήμερα ἐκλείπει αὐτὴ ἡ συνθήκη. Τὸ γεγονὸς ὅτι καὶ γιὰ τοὺς Ἀγγλοσάξονες ἔχει γίνει τῆς μόδας νὰ ἀποκαλοῦν τὸ Βυζάντιο «late roman empire» δὲν προσδίδει κάποια ἀξία ἢ ἀναγνώριση ἐκ μέρους τους πρὸς αὐτό. Ἁπλῶς παραγκωνίζει τὰ ἑλληνικὰ στοιχεῖα ποὺ συνδιαμόρφωσαν τὴν ἰδιαίτερη πολιτισμική του ταυτότητα καὶ συνάμα προσφέρει σὲ «Λατίνους» τῆς ἐποχῆς μας τὴν δυνατότητα νὰ σφετεριστοῦν ἀκόμη κι αὐτὸ τὸ ἴδιο, ἴσως σὰν μιὰ «παρηκμασμένη καὶ σχισματικὴ» ἀποφυάδα τῆς πρεσβυτέρας Ρώμης. Ὅλα αὐτά, βεβαίως, παραμένουν ὑποθετικὲς προοπτικές. Ὁ χρόνος θὰ δείξει ἂν καὶ ποιοί μποροῦν νὰ ἀξιοποιήσουν γονιμότερα τὰ καταπιστεύματα τῆς ρωμαίικης κληρονομιᾶς. Ἂς ἐλπίσουμε ὅτι οἱ βιολογικοὶ ἀπόγονοι τῶν δημιουργῶν θὰ φανοῦν ἀντάξιοί της. 

Ὁ καθένας (πρέπει νὰ) εἶναι ἐλεύθερος νὰ χρησιμοποιεῖ τὶς λέξεις ποὺ θεωρεῖ ὀρθότερες. Τὸ ζητούμενο εἶναι μία κοινὴ πρόσβαση στὴν οὐσία τοῦ νοήματος. Σημασία δὲν ἔχει ἂν ἀποκαλοῦμε Ρωμανία, Βυζάντιο ἢ ὁπωσδήποτε ἀλλιῶς τὴν ἀνατολικὴ χριστιανικὴ αὐτοκρατορία τῶν Μέσων Χρόνων, ἀλλὰ πῶς εἰσπράττουμε τὸν πολιτισμὸ τῶν ἀνθρώπων της, τί φανερώνει γιὰ ἐμᾶς καὶ πῶς ἐπηρεάζει τὸ παρὸν καὶ τὸ μέλλον μας. Σὲ κάθε περίπτωση, πρόκειται γιὰ μία ἀποστολὴ ἐθνικῆς καὶ πολιτισμικῆς εἰς βάθος αὐτογνωσίας, ποὺ ὑπερβαίνει τὶς ἐτυμολογίες.



ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ

[1] Ἐπὶ παραδείγματι, στὸ τελευταῖο (6ο) ἐπεισόδιο ἀνταλλάσσει μὲ ἕναν «Ρωμαῖο» συμπολεμιστή του τὸ σύνθημα «Morior invictus». Οἱ ὑπόλοιπες στιχομυθίες διεξάγονται στὴν ἀγγλικὴ γλῶσσα, ἀλλὰ καθ’ ὅλη τὴν διάρκεια τῆς σειρᾶς δὲν ἐκφωνοῦνται ἑλληνικὲς λέξεις.

[2] Αὐτὴ ἡ ἐνδεχομένως βάσιμη ἄποψη, ποὺ ὅμως δύσκολα μπορεῖ νὰ συμπεριλάβει καὶ τὶς προθέσεις τοῦ ἴδιου τοῦ Βόλφ, ἀναπτύσσεται ἐκτενῶς στὸ ἐμβληματικὸ βιβλίο τοῦ π. Ἰωάννη Ρωμανίδη «Ρωμηοσύνη–Ρωμανία–Ρούμελη» (Πουρναρᾶς, 2002).
Διάφοροι μελετητὲς διαχρονικὰ (Ἑλένη Ἀρβελέρ, Averil Cameron, Gilbert Dagron κ.ἄ.) ἔχουν ὑποστηρίξει ὅτι ἡ παλαιότερη προτίμηση τοῦ ὅρου «Βυζάντιο» ἀπὸ πλευρᾶς δυτικῶν ἴσως νὰ ὑποκρύπτει μία -ἀκόμη καὶ ἀσυνείδητη- ἰδεολογικὴ τάση περὶ ἀποδέσμευσής του ἀπὸ τήν, θεμελιώδη γιὰ τὸν δυτικὸ πολιτισμό, ἀρχαία Ρώμη. Ὡστόσο, γενικότερα στὴν ζωή, ἡ ἀποστασιοποίηση καὶ ἡ ἀποφυγὴ δὲν ἀποβαίνουν περισσότερο βλαπτικὲς ἢ ὑστερόβουλες ἀπὸ τὸν ἀμφιβόλων κινήτρων ἀσφυκτικὸ ἐναγκαλισμό. Ἡ σύγχρονη «ἀκαδημαϊκὰ ὀρθὴ» θεώρηση τοῦ Βυζαντίου ὡς ἁπλῆς «ἀποικίας» μιᾶς παρακμάζουσας Ρώμης δὲν εἶναι λιγότερη ὑποτιμητικὴ γιὰ ἐκεῖνο σὲ σχέση μὲ τὴν ρατσιστικὴ ἄποψη τῶν Λατίνων τοῦ Μεσαίωνα, ποὺ τὸ ἔβλεπαν ὡς κάτι ξένο καὶ ἀπεχθές.

[3] Adelbert Davids, “The Empress Theophano: Byzantium and the West at the Turn of the First Millennium”, Cambridge University Press 2002, σελ.105.

[4] Russell Foster, “Mapping European Empire: Tabulae Imperii Europaei”, Taylor & Francis
2015, σελ.66-68.

[5] André Chastel, “The Sack of Rome, 1527”, Princeton University Press, 2023. 

[6] Ἀλέξιος Σαββίδης, Benjamin Hendrickx, “Εἰσαγωγὴ στὴν Βυζαντινὴ Ἱστορία (284-1461)”, Ἡρόδοτος 2008, σελ.38.

[7] «[...] Πέρσης [σ.σ. δηλαδή Τοῦρκος] πῶς βοηθήσει τῷ Ἕλληνι; Ἰταλὸς καὶ μάλιστα μαίνεται, Βούλγαρος προφανέστατα, Σέρβος τῇ βίᾳ βιαζόμενος καὶ συστέλλεται· ὁ δ’ ἡμέτερος τάχα, τάχα δὴ οὐ τῶν ἡμετέρων κατὰ ἀλήθειαν· μόνον δὲ τὸ Ἑλληνικὸν αὐτὸ βοηθεῖ ἑαυτῷ οἴκοθεν λαμβάνον τὰς ἀφορμάς [...]», βλέπε: Theodori Ducae Lascaris Epistulae CCXVII.: Nunc primum edidit Nicolaus Festa, 44.79-84, tipografia G. Carnesecchi e figli, Φλωρεντία 1898, σελ.58.

[8] Μάριος Νοβακόπουλος, “Τὸ Βυζάντιο πέρα ἀπὸ τὰ ὀνόματα”, Ἄρδην τ. 130-31, Ἰούνιος-Αὔγουστος 2024, σελ. 42-46.

[9] Τὸ 212 μ.Χ. ὁ Καρακάλλας μὲ διάταγμά του (Constitutio Antoniniana) ἀναγνώρισε ὅλους τοὺς ἐλευθέρους κατοίκους τῆς ρωμαϊκῆς αὐτοκρατορίας ὡς Ρωμαίους πολῖτες. Κατὰ συνέπεια, ὁ ὅρος «Ρωμαῖος» σταδιακὰ προσέλαβε μία εὐρύτερη πολιτικὴ καὶ πολιτισμικὴ σημασία καὶ δὲν σήμαινε ἁπλῶς αὐτὸν ποὺ κατάγεται ἀπὸ τὰ ἀρχαῖα γένη τῆς Ρώμης. Βλέπε: Claude Nicolet, “The World of the Citizen in Republican Rome”, University of California Press 1988, σελ.17.

[10] Anthony Kaldellis, “Romanland: Ethnicity and Empire in Byzantium”, Harvard University Press, 2019. 

[11] Ἤδη ἀπὸ τὸν 5ο καὶ 6ο αἰῶνα, ἡ ἔννοια τῆς φυλῆς, δηλαδὴ μίας κοινότητας μὲ κοινὴ καταγωγή, περιγράφεται ἀκριβέστερα μὲ τὴν λέξη «γένος». Ὁ ἱστορικὸς τοῦ 5ου αἰῶνος Πρῖσκος διηγεῖται τὴν συνάντησή του μὲ ἕναν ἔμπορο στὰ βόρεια Βαλκάνια, τὸν ὁποῖον πέρασε γιὰ «βάρβαρο», καθὼς φοροῦσε σκυθικὰ ροῦχα. Ὁ Πρῖσκος ἐξεπλάγη μὲ τὸ γεγονὸς ὅτι ἕνας βάρβαρος Σκύθης «ἑλληνίζει», δηλαδὴ συμπεριφέρεται σὰν Ἕλληνας, ἐπειδὴ οἱ βάρβαροι ποὺ ἀναμείχθηκαν μὲ Ρωμαίους δὲν ὁμιλοῦν τόσο καλὰ τὴν ἑλληνικὴ γλῶσσα. Ἐκεῖνος, ὅμως, γελῶντας τοῦ ἀπάντησε στὰ ἑλληνικὰ ὅτι εἶναι «Γραικὸς στὸ γένος» καὶ πῆγε ἐκεῖ γιὰ ἐμπορικοὺς λόγους:
«Διατρίβοντι δέ μοι καὶ περιπάτους ποιουμένῳ πρὸ τοῦ περιβόλου τῶν οἰκημάτων προσελθών τις, ὅν βάρβαρον ἐκ τῆς Σκυθικῆς ᾠήθην εἶναι στολῆς, Ἑλληνικῇ ἀσπάζεταί με φωνῇ, "χαῖρε" προσειπών, ὥστε με θαυμάζειν ὅτι γε δὴ ἑλληνίζει Σκύθης ἀνήρ. ξύγκλυδες γὰρ ὄντες πρὸς τῇ σφετέρα βαρβάρῳ γλώττῃ ζηλοῦσιν ἢ τὴν Οὔννων ἢ τὴν Γότθων ἢ καὶ τὴν Αὐσονίων, ὅσοις αὐτῶν πρὸς Ῥωμαίους ἐπιμιξία· [...] ἐγὼ δὲ ἔφην αἰτίαν πολυπραγμοσύνης εἶναί μοι τὴν Ἑλλήνων φωνήν. τότε δὴ γελάσας ἔφη Γραικὸς μὲν εἶναι τὸ γένος, κατ’ ἐμπορίαν δὲ ἐς τὸ Βιμινάκιον ἐληλυθέναι τὴν πρὸς τῷ Ἴστρῳ ποταμῷ Μυχῶν πόλιν.», βλέπε: Πρίσκου Ἱστορία Βυζαντιακή, Ἱστορία Γοτθική 20, Prisci Fragmenta, Historici Graeci minores Vol. I, Ed. L. Dindorfius, Λειψία 1870, σ.305-306.

[12] Στὶς ἀρχὲς τοῦ 13ου αἰῶνος, ὁ Βούλγαρος τσάρος Καλογιάν, ἀφοῦ κατέκτησε ἀρκετὲς ἑλληνόφωνες περιοχὲς τῆς Θράκης καὶ τῆς Μακεδονίας, ἐπονομάστηκε «ρωμαιοκτόνος» (κατ’ ἀντιστοιχία τοῦ Βασιλείου του «Βουλγαροκτόνου»), βλέπε: David Nicolle, “The Fourth Crusade 1202–04: The betrayal of Byzantium”, Bloomsbury Publishing, σελ.66. Καὶ τὸν 14ο αἰῶνα, ὁ φιλόδοξος ἡγεμόνας της Σερβίας Στέφαν Δουσάν, θέλοντας νὰ σφετεριστεῖ τὸν θρόνο τῆς Κωνσταντινουπόλεως, ἀφοῦ κατέκτησε μεγάλο μέρος τῆς Ἑλλάδος αὐτοαναγορεύθηκε «Αὐτοκράτωρ Σέρβων καὶ Ρωμαίων», δείχνοντας κατ’ αὐτὸν τὸν τρόπο ὅτι ὑπῆρχε ἐθνοτικὴ διαφορὰ μεταξὺ Σέρβων καὶ «Ρωμαίων». Στὰ σερβικά, ὁ τίτλος του περιγραφόταν συχνὰ ὡς «τσάρος Σέρβων καὶ Γραικῶν» (цар Срба и Грка), βλέπε: Roumen Daskalov, Alexander Vezenkov, "Entangled Histories of the Balkans", Vol. III, Brill, 2015. Ἑπομένως, γιὰ τὶς ὑπόλοιπες βαλκανικὲς ἐθνότητες ὁ Ρωμαῖος καὶ ὁ Γραικὸς ἦταν συνώνυμες λέξεις.

[13] «Δὲν χρειάζεται βαθύτερη μελέτη τῆς ἑλληνικῆς ἱστορίας γιὰ νὰ διαπιστωθεῖ ὅτι ὁ Ἑλληνισμὸς ἀπὸ τὴν πρώτη του ἱστορικὴ ἐμφάνιση καὶ σὲ ὅλη τὴν ἱστορία του ἀποτέλεσε πάντα αὐτοτελῆ κοινότητα καὶ ξεχώριζε μὲ σαφήνεια τὸν ἑαυτό του ἀπὸ τὰ σύνολα ποὺ τὸν περιέβαλλαν, ἀκόμα καὶ σὲ στιγμὲς ποὺ μαζὶ μὲ ἄλλους λαοὺς ἀνῆκε ὡς κυρίαρχο ἢ ὡς ὑποτεταγμένο στοιχεῖο σὲ πλατύτερες πολιτικὲς ἢ πολιτιστικὲς ἑνότητες: μέσα στὸν ἑλληνιστικὸ κόσμο, ἢ στὴ Ρωμαϊκή, στὴ Βυζαντινὴ ἢ τὴν Ὀθωμανικὴ αὐτοκρατορία. Ἐκεῖνο ποὺ πρέπει νὰ ξεχωριστεῖ μὲ μεγαλύτερη σαφήνεια εἶναι τὰ συνδετικὰ στοιχεῖα τῆς κοινότητας αὐτῆς, ὅσα ὁ ἴδιος ὁ Ἑλληνισμὸς προέβαλλε ὡς τέτοια σὲ κάθε στιγμὴ τῆς ἱστορίας του, καὶ ὅσα, πραγματικά, ἀντικειμενικά, ἔπαιξαν τὸν συνδετικὸ αὐτὸ ρόλο.», βλέπε: Νῖκος Σβορῶνος, “Γένεση καὶ διαμόρφωση τοῦ Νέου Ἑλληνισμοῦ”, Πόλις 2004, σελ.25. Ἀναφορικὰ μὲ τὴν ἑλληνικὴ διάσταση τῆς βυζαντινῆς ταυτότητας, ἐπιπρόσθετα, βλέπε: Μάριος Νοβακόπουλος, “Τὸ Βυζάντιο πέρα ἀπὸ τὰ ὀνόματα”, Ἄρδην τ. 130-31, Ἰούνιος-Αὔγουστος 2024, σελ. 42-46., καθὼς καί: Ἰωάννης Σαρρῆς, “Ἡ ἐξέλιξη τῆς συλλογικῆς ταυτότητας στὴν Ῥὠμαίων Πολιτεία μέσα ἀπὸ τὶς πρωτογενεῖς πηγές”, Τὸ Ἔνζυμο τ. ΙΒ, ́ Φθινόπωρο 2021, σελ.56-71. 

[14] Ἀναφορικὰ μὲ τὸν Παπαδιαμάντη, βλέπε: Πάνος Εὐαγγελόπουλος, “Γιὰ τὴν Πτώση τῆς Πόλης...”, Καθημερινὴ 31/5/2016 [https://www.kathimerini.gr/opinion/861853/gia-tin-ptosi-tis-polis/, ἀνακτήθηκε τὸν Αὔγουστο τοῦ 2021]. Σχετικὰ μὲ τὸ ζήτημα, ἐπιπλέον ἐνδιαφέρον παρουσιάζει ἡ μεταξὺ λογίων ἀντιπαράθεση γιὰ τὴν ὀνομασία καὶ ἐν γένει τὴν ἐθνικὴ ταυτότητα τῶν Ἑλλήνων/Ρωμιῶν, ποὺ ξέσπασε στὶς ἀρχὲς τοῦ 20οῦ αἰῶνος. Τὸ 1901 ὁ δημοτικιστὴς Ἀργύριος Ἐφαλτιώτης ἀντέδρασε βιαίως στὸν δυτικογενῆ νεοκλασικισμὸ τοῦ 19ου αἰῶνος, περνῶντας στὸ ἄλλο ἄκρο καὶ ἀπορρίπτοντας τὴν ἀρχαία Ἑλλάδα πρὸς χάριν τῆς «Ρωμιοσύνης», διὰ τοῦ συγγράμματός του «Ἱστορία τῆς Ρωμιοσύνης». Ἀμέσως κατεφέρθησαν ἐναντίον του πλῆθος διανοουμένων, ἐνῷ ἔσπευσε νὰ τὸν ὑπερασπισθεῖ ὁ, ἀμύντωρ τῆς Ρωμιοσύνης, Κωστῆς Παλαμᾶς στὴν ἐφημερίδα «Τὸ Ἄστυ», στὶς 12/10/1901. Ὁ Νικόλαος Πολίτης, στὴν ἐφημερίδα «Ἀγὼν» στὶς 13/10, ἀπάντησε ἀναλυτικὰ στὸν Παλαμᾶ, ἐπιμένοντας στὴν ὀρθότητα τῶν ὅρων «Ἕλληνες» καὶ «Βυζάντιο». Μία λύση χρυσῆς τομῆς στὴν ἀντιπαράθεση, ποὺ ἔγινε ἀποδεκτὴ τοὐλάχιστον ἀπὸ τὸν Παλαμᾶ, δόθηκε ἀπὸ τὸν ἐπίσης δημοτικιστὴ Γιάννη Ψυχάρη μὲ τὴν ἑξῆς τοποθέτηση στὸν 1o τόμο τοῦ ἔργου του «Ρόδα καὶ Μῆλα»: «Ὁ ἀγαπητός μου ὁ Ν. Γ. Πολίτης ἔδειξε στὸν «Ἀγὼν» τοῦ Λαμπρίδη πὼς τὸ ὄνομα "Ἕλλην" ἔχει καὶ στὸν μεσαίωνα, ἔχει καὶ στὸ Βυζάντιο τὰ περγαμηνά του. Ὁ Παλαμᾶς ἔδειξε στὸ «Ἄστυ» πὼς ὁ Ρωμιὸς ἤτανε, καὶ στῆς Ἐπανάστασης τὰ χρόνια, ὄνομα ἅγιο καὶ τιμημένο. Τόσο τὸ καλύτερο λοιπὸν ἂν ἔχουμε δυὸ δόξες ἀντὶ μιά... Δὲν εἶπε κανένας νὰ ξεβαφτίσουμε τὴν Ἑλλάδα καὶ νὰ τὴν κάνουμε βασίλειο Ρωμαίικο. Κι ἂν προστεθεῖ τὸ κοραϊκὸ Γραικός, οἱ δόξες γίνονται τρεῖς. Κι ἂς πρόκειται γιὰ περασμένα μεγαλεῖα.». Βλέπε: Ἀνθολόγιο Ψύχάρη, Κέντρο Βυζαντινῶν, Μεταβυζαντινῶν, Νεοελληνικῶν καὶ Κυπριακῶν Σπουδῶν, Ἰωάννινα 2007, σελ.216.

[15] Βλέπε ἐνδεικτικὰ τοὺς τίτλους κεφαλαίων «Τὸ ἀληθινὸ Βυζάντιο. Ἡ ἀρχοντικὴ καὶ βασιλικὴ πολιτεία» καὶ «Βυζάντιο καὶ παράδοση. Τὰ θέλουμε, ἢ δὲν τὰ θέλουμε;» ἀπὸ τὸ βιβλίο του Φώτη Κόντογλου “Τὰ μυστικὰ ἄνθη” (Ἐκδόσεις Ἀστήρ, 1992).

[16] Ὁ Κωνσταντῖνος Παλαιολόγος, μπροστὰ σὲ ἕνα πλῆθος βυζαντινῶν πολεμιστῶν καὶ λατίνων μισθοφόρων, ἐκφώνησε τὸν στερνό του λόγο στὴν (ἑλληνικὴ) μητρική του γλῶσσα, ἀπευθυνόμενος σὲ ὑπερήφανους ἀπογόνους Ἑλλήνων καὶ Ρωμαίων: «[...] μετὰ κυρίων καὶ αὐθεντῶν αὐτῶν καὶ ἀπογόνων Ἑλλήνων καὶ Ῥὠμαίων.», βλέπε: Γεωργίου Σφραντζῆ, Χρονικὸν τῆς Ἀλώσεως Lib III. Cap VI, Impensis ed. Weberi, Βόννη 1838, σ.271-278.

[17] Ἐνδεικτικὸ παράδειγμα ἀποτελεῖ ἡ διστακτικότητα τοῦ ἀπεσταλμένου τοῦ Ὄθωνος Α ́, ἐπισκόπου Κρεμόνος Λιουτπράνδου, νὰ κατονομάσει τὸν «Γραικὸ» Νικηφόρο Φωκᾶ ὡς Αὐτοκράτορα τῶν Ρωμαίων τὸν 10ο αἰῶνα. Βλέπε: Philip Hughes, “History of the Church: Volume 2: The Church In The World The Church Created: Augustine To Aquinas”, A&C Black 1979, σελ.240.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου